Σουηδός χημικός, μηχανικός, εφευρέτης, επιχειρηματίας και φιλάνθρωπος. Απέκτησε 350 πατέντες, με πιο γνωστές αυτές για την ανακάλυψη της δυναμίτιδας και του πυροκροτητή. Ως επιχειρηματίας δραστηριοποιήθηκε στην πολεμική βιομηχανία και άφησε το 94% της τεράστιας περιουσίας του στο Ίδρυμα Νομπέλ, που απονέμει κάθε χρόνο από το 1901 τα ομώνυμα βραβεία.
Ο Άλφρεντ Νομπέλ (Alfred Nobel) γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου 1833 και ήταν το τέταρτο από τα οκτώ παιδιά του μηχανικού Ιμάνουελ Νομπέλ και της Άντριετ Άλσελ. Από μικρός διδάχθηκε τις βασικές αρχές της μηχανικής από τον πατέρα του, που είχε έφεση προς τις εφευρέσεις. Το 1842 εγκατέλειψε τη Στοκχόλμη με τη μητέρα και τα αδέλφια του για να συναντήσει τον πατέρα του στην Αγία Πετρούπολη. Ο Ιμάνουελ Νομπέλ είχε εγκατασταθεί στη ρωσική μεγαλούπολη από το 1837 και είχε πλουτίσει από την ανακάλυψη του κόντρα-πλακέ, ενώ πειραματιζόταν με την τορπίλη.
Ο νεαρός Άλφρεντ σπουδάζοντας κατ’ οίκον σε ηλικία μόλις 16 ετών είχε εξελιχθεί σε ικανότατο χημικό, ενώ μιλούσε με ευχέρεια Αγγλικά, Ρωσικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά και βεβαίως Ρωσικά. Το 1850 μετέβη στο Παρίσι για να συμπληρώσει τις σπουδές του στη χημεία και τον επόμενο χρόνο βρέθηκε στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε στην κατασκευή του σιδερένιου πολεμικού πλοίου «Monitor» υπό τη διεύθυνση του συμπατριώτη του μηχανικού Τζον Έρικσον. Στις ΗΠΑ έλαβε και την πρώτη του πατέντα για τον γκαζομετρητή. Μετά την επιστροφή του στη Ρωσία απασχολήθηκε στο εργοστάσιο του πατέρα του μέχρι την ημέρα της χρεωκοπίας του το 1859.
Ο Άλφρεντ Νόμπελ επέστρεψε με την οικογένειά του στη Σουηδία και εγκαταστάθηκε στη Στοκχόλμη. Εκεί αποφάσισε να ασχοληθεί με τη βιομηχανική παραγωγή της νιτρογλυκερίνης. Λίγο μετά την έναρξη λειτουργίας του εργοστασίου το 1864 μία έκρηξη στοίχισε τη ζωή στο μικρότερο αδελφό του Εμίλ και σε τέσσερις εργαζόμενους. Το εργοστάσιο καταστράφηκε ολοσχερώς και η σουηδική κυβέρνηση του απαγόρευσε να το ξαναχτίσει.
Τότε, ο Νομπέλ εγκαταστάθηκε σε μια μαούνα στο λιμάνι της Στοκχόλμης και προσπάθησε να αναπτύξει μια ασφαλή μέθοδο παραγωγής της νιτρογλυκερίνης. Μια τυχαία ανακάλυψή του τον οδήγησε στην ανάπτυξη της δυναμίτιδας και του πυροκροτητή, του μηχανισμού με τον οποίο εκρήγνυται η δυναμίτιδα. Αφού κατοχύρωσε τις δύο εφευρέσεις του με διπλώματα ευρεσιτεχνίας στη Μεγάλη Βρετανία (1867) και τις ΗΠΑ (1868), δημιούργησε μια πιο δυναμική μορφή δυναμίτιδας, τη ζελατινοδυναμίτιδα, ενώ τελειοποίησε τον πυροκροτητή.
Οι δραστηριότητές του σε παγκόσμια κλίμακα σχετικά με τις εκρηκτικές ύλες, καθώς και η ιδιοκτησία πετρελαιοφόρων περιοχών στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, απέφεραν στον Νομπέλ μια τεράστια περιουσία. Το 1884 εξελέγη μέλος της Βασιλικής Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών και το 1893 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Ουψάλα.
Πολυάσχολος, αλλά και μοναχικός ως χαρακτήρας, ο Νομπέλ βίωσε δύο φορές την απόρριψη από τις γυναίκες που αγαπούσε και παρέμεινε δεδηλωμένος εργένης μέχρι τον θάνατό του, που επισυνέβη στις 10 Δεκεμβρίου 1896 στο Σαν Ρέμο, εξαιτίας εγκεφαλικής αιμορραγίας.
Παρόλο που διαπνεόταν από φιλειρηνικά συναισθήματα και ήλπιζε ότι η καταστρεπτική δύναμη των εφευρέσεών του θα μπορούσε να συντελέσει στο να δοθεί ένα τέλος στους πολέμους, έβλεπε με απαισιοδοξία το μέλλον του ανθρωπίνου γένους. Οι διαπιστώσεις του αυτές, αλλά και σχόλια του Τύπου που τον χαρακτήριζαν «Έμπορο του Θανάτου», τον οδήγησαν να φροντίσει την υστεροφημία του.
Με τη διαθήκη της 27ης Νοεμβρίου 1895 διέθεσε το 94% της τεράστιας περιουσίας του για να υλοποιηθεί αυτό που θεωρείται σήμερα η μεγαλύτερη τιμητική διάκριση στον κόσμο: Το Βραβείο Νομπέλ.