Σαρωτική είναι η πτώση του γνωσιακού επιπέδου των Ελλήνων μαθητών την τετραετία 2018-2022, όπως προκύπτει από το διεθνές πρόγραμμα αξιολόγησης μαθητών PISA. Είναι χαρακτηριστικό ότι την τετραετία 2018-2022 οι επιδόσεις των μαθητών στα ελληνικά σχολεία έπεσαν στα Μαθηματικά κατά 21 μονάδες PISA (από 451 σε 430 – ποσοστό 21,2%), στην κατανόηση κειμένου κατά 19 μονάδες (από 457 σε 438 – ποσοστό 19%) και στις Φυσικές Επιστήμες κατά 11 μονάδες (από 452 σε 441 – ποσοστό 10,8%). Η πτωτική τάση, που κορυφώθηκε την τελευταία τετραετία, διαπιστώνεται ήδη από την πρώτη αξιολόγηση PISA που ξεκίνησε το 2000. Σε επίπεδο εικοσαετίας, το επίπεδο των μαθητών στην Ελλάδα έχει πέσει κατά 22,5% στα Μαθηματικά, κατά 38,5% στη Γλώσσα και κατά 24,2% στις Φυσικές Επιστήμες.
Το γεγονός ότι στη χώρα που έχει γεννήσει μια από τις παλαιότερες και πλέον μελετημένες ανά τους αιώνες γλώσσες, τα ελληνικά, το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται συνολικά στην κατανόηση και χρήση της γλώσσας, είναι εξαιρετικά ανησυχητικό σε πολλά επίπεδα. Ας σημειώσουμε μόνον ότι οι γλωσσικές δεξιότητες έχουν άμεση συνάφεια με την ανάπτυξη και την όξυνση της σκέψης. Σίγουρα μια από τις αιτίες γι’ αυτήν τη δυσάρεστη κατάσταση είναι η συλλογική απαξίωση από το εκπαιδευτικό σύστημα των αρχαίων ελληνικών, αλλά και η συνεχής υποβάθμιση της νεοελληνικής γλώσσας και γραμματείας, με πρώτο επιβλαβές βήμα την κατάργηση του πολυτονικού συστήματος τον Ιανουάριο 1982.
Ο ΟΟΣΑ στην εισαγωγή των αποτελεσμάτων του PISA 2022, που δημοσιοποιήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο και ήρθε ξανά στην επικαιρότητα με την πρόσφατη ανάλυση ειδικά για την Ελλάδα από τον οργανισμό έρευνας «διαΝΕΟσις», σημειώνει ότι μόνον εν μέρει μπορεί να αποδοθεί στην πανδημία το χαμηλό μαθησιακό επίπεδο των μαθητών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε 32 κράτη οι υψηλές επιδόσεις μαθητών όχι μόνον διατηρήθηκαν, αλλά και αυξήθηκαν: Αυστραλία, Ιαπωνία, Κορέα, Σιγκαπούρη και Ελβετία σημείωσαν βαθμολογία από 487 έως 575 μονάδες (μέσος όρος PISA 472 μονάδες). Τα κοινά χαρακτηριστικά τους είναι το μικρό διάστημα κλεισίματος σχολείων, τα λιγότερα εμπόδια στην εξ αποστάσεως διδασκαλία, η συνεχής και αδιάλειπτη στήριξη από εκπαιδευτικούς και γονείς.
* Σύμφωνα με την αξιολόγηση των ελληνικών στοιχείων, που βασίζεται συγκεκριμένα στις επιδόσεις των μαθητών στα Μαθηματικά, οι κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά ευνοημένοι μαθητές (το ανώτερο 25%) υπερέχουν έναντι των ευάλωτων μαθητών (το κατώτερο 25%) στην Ελλάδα κατά 76 μονάδες. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι 20 μονάδες αξιολόγησης PISA αντιστοιχούν σε ένα σχολικό έτος, διαπιστώνουμε καταρχήν ότι το κοινωνικό χάσμα μεταξύ των δύο ομάδων στην Ελλάδα αντιστοιχεί σε τέσσερα σχεδόν χρόνια (!) σχολικής εκπαίδευσης. Την ίδια στιγμή, ο μέσος όρος του κοινωνικού χάσματος μεταξύ των μαθητών στα κράτη που συμμετέχουν στην έρευνα PISA ανέρχεται συνολικά σε 93 μονάδες (!). Δηλαδή, τα συστήματα είναι τόσο έντονα διαφοροποιημένα, ώστε η διαφορά επιδόσεως μεταξύ μαθητών του ανώτερου 25% και του κατώτερου 25% στον εξεταζόμενο πληθυσμό των 29.000.000 ανθρώπων σε 81 κράτη να φθάνει μια ολόκληρη σχεδόν εκπαιδευτική βαθμίδα – πέντε σχολικά έτη!
Στην Ελλάδα, ειδικά, το χάσμα αυτό φαίνεται να είναι ακόμη ελαφρώς θετικό, καθώς το 12% των ευάλωτων μαθητών μας μπόρεσαν να σημειώσουν στα Μαθηματικά βαθμολογία στο ανώτερο ¼ των επιδόσεων, με τον αντίστοιχο μέσο όρο στον ΟΟΣΑ να είναι μόλις 10%.
* Στα μισά σχεδόν σχολεία της χώρας υπήρχε κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους ανεπάρκεια καθηγητικού προσωπικού, ενώ ένας στους τέσσερεις διδάσκοντες εμφανίζονται ανεπαρκής ή ελλιπώς καταρτισμένος για τον ρόλο του. Συγκεκριμένα: Σύμφωνα με την ανάλυση των ελληνικών στοιχείων, το 54% των μαθητών φοιτούσαν σε σχολεία των οποίων οι διευθυντές ανέφεραν ότι υπάρχει έλλειψη καθηγητών και το 26% ανέφερε ότι η σχολική εκπαίδευση παρεμποδίζεται από ανεπαρκές ή ελλιπώς καταρτισμένο διδακτικό προσωπικό. Το 2018 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 26% για τις ελλείψεις διδακτικού προσωπικού και 13% για το ανεπαρκές εκπαιδευτικό προσωπικό. Δηλαδή, μέσα σε τέσσερα χρόνια διπλασιάσθηκαν τα κενά σε καθηγητές στα σχολεία, αλλά και η ανεπάρκεια του καθηγητικού προσωπικού.
* Στο σχολικό περιβάλλον, μόνον ένας στους δύο καθηγητές δείχνει ουσιαστικό ενδιαφέρον για τη μαθησιακή διαδικασία στην τάξη. Σύμφωνα με τα στοιχεία: Το 46% των μαθητών ανέφερε ότι ο καθηγητής δείχνει ενδιαφέρον για τη μάθηση κάθε μαθητή (μέσος όρος ΟΟΣΑ 63%) και το 57% ότι ο καθηγητής ή η καθηγήτρια βοηθά επιπλέον τους μαθητές, όταν το ζητούν ή το χρειάζονται (μέσος όρος ΟΟΣΑ 70%). Δέκα χρόνια νωρίτερα, το 2012, το 48% του συνόλου των εκπαιδευτικών έδειχνε ενδιαφέρον για τη μάθηση των παιδιών μέσα στην τάξη και το 62% ενδιαφερόταν όταν τα παιδιά το είχαν ανάγκη ή το ζητούσαν. Μέσα σε μια δεκαετία, δηλαδή, διαπιστώνεται ήπια υποχώρηση στο ποσοστό των ευσυνείδητων καθηγητών που ενδιαφέρονται για τα παιδιά στην τάξη, αλλά το ελληνικό ποσοστό είναι καθ’ εαυτό χαμηλό συγκριτικά με ο,τι συμβαίνει στις άλλες χώρες.
Συνολικά, τα στοιχεία της PISA δείχνουν ότι η παιδαγωγική και ψυχολογική υποστήριξη των μαθητών από τους καθηγητές είναι ιδιαιτέρως σημαντική, ειδικά σε ταραγμένες περιόδους – όπως η κρίση με την Covid-19. Η απόδοση των μαθητών αυξήθηκε κατά μέσο όρο 15 μονάδες στις χώρες όπου οι μαθητές είχαν επαρκή πρόσβαση στη βοήθεια των διδασκόντων. Η στήριξη από τους καθηγητές, όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα, υπήρξε ο κύριος παράγοντας ώστε τα παιδιά να αποδώσουν στην αυτόνομη και εξ αποστάσεως μελέτη.
* Οι νεώτερες γενιές γονέων στην Ελλάδα φαίνεται να μην μπορούν για βιοποριστικούς λόγους ή να μην ενδιαφέρονται για την τυπική και ουσιαστική εκπαίδευση των παιδιών τους. Η απαξίωση του σχολείου ως θεσμού δείχνει να είναι συντριπτική στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα στοιχεία: Το 41% των μαθητών φοιτούσε σε σχολεία, των οποίων ο διευθυντής ανέφερε ότι το προηγούμενο ακαδημαικό έτος μόνον οι μισές από τις οικογένειες συζήτησαν με δική τους πρωτοβουλία την πρόοδο του παιδιού στο σχολείο. Στο 33% των οικογενειών, η συζήτηση για την κατάσταση των παιδιών έγινε ύστερα από επίμονο αίτημα των ίδιων των εκπαιδευτικών. Από την ανάλυση της PISA διαπιστώνεται καταρχήν ότι εν γένει το γονεικό ενδιαφέρον για την σχολική απόδοση των παιδιών υποχώρησε πάρα πολύ το διάστημα 2018-2022. Το ποσοστό των γονέων που έλαβαν την πρωτοβουλία να συνομιλήσουν με καθηγητές/τριες για την πρόοδο των παιδιών τους μειώθηκε κατά μέσο όρο 10 μονάδες!
* Αυτονομία σχολικών μονάδων: Είναι έννοια άγνωστη για τη χώρα μας, αλλά οικεία για τα πλέον ανεπτυγμένα εκπαιδευτικά συστήματα. Μόνον ιδιωτικά σχολεία διεκδικούν μερική αυτονομία στο σχολικό σύστημα στην Ελλάδα. Σύμφωνα με στοιχεία, λοιπόν, μόνον το 1% των μαθητών φοιτά σε σχολεία όπου οι διευθυντές είχαν την κύρια ευθύνη για πρόσληψη εκπαιδευτικών (μέσος όρος ΟΟΣΑ 60%) και μόλις το 3% φοιτούσε σε σχολεία όπου οι εκπαιδευτικοί είχαν κύρια ευθύνη για την επιλογή του μαθησιακού υλικού (μέσος όρος 76%).
* Τέλος, σε ο,τι αφορά τους μαθητές με μεταναστευτικό υπόβαθρο, το ποσοστό τους στην ελληνική εκπαίδευση αυξήθηκε από 11% το 2012 σε 13% το 2022. Μεταξύ των μαθητών αυτών, το 3% είναι μετανάστες πρώτης γενιάς, δηλαδή ήρθαν στη χώρα μας σε ηλικία 5-12 ετών. Στην πλειονότητά τους οι μαθητές με μεταναστευτικό υπόβαθρο ανήκουν σε ευάλωτα οικονομικο-κοινωνικά περιβάλλοντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ του 25% των μαθητών μας που μεγαλώνουν σε ευάλωτα περιβάλλοντα, τα παιδιά μεταναστών αποτελούν το 60%. Περίπου το 45% αυτών των παιδιών ανέφεραν ότι η γλώσσα που μιλούν στο σπίτι τους είναι διαφορετική από τη γλώσσα στην οποία αξιολογήθηκαν για την έρευνα PISA.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΡΕΥΝΑΣ
Η έρευνα PISA, που συντάσσεται στα πλαίσια του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), έχει ως σκοπό την αξιολόγηση των σχολικών συστημάτων των χωρών που συμμετέχουν, με απώτερο στόχο να επωφεληθούν οι χώρες με τις κατώτερες επιδόσεις από τα σχολικά συστήματα των χωρών με τις καλύτερες επιδόσεις.
Στην PISA 2022 συμμετείχαν 700.000 μαθητές από 81 κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ και συνεργαζόμενες χώρες, που αντιπροσωπεύουν 29 εκατ. πληθυσμό στον πλανήτη. Από την Ελλάδα συμμετείχαν 6.403 μαθητές, από 230 σχολεία, ποσοστό 6,5% του συνολικού πληθυσμού των 98.100 15χρονων μαθητών της χώρας μας.
Κύριο γνωστικό αντικείμενο (που μεταβάλλεται κάθε φορά) στην τελευταία PISA αποτελούσαν τα Μαθηματικά και δευτερευόντως η κατανόηση κειμένου και οι Φυσικές Επιστήμες.
Στην έρευνα εκτιμώνται κάθε φορά οι επιδόσεις των μαθητών, το κοινωνικό – οικονομικό – πολιτισμικό περιβάλλον τους, οι καθηγητές και τα σχολικά συστήματα.
Μαρία Δεληθανάση – Εστία της Κυριακής