Χωρίς κανένα μέτρο στήριξης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας άρχισε το 2024

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Χωρίς κανένα μέτρο στήριξης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας άρχισε το 2024, με την κυβέρνηση να αφήνει στο έλεος των ανατιμήσεων όλους τους καταναλωτές. Οι αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις από την Πρωτοχρονιά έχουν ήδη εξαφανιστεί από τους λογαριασμούς των δικαιούχων, καθώς το ποσοστό αύξησης των τιμών είναι πολλαπλάσιο από τις αυξήσεις αποδοχών που εφαρμόζει η κυβέρνηση.

Για παράδειγμα, ο πληθωρισμός στα τρόφιμα «τρέχει» κάθε μήνα με ρυθμό 9%-10%, ενώ η αύξηση των συντάξεων είναι 3%. Ωστόσο, φαίνεται πως ακόμα μια χρονιά το οικονομικό επιτελείο έχει αφήσει στο… συρτάρι αρκετά μέτρα, κάποια εκ των οποίων θα έπρεπε να είχε ενεργοποιήσει εδώ και χρόνια.

Προκαταβολή φόρου

Πρόκειται για την προκαταβολή φόρου που πληρώνουν οι επιχειρήσεις, η οποία είχε μειωθεί προσωρινά μέσα στην πανδημία και πλέον ισχύει μείωση κατά 50% για τα εισοδήματα του 2023 που θα δηλωθούν το 2024 μόνο για τους επαγγελματίες που θα φορολογηθούν με το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα, που περιλαμβάνεται στο νέο φορολογικό νομοσχέδιο που ψήφισε η κυβέρνηση πριν από τις γιορτές.

Υπενθυμίζεται πως σήμερα το ποσοστό προκαταβολής του φόρου που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα φυσικών προσώπων φτάνει το 55%. Αξίζει να σημειωθεί πως για τα νομικά πρόσωπα η προκαταβολή φόρου περιορίζεται στο ήμισυ για τα τρία πρώτα οικονομικά έτη από τη δήλωση έναρξης εργασιών τους. Η προκαταβολή φόρου για τα νομικά πρόσωπα ανέρχεται στο 80% του φόρου εισοδήματος, ενώ για τις τράπεζες στο 100%.

Ακατάσχετος λογαριασμός

Στο… συρτάρι παραμένει εδώ και σχεδόν πέντε χρόνια η σταδιακή αύξηση του ακατάσχετου λογαριασμού. Το συγκεκριμένο μέτρο έχει ψηφιστεί από τον Μάιο του 2019 και επρόκειτο να ενεργοποιηθεί στις αρχές του 2020, ωστόσο δεν εφαρμόστηκε ποτέ λόγω της πανδημίας.

Πιο αναλυτικά, προβλέπει τη σταδιακή αύξηση του ορίου για όσους έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους και πλέον είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους. Με βάση το πλαίσιο, το σημερινό ακατάσχετο όριο των 1.250 ευρώ θα προσαυξάνεται κατά το άθροισμα των ποσών των δύο τελευταίων μηνιαίων δόσεων που εξοφλήθηκαν, αφού πολλαπλασιαστεί με συντελεστές από 3 έως και 4,5.

Εστω ότι ένας φορολογούμενος έχει δεσμευμένο τραπεζικό λογαριασμό. Αφού υπαχθεί σε ρύθμιση των χρεών του, θα πρέπει πρώτα να πληρώσει δύο δόσεις των ρυθμισμένων οφειλών, προκειμένου τον τρίτο μήνα να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει αύξηση του ακατάσχετου ορίου.

Βάση του υπολογισμού του νέου ακατάσχετου λογαριασμού θα είναι το άθροισμα των δόσεων της ρύθμισης του μήνα, η οποία θα πολλαπλασιάζεται με τον συντελεστή 3 και έτσι θα προκύπτει το νέο ποσό που δεν θα μπορεί να κατασχεθεί. Ειδικότερα, εάν η μηνιαία δόση είναι της τάξεως των 500 ευρώ, με την έναρξη της διαδικασίας ο συνεπής οφειλέτης θα μπορεί να κερδίσει ακατάσχετο όριο 1.500 ευρώ, από 1.250 που ισχύει σήμερα.

Σε κάθε περίπτωση, για να χτιστεί νέος ακατάσχετος λογαριασμός, θα πρέπει η μηνιαία δόση της ρύθμισης να είναι μεγαλύτερη του ποσού των 400 ευρώ. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι εάν η δόση ή ακόμη και οι δόσεις, στο ενδεχόμενο που υπάρχουν περισσότερες ρυθμίσεις, έχει ως βάση αναφοράς τα 100 ευρώ, τότε με την εφαρμογή του συντελεστή 3 το ποσό που θα προκύψει είναι 300 ευρώ. Θα είναι δηλαδή μικρότερο από το ύψος του ακατάσχετου των 1.250 ευρώ που προβλέπεται σήμερα και άρα το όριο του ακατάσχετου λογαριασμού θα παραμένει αμετάβλητο.

Οι αντικειμενικές αξίες «εξαφάνισαν» τα επιδόματα

Στις καλένδες έχει στείλει το Υπουργείο Οικονομικών ένα πάγιο αίτημα των φορολογουμένων που έχει να κάνει με μια τεράστια αδικία. Μετά την αύξηση των αντικειμενικών αξιών αρκετοί πολίτες που λαμβάνουν επιδόματα πλέον τα χάνουν, καθώς βασικό κριτήριο αποτελεί το ύψος της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.

Χωρίς να αλλάξουν τα εισοδήματά τους (και την περιουσία τους) εξαιρούνται από επιδόματα, όπως το κοινωνικό οικιακό τιμολόγιο, το επίδομα θέρμανσης και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, καθώς η αντικειμενική αξία του ακινήτου τους (χωρίς να έχουν μεταβάλει την περιουσιακή τους κατάσταση) υπερβαίνει το όριο που ορίζει ο νόμος.

Μένει να φανεί αν η σχεδιαζόμενη αλλαγή στα τεκμήρια διαβίωσης που προωθεί το οικονομικό επιτελείο (θα ανακοινωθεί φέτος για να ισχύσουν από το 2025) θα αμβλύνει αυτήν την αδικία.

Κοροϊδία οι ηλεκτρονικές δαπάνες για το «χτίσιμο» του αφορολογήτου

Ακόμα αδικία για χιλιάδες νοικοκυριά είναι το έμμεσο «χτίσιμο» του αφορολόγητου ορίου με ηλεκτρονικές δαπάνες. Κάθε πολίτης θα πρέπει σε ετήσια βάση να δαπανά με ηλεκτρονικά μέσα το 30% του εισοδήματος, ειδάλλως θα πληρώσει πρόστιμο 22% για κάθε ευρώ που λείπει.

Για παράδειγμα, φορολογούμενος που δηλώνει εισόδημα 10.000 ευρώ θα πρέπει να έχει ηλεκτρονικές αποδείξεις ύψους 3.000 ευρώ. Σε περίπτωση που στο τέλος του χρόνου έχει μαζέψει μόνο τα 2.000 ευρώ, θα πληρώνει πρόστιμο 22% για τα 1.000 ευρώ που λείπουν, δηλαδή 220 ευρώ.

Η λογική αυτού του μέτρου, όμως, αφορά τις καταναλωτικές δαπάνες κάθε φορολογούμενου. Ωστόσο, εξαιρείται μια σειρά από πληρωμές, όπως είναι τα ενοίκια, τα κοινόχρηστα, τα διόδια και οι δόσεις δανείων, δηλαδή ένα τεράστιο ποσοστό δαπανών ενός νοικοκυριού.

Ετσι, το οικονομικό επιτελείο αναγκάζει τους πολίτες να καταναλώνουν περισσότερα σε είδη, εκτός π.χ. στέγασης, μόνο και μόνο για να μπορέσουν να καλύψουν τα αφορολόγητό τους, ώστε να μην πληρώσουν και πρόστιμο στην Εφορία.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ