Στις 5.15 τα ξημερώματα της 28ης Ιανουαρίου του 2008, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος έφυγε από τη ζωή, χάνοντας τη μάχη που έδινε επί επτά μήνες με την επάρατη νόσο. Λίγο νωρίτερα οι γιατροί, οι στενοί του συνεργάτες και πολλοί κληρικοί έσπευσαν στην αρχιεπισκοπική κατοικία στο Ψυχικό.
Ο αρχιεπίσκοπος κατέληξε στην κατοικία του, καθώς οι γιατροί σεβάστηκαν την επιθυμία του να μην μεταφερθεί στο νοσοκομείο ότι και να του συμβεί.
Η σορός του αρχιεπισκόπου ειχε εκτεθεί σε τριήμερο προσκύνημα, ενώ η κηδεία εγινε με τιμές αρχηγού κράτους.
Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος γεννήθηκε το 1939 στην Ξάνθη και σπούδασε Νομικά και Θεολογία. Χαρισματικός από τα νεανικά του χρόνια, διδάκτωρ Θεολογίας, πτυχιούχος γαλλικής και αγγλικής γλώσσας, γνώστης ιταλικής και γερμανικής, χειροτονήθηκε διάκονος το 1961 και πρεσβύτερος το 1965.
Εννέα χρόνια ήταν ιεροκήρυκας στο ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου (Παναγίτσα) Φαλήρου, ενώ διετέλεσε επί επτά χρόνια γραμματέας της Ιεράς Συνόδου.
Νεότατος, μόλις 35 ετών, το 1974, εξελέγη μητροπολίτης Δημητριάδος, απ΄όπου αναχώρησε, όταν εξελέγη αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
Πήρε μέρος σε πολλές εκκλησιαστικές αποστολές στο εξωτερικό, ενώ συνέγραψε πλήθος επιστημονικών και εποικοδομητικών κειμένων. Αρθρογράφησε στον εκκλησιαστικό Τύπο, αλλά και σε εφημερίδες.
Ανάμεσα στις πρόσφατες δημοσιεύσεις ξεχωρίζουν : «Ελληνισμός προσήλυτος. Η μετάβαση από την αρχαιότητα στον χριστιανισμό», «Η ψυχή της Ευρώπης».
Μνημειώδες θεωρείται το έργο του, το οποίο αποτελεί και τη διατριβή του στο Πανεπιστήμιο με τίτλο : «Ιστορική και Κανονική θεώρησις του παλαιοημερολογητικού ζητήματος κατά την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι», ενώ εμπεριστατωμένες θεωρούνται οι μελέτες του για τον Μελέτιο Πηγά και το Θείο Πάθος.
Το 1998, μετά το θάνατο του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, τρεις ήταν οι επικρατέστεροι υποψήφιοι: ο Δημητριάδος Χριστόδουλος, ο Θηβών Ιερώνυμος και ο τότε Αλεξανδρουπόλεως (νυν Θεσσαλονίκης) Άνθιμος. Εξελέγη αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, ο από Δημητριάδος Χριστόδουλος, ο οποίος προκάλεσε αίσθηση στην κοινή γνώμη από την πρώτη στιγμή που άρχισε να διαβάζει τον «επιβατήριο» λόγο του στον κατάμεστο μητροπολιτικό ναό Αθηνών.
Πολύ γρήγορα, όλοι μιλούσαν για τον αρχιεπίσκοπο, που καλούσε τη νεολαία να πλησιάσει την Εκκλησία «όπως είναι, ακόμη και με το σκουλαρίκι», ζητούσε συγγνώμη από τους νέους για όσα δεν έγιναν από τους μεγαλύτερους, ενώ άρχισε αμέσως να ασχολείται με την αναζωογόνηση όλων των υπηρεσιών της Εκκλησίας και κυρίως του φιλανθρωπικού τομέα.
Υπό την ηγεσία του, προάγεται το έργο της Εκκλησίας σ΄ολόκληρο τον κοινωνικό τομέα. Ιδρύονται νέοι οργανισμοί που καλύπτουν τομείς, όπως η βιοηθική, η μέριμνα για τους τοξικομανείς, την κακοποιημένη γυναίκα, την άγαμη μητέρα. Τέλος ίδρυσε την Μη Κυβερνητική Οργάνωση «Αλληλεγγύη» μέσω της οποίας γίνεται μεγάλη παρέμβαση με ανθρωπιστική βοήθεια, σε παγκόσμια κλίμακα.
Ακόμη και στην επικοινωνία της Εκκλησίας παρενέβη δυναμικά, οδηγώντας την στο νέο κόσμο της ψηφιακής εποχής, αφού ίδρυσε την υπηρεσία Διαδικτύου, δημιουργώντας συγχρόνως ψηφιακή βιβλιοθήκη σε 9 γλώσσες, πινακοθήκη, μουσικοθήκη και πύλη πολιτιστικών ειδήσεων στα ελληνικά και αγγλικά.
Ο αρχιεπίσκοπος με το λόγο του, είτε από άμβωνος, είτε σε εκδηλώσεις, είτε σε δηλώσεις του, προκάλεσε αντιδράσεις. Σχολιάσθηκε θετικά, αλλά και αρνητικά.
Δύο μεγάλα γεγονότα σημάδεψαν τα πρώτα χρόνια της ποιμαντορίας του: η σύγκρουση με την κυβέρνηση Κ. Σημίτη για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, που άρχισε την άνοιξη του 2000 και απασχόλησε για περίπου δύο χρόνια την κοινή γνώμη, ενώ αμέσως μετά άρχισε και η κρίση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο που κράτησε ως το 2004 και έληξε μετά την παρέμβαση της -τότε- υπουργού Παιδείας Μαριέττας Γιαννάκου.
Για πρώτη φορά στα χρονικά, το 2001 αρχίζει να διαφαίνεται ότι ο αρχιεπίσκοπος θα δεχθεί στην Αθήνα τον τότε Πάπα Ιωάννη Παύλο τον Β΄, γεγονός που πριν συμβεί φαινόταν αδιανόητο. Υπήρξαν κάποιες αντιδράσεις, υπήρξαν ανακοινώσεις από φανατικούς, όμως ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος καταφέρνει και πείθει πρωτίστως τους ιεράρχες και ο Πάπας επισκέπτεται την Αθήνα, κατόπιν προσκλήσεως του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλου.
Στο αρχιεπισκοπικό Μέγαρο, παρουσία και των μελών της Ιεράς Συνόδου, ο Ποντίφικας ζήτησε συγγνώμη για τα δεινά του παρελθόντος. Ο αρχιεπίσκοπος αρχίζει πρώτος να τον χειροκροτεί και ακολουθούν οι συνοδικοί Ιεράρχες. Ο πάγος μεταξύ των δύο Εκκλησιών, εκείνη τη στιγμή άρχισε να λιώνει. Πέντε χρόνια αργότερα, το Δεκέμβριο του 2006, ο αρχιεπίσκοπος θα ανταποδώσει την επίσκεψη του Πάπα, πηγαίνοντας στο Βατικανό για να συναντήσει το νεοεκλεγέντα πλέον Πάπα Βενέδικτο.
Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος, υπήρξε δημοφιλέστατος. Τα χαρίσματα του ήταν πολλά. Όμως, πολλές φορές παρεξηγήθηκε. Ο ίδιος έλεγε απλά πως το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η Εκκλησία, οι αγώνες, οι ρίζες και η ταυτότητα του ελληνισμού.
Η ζωή και οι δραστηριότητες του αρχιεπισκόπου άρχισαν να παίρνουν διαφορετική τροπή το Σάββατο 9 Ιουνίου 2007. Τότε επρόκειτο να επισκεφθεί το πατριαρχείο Αλεξανδρείας, λίγες ώρες μετά από μία κουραστική περιοδεία στη Βόρεια Ελλάδα, όπου εμφανίστηκε ακούραστος, δραστήριος, εντυπωσιάζοντας τους πάντες, αφού μέσα σε λίγες ώρες εκφώνησε 19 ομιλίες.
Το πρωί του Σαββάτου, άρχισαν πόνοι, γαστρεντερικές διαταραχές και πυρετός. Δεν το έβαζε κάτω, αρνούμενος να πάει στο γιατρό. Αντίθετα ήθελε να πραγματοποιήσει την επίσκεψη στην Αλεξάνδρεια. Στενοί συνεργάτες του, τον πίεσαν και τον έπεισαν να πάει στο νοσοκομείο. Μπήκε στο Αρεταίειο.
Αρχικά δεν υπήρξε ανησυχία. Θεωρήθηκε μια απλή περίπτωση αδιαθεσίας. Ώσπου τα άσχημα νέα χτύπησαν το πρώτο καμπανάκι, για όγκο στο έντερο. Στη συνέχεια υπεβλήθη σε επέμβαση και ανακαλύπτεται ο όγκος στο ήπαρ.
Ο ασκός του Αιόλου είχε ανοίξει. Παρέμεινε επί μέρες στην εντατική και στη συνέχεια σε θάλαμο νοσηλείας. Η απελπισία άρχισε σιγά-σιγά να κυκλώνει πρώτα τους συνεργάτες και μετά τους γιατρούς. «Κρίσιμη η κατάσταση» έλεγαν. «Λίγες ελπίδες».
Η κοινή γνώμη έχει ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται. Πιστοί άρχισαν να συρρέουν στο Αρεταίειο νοσοκομείο. Εκατοντάδες μηνύματα, γράμματα, λουλούδια στον αρχιεπίσκοπο. Επιστήμονες από το εξωτερικό έρχονται να τον εξετάσουν. Η κατάσταση παραμένει κρίσιμη. Ώσπου ο διάσημος Έλληνας χειρουργός Ανδρέας Τζάκης, προσωπικός φίλος του αρχιεπισκόπου, ο οποίος μάλιστα είχε τιμηθεί και από την Ιερά Σύνοδο, έρχεται στην Ελλάδα και δίδει το φως της ελπίδας στον αρχιεπίσκοπο. Η μαγική λέξη ήταν «μεταμόσχευση».
Η επέμβαση, προγραμματίστηκε για το ειδικό κέντρο Τζάκσον Μεμόριαλ που βρίσκεται στο Μαϊάμι και επικεφαλής είναι ο Ανδρέας Τζάκης. Ένα κλίμα αισιοδοξίας αρχίζει πλέον να διακατέχει τον αρχιεπίσκοπο, τους στενούς του συνεργάτες, τους ιεράρχες. Άλλωστε υπάρχουν πολλές περιπτώσεις στην Ελλάδα και μάλιστα κληρικών που ήδη είχαν κάνει, στα χέρια του διάσημου χειρουργού, τη μεταμόσχευση ήπατος και ζούσαν κάτω από καλύτερες συνθήκες και επί χρόνια.
Ο αρχιεπίσκοπος βγαίνει από το νοσοκομείο στις 20 Ιουλίου. Με τρεμάμενη φωνή, εμφανώς συγκινημένος, απευθύνεται στο πανελλήνιο λέγοντας τις φράσεις: «Είμαι ο Χριστόδουλός σας». Εκφράζεται με ελπίδα και αισιοδοξία για τη δεύτερη φάση της περιπέτειας της υγείας του στις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση του συμπαρίσταται με τον καλύτερο τρόπο. Το κυβερνητικό αεροσκάφος βρίσκεται στη διάθεση του αρχιεπισκόπου για να τον μεταφέρει στο Μαϊάμι. Μένει στο σπίτι του στο Ψυχικό, μέχρι να φύγει για τις ΗΠΑ, δεχόμενος επισκέψεις φίλων, πιστών και κληρικών. Το κλίμα αισιοδοξίας διατηρείται αμείωτο.
Το Σάββατο 18 Αυγούστου αναχωρεί από το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Μέσα σε κλίμα συγκίνησης, ο αρχιεπίσκοπος αποχαιρετά την Ελλάδα, τους συνεργάτες του, τους φίλους και τους εκπροσώπους της κυβέρνησης και των κομμάτων, ζητώντας από τους Έλληνες να προσεύχονται για εκείνον.
Στο Μαϊάμι παρέμεινε πενήντα ημέρες, μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο μόσχευμα. Λίγο πριν μπει στο Ειδικό Κέντρο Μεταμοσχεύσεων, είχε ήδη αρχίσει να καταβάλλεται ψυχολογικά από την αδημονία. Προσδοκούσε το μόσχευμα για να ολοκληρωθεί η επέμβαση, λαχταρώντας να γυρίσει στην Ελλάδα.
Ήταν Κυριακή 7 Οκτωβρίου, όταν του ανακοινώθηκε ότι βρέθηκε μόσχευμα από νεαρό υγιέστατο δότη, θύμα τροχαίου. Εισήχθη κατευθείαν στο χειρουργείο, όπου όμως λίγες ώρες αργότερα, απλώς διαπιστώνεται ότι υπάρχει μετάσταση της νόσου και η μεταμόσχευση είναι αδύνατη.
Στην κατοικία του στο Ψυχικό παρέμεινε ως το τέλος ο αρχιεπίσκοπος, αρνούμενος να μεταφερθεί στο νοσοκομείο, ακόμη και όταν η κατάσταση της υγείας του είχε αρχίσει να επιδεινώνεται.
Αμέσως μετά την επιστροφή του από το Μαϊάμι, ο αρχιεπίσκοπος άρχισε να συναντάται με πολιτικούς, ιεράρχες, προκαθημένους Εκκλησιών, φίλους και γνωστούς που εξέφραζαν την επιθυμία να τον δουν.
Στις 16 Νοεμβρίου επισκέπτεται το Ψυχικό και μένει αρκετά λεπτά με τον αρχιεπίσκοπο, συζητώντας ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής. Στις 21 Νοεμβρίου, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γ. Παπανδρέου επισκέπτεται τον αρχιεπίσκοπο και έχει μακρά συζήτηση μαζί του. Ακολουθεί, στις 23 Νοεμβρίου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας.
Ο αρχιεπίσκοπος περνάει μια περίοδο που βλέπει ακατάπαυστα κόσμο. Όχι μόνο δεν κουράζεται, αντίθετα επιθυμεί να συνομιλεί και να συζητεί με τους επισκέπτες του.
Τα πρώτα έντονα σημάδια κατάπτωσης φάνηκαν λίγες ημέρες πρίν απο τα Χριστούγεννα. Οι γιατροί του συνιστούν να λιγοστέψουν οι επισκέψεις. Ο αρχιεπίσκοπος υπακούει. Οι πόνοι έχουν αρχίσει να γίνονται ανυπόφοροι. Οι γιατροί χρησιμοποιούν πολύ ισχυρά αναλγητικά, τα οποία συχνά τον οδηγούν σε βαθύ ύπνο, για πολλές ώρες.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς αισθάνεται κάπως καλύτερα και καθισμένος στο σαλονάκι του πρώτου ορόφου, δέχεται το νομάρχη Θεσσαλονίκης Π. Ψωμιάδη που με ποντιακά σωματεία λένε τα κάλαντα. Ο αρχιεπίσκοπος απευθύνεται στους νέους και τους δίνει συμβουλές και παρακαταθήκες για το μέλλον τους. Είχε προηγηθεί η δημοσιοποίηση του πρωτοχρονιάτικου μηνύματός του στο οποίο αναφερόταν στην «κοινή μοίρα των ανθρώπων που είναι ο θάνατος» και τόνιζε τη λύση που δίνει μόνο η χριστιανική πίστη.
Λίγες μέρες αργότερα όμως, είναι πλέον πολύ δύσκολο ακόμη και να σηκωθεί απο το κρεβάτι. Οι γιατροί επιμένουν να μεταφερθεί στο νοσοκομείο για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν μεταστάσεις των όγκων. Εκείνος αρνείται επίμονα και στις 14 Ιανουαρίου οι γιατροί εκδίδουν ανακοινωθέν στο οποίο τονίζουν την «περαιτέρω επιδείνωση» της υγείας του. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει.