Πλούσιοι κληρονόμοι και γόνοι επιχειρηματικών δυναστειών, σε ανοιχτή επιστολή τους, ζητούν να …φορολογηθούν περισσότερο για το κοινό καλό. Θα εισακουστεί άραγε το «αίτημά» τους;
«Μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ακόμη δεν καταφέρατε να δώσετε απάντηση σε ένα απλό ερώτημα, που θέτουμε εδώ και χρόνια: Γιατί δεν φορολογείτε τον ακραίο πλούτο;» Αυτό το αίτημα θέτουν εκ νέου σε ανοιχτή επιστολή προς τους «πλούσιους και ισχυρούς», που συναντώνται αυτές τις μέρες στο ελβετικό θέρετρο του Νταβός, οι συμμετέχοντες στην καμπάνια «Proud to pay more». Η επιστολή επιδόθηκε την Τετάρτη στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ.
Δεν είναι η πρώτη φορά που κάποιοι ακτιβιστές ζητούν να πληρώσουν περισσότερους φόρους οι «έχοντες και κατέχοντες». Το ιδιαίτερο αυτή τη φορά είναι ότι όλοι όσοι υπογράφουν την επιστολή είναι και οι ίδιοι πάμπλουτοι. Πρόκειται για 260 εκατομμυριούχους ή και δισεκατομμυριούχους, που ανήκουν στους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, αλλά διαμαρτύρονται για τη συνεχή διεύρυνση των ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος. Το αίτημά τους για περισσότερους φόρους δεν είναι καθόλου «ριζοσπαστικό», επισημαίνουν, αλλά αντιθέτως «σηματοδοτεί μία επιστροφή στην κανονικότητα». Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο ακραίος και μη παραγωγικός πλούτος «μετατρέπεται σε επένδυση για ένα κοινό, δημοκρατικό μέλλον».
Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι
Στους υπογράφοντες περιλαμβάνονται η Βάλερι Ροκφέλερ, η Αμπιγκέιλ Ντίσνεϋ, αλλά και η Αυστριακή Μαρλένε Ένγκελχορν, «χρυσή κληρονόμος» της επιχειρηματικής δυναστείας που είχε ιδρύσει τον γερμανικό πολυεθνικό κολοσσό BASF. Κοινός παρονομαστής για όλους είναι ότι διαθέτουν τεράστια περιουσία, χωρίς οι ίδιοι να έχουν εργαστεί γι αυτήν. Πρόσφατα η Ένγκελχορν προκάλεσε αίσθηση παγκοσμίως, λέγοντας ότι σκοπεύει να «επιστρέψει» στην κοινωνία 25 εκατομμύρια ευρώ από την περιουσία που απέκτησε. Για τον λόγο αυτό πρόκειται να συστήσει ένα «Συμβούλιο Πολιτών για την Αναδιανομή», που θα αποφασίσει πώς θα διατεθούν τα χρήματα αυτά «με όρους δημοσίου συμφέροντος».
Η αλήθεια είναι ότι η ψαλίδα μεταξύ πλουσίων και φτωχών συνεχώς διευρύνεται.Σύμφωνα με στοιχεία του World Inequality Report για το 2022, το ένα τρίτο του νέου πλούτου που δημιουργήθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 μέχρι σήμερα κατευθύνεται σε εκείνους που ούτως ή άλλως ανήκουν στο 1% των πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο. Την ίδια στιγμή το φτωχότερο ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή περίπου τέσσερα δισεκατομμύρια άνθρωποι, δεν εξασφαλίζουν παρά μόνο ποσοστό 2% του νέου πλούτου. Μάλιστα το 2020, χρονιά που ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού, ήταν μεγαλύτερο από ποτέ το μερίδιο των δισεκατομμυριούχων στον παγκόσμιο πλούτο.
Κατά καιρούς έγιναν πολλές προσπάθειες, ώστε να αυξηθούν τα φορολογικά βάρη για τους πλούσιους. Στον αμερικανικό προεκλογικό αγώνα του 2019, για παράδειγμα, η γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουώρεν, που διεκδικούσε το χρίσμα των Δημοκρατικών, είχε προτείνει να επιβληθεί επιπλέον φόρος σε περιουσίες άνω των 50 εκ. δολαρίων. Ωστόσο, η υλοποίηση του αιτήματος αποδεικνύεται πολύ δύσκολη.
Οι περισσότεροι πλούσιοι «κρύβονται»
Ο Στέφαν Μπαχ, ερευνητής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) με ειδίκευση σε φορολογικά θέματα, θεωρεί ότι και η υλοποίηση της πρωτοβουλίας «Proud to pay more» δεν θα είναι εύκολη. «Όσοι υπογράφουν την ανοιχτή επιστολή στο Νταβός», λέει, «είναι κυρίως κληρονόμοι που δεν συμμετέχουν ενεργά στις επιχειρήσεις και κατά συνέπεια αισθάνονται άβολα, έχοντας κληρονομήσει πλούτο για τον οποίο δεν εργάστηκαν. Όμως πρόκειται μάλλον για μενονωμένες φωνές».
Οι περισσότεροι πλούσιοι παραμένουν διακριτικά στο παρασκήνιο. Την ίδια στιγμή τα άριστα δικτυωμένα επιχειρηματικά λόμπι προβάλλουν σθεναρή αντίσταση απέναντι σε κάθε πρωτοβουλία για αύξηση της φορολογίας. «Οι περισσότερες μεγάλες περιουσίες δεσμεύονται για να εξυπηρετήσουν υποχρεώσεις της επιχείρησης», υπενθυμίζει ο Στέφαν Μπαχ. Τα επιχειρηματικά λόμπι προειδοποιούν ότι η αύξηση της φορολογίας μπορεί να θέσει σε κίνδυνο μελλοντικές επενδύσεις και θέσεις εργασίας κι έτσι, επισημαίνει ο Γερμανός αναλυτής, «οποιαδήποτε πολιτική συζήτηση για την επιβολή φόρου περιουσίας ή φόρου κληρονομιάς πνίγεται εν τη γενέσει της».
Άκαρπες οι εθνικές πρωτοβουλίες
Άλλωστε, οποιαδήποτε προσπάθεια μίας μεμονωμένης χώρας να επιβάλει υψηλούς φόρους σε υψηλότερα εισοδήματα θα ήταν μάλλον καταδικασμένη σε αποτυχία. «Τόσο οι επιχειρηματικοί κολοσσοί, όσο και οι πάμπλουτοι ιδιώτες παίζουν στα δάχτυλα το διεθνές φορολογικό δίκαιο, μπορούν για παράδειγμα πολύ εύκολα να μεταφέρουν την έδρα τους σε μία άλλη χώρα με πολύ χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές», τονίζει ο Στέφαν Μπαχ.
Από την άλλη πλευρά, επισημαίνει ο αναλυτής του Ινστιτούτου DIW, με το κατάλληλο μείγμα φορολογικής πολιτικής θα μπορούσε κανείς εύκολα να αυξήσει τα δημόσια έσοδα, χωρίς σοβαρές παρενέργειες για την οικονομία, «αλλά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι μπορει να επέλθει σχετική συμφωνία σε παγκόσμιο επίπεδο». Το 2021 έγινε μία πρώτη σοβαρή προσπάθεια για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής μεγάλων επιχειρήσεων, όταν 130 χώρες από όλον τον κόσμο, οι οποίες εκπροσωπούν από κοινού το 90% της παγκόσμιας οικονομίας, συμφώνησαν στην επιβολή ελάχιστου εταιρικού φόρου 15%.
Το 2023 κάποιοι ευρωβουλευτές ανέλαβαν παρεμφερή πρωτοβουλία, με στόχο την παγκόσμια συμφωνία για επιβολή ελάχιστου φόρου στην ιδιωτική περιουσία. Πάντως ο Στέφαν Μπαχ εκτιμά ότι η πρωτοβουλία αυτή δεν έχει σοβαρές πιθανότητες υλοποίησης. Αυτό οφείλεται και στη γενικότερη πολιτική στροφή προς τα δεξιά, που παρατηρείται διεθνώς. «Εντός Γερμανίας μάλλον δεν πρόκειται να γίνει κάτι στο ορατό μέλλον», επισημαίνει ο Μπαχ. «Εκτός Γερμανίας, θα είναι ακόμη πιο δύσκολο…»
(Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου)