Το ανάκτορο του Διμηνίου αποτελεί το σημαντικότερο μυκηναϊκό μνημείο της Θεσσαλίας. Είναι το μοναδικό ανακτορικό κέντρο στην περιοχή και, σε συνδυασμό με την ύπαρξη θολωτών τάφων, αποδεικνύει ότι στο Διμήνι κατοικούσε μία άρχουσα τάξη που συγκέντρωνε διοικητικές, θρησκευτικές και οικονομικές λειτουργίες, όπως συνέβαινε και σε άλλα μυκηναϊκά κέντρα της νότιας και κεντρικής Ελλάδας.
Το κέντρο αυτό είχε επαφές με όλο το γνωστό μυκηναϊκό κόσμο και με την ανατολική Μεσόγειο και διέθετε ανεπτυγμένο σύστημα εμπορικών ανταλλαγών και προμήθειας πρώτων υλών. Ίσως τις επαφές αυτές να απηχεί η Αργοναυτική εκστρατεία, η πρώτη μεγάλη πανελλήνια ναυτική εξόρμηση που οργανώθηκε από την Ιωλκό, την οποία η μυθολογική παράδοση τοποθετεί στο μυχό του Παγασητικού κόλπου και πιθανότατα τα ερείπιά της είναι αυτά που αποκαλύπτονται στο Διμήνι. Το ανάκτορο βρίσκεται ανατολικά του λόφου με το νεολιθικό οικισμό, ανάμεσα σε αυτόν και στο κυρίως τμήμα του οικισμού των μυκηναϊκών χρόνων, όπου σώζεται και ο κεντρικός δρόμος. Το συγκρότημα ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αι. π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ1 περίοδος). Φαίνεται ότι θεμελιώθηκε πάνω σε παλιότερο μέγαρο του 14ου αι. π.Χ. και εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 12ου αι. π.Χ. (πρώιμη Υστεροελλαδική ΙΙΙΓ περίοδος).
Η πρόσβαση στο ανάκτορο γινόταν μέσω ενός προπύλου από το δρόμο. Το συγκρότημα αποτελείται από δύο μεγάλα μέγαρα που πλαισιώνονται από άλλα μικρότερα κτήρια και συνδέονται με μία εσωτερική αυλή. Το πρώτο ονομάσθηκε »Μέγαρο Α», έχει προσανατολισμό Α-Δ και η είσοδός του βρίσκεται στην ανατολική πλευρά. Αποτελείται από δύο πτέρυγες δωματίων που συνδέονται μεταξύ τους με διάδρομο. Στη βόρεια πτέρυγα βρίσκονται οι κύριοι χώροι διαμονής, ενώ στη νότια πτέρυγα οι βοηθητικοί και εργαστηριακοί χώροι.
Σε έναν από τους εργαστηριακούς χώρους αποκαλύφθηκε λίθινο σταθμίο με τρία εγχάρακτα σύμβολα Γραμμικής Β γραφής, ενώ στο διάδρομο βρέθηκαν λίθινες μήτρες και άλλα εργαλεία που σχετίζονται με τη μεταλλουργία. Οι τοίχοι του Μεγάρου Α σώζονται αρκετά καλά, σε ικανό ύψος και είναι επιχρισμένοι, όπως και τα δάπεδα, με λευκό ασβεστοκονίαμα. Προς τα βόρεια και προς τα νότια του κτηρίου αναπτύσσονται δύο ανεξάρτητες πτέρυγες αποθηκών. Το Μέγαρο Α καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε από τους ενοίκους του στο τέλος του 13ου αι. – αρχές του 12ου αι. π.Χ. Στα μεγάλα δωμάτια της βόρειας πτέρυγας και στο χώρο των εργαστηρίων έγιναν επισκευές και φαίνεται ότι οι χώροι αυτοί ξανακατοικήθηκαν, ωστόσο, στην τελική φάση χρήσης του κτηρίου αξιοποιήθηκαν μόνο τα μεγάλα δωμάτια της βόρειας πτέρυγας.
Το δεύτερο κτήριο ονομάσθηκε »Μέγαρο Β» και περιλάμβανε επίσης δύο πτέρυγες δωματίων που χωρίζονταν από διάδρομο. Και αυτό το κτήριο καταστράφηκε ολοσχερώς από ισχυρή πυρκαγιά στο τέλος του 13ου αι. – αρχές 12ου αι. π.Χ., αλλά μετά την καταστροφή του κανένας χώρος του δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ξανά. Οι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι με επάλειψη πηλού που διατηρήθηκε άριστα σε ορισμένα σημεία λόγω της φωτιάς, ενώ το δάπεδό του ήταν κατασκευασμένο από παχύ στρώμα πηλού με ενίσχυση από ασβέστη και χαλίκια. Στις αποθήκες του βρέθηκε μεγάλη ποσότητα κεραμικής και απανθρακωμένα βοτανικά κατάλοιπα, που πιστοποιούν την αποθήκευση δημητριακών (σιταριού και κριθαριού), ελιών και σταφυλιών, ενώ στον πρόδομο αποκαλύφθηκε ένας πήλινος υπερυψωμένος βωμός.
Η έρευνα του ανακτόρου άρχισε το 1997. Μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί εργασίες για την αποκατάσταση των τοίχων των δύο μεγάρων καθώς και των συμπληρωματικών κατασκευών (αποθηκών και εργαστηρίων) και έχει γίνει στερέωση-συντήρηση των κονιαμάτων στους τοίχους και στα δάπεδα. Έχει γίνει έρευνα με μαγνητικές και ηλεκτρικές διασκοπήσεις γύρω από το ανάκτορο, διερευνητικές τομές για την έδραση μελλοντικού στεγάστρου του μνημείου, καθώς και επέκταση του υφιστάμενου στεγάστρου προστασίας μέχρι το πρόπυλο του ανακτόρου.
Ιστορικό
Στις βορειοδυτικές παρυφές του σημερινού χωριού Διμήνι, 5 χιλ. από την πόλη του Βόλου, επάνω σε χαμηλό λόφο με εξαίρετη εποπτεία στον Παγασητικό κόλπο, βρίσκεται ο μεγάλος και καλά οργανωμένος προϊστορικός οικισμός του Διμηνίου. Πρόκειται για έναν από τους πιο γνωστούς οικισμούς της Ελλάδας και για το σημαντικότερο οικισμό της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου. Μαζί με το Σέσκλο είναι οι πιο συστηματικά ανασκαμμένες νεολιθικές θέσεις της Θεσσαλίας, που μας προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για την αρχιτεκτονική και οικονομική οργάνωση των προϊστορικών οικισμών. Η θέση σήμερα απέχει 3 χιλ. από την ακτογραμμή, ωστόσο την 5η χιλιετία π.Χ. η θάλασσα βρισκόταν σε απόσταση μόλις ενός χιλιομέτρου. Ιδιαίτερα σημαντικό χαρακτηριστικό του Διμηνίου αποτελεί η συνέχεια της κατοίκησης από τη Νεότερη Νεολιθική έως το τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, γεγονός που αποδεικνύει ότι η πρόσβαση σε πεδινές εκτάσεις κατάλληλες για γεωργική καλλιέργεια και κτηνοτροφία, καθώς και στις θαλάσσιες οδούς του κεντρικού Αιγαίου αποτελούσαν τις κύριες προϋποθέσεις για την αδιάκοπη κατοίκηση των προϊστορικών θέσεων.
Η πρώτη εγκατάσταση στο λόφο χρονολογείται στο τέλος της 5ης χιλιετίας π.Χ., στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο. Ήταν μία οργανωμένη κοινότητα 200-300 κατοίκων, που ζούσαν σε 30-40 σπίτια και ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, αλλά και με την αλιεία, λόγω της μικρής απόστασης από τη θάλασσα. Το Διμήνι ξεχωρίζει από τους άλλους νεολιθικούς οικισμούς γιατί παρουσιάζει ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό στοιχείο, τους έξι λιθόκτιστους περιβόλους, που είχαν οικοδομηθεί γύρω από τον οικισμό κατά ζεύγη, με σκοπό πιθανότατα να στηρίζουν το έδαφος και να ορίζουν το χώρο. Ανάμεσά τους ήταν κτισμένα τα σπίτια, ενώ στο κέντρο βρισκόταν μία ευρύχωρη αυλή. Η κεραμική, που βρέθηκε στον οικισμό, γνωστή ως κεραμική «Διμηνίου», χαρακτηρίζεται από αγγεία με σκούρα διακόσμηση από γεωμετρικά μοτίβα, που καλύπτει όλη την ανοιχτόχρωμη επιφάνειά τους. Βρέθηκε, επίσης, μεγάλος αριθμός εργαλείων από οψιανό, πυριτόλιθο, πέτρα και οστό, ειδώλια και κοσμήματα. Οι ταφικές συνήθειες των κατοίκων δεν είναι γνωστές. Μέσα στον οικισμό βρέθηκαν λίγες ταφές μικρών παιδιών τοποθετημένες σε αγγεία.
Η κατοίκηση συνεχίσθηκε στο Διμήνι και κατά την Πρώιμη και Μέση Εποχή του Χαλκού, αλλά μεταφέρθηκε στην πεδινή περιοχή πιο νότια και ανατολικά του λόφου. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η έκταση του οικισμού ούτε αν υπήρξε διακοπή στην κατοίκηση μέχρι τη μυκηναϊκή εποχή. Στη Μέση Εποχή του Χαλκού ο λόφος χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο, από το οποίο έχουν αποκαλυφθεί 16 κιβωτιόσχημοι τάφοι.
Στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, στην πεδιάδα προς τη θάλασσα νοτιοανατολικά του λόφου αναπτύχθηκε ανακτορικό κέντρο και σημαντικός οικισμός, που ίσως ταυτίζεται με τη μυκηναϊκή Ιωλκό, την πόλη από όπου ξεκίνησε η μυθική Αργοναυτική εκστρατεία. Ο οικισμός ιδρύθηκε στα μέσα του 15ου αι. π.Χ. και γνώρισε μεγάλη ακμή στο 14ο και 13ο αι. π.Χ. Περιλάμβανε σπίτια και εργαστήρια εκατέρωθεν ενός μεγάλου δρόμου, στα οποία διαπιστώθηκαν προσθήκες και ανακαινίσεις χώρων, που αντιστοιχούν σε τρεις κύριες αρχιτεκτονικές φάσεις. Στην πρώτη αρχιτεκτονική φάση, που χρονολογείται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ2 περίοδο, οικοδομήθηκαν ένας μεγάλος κεραμικός κλίβανος στο άκρο του οικισμού, καθώς και οι δύο μεγάλοι θολωτοί τάφοι που έχουν αποκαλυφθεί στην περιοχή και πιθανότατα ήταν η μεταθανάτια κατοικία των τοπικών ηγεμόνων.
Στις αρχές του 13ου αι. π.Χ. (ΥΕ ΙΙΙΒ1 περίοδος) ιδρύθηκε το ανακτορικό κέντρο, μοναδικό στην περιοχή, όπου κατοικούσε μία άρχουσα τάξη που συγκέντρωνε διοικητική, θρησκευτική και οικονομική εξουσία, και είχε επαφές με όλο το γνωστό μυκηναϊκό κόσμο μέσω ενός ανεπτυγμένου συστήματος εμπορικών ανταλλαγών. Το ανάκτορο αποτελείται από δύο μεγάλα μέγαρα που πλαισιώνονται από άλλα μικρότερα κτήρια και συνδέονται με μία εσωτερική αυλή. Το κτήριο καταστράφηκε ολοσχερώς από ισχυρή πυρκαγιά στο τέλος του 13ου αι. – αρχές 12ου αι. π.Χ., ενώ στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. (πρώιμη ΥΕ ΙΙΙΓ) όλα τα κτήρια του οικισμού εγκαταλείφθηκαν χωρίς να σημειωθεί καταστροφή. Η θέση ερημώθηκε και ξανακατοικήθηκε μόνο στα νεότερα χρόνια.
Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο έγιναν από τους Β. Στάη και Χ. Τσούντα στις αρχές του 20ού αιώνα. Το 1901 ανασκάφηκε από τον Β. Στάη ο θολωτός τάφος πάνω στο λόφο, ενώ ο δεύτερος θολωτός τάφος, γνωστός ως «Λαμιόσπιτο», είχε ανασκαφεί το 1886 από τους Lolling και Wolters. Στη δεκαετία 1950 ο Ν. Βερδελής πραγματοποίησε εργασίες συντήρησης των νεολιθικών λειψάνων του οικισμού, που συνεχίσθηκαν και το 1974-1977, όταν ο Γ. Χουρμουζιάδης πραγματοποίησε ανασκαφικές έρευνες στο νεολιθικό οικισμό με σκοπό να επαναπροσδιορίσει την αρχιτεκτονική του και κυρίως τη χρήση των περιβόλων. Το 1980 ξεκίνησε από τη Β. Αδρύμη-Σισμάνη η ανασκαφή του μυκηναϊκού οικισμού στην πεδιάδα ανατολικά του λόφου, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Στα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί εργασίες στερέωσης τοίχων και θεμελίων του νεολιθικού οικισμού και διαμορφώσεις του αρχαιολογικού χώρου για τη διευκόλυνση των επισκεπτών.
Δρ Β. Αδρύμη-Σισμάνη, αρχαιολόγος
http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=1864&era=1&group=2