Το Μέγαρο Μαξίμου, με έναν σπάνιο συνδυασμό λανθασμένης διαπραγματευτικής τακτικής, γραφειοκρατικής ολιγωρίας και δημόσιας υποβάθμισης της απειλής από την Τουρκία, απώλεσε απευθείας δάνειο (ως και) 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τα κονδύλια FMF των Ηνωμένων Πολιτειών για την αγορά οπλικών συστημάτων.
Από τον
Αλέξανδρο Τάρκα
Σύμφωνα με τον προγραμματισμό της Ουάσινγκτον, τα προνομιακά κονδύλια του προγράμματος Foreign Military Financing, που αποφασίζονται από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και εκτελούνται από το Πεντάγωνο μέσω των Foreign Military Sales (FMS) και απευθείας συμβολαίων, θα αποτελούσαν μέρος ενός πολύ μεγάλου πακέτου αμερικανικών εγγυήσεων προς την Ελλάδα.
Ο ίδιος ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είχε αναφερθεί δημόσια στο θέμα (κατά μία εκδοχή βιαστικά και προς ικανοποίηση της ηγεσίας της ελληνοαμερικανικής κοινότητας ως αντίβαρο στην αναβάθμιση των τουρκικών F-16) πριν από τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Λιθουανία. Σε συνέντευξή του στο CNN, στις 9 Ιουλίου 2023, ο κ. Μπάιντεν δήλωσε τα εξής:
«Η Τουρκία αναζητά τον εκσυγχρονισμό των αεροσκαφών F-16. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στην Ελλάδα, αναζητά επίσης κάποια βοήθεια. Και, λοιπόν, αυτό που προσπαθώ, ειλικρινά, είναι να συγκεντρώσω μια μικρή κοινοπραξία εδώ, όπου ενισχύουμε το ΝΑΤΟ όσον αφορά τη στρατιωτική ικανότητα τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας, και επιτρέπουμε στη Σουηδία να εισέλθει» στην Ατλαντική Συμμαχία. Είχε προηγηθεί, στις 2 Ιουλίου, τηλεφωνική επικοινωνία του Αμερικανού προέδρου με τον τότε νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό με έμφαση, σύμφωνα με ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, στη διμερή «ισχυρή αμυντική εταιρική σχέση».
Στις εβδομάδες που ακολούθησαν η Ουάσινγκτον πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση τη χορήγηση του δανείου ως το ύψος των 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την ετοιμότητά της να εγκρίνει ένα μεγάλο ποσοστό του με σχεδόν μηδενικό επιτόκιο και διευκρινίζοντας ότι το αναλογούν κόστος θα καλυφθεί από το αμερικανικό δημόσιο. Αν και το χρηματοδοτικό σχήμα εμφανιζόταν κάπως περίπλοκο, το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν ότι ο ορισμός μηδενικού επιτοκίου θα επέφερε ελάφρυνση μέρους του δανείου και όφελος ως και 200.000.000 δολαρίων για το Ελληνικό Δημόσιο.
Κατά τη διάρκεια του περασμένου φθινοπώρου οι επαφές της πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) και το Μέγαρο Μαξίμου (χωρίς ανάμειξη του αρμόδιου υπουργείου Εθνικής Αμυνας και με μικρή συμμετοχή του συναρμόδιου υπουργείου Εξωτερικών) φαινόταν να καταλήγουν σε αμοιβαία επωφελή έκβαση.
Ωστόσο, κάποια στιγμή, η ηγεσία της ελληνικής κυβέρνησης φέρεται ότι μετέβαλε άποψη. Επιπλέον ορισμένων τεχνοκρατικών επιφυλάξεων για το ύψος και επιμέρους όρους του δανείου, η Αθήνα ζήτησε το όλο πλέγμα των ενισχύσεων FMF και FMS να αποφασιστεί βάσει προτάσεων που θα υπέβαλε η ίδια εν ευθέτω χρόνω και χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλες ρυθμίσεις που, κατά την τρέχουσα περίοδο του πολέμου στην Ουκρανία, ισχύουν μεταξύ των ΗΠΑ και όλων των συμμάχων. Οσο κι αν φαίνεται αδιανόητο, το Μαξίμου δεν υπέβαλε εγκαίρως το εναλλακτικό του σχέδιο, με αποτέλεσμα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο να απαντήσουν, περί τα μέσα Δεκεμβρίου 2023, ότι παρήλθαν όλες οι σχετικές προθεσμίες της αμερικανικής νομοθεσίας, προσθέτοντας ότι, αν η Ελλάδα ενδιαφερθεί προσεχώς για νέο δάνειο, το αίτημά της θα εξεταστεί με θετική διάθεση.
Στην παρούσα φάση και προς εξισορρόπηση των συνεπειών της απώλειας των 2 δισ. δολαρίων (σε μια περίοδο μάλιστα που έχουν «παγώσει» και επαναξιολογούνται -τεχνικά και οικονομικά- όλα τα εξοπλιστικά προγράμματα της Ελλάδας) η κυβέρνηση αναζητεί τρόπους εξασφάλισης, τουλάχιστον, των 200.000.000 δολαρίων ως αυτόνομη, δωρεάν ενίσχυση από τις ΗΠΑ. Ενδεχομένως, κάποια σχετική ανακοίνωση να γίνει με την ευκαιρία του 5ου γύρου Στρατηγικού Διαλόγου που θα διεξαχθεί, στην Ουάσινγκτον, στα μέσα Φεβρουαρίου.
Πάντως, η πιθανώς επιτυχής έκβαση της νέας διαπραγμάτευσης για τα 200.000.000 δολάρια δεν θα συγκρίνεται με όσα, αρχικά, πρόσφερε ο κ. Μπάιντεν στον κ. Μητσοτάκη. Άλλωστε, ο πρωθυπουργός έχει δημιουργήσει επίπλαστο κλίμα ευφορίας στο Αιγαίο μετά την υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών με τον Τούρκο πρόεδρο Ρ.Τ. Ερντογάν, δίνοντας την εντύπωση σε πολλούς Αμερικανούς αξιωματούχους ότι η Ελλάδα ίσως να μην ενδιαφέρεται ή να μη χρειάζεται πια τόσο μεγάλο πακέτο εγγυήσεων.
Η αναβλητικότητα και η διαπραγματευτική αποτυχία της Αθήνας ως προς τα 2 δισ. δολάρια, που όντως ήταν διαθέσιμα ως πρόσφατα, συγκρίνεται, από πεπειραμένους Ελληνες και ξένους διπλωμάτες, με το αίτημα που είχε ξαφνικά υποβάλει το ΓΕΕΘΑ, το 2020, για ακόμα μεγαλύτερο ποσό από τα FMF εν όψει της ανανέωσης της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA). Το λογικό ερώτημα στην Ουάσινγκτον είναι πώς και γιατί η Αθήνα χάνει σήμερα τα προσφερόμενα 2 δισ., ενώ πριν από τέσσερα χρόνια ζητούσε -εντελώς ανεδαφικά- 2,5 δισ. δολάρια, κάνοντας άλμα από τον ετήσιο μέσο όρο ενίσχυσης μόλις 20.000.000 και αντιγράφοντας τις αμερικανικές συμφωνίες με το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
* Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη