Σοκ στο Ηνωμένο Βασίλειο, μετά την αίτηση για κήρυξη πτώχευσης της γνωστής αλυσίδας καλλυντικών The Body Shop.
Η εταιρεία θα κλείσει σχεδόν τα μισά από τα καταστήματά της στη χώρα και θα καταργήσει περίπου 270 θέσεις εργασίας στην εταιρική έδρα της, όπως ανακοίνωσαν σήμερα οι διαχειριστές της.
«Επτά καταστήματα θα κλείσουν σήμερα και θα ακολουθήσουν και άλλα λουκέτα» ανέφερε η εταιρεία συμβούλων FRP, που έχει αναλάβει την αναδιάρθρωση της εταιρείας στη Βρετανία. «Αφού ολοκληρωθεί (το σχέδιο αναδιάρθρωσης), περισσότερα από τα μισά από τα 198 καταστήματα The Body Shop στο Ηνωμένο Βασίλειο θα παραμείνουν σε λειτουργία» ενώ το προσωπικό στα κεντρικά γραφεία θα μειωθεί κατά περίπου 40%, διευκρίνισε η FRP.
Η εταιρεία απασχολεί περίπου 7.000 άτομα σε όλον τον κόσμο, εκ των οποίων 2.200 στο Ηνωμένο Βασίλειο, τόσο στα γραφεία όσο και στα καταστήματά της. Αν και δεν έγινε λόγος για απολύσεις από τα καταστήματα, το κλείσιμό τους μεταφράζεται σε απώλειες πολλών θέσεων εργασίας.
Η εταιρεία πουλήθηκε στα τέλη του 2023 από τη βραζιλιάνικη Natura Cosmeticos στο γερμανικό επενδυτικό ταμείο Aurelius έναντι περίπου 250 εκατομμυρίων ευρώ. Η κήρυξη πτώχευσης και η αναδιάρθρωση έχουν ως στόχο να διασφαλίσουν το μέλλον της εταιρείας, υποστήριξε η FRP και δεν αφορά παρά μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο και όχι το υπόλοιπο δίκτυο των καταστημάτων σε άλλες χώρες. Υπενθυμίζεται ωστόσο ότι, μετά την εξαγορά του, ο όμιλος πούλησε ήδη «ελλειμματικές εταιρείες σε μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης και σε ορισμένες περιοχές της Ασίας».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της FRP, «έπειτα από χρόνια έλλειψης αποδοτικότητας και μετά την πλήρη αποτίμηση των δραστηριοτήτων της The Body Shop στο Ηνωμένο Βασίλειο», οι διαχειριστές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η παρούσα κατάσταση «δεν είναι βιώσιμη».
Η μάρκα The Body Shop ιδρύθηκε το 1976 στο Μπράιτον από τη Βρετανίδα Aνίτα Ρόντικ, μια επιχειρηματία πρωτοπόρο των καλλυντικών που σέβονται το περιβάλλον και δεν δοκιμάζονται σε ζώα. Η L’Oréal αγόρασε την εταιρεία το 2006 έναντι 940 εκατομμυρίων ευρώ. Την εποχή εκείνη η Ρόντικ επικρίθηκε για τις επιλογές της και ορισμένοι την κατηγόρησαν ότι «συμπράττει με τον εχθρό». Η υγεία της ωστόσο είχε κλονιστεί και η Ανίτα Ρόντικ πέθανε την επόμενη χρονιά.