Του Μανώλη Κοττακη
Η εμπλοκή δύο ανδρών της Ομάδας Υποβρύχιων Καταστροφών των Ενόπλων Δυνάμεων στην υπόθεση της σύλληψης στελεχών τρομοκρατικής οργάνωσης αφήνει μία πολύ πικρή γεύση στην κοινή γνώμη, παρά το γεγονός ότι ο εισαγγελέας του Ναυτοδικείου αποφάσισε να αφεθούν ελεύθεροι. Καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία που να τους συνδέουν με τους «Πυρήνες της Φωτιάς».
Το γεγονός δεν αναιρεί ότι ελέγχονται για αδικήματα πλημμεληματικού χαρακτήρα και ότι οφείλουν απαντήσεις για το πώς βρέθηκε στις οικίες τους οπλισμός που δεν έπρεπε να είναι εκεί. Η εκπρόσωπος Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας κυρία Δημογλίδου δήλωσε χθες σε τηλεοπτικούς σταθμούς ότι «προς το παρόν» δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια σύνδεση της υπόθεσης αυτής με την ανατίναξη του αγωγού της ΕΥΔΑΠ της Αίγινας.
Ωστόσο, δεν είναι αυτή καθεαυτή η υπόθεση το θέμα του σημερινού σημειώματός μας. Είναι η αφορμή. Καθώς, σύμφωνα με απόλυτα αξιόπιστες πληροφορίες, η κυβέρνηση συνειδητοποιεί πλέον από μία σειρά στοιχείων που σταδιακά τίθενται υπ’ όψιν της ότι η διάβρωση και η διαφθορά στα σώματα ασφαλείας, πιθανόν και σε τμήμα των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και η ανυπακοή και η παράβαση του όρκου που δίδουν τα επίλεκτα μέλη
τους ξεπερνούν κάθε όριο.
Ο σκληρός πυρήνας του κράτους βουλιάζει στην ανομία και τη διαφθορά, και αυτό αποκαλύπτεται καθημερινά με τη μία ή την άλλη αφορμή. Τμήματα του κρατικού μηχανισμού φαίνεται, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους κρίσιμα υπουργεία, να είναι σε ανοικτή γραμμή με το οργανωμένο έγκλημα, είτε αυτό κυκλοφορεί ελεύθερο είτε αυτό βρίσκεται έγκλειστο στις φυλακές.
Ακριβέστερα, ενδεχομένως να είναι στις υπηρεσίες του οργανωμένου εγκλήματος. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, είναι συγκλονιστικό και ανατριχιαστικό: Ο Νόμος στη διάθεση της
παρανομίας. Πρόκειται για ζήτημα θεμελιακό, το οποίο αγγίζει τον πυρήνα της Δημοκρατίας μας. Και όσο γενικεύεται η διάβρωση προς τα κάτω τόσο θα τρίζει συνολικά περισσότερο το οικοδόμημα. Δεν είναι ο μοναδικός λόγος που τρίζει, αλλά είναι ένας από τους σημαντικούς. Και αυτό, δυστυχώς, περνά αργά και σταθερά στη συνείδησή της κοινής γνώμης, η οποία απαξιώνει καθημερινά θεσμούς όπως η Δικαιοσύνη, τα σώματα ασφαλείας, το Κοινοβούλιο, ο συνδικαλισμός, οι τράπεζες, το σύστημα γενικότερα. Ολοιξέρουν και όλοι δεν μιλούν. Αλλά όλοι βράζουν. Γιατί κάθε μέρα κάποια αφορμή, γνωστή η άγνωστη, προκαλεί κύματα απογοήτευσης στους πολίτες.
Το καλό προσπαθεί απεγνωσμένα να κερδίσει το κακό, αλλά μέχρι στιγμήςλίγες φορές το επιτυγχάνει. Ζούμε σε μια κοινωνία σαπισμένη, με τους ρόλους να έχουν διανεμηθεί χωρίς κανείς να εξανίσταται. Ο σκληρός πυρήνας του κράτους, ο οποίος γνωρίζει άριστα ως εκ της θέσεώς του τι γίνεται στα ανώτερα στρώματα της διοίκησης και της κυβέρνησης σε υποθέσεις διαφάνειας, όπως αυτές περιγράφονται πλέον σε εκθέσεις διεθνών οργανισμών, βαρέθηκε -φαίνεται- να κρατάει το φανάρι.
Αυτονομείται και συμμετέχει σε δικά του δίκτυα. Το εθνόσημο που φέρουν στα μπράτσα τους οι άνδρες των σωμάτων ασφαλείας συμμαχεί ενίοτε με τα τατουάζ που είναι ζωγραφισμένα στα μπράτσα των παρανόμων. Το κράτος είναι, δυστυχώς, χωρισμένο σε ζώνες επιρροής. Και οι πολίτες πρέπει να βολεύονται κάθε τρεις και λίγο με ένα ξεροκόμματο επίδομα που τους κλείνει το στόμα για να νιώθουν και ευχαριστημένοι, ώστε να συνεχίζεται
απρόσκοπτα το πάρτι της ανομίας και της διαφθοράς.
Δεν θέλω να γράψω πολλά στο σημερινό σημείωμα, γιατί ίσως πίσω από κάθε γραμμή του να κρύβεται και μία ιστορία. Δεν θα αποφύγω, όμως, στο τέλος τον πειρασμό να θέσω ένα ερώτημα, καθώς μιλάμε για τους θεσμούς και το κράτος δικαίου. Για το οποίο αισθανόμαστε, μάλιστα, θιγμένοι όταν μας το αμφισβητούν. Το ερώτημα δεν έχει καμία σχέση με τις παραπάνω υποθέσεις, αλλά θέτει το ζήτημα του ηθικού ασυμβίβαστου: Από πότε η μέχρι
πρότινος πρόεδρος ενός δικαστηρίου της χώρας μας μετατρέπεται την επομένη της αφυπηρέτησης από το αξίωμά της σε κυβερνητικό αξιωματούχο ως αντιπρόεδρος ΔΕΚΟ εθνικής σημασίας; Τι μήνυμα αποστέλλεται στον πολίτη, όταν η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη του χτες γίνεται κυβερνητική αξιωματούχος του σήμερα; Η πικρή γεύση συνεχίζεται. Και θα διαρκέσει.