Η νομιμοποίηση της τεκνοθεσίας εκ μέρους ομοφυλόφιλων ζευγαριών και η Νεοφιλελεύθερη Τάξη Πραγμάτων

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Πάει λοιπόν κι αυτό! Από χθες είναι νόμος του Κράτους ο πολιτικός γάμος των ομοφυλοφίλων και (κυρίως αυτό) το δικαίωμά τους στην τεκνοθεσία.

Δεν θα μείνω στα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν τόσο όσων υποστήριξαν στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο, όσο και όσων το καταψήφισαν είτε άμεσα (δηλώνοντας «όχι» ή «παρών»), είτε και έμμεσα (απέχοντας). Παρακολούθησα από το κανάλι της Βουλής τη σχετική συζήτηση στην ολομέλεια της Βουλής και αν εξαιρέσω κάποια επιχειρήματα που αξίζουν να καλούνται «επιχείρημα», τα περισσότερα, ήταν «επιχειρήματα» πολύ κατώτερα των καφενειακών.

Η δε λοιδορία και χλευασμός κάθε αντίθετης άποψης περίσεψε. Όπως περισσεύει και η ευκολία με την οποία πλέον τίθενται «ταμπέλες» σε κάθε διαφωνούντα με την όποια άποψη, σημείο πολιτικού ευτελισμού των καιρών μας. Ιδίως αυτή η έλλειψη επιχειρημάτων ισχύει, εκ μέρους εκείνων που ήθελαν να είναι ταυτόχρονα και με τον αστυφύλακα και με τον χωροφύλακα, και με την παραδοσιακή πυρηνική οικογένεια, και με τις νέου τύπου οικογένειες μεταξύ μη ετεροφύλων ζευγαριών αλλά και εκ μέρους όσων η ιδεοληψία τους κραυγάζει μακρόθεν.

Αυτή είναι η εικόνα που προσωπικά εισέπραξα ως απλός πολίτης, και ως απλός πολίτης, με το παρόν άρθρο σκοπεύω να κάνω μια αποτίμηση το πώς αξιολογώ και ερμηνεύω το ζήτημα που περιληπτικά εκθέτω ως τίτλο στο παρόν άρθρο.

Η προσωπική μου θέση πάνω στο ad hoc αυτό ζήτημα, την οποία θα δηλώσω αλλά δεν θα την αναπτύξω στο παρόν άρθρο, είναι εναντίον της τεκνοθεσίας εκ μέρους μη ετερόφυλων ζευγαριών. Και δεν θα αναπτύξω την θέση μου στο ζήτημα αυτό στο παρόν άρθρο, διότι, με τον παραπάνω νόμο για τον γάμο των ομοφυλόφιλων ζευγαριών, δεν προωθήθηκε απλά η επίλυση μιας ακόμα «εκκρεμότητας» κοινωνικής φύσεως μιας ακόμα «μειονότητας» που αισθάνεται ότι δικαιούται ό,τι τελικώς της παραχωρήθηκε με τον άνω νόμο, αν και πιστεύει ότι υπάρχουν πολλά ακόμα αιτήματά της που τελούν σε εκκρεμότητα, όπως π.χ., το δικαίωμα της απόκτησης παιδιών μέσω παρένθετης μητέρας, αλλά διότι, ο παραπάνω νόμος, εντάσσεται -όπως πιστεύω- σε μια πολύ ευρύτερη ατζέντα, ευρύτερων, των εθνικών, διαστάσεων, την οποία ιδεολογικά οι ελληνικές κυβερνήσεις οι οποίες εκπροσωπούν τα κυρίαρχα κόμματα εξουσίας της χώρας έχουν υιοθετήσει : είναι η νεοφιλελεύθερη ατζέντα τόσο στο κοινωνικο-οικονομικό της σκέλος, όσο και στα πολυπολιτισμικά της προτάγματα, τα οποία αποσκοπούν στην ανατροπή κάθε πολιτισμικής εθνικής ταυτότητας και την ένταξή της σε ένα παγκόσμιο πολυπολιτισμικό πρότυπο, όσων κοινωνιών εντάσσονται στην νεοταξίτικη Νεοφιλελεύθερη Τάξη Πραγμάτων, το οποίο κανείς δεν το έχει ακόμα προσδιορίσει, αλλά, προσφέρεται ως μια πολυπολιτισμική «σούπα».

Ας θέσουμε ένα ερώτημα, που θα αφορά δυο-τρεις μονάχα περιπτώσεις, ανάμεσα σε πολλές που θα μπορούσαν να επιλεχθούν και ας περιοριστούμε στην πατρίδα μας. Ποιος είναι ο κοινός παρανομαστής, ανάμεσα στο παραπάνω νόμο για τον γάμο των ομοφυλοφίλων και τα Μνημόνια που εγκαθιδρύθηκαν την δεκαετία του 2010, από τις ίδιες ακριβώς πολιτικές δυνάμεις εξουσίας, που και τότε είχαν αναλάβει την «ευθύνη» εγκαθίδρυσή τους;

Είναι ο νεοφιλελεύθερος ιδεολογικός τους πυρήνας.

Ο νεοφιλελεύθερος ιδεολογικός πυρήνας, ο οποίος συνοψίζεται στην πλέον αποφθεγματική φράση που μπόρεσε σε λίγες λέξεις να περιλάβει τα πάντα σχεδόν : «Η κοινωνία είναι κάτι που δεν υπάρχει. Υπάρχουν τα άτομα – άνδρες και γυναίκες – και υπάρχουν οι οικογένειες» (Μάργκαρετ Θάτσερ).

Όμως, αν η «κοινωνία είναι κάτι που δεν υπάρχει», τότε, δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα να υπάρχει και ό,τι συνέχεται με αυτή. Π.χ., το «κοινωνικό κράτος». Το «κοινωνικό» κράτος, απαιτεί μια «κοινωνία» να εξυπηρετεί και να υπηρετεί, όμως, όταν αυτή η κοινωνία θα πάψει να υπάρχει δεν έχει λόγο ύπαρξης κι αυτό το είδος κράτους, και οι κοινωνικές του πολιτικές. Ομοίως, αφού η «κοινωνία είναι κάτι που δεν υπάρχει», δεν υπάρχει κανείς λόγος να υφίστανται ό,τι συνιστούν ό, τι σήμερα αποκαλούμε «θεμέλια» της «κοινωνίας» και «κοινωνικούς πυλώνες», όπως, π.χ., η παραδοσιακή οικογένεια και το παραδοσιακό σχολείο με τον έντονο κοινωνικό τους προσανατολισμό στη προώθηση «ΚΟΙΝΩΝ» κοινωνικών αξιών και αρχών, όπως αυτές σε μια Δημοκρατία καθορίζονται από την πλειοψηφία, με τις αξίες αυτές ασφαλώς, να μεριμνούν για την εμπέδωση του σεβασμού σε ιδιαίτερα μειοψηφικά πρότυπα, με την προϋπόθεση βεβαίως, ότι κι αυτά τα τελευταία, θα σέβονται εξίσου τις αξίες και αρχές της πλειοψηφίας.

Μια άλλη παρεπόμενη συνέπεια (ανάμεσα σε πολλές άλλες) αυτού του δυστοπικού χώρου, που πλέον δεν αναγνωρίζεται από τον νεοφιλελευθερισμό ως «κοινωνία», είναι η παραγωγή των επιχειρημάτων εναντίον των «κρατικών συνόρων», και η ανάγκη ενός «παγκόσμιου χωριού» (κι από εδώ μιας «παγκόσμιας κυβέρνησης»). Ο νεοφιλελευθερισμός, δε είναι εναντίον των «εθνικών» συνόρων.

Είναι εναντίον των συνόρων γενικώς, στα πλαίσια της αντιλήψεώς του για την δυνατότητα ελεύθερης κίνησης των συντελεστών παραγωγής διεθνώς (κεφάλαιο, εργασία, τεχνολογία, κ.λπ.). Η αντίθεσή του στο έθνος, προκύπτει αναγκαίως διότι το «έθνος» και ό,τι εκπροσωπεί, («εθνικά κράτη», «εθνικά σύνορα», «εθνικές κυβερνήσεις», «εθνικές αντιλήψεις», όλα δηλαδή όσα αμφισβητούν την προοπτική ενός «παγκόσμιου χωριού» με μια «παγκόσμια κυβέρνηση» με και «παγκόσμια κουλτούρα») αποτελεί ακόμα ένα ισχυρό ανάχωμα στην επιδίωξή της παγκόσμιας κυριαρχίας του.

Από την άλλη, αυτό το «Υπάρχουν τα άτομα – άνδρες και γυναίκες – και υπάρχουν οι οικογένειες», όταν διατυπώνονταν αυτή η φράση, κοντά 35-40 χρόνια πριν, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είχε ακόμα ξεδιπλώσει όλα του τα χαρτιά, ώστε τόσο η διατύπωση πως «υπάρχουν μόνο άντρες και γυναίκες», με βάση το σημερινό στάδιο αναπτύξεως του Νεοφιλελευθερισμού, θα ήταν αρκετή να χαρακτηρισθεί η Θάτσερ ως «ομοφοβική», «ρατσιτική» και «ακροδεξιά» αν επέμενε πως δεν υπάρχουν και άλλα «κοινωνικώς» αυτοπροσδιοριζόμενα φύλα, όσο και η διατύπωση πως υπάρχουν «οικογένειες», κι αυτή θα έδει να επαναπροσδιορισθεί με βάση το εν τω μεταξύ περαιτέρω ξεδίπλωμα και άλλων πολιτισμικών πτυχών του. (Ασφαλώς η οικογένεια ως «αναπαραγωγική» μονάδα του ανθρώπινου είδους εξακολουθεί να είναι αναγκαία, ίσως έως ότου αυτή η «αναπαραγωγή» μπορέσει να «βιομηχανοσποιηθεί» εκτός αυτής).

Όσο ο Νεοφιλελευθερισμός προωθείται παγκοσμίως, τόσο θα ξεδιπλώνει και άλλα «χαρτιά» της πυρηνικής του ιδεολογίας, ώστε σιγά – σιγά με την μέθοδο του σαλαμιού να τα εγκαθιδρύει, έως ότου, όταν θα έχει επιβληθεί σχετικά πλήρως, και θα νοιώσει πως διαθέτει πλέον την ισχύ που θα εγγυάται την αυτοκρατορική του παρουσία, θα αποβάλλει τις μάσκες του και θα εμφανιστεί με την πραγματική του μορφή.

Ποια θα είναι αυτή η μορφή;

Ήδη δειλά – δειλά την παρουσιάζει εκεί όπου μπορεί. Διότι αν και εντός της Νεοφιλελεύθερης Τάξης Πραγμάτων έχουν εγκιβωτιστεί ιδεολογικά Δυτικές κυρίως πολιτικές ηγεσίες αρκετών χωρών, εν τούτοις, υπάρχουν ακόμα πολλές αντιδράσεις από ισχυρές κοινωνικές πλειοψηφίες, στις ίδιες αυτές χώρες, δημιουργώντας μια πραγματικότητα ισχυρής αναντιστοιχίας μεταξύ των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων και των ίδιων των κοινωνιών τους. Τώρα, το πώς δικαιολογείται το γεγονός αυτό, οι κοινωνίες στη συντριπτική τους πλειοψηφία να αντιδρούν και αντιτίθενται στις νεοφιλελεύθερες ηγεσίες τους, όπως π.χ., εδώ στην Ελλάδα, αλλά να εξακολουθούν με την δική τους ψήφο αυτές να βρίσκονται στην εξουσία, αυτό πράγματι είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα για τοποθετήσεις, που όμως εκφεύγουν του σκοπού του παρόντος άρθρου.

Μια απλή επισήμανση είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός τούτη τη στιγμή, τουλάχιστον στη Δύση, δεν διαθέτει ούτε ένα ισχυρό αντίθετο ιδεολογικό πρόταγμα, ούτε και ισχυρές ηγεσίες που θα ήταν σε θέση να αναλάβουν τα ηνία της εναντίον του ιδεολογικής και πολιτικής εκστρατείας. Προσωπικά θεωρώ, πως ίσως, το «αντίπαλο» δέος να προέλθει εκτός Δύσης, και αναφέρομαι στον συνασπισμό των BRICS.

Όχι ότι η Δύση θα υιοθετήσει κάτι από τους BRICS, αλλά, αν θεωρήσει ότι οι κοινωνίες τους, απαυδισμένες από τον Νεοφιλελευθερισμό μη έχοντας να επιλέξουν κάτι το καλύτερο αρχίσουν να «γλυκοκοιτάζουν» προς τους BRICS, τότε, θα είναι το ίδιο το αίσθημα της αυτοσυντήρησης που θα κάνει αναγκάσει τον Νεοφιλελευθερισμό να αλλάξει προσωπείο και να υιοθετήσει πιο κοινωνικές ατζέντες «ανακαλύπτοντας» εκ νέου την κοινωνία, το κοινωνικό κράτος, και ίσως – ίσως, να μεταβάλει και στάση σε ό,τι προηγούμενα υπέθαλπε και υποστήριζε.

Ίσως.

Ένα είναι όμως βέβαιο : αν, τόσο εδώ στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, υπήρχε ένας τρόπος έτσι ώστε, ό,τι το νεοφιλελεύθερο ψηφίζεται στα εθνικά κοινοβούλια ή στο ευρωκοινοβούλιο, οι λαοί των χωρών αυτών να καλούνταν με δημοψήφισμα να επικυρώνουν τις κοινοβουλευτικές αποφάσεις, εκεί θα αναδεικνύονταν και το εύρος της πραγματικής διάστασης μεταξύ πολιτικών ηγεσιών και των λαών τους.
Ας επανέλθουμε όμως στο ερώτημα που θέσαμε παραπάνω : Ποιος είναι ο κοινός παρανομαστής, ανάμεσα στο παραπάνω νόμο για τον γάμο των ομοφυλοφίλων και τα Μνημόνια που εγκαθιδρύθηκαν την δεκαετία του 2010, από τις ίδιες ακριβώς πολιτικές δυνάμεις εξουσίας, που και τότε είχαν αναλάβει την «ευθύνη» εγκαθίδρυσή τους;

Απαντήσαμε : Είναι ο νεοφιλελεύθερος ιδεολογικός τους πυρήνας.

«Η κοινωνία είναι κάτι που δεν υπάρχει».

Όμως, υπάρχει και κάτι ακόμα πιο σημαντικό απ’ αυτό, κι ακόμα πιο επικίνδυνο, το οποίο ταυτόχρονα αποκαλύπτει και τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα της Νεοφιλελεύθερης Ιδεολογίας. Αυτό το «κάτι» είναι η αμφισβήτηση της ίδιας της Δημοκρατίας, της Δυτικής Δημοκρατίας, όπως την γνωρίζουμε, που εδράζεται σε μια σειρά θεμελιωδών αρχών και αξιών, με σπουδαιότερο θεμέλιο την αρχή της διακυβέρνησης από την πλειοψηφία. Αυτή η αρχή της πλειοψηφίας, πλέον, αμφισβητείται ανοικτά και απροκάλυπτα, και όχι μόνο αυτή, μα και το ίδιο το Σύνταγμα.

Αν στην περίπτωση των Μνημονίων, ερωτώμην ποιο ήταν το μείζον χαρακτηριστικό των μέτρων που επιβλήθηκαν στη ώρα εκ μέρους της Τρόικα, θα έλεγα πως το ζήτημα πλέον, δεν έχει να κάνει με το «ποιο» ήταν το περιεχόμενο των Μνημονιακών νόμων, κι αυτό ασφαλώς εθνικά κρίσιμο, όμως, ως ερώτημα έρχεται δεύτερο, διότι προηγείται το ερώτημα «πώς» τα επέβαλαν. Κι αυτή η απάντηση στο «πώς», είναι ότι τα επέβαλαν με την καταπάτηση, την «κουρελοποίηση» του Συντάγματος, και μάλιστα στις πλέον πυρηνικές του πρόνοιες για την εθνική κυριαρχία. Το Νεοφιλελεύθερο Μήνυμα της Τρόικα ήταν σαφές : «Τίποτα υπεράνω των Νεοφιλελεύθερων Απαιτήσεων. Ούτε Δημοκρατίες, ούτε κοινωνίες».

Αλλά, και στη συζήτηση στη Βουλή για τον γάμο των ομοφυλοφίλων επίσης άκουσα κάποιες τοποθετήσεις, για το αν θα έπρεπε η Βουλή να λάβει υπόψη τη θέση της πλειοψηφίας της κοινωνίας πάνω στο γάμο των ομοφυλοφίλων και τη δυνατότητα εκ μέρους τους για τεκνοθεσία. Άλλες, ήταν υπέρ και άλλες εναντίον. Προσωπικά, έχω πολλές φορές στο παρελθόν δηλώσει -στα πλαίσια τοποθετήσεών μου επί άλλων ζητημάτων- πως είμαι υπέρ του ελβετικού μοντέλου των δημοψηφισμάτων.

Όμως δεν θα μείνω στις δικές μου απόψεις. Ούτε στο τι διατυπώθηκε, και από ποιους επί του θέματος στην ολομέλεια της Βουλής επί του ζητήματος της ανάγκης να αφουγκράζεται η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία το τι η κοινωνία πλειοψηφικά πρεσβεύει και απαιτεί.

Θα πω μονάχα, πως κανείς νόμος, απαξιωμένος στη συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας ενός λαού, δεν είναι σε θέση να έχει πιθανότητες να επιβιώσει. Και όσο πιο ακραία γίνεται η αντίθεση κοινωνίας και Πολιτειακών Αρχών, ας θυμόμαστε πως «πάσσαλος πασσάλω εκρούεται», με άλλα λόγια, αν η μια πλευρά εξωθεί τη κοινωνική αντίθεση στα άκρα, τότε η εξωθούμενη προς τα άκρα πλευρά, θα αναζητήσει πολιτικά αντισταθμίσματα σε κάποιο άλλο ισχυρό (πολιτικό) άκρο.

Ο νοών νοείτω.

Συνεπώς : θεωρώ πως η Βουλή, ο μόνος αιρετός πολιτειακός θεσμός (η Κυβέρνηση ουσιαστικά προκύπτει από τα μέλη της), αφ’ ής στιγμής υιοθετήσει την θέση πως δεν δεσμεύεται σε «ορισμένα» θέματα, όπως π.χ. σε θέματα «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» από την άποψη της πλειοψηφίας, τότε, το άμεσο ερώτημα που τίθεται είναι τι και ποιον ακριβώς εκπροσωπεί. Και αν δεν είναι η πλειοψηφία, που χάρη στην εντολή της οι βουλευτές βρίσκονται στη Βουλή, τότε, δεν τίθεται άραγε το ερώτημα αν εξακολουθούν νόμιμα να εκπροσωπούν τους εντολείς τους, όταν η ατομική βούληση και συνείδηση εκείνων που αντιτίθενται στη (συλλογική) βούληση και συνείδηση των εντολέων τους, καλούνται να νομοθετήσουν υπ’ αυτές τις συνθήκες; Δεν λειτουργούν άραγε κι αυτοί ως ένα είδος «δικαιωματιστών» που «δικαιούνται», όντας αντιπρόσωποι κάποιων εντολέων τους, να δρουν εναντίον της σύμβασης που συνδέει τα δύο μέλη, εντολείς και εντολοδόχους; Πόσο σύννομη όμως είναι μια τέτοια ενέργεια εκ μέρους του εντολοδόχου;

Όχι για το ζήτημα μονάχα του νόμου για τον γάμο των ομοφυλοφίλων, μα για όλα τα ζητήματα, ποια είναι τα όρια και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί ο βουλευτής, ως εντολοδόχος κάποιων εντολέων του, να λειτουργήσει αυτοβούλως και πέραν της εξουσιοδότησης που έλαβε; Η δική μου απάντηση είναι μία : μονάχα σε έκτακτα ζητήματα που δεν υπήρχαν όταν απευθύνονταν στο λαό και ζητούσε την ψήφο του, κι εδώ μάλιστα, εφόσον δεν μπορεί να γίνει αλλιώς (π.χ., αν πρόκειται η κυβέρνηση να απαντήσει σε ένα τελεσίγραφο που της επιδόθηκε από ξένη Δύναμη και απαιτεί εντός ολίγων ωρών ή ημερών να πράξει τούτο ή το άλλο, επί απειλή πολέμου), διότι, σε διαφορετική περίπτωση, εφόσον η έκτακτη εξέλιξη, οικονομική, κοινωνική, πολιτική, ή άλλο τι, θεωρείται πως δεν τεκμαίρεται από πουθενά η άποψη της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος, θα πρέπει οδηγήσει είτε σε δημοψήφισμα είτε σε εκλογές. Πόσο μάλλον, όταν είναι περίπου ή απολύτως βέβαιο, ότι ο τρόπος που η όποια Κυβέρνηση και η Βουλή θα κληθούν να αποφασίσουν επί αυτής της έκτακτης εξέλιξης, θα είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν εγκρίνεται από την πλειοψηφία του λαού, ή έστω, δεν είναι βέβαιο αν υπάρχει τέτοια πλειοψηφία.

Κι έπειτα, αυτό το επιχείρημα, ο λαός δεν ερωτάται για «ανθρώπινα δικαιώματα», αποτελεί ύβρη για τον ίδιο τον λαό. Δηλαδή, θεωρούν πως εδώ, έχουν να κάνουν με ένα λαό που είναι εναντίον των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Αυτή είναι η ιστορία κι αυτή είναι η κουλτούρα αυτού του λαού; Είναι ντροπή και να λέγεται. Δηλαδή, τι έχουμε εδώ; Κάποιες δεκάδες εκπροσώπων της εξουσίας από εδώ, και ένα άθυρμα εκατομμυρίων από την άλλη επικίνδυνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα; Και με τους αγώνες ποιων έχουν εγκαθιδρυθεί αυτά τα ανθρώπινα δικαιώματα; Σε όλες τις χώρες του κόσμου, όπου ισχύουν. Από μερικές εκατοντάδες βουλευτών, από κάποιες ΜΚΟ, από κάποια think tanks, από κάποιους δικαστές, από τους συνταγματολόγους, από κάποιες ομάδες «δικαιωματιστών», ή από τη συλλογική λαϊκή προσπάθεια, μέσα στην οποία ασφαλώς και υπήρχαν άτομα που εντάσσονται στις παραπάνω συλλογικότητες, αλλά, που έδωσαν μάχες μέσα στις τάξεις των λαϊκών αγώνων; Αλλά, χάριν της συζητήσεως και μόνο, αν αυτή είναι η ιστορία και η κουλτούρα αυτού του λαού, τότε, αφού λοιπόν ξεκαθάρισαν οι πατέρες και οι μητέρες του έθνους, οι βουλευτές (και η Κυβέρνηση) δηλαδή, πως ο λαός δεν θα ερωτάται για «τέτοια ζητήματα» (προφανώς, στα πλαίσια αυτών των «δικαιωμάτων» δεν θα ερωτάται και αν θα πρέπει να νομιμοποιούνται και άλλοι «δικαιωματιστές», π.χ., οι παράνομοι μετανάστες να «δικαιούνται» να γίνουν δεκτοί ως εάν να ήταν νόμιμοι), στις επόμενες εκλογές, αυτό δεν πρέπει να το ξεχάσει ούτε ο λαός αλλά ούτε και οι ίδιοι, οι οποίοι ευθαρσώς θα πρέπει όταν απευθύνονται στην εκλογική τους πελατεία, να δηλώνουν σε ποια ζητήματα ΔΕΝ θα τους εκπροσωπούν, όταν θα διαπιστώνουν ότι η δική τους ατομική βούληση και συνείδηση θα συγκρούεται με την δική τους ως πλειοψηφία. Αυτό απαιτεί η πολιτική εντιμότητα. Όπως επίσης θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν προεκλογικά και της θέση έναντι των παντοίων «δικαιωματιστών». Ποιές «απαιτήσεις» εξ όσων προβάλουν θα στηρίξουν ώστε να τις καταστήσουν υποχρεωτικές για τους πάντες.

Μένω προσωπικά, αταλάντευτος, στις θέσεις μου : Η Δημοκρατία αποτελεί το έσχατο καταφύγιο εναντίον κάθε μορφής ολοκληρωτισμού και αυθαιρεσίας. Η Αρχή της Πλειοψηφίας είναι αδιαπραγμάτευτη. Ακόμα και αν κάνει λάθη, έχει τη βούληση και τη δύναμη να τα διορθώσει στη πορεία. Η καταστρατήγηση αυτής της Αρχής, μια μόνο συνέπεια μπορεί να έχει : τον κοινωνικό διχασμό, τον κίνδυνο κοινωνικής αναρχίας και την ασφαλή κατάληξη σε καθεστωτικές πρακτικές και αντιλήψεις.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ