Ο αλησμόνητος Χριστόδουλος απαντά στους ανελλήνιστους, τους αντίχριστους, που παριστάνουν και τους πατριώτες
Ο Χριστόδουλος των Ελλήνων τα είχε πει όλα. Δεν νοείται Έλληνας χριστιανός ορθόδοξος που δεν ακολουθεί τις αρχές της Ελλάδας και της Ορθοδοξίας απέναντι στον αδύναμο, τον πρόσφυγα, τον ικέτη:
Ο Χριστός γεννήθηκε ως πρόσφυγας, έζησε ως ξένος,
Για μάς τους Έλληνες Ορθοδόξους η στάση μας απέναντι στον ξένο προσδιορίζεται από μια διπλή κληρονομιά: την κληρονομιά της Αρχαίας Ελλάδος και την κληρονομιά της χριστιανικής ορθόδοξης πίστης μας.
O ξένος είναι φίλος και ο ικέτης είναι πρόσωπο ιερό. O ξένος είναι προστατευόμενος του «Ξενίου Διός», και ο ικέτης προστατευόμενος του «Ικεσίου» ή «Iκετησίου Διός»
Ομιλία του Αρχιεπισκόπου στο Β` Ιερατικό Συνέδριο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών «Ποιμαντική των οικονομικών μεταναστών» 13/5/2003
1. ΠΡΟΣΦΩΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Προσφωνήσεις
Το Θέμα που προτίθεμαι να σας εισηγηθώ σήμερα αφορά στις θεμελιώδεις Αρχές, στις οποίες οφείλει να οικοδομείται το Ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας προς τους κάθε κατηγορίας Αλλοδαπούς αδελφούς μας, είτε πρόκειται για οικονομικούς μετανάστες, είτε πρόκειται για αιτούντες άσυλο, είτε πρόκειται για αναγνωρισμένους πρόσφυγες. Η άσκηση βεβαίως του συγκεκριμένου ποιμαντικού έργου ασφαλώς ειξιδικεύεται όχι μόνον κατά κατηγορία, αλλά και κατά εθνικότητα, φύλο και άτομο. Οι αρχές όμως, στις οποίες εδώ θα αναφερθούμε έχουν -τουλάχιστον για μάς τους Χριστιανούς και ιδιαίτερα τους Ορθοδόξους- καθολική ισχύ. Είναι δε αναγκαίο να αναφερθούν οι αρχές αυτές κατά την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου, διότι δια του τρόπου αυτού θα διευκολυνθούμε πιστεύω στο να κατευθύνομε τις σκέψεις μας και να διοχετεύσουμε τους προβληματισμούς μας και τις συζητήσεις μας προς ορθοδόξους –με όλες τις σημασίες της λέξεως- ατραπούς, μακράν δηλαδή στερεοτυπικών προκαταλήψεων, συναισθηματικών αντιδράσεων, ή και προσωπικών απογοητεύσεων και της πικρίας, την οποίαν ορισμένοι ενδεχομένως εδοκιμάσατε κατά την άσκησιν του ποιμαντικού και διακονικού έργου σας με τους εμπερίστατους αλλοδαπούς αδελφούς μας.
Ποίες είναι, λοιπόν, οι βασικές αυτές αρχές ποιμαντικής διακονίας προς τους ξένους:
2. ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥΣ
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας κατανοεί τον άνθρωπο ως «εικόνα Θεού» και την κοινωνία των ανθρώπων κατά το πρότυπο της κοινωνίας των προσώπων της Αγίας Τριάδος ως σχέση αγάπης. Στην αγαπητική αυτή κοινωνία των προσώπων δεν υπάρχουν περιθώρια για τους συνήθεις κοινωνικούς φραγμούς και τις δυσμενείς διακρίσεις με βάση το φύλο, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, την οικονομική κατάσταση και τη θρησκευτική πίστη. Ο Απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας Επιστολή του (γ, 28) σαφώς και κατηγορηματικώς διακηρύσσει: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς είς εστέ εν Χριστώ Ιησού». Και εις την προς Κολοσσαείς Επιστολήν του (γ’. 11) υπογραμμίζει ότι από την στιγμή που κάποιος γίνεται χριστιανός, από την στιγμήν που αποβάλλει τον «παλαιόν άνθρωπον» με όλες τις αδυναμίες και κακίες του και ενδύεται τον «νέον» «τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν», από την στιγμήν αυτήν «ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός».
Τρεις κλασσικοί για την προχριστιανική κοινωνία κοινωνικοί διαχωρισμοί και φραγμοί, τρία διαχωριστικά τείχη καταρρέουν με μίαν μόνον πρότασιν του Αποστόλου Παύλου:
το τείχος των φυλετικών και εθνικιστικών φραγμών,
το τείχος των κοινωνικών και πολιτισμικών διακρίσεων και του κοινωνικού αποκλεισμού,
και το τείχος της ανισότητος μεταξύ ανδρός και γυναικός.
Στη θέση αυτών των στάσεων και διακρίσεων ο Απόστολος Παύλος θέτει τις νέες στάσεις που διακρίνουν τους χριστιανούς, ως εκλεκτούς και ηγαπημένους του Θεού. Ποίες είναι αυτές οι νέες στάσεις: Για τον Απόστολο Παύλο οι στάσεις του αναγεννημένου χριστιανού είναι:
η φιλευσπλαγχνία,
η αγαθότητα,
η ταπεινοφροσύνη,
η πραότητα,
η μακροθυμία,
και κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία στη συνάντησή μας με τον «ξένο»: η ανοχή και η συγχώρηση (Κολοσσαείς γ’. 13).
Ειδικότερα για μάς τους Έλληνες Ορθοδόξους η στάση μας απέναντι στον ξένο προσδιορίζεται από μια διπλή κληρονομιά: την κληρονομιά της Αρχαίας Ελλάδος και την κληρονομιά της χριστιανικής ορθόδοξης πίστης μας.
O ελληνικός πολιτισμός φημίζεται για την αντίληψή του για τον ξένο, τον ικέτη, την φιλοξενία και την ασυλία. O ξένος είναι φίλος και ο ικέτης είναι πρόσωπο ιερό. O ξένος είναι προστατευόμενος του «Ξενίου Διός», και ο ικέτης προστατευόμενος του «Ικεσίου» ή «Iκετησίου Διός». Tην ιερότητα του ξένου ενισχύει η αρχαία ελληνική πίστη ότι πολλές φορές οι θεοί περιέρχονται με την μορφή ξένου τις πόλεις, για να ελέγξουν αυτοπροσώπως σε ποιές από αυτές επικρατεί η ευνομία και η θεοσέβεια και σε ποιές υπάρχει «ύβρις» και αθεοφοβία. O νόμος προέβλεπε ακόμη και δίωξη εναντίον των πολιτών που παρέβαιναν το ιερόν καθήκον της φιλοξενίας και της ασυλίας, τις γνωστές «δίκες κακοξενίας». Είναι γνωστό τέλος ότι στην φροντίδα των ξένων συμμετείχε και αυτό που σήμερα θα λέγαμε κοινωνία των πολιτών, πρωτοβουλίες δηλαδή και συσπειρώσεις και αδελφότητες πολιτών, που είχαν ως σκοπό τους την φιλοξενία και είναι γνωστές με τα ονόματα «ξένιοι» ή «φίλοι των ξένων», διατηρούσαν δε και ειδικό κοινό ταμείο για την κάλυψη των εξόδων φιλοξενίας.
Η χριστιανική μας κληρονομιά είναι ριζοσπαστικότερη. Ο Χριστός γεννήθηκε ως πρόσφυγας, έζησε ως ξένος, μάς εδίδαξε με την παραβολή του Καλού Σαμαρείτου την αγάπη προς τον πλησίον που ταυτίζεται με τον ξένο, και μάς διεβεβαίωσε με την περιγραφή της Μελλούσης Κρίσεως ότι η στάση μας απέναντι στους ξένους ανάγεται σε αποφασιστικής σημασίας κριτήριο για τη δικαίωση και σωτηρία μας. Στον Χριστιανισμό ο ξένος δεν τίθεται πλέον απλώς υπό την προστασία του Θεού, όπως συμβαίνει στην αρχαία ελληνική θρησκεία με τον Ξένιο Δία: ο ίδιος ο Θεός ταυτίζεται με το πρόσωπο του ξένου! «Ξένος ήμην και συνηγάγετέ με» (Ματθ. 25, 35)· «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (Ματθ. 25,40). Και ο Χριστός βεβαίως δεν κάνει διακρίσεις στον ορισμό του ξένου. Ξένος και πλησίον δεν είναι μόνον ο ομόθρησκος, ο όμαιμος, ο συμπατριώτης, ο ομοϊδεάτης, και ο «οικείος», αλλά και αυτός που είναι εντελώς διαφορετικός από μάς. Αυτός που πρεσβεύει διαφορετικά πιστεύματα, έχει διαφορετική θρησκεία, ακολουθεί διαφορετική ιδεολογία, έχει διαφορετικό χρώμα από μάς και ανήκει σε διαφορετική εθνότητα. Απέναντι σε όλους αυτούς ο Χριστιανός οφείλει σεβασμό προς το πρόσωπό του, κατάφαση της ετερότητός του και αναγνώριση ως ισότιμου και ισάξιου. Διότι όπως παρατηρεί ένας ανώνυμος σχολιαστής του Λευϊτικού (Σχόλιο στο Λευιτ. 19, 33-34): στον Χριστιανισμό δεν επιτρέπεται ο άνθρωπος να υποτιμάται και να ατιμάζεται εξαιτίας του τόπου της καταγωγής του, αλλά πρέπει πάντοτε να τιμάται για την φύση του ως ανθρώπου («ου γαρ ελαττούται άνθρωπος ανθρώπω διά τόπον, αλλά τιμάται διά φύσιν»).
Η διδασκαλία αυτή της Εκκλησίας μας δεν πρέπει να νομισθή ότι παρέμεινε απλώς ένα κήρυγμα, μια προτροπή, χωρίς πρακτικό αντίκρυσμα. Είναι γνωστό σε όλους σας, αλλά επιτρέψατέ μου να επαναλάβω εδώ και να επαναφέρω στη μνήμη μας ότι οι «ξενώνες» αποτελούσαν το σπουδαιότερο θεσμό και ίδρυμα σε όλη τη βυζαντινή περίοδο. Και οι ξενώνες αυτοί λειτουργούσαν όχι μόνον στις μεγάλες πόλεις, και στις πρωτεύουσες, αλλά και σε επαρχιακές κωμοπόλεις, σε κεντρικές οδικές αρτηρίες και φυσικά και στα μοναστήρια, μια παράδοση που μέχρι και τις μέρες μας συνεχίζεται από τους μοναχούς. Οι ξενώνες αυτοί προορίζονταν τόσο για τους ξένους, όσο και ως προσωρινή στέγη όλων εκείνων, που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση και δεν είχαν στέγη. Φυσικά δεν μιλούμε για ξενοδοχεία επί πληρωμή, αλλά για δωρεάν παρεχόμενη στέγη.
Αυτοκράτορες, επίσκοποι, αξιωματούχοι και μοναχοί αναφέρονται από τους ιστορικούς της εποχής ως ιδρυτές και ανακαινιστές τέτοιων ξενώνων. Το κήρυγμα, αλλά και η συνείδηση της Εκκλησίας ήταν ότι η προσφορά φιλοξενίας στον ξένο σημαίνει φιλοξενία του ιδίου του Χριστού. Ο Ιερός Χρυσόστομος μάλιστα προέτρεπε το ποίμνιό του να ξεχωρίσει στο σπίτι του ένα δωμάτιο για τους ξένους, και οι μαρτυρίες των ιστορικών βεβαιώνουν ότι πολλοί πιστοί είχαν μετατρέψει ολόκληρο το σπίτι τους σε ξενώνα, ενώ άλλοι άφηναν τεράστια χρηματικά ποσά για την ίδρυση και λειτουργία ξενώνων. Κλήρος και λαός στο Βυζάντιο είχαν ως γνώμονα της συμπεριφοράς τους την προτροπήν του Αποστόλου Παύλου στην προς Εβραίους Επιστολήν του: «Η φιλαδελφία μενέτω. Της φιλοξενίας μή επιλανθάνεσθε· διά ταύτης γάρ έλαθόν τινες ξενίσαντες αγγέλους» ( Να μην παύει η αγάπη προς τους αδελφούς. Μη λησμονείτε την φιλοξενία, διότι με αυτήν μερικοί, χωρίς να το ξέρουν, εφιλοξένησαν αγγέλους» (Εβραίους ιγ’. 1-2).
Με βάση λοιπόν την διπλή αυτή κληρονομιά η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν εξαντλεί την κατανόησή της για τους «ξένους» στον ορισμό τους ως απλώς «διαφορετικών» από μάς, αλλά στα πρόσωπά τους αναζητεί και ευρίσκει ένα στοιχείο, που έχουν και αυτοί κοινό μαζί μας: Το ότι δηλάδή δεν παύουν και αυτοί να είναι εξίσου δημιουργήματα του Θεού.
Περιπλανώμενοι οι «ξένοι» αυτοί σήμερα ως άλλοι Ισραηλίτες στην έρημο ενός κόσμου, στον οποίο «εψύγη η αγάπη των πολλών» και κυριαρχεί το «βδέλυγμα της ερημώσεως» (Ματθ. κδ’. 12-14), φυσικής και πνευματικής, περιφέρουν μεθ’ εαυτών τους πολιτισμούς τους, τις θρησκείες τους, τις αξίες τους, τους τρόπους βιωτής τους, τα όνειρα, τις ελπίδες, τις χαρές, τις θλίψεις και τις απογοητεύσεις τους. Δεν επέλεξαν την περιπέτεια της προσφυγιάς ή της μετανάστευσης: τους «εκληρώθη». Όχι από τον Θεόν, όπως συνέβη στην περίπτωση του Αβραάμ, αλλά από την απληστία και την σκληρότητα των ανθρώπων. Οι περισσότεροι από αυτούς ζουν παγιδευμένοι. Δεν έχουν την δυνατότητα και τις προϋποθέσεις επιστροφής και ελεύθερης και αξιοπρεπούς διαβίωσης στις πατρίδες τους, ενώ οι κοινωνίες στις οποίες προσφεύγουν, αναζητώντας μια νέα πατρίδα, τους απορρίπτουν.
Οι Έλληνες, λαός με μακρά μεταναστευτική εμπειρία, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι και εμείς στο παρελθόν εζήσαμε ανάλογες καταστάσεις και δοκιμασίες. Και η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει ότι στον κόσμο αυτό όλοι μας είμεθα «ξένοι» και «παρεπίδημοι»· ότι «του Κυρίου η Γη και το πλήρωμα αυτής»· και ότι Εντολή του Θεού είναι τους μεν ξένους να μην θλίβουμε και να τους δεχόμεθα ως εάν ήσαν «αυτόχθονες» («ως αυτόχθων εν υμίν έσται ο προσήλυτος ο προσπορευόμενος προς υμάς, και αγαπήσεις αυτόν ως σεαυτόν, ότι προσήλυτοι εγενήθητε εν τη Αιγύπτω» Λευϊτικόν , ΙΘ, 34), τους δε πένητες και αδυνάτους αυτόχθονες να φροντίζουμε ως εάν ήσαν ξένοι («εάν πένηται ο αδελφός σου….αντιλήμψη αυτού ως προσυλήτου και παροίκου, και ζήσεται ο αδελφός σου μετά σού» (Λευϊτικόν ΚΕ’., 35). Ο Θεός εντέλλεται «αγαπήσετε τον προσήλυτον· προσήλυτοι γαρ ήτε εν τη Αιγύπτω» (Δευτερον. Ι’, 18). Και ο Απόστολος Παύλος ως προαναφέρθηκε, προτρέπει «της φιλοξενίας μή επιλανθάνεσθε» (Εβραίους ιγ’. 2).
3. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ
Οι προαναφερθείσες βασικές αυτές αρχές και αξίες έχουν τεράστια σημασία τόσο για την πρακτική άσκηση της ποιμαντικής διακονίας μας προς τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, όσο όμως, πιστεύουμε, και για την χάραξη της επιζητούμενης σήμερα ενιαίας μεταναστευτικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι δε αναγκαία η υπενθύμιση των αρχών αυτών, καθόσον, μετά τα τραγικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου και το εντεινόμενο πρόβλημα της διεθνούς τρομοκρατίας, διαγράφεται ο κίνδυνος η σχεδιαζόμενη μεταναστευτική πολιτική να λησμονήσει τελείως τον παράγοντα άνθρωπο και την αξία του προσώπου του, και να προσανατολισθεί μονομερώς στον έλεγχο των συνόρων και τις απαγορεύσεις. Στην προσπάθειά τους να καταπολεμήσουν την τρομοκρατία, το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, το δουλεμπόριο, την σεξουαλική και άλλη εκμετάλλευση των γυναικών και των παιδιών, που πρέπει ασφαλώς να παταχθούν και αν είναι δυνατόν και να εξαλειφθούν, οι υπεύθυνοι για την ασφάλεια και την ελευθερία μας έχουν στρέψει την προσοχή τους σχεδόν εξ ολοκλήρου σε μέτρα ελέγχου και περιορισμών. Χωρίς να έχουμε καμιά πρόθεση αναμίξεως στους διακριτούς ρόλους ανάμεσα στην Εκκλησία και την Πολιτεία, ας μάς επιτραπεί απλώς να αναφερθούμε στην εμπειρία που έχουμε αποκομίσει από την διακονία της Εκκλησίας μας στη βάση: Η εμπειρία αυτή μας διδάσκει ότι η από το 1973 μέχρι σήμερα ακολουθηθείσα από την Ευρωπαϊκή Ένωση πολιτική της «μηδενικής μετανάστευσης» και των κλειστών συνόρων, ούτε τα αίτια της μετανάστευσης ως ηλπίζετο καταπολέμησε, ούτε βεβαίως και την μετανάστευση μπόρεσε να περιορίσει. Τί επέτυχε όμως;
Συνέβαλε στην «μετάλλαξή» της νόμιμης μετανάστευσης σε «λαθρομετανάστευση»
προσέφερε το έδαφος για την εμφάνιση και τη δραστηριοποίηση των διακινητών και των δουλεμπόρων
κατέστησε τους μετανάστες πιο ευάλωτους ή τους έρριξε στα δίχτυα του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος
εκαλλιέργησε σε πολλούς συμπολίτες μας την λανθασμένη αντίληψη ότι κάθε μετανάστης είναι και εγκληματίας
υπέθαλψε και υποθάλπει με τον τρόπο αυτό αισθήματα ξενοφοβίας, και ρατσισμού, -ευτυχώς όμως στη χώρα μας επί του παρόντος όχι και εκδηλώσεις ξενηλασίας
απειλεί την συνοχή του κοινωνικού ιστού με την δημιουργία μιας τάξεως ανθρώπων, οι οποίοι είναι καταδικασμένοι να ζουν στη σκιά της κοινωνίας, δεν έχουν καμιά δυνατότητα να ασκήσουν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, βλέπουν καθημερινώς να ευτελίζεται η αξιοπρέπεια του προσώπου τους, οι ελπίδες τους για μια βελτίωση της ποιότητος της ζωής τους με τη μετανάστευση να διαψεύδονται, και ο δρόμος που πήραν με τη μεταναστευτική περιπέτεια προκειμένου να εκπληρώσουν το όνειρο της ζωής τους, να ζήσουν και αυτοί στην πολιτισμένη και χριστιανική Ευρώπη συμμετέχοντας στα πολύτιμα αγαθά της ελευθερίας, της ισότητος και της δικαιοσύνης να τερματίζεται στα αστυνομικά κρατητήρια.
Η Ιερά Σύνοδος, όσον όμως και Εγώ προσωπικώς ως Αρχηγός της Εκκλησίας και ως Αρχιεπίσκοπος, επανειλημμένως απευθυνθήκαμε τόσο προς τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και προς την Ελληνική Κυβέρνηση, ιδιαίτερα μάλιστα με την ευκαιρία της Ελληνικής Προεδρίας, διατυπώνοντας και συγκεκριμένες προτάσεις για την θεραπεία ορισμένων τουλάχιστον από τα βασικά προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι αλλοδαποί σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και στην χώρα μας ιδιαίτερα, όπως είναι π.χ. τα θέματα της συνένωσης των οικογενειών των μεταναστών, τα θέματα της νομιμοποιήσεως όσων δεν διαθέτουν επίσημη άδεια παραμονής και εργασίας, και το θέμα της μεταθέσεως του κέντρου της μεταναστευτικής πολιτικής από τον απλό έλεγχο των συνόρων και την απαγόρευση, στην κοινωνική αποκατάσταση των ήδη διαβιούντων στις χώρες της Ε.Ε., και στην χάραξη μιας πιο ευφάνταστης ολοκληρωμένης μεταναστευτικής πολιτικής, που δεν βασίζεται στην αστυνόμευση, αλλά στο σεβασμό του προσώπου και των υλικών και ψυχικών αναγκών του και στην αλληλεγγύη μεταξύ των εθνών, των κοινωνιών και των ανθρώπων. Θα επαναλάβω, τελειώνοντας την εισήγησή μου αυτή, κάτι που κατεπανάληψη έχω διατυπώσει προς τους πολιτικούς: Το αίτημά μας προς τους πολιτικούς, της πατρίδος μας και της Ευρώπης, αλλά και πέρα από τα ευρωπαϊκά σύνορα προς κάθε υπεύθυνο πολιτικό είναι:
Μην πολεμάτε τους μετανάστες-πολεμήσατε τις αιτίες που οδηγούν σε εξαναγκαστικό εκπατρισμό και μετανάστευση.
Μην περιορίζετε τη φαντασία σας σε πολιτικές ελέγχων – επινοήσατε πολιτικές και στρατηγικές περισσότερο αντάξιες του υψηλού λειτουργήματος για το οποίο σας εξέλεξαν οι λαοί.
Δεν έχουμε καμία πρόθεση να υποτιμήσουμε ή να αμφισβητήσουμε τη σκοπιμότητα και χρησιμότητα της πολιτικής του ελέγχου των συνόρων. Συμφωνούμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχει τις μεταναστευτικές εισροές και κατανοούμε ότι το Συμβούλιο δικαιολογημένα θεωρεί τον αποτελεσματικό έλεγχο των εξωτερικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως εξαιρετικά σημαντικό, παρόλο που θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στους Ευρωπαίους εταίρους μας τις αντικειμενικές δυσκολίες που παρουσιάζει π.χ. η αστυνόμευση των 15 000 χιλιομέτρων ακτών, των πολυάριθμων νησίδων και βραχονησίδων και των 1 180 χιλιομέτρων δύσβατων ηπειρωτικών και εν πολλοίς ορεινών συνόρων της χώρας μας. Συμμεριζόμεθα τις ανησυχίες για την αύξηση του δουλεμπορίου και του οργανωμένου εγκλήματος που οδηγούν πολλές ανθρώπινες ζωές στο θάνατο, και περισσότερες ακόμη στην εξάρτηση και σε νέες μορφές δουλείας και ερμηνεύομε το γεγονός ότι στο Laeken και στη Σεβίλλη το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επικέντρωσε την προσοχή και το ενδιαφέρον του κατά προτεραιότητα στην καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και της δουλεμπορίας προσώπων, προκειμένου να δώσει μια περαιτέρω ώθηση στην προσπάθεια δημιουργίας ενός χώρου ελευθερίας, ασφαλείας και δικαιοσύνης στην Ευρώπη.
Ελπίζουμε όμως ότι και οι πολιτικοί συμμερίζονται τις αγωνίες μας, όταν διαπιστώνουμε όχι μόνον την αναποτελεσματικότητα των μέτρων ελέγχου, που πιστοποιείται από τις εκατοντάδες χιλιάδων «λαθρομεταναστών» που εισέρχονται κάθε χρόνο στο «φρούριο του Σέγκεν», αλλά κυρίως όταν καθημερινώς βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα άψυχα κορμιά που εκβράζονται στις ακτές μας, όπως και στις ακτές όλων των χωρών της Βορείου Μεσογείου, ή ανακαλύπτονται στις ορεινές περιοχές των συνόρων μας. Μια πολιτική που παράγει πτώματα δεν είναι αξία του όρου πολιτική. Εκεί όμως καταλήγει κάθε πολιτική που φιλοδοξεί να σκοτώσει την ελπίδα των ανθρώπων για ζωή. Σκοτώνοντας την ελπίδα απειλεί να σκοτώσει και τους ανθρώπους. Δεν μπορεί όμως να τους εμποδίσει να αναλάβουν αυτόν τον κίνδυνο. «Ου φιμώσεις βούν αλοώντα», δεν μπορεί να κλείσεις το στόμα του βοδιού που αλωνίζει, δεν μπορείς δηλαδή να αποκόψεις από τον άνθρωπο την ελπίδα του να εργάζεται και να έχει δίκαιο μερίδιο στους καρπούς της εργασίας του.
Μια σωστή και ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική δεν αρχίζει και τελειώνει στα σύνορα μιας χώρας. Οφείλει να λαμβάνει πρόνοια και για όσους τα διαβούν. Υπάρχει μια στοιχειώδης υποχρέωση για την κοινωνική και οικονομική ένταξη, για την εγγύηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και για την εξασφάλιση της ψυχικής ισορροπίας και ευεξίας των μεταναστών από τις λεγόμενες Τρίτες Χώρες, που ευρίσκονται ήδη και διαβιούν στην επικράτεια της Ε.Ε. -και επομένως και της χώρας μας. Η πρόνοια του κράτους και της κοινωνίας πρέπει να λαμβάνεται για όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, αφού η αξία του ανθρωπίνου προσώπου δεν εξαρτάται ούτε από την φυλετική, εθνική, εθνοτική, κοινωνική ή άλλη προέλευσή του, ούτε και από το νομικό status του, αλλά από το γεγονός ότι είναι πλασμένος κατά την Εικόνα του Θεού. Η υπό διαμόρφωση κοινή μεταναστευτική πολιτική της Ευρώπης πρέπει να είναι αντάξια της πολιτιστικής και χριστιανικής ιστορίας της γηραιάς μας Ηπείρου, η οποία πρωτοστάτησε στον πνευματικό πολιτισμό και χάρισε στον κόσμο την έννοια και την αξία του ανθρωπισμού.
Την περασμένη εβδομάδα ζήσαμε εδώ στην Αθήνα και στο ίδιο Ξενοδοχείο με συγκίνηση τη θαυμαστή ομοφωνία που εκφράσθηκε από τους εκπροσώπους όλων των ευρωπαϊκών Εκκλησιών, Ορθοδόξους, Ρωμαιο-καθολικούς και Προτεστάντας, αλλά και από πολιτικούς μας, όπως ο Πρόεδρος της Βουλής, βουλευτές κομμάτων, η Επίτροπος κυρία Διαμαντοπούλου, καθώς και από έγκριτους ειδικούς επιστήμονες, που πρόθυμα συμμετείχαν στο Πανευρωπαϊκό και Διομολογιακό Συνέδριο που συγκάλεσε η Εκκλησίας μας για να μελετήσει το θέμα των Αρχών και Αξιών, επάνω στις οποίες οφείλει να θεμελιωθεί το νέο Σύνταγμα της Ευρώπης. Δεν θα ήταν μια καλή αρχή, αν και οι πολιτικές της Ευρώπης, και επί του προκειμένου η Μεταναστευτική Πολιτική, άρχιζαν να θεμελιώνονται σε αυτές τις ίδιες αρχές και αξίες, που όλες συγκλίνουν στο σεβασμό του ανθρωπίνου προσώπου, της αξίας του, της ελευθερίας του, στις αρχές της αλληλεγγύης, της αγάπης, της ειρήνης και του σεβασμού της ετερότητος;
4. ΕΚΚΛΗΣΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ
Επιτρέψατέ μου να τελειώσω με μια γενικότερη έκκληση. Συζητούμε το θέμα της μεταναστεύσεως σε μια εποχή , κατά την οποία μακροχρόνια ανεργία, κοινωνικός και οικονομικός αποκλεισμός, φτώχεια και οργανωμένο έγκλημα τρομάζουν τις κοινωνίες της Ευρώπης και ευνοούν τις κάθε μορφής ρατσιστικές και ξενόφοβες αντιδράσεις σε βάρος των αλλοδαπών. Aκόμη και σε χώρες που μέχρι χθες διακρίνονταν για τα φιλόξενα αισθήματά τους, όπως η δική μας χώρα, αρχίζουν να εμφανίζονται ανησυχητικά δείγματα ξενόφοβης αντίδρασης. Η πολιτισμική μας κληρονομιά επιβάλλει την εξασφάλιση ενός αποτελεσματικού νομικού και θεσμικού πλαισίου για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ξένων. Όμως οι νομικές και θεσμικές ρυθμίσεις, όσο σημαντικές και αν είναι πράγματι για την κοινωνική ένταξη των αλλοδαπών, δεν είναι παρά μία από τις προϋποθέσεις και ένας από τους παράγοντες ένταξης. Για την αποτελεσματική καταπολέμηση των διακρίσεων σε βάρος των αλλοδαπών και την δυναμική κοινωνικο-οικονομική συσσωμάτωσή τους στην κοινωνία που επέλεξαν να καταφύγουν, πέραν από τα θεσμικά μέτρα, προσαπαιτείται και η ευρύτερη συγκατάθεση, συναίνεση και συνεργασία της κοινωνίας των πολιτών. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι Κοινωνικοί Εταίροι, οι Μη-Κυβερνητικές Οργανώσεις, οι Πρωτοβουλίες των πολιτών και όλως ιδιαιτέρως οι Eκκλησιαστικές Ενορίες, θα πρέπει να συσπειρωθούν σε μια κοινή προσπάθεια και με μια αγαστή, αλλά και κριτική συνεργασία με τα θεσμικά όργανα του Κράτους και της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, να αντισταθούν στον αναδυόμενο πολύμορφο ρατσισμό και να συνεπικουρήσουν στην δημιουργία των προϋποθέσεων μιας αξιοπρεπούς και δημιουργικής ένταξης των αλλοδαπών, από την οποία είναι βέβαιο ότι έχει να ωφεληθεί και η δική μας η κοινωνία. Επειδή δε η κοινωνική ένταξη δεν μπορεί να συντελεσθεί παρά μόνον στο τοπικό επίπεδο της συναντήσεως «πρόσωπον προς πρόσωπον», πιστεύω ότι η Ενορία μπορεί και οφείλει να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο, συμβάλλοντας στην αναγέννηση της κοινωνίας μας και στην μεταβολή της σε ένα χώρο, τον οποίο κάθε άνθρωπος, άνδρας ή γυναίκα, πλούσιος ή φτωχός, γηγενής ή αλλοδαπός, Έλλην ή Σκύθης, θα μπορεί να αναγνωρίσει και να βιώσει ως ένα τόπο ελευθερίας, ως ένα χώρο σεβασμού του προσώπου και αναγνωρίσεως της αξίας του ανθρώπου ως «βραχύ τι παρ’ αγγέλους ηλαττωμένου» (Εβραίους β’. 9), ως ένα ειρηνικό χώρο ελπίδος, αγάπης και αλληλεγγύης. Ως ένα χώρον, στον οποίον τους καιρούς της απελπισίας, της αδικίας, της αλλοτριώσεως, της εκμεταλλεύσεως και της καταδυναστεύσεως, θα διαδεχθούν οι προαναγελλόμενοι στις πράξεις Αποστόλων «καιροί αναψύξεως από προσώπου του Κυρίου»,(Πράξεις γ’. 20), καιροί δηλαδή συγγνώμης, καταλλαγής, πνευματικής αναψυχής.
Καιροί Αναστάσιμοι.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Σας ευχαριστώ.