Ο Δημήτριος Χρηστίδης (1799 – 8 Ιανουαρίου 1877) ήταν Έλληνας πολιτικός και οικονομολόγος. Διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής, υπουργός Οικονομικών (επτά φορές), Εσωτερικών, Εξωτερικών και Δικαιοσύνης. Ήταν Γερουσιαστής (1846-1851) και σύμβουλος στο Συμβούλιο της Επικρατείας που ιδρύθηκε με το Σύνταγμα του 1864. Εξελέγη πολλές φορές βουλευτής Σύρου (1847-1877).
Ειδικότερα ήταν πληρεξούσιος στη Β΄ εθνοσυνέλευση (1862 στην Προξ. Περιφ. Του Καΐρου) και βουλευτής Σύρου (1847, 50, 1871, 72, 73, 75). Κατά την τελευταία του θητεία πέθανε σε ηλικία 78 ετών.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1799. Μαθήτευσε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Υπηρέτησε ώς οικοδιδάσκαλος στο σπίτι των Σούτσων στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια ακολούθησε τον Αλέξανδρο Σούτσο στη Μολδαβία. Μόλις έγινε γνωστή η κήρυξη της Επανάστασης έσπευσε στην Ελλάδα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Πήρε μέρος μαζί με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1822).
Τον επόμενο χρόνο (1823) πήγε με τον Τομπάζη στην Κρήτη ως γενικός γραμματέας της αρμοστείας της Κρήτης. Από το Μάρτιο ως το Μάιο του 1825 διετέλεσε προσωρινός γενικός γραμματέας του Εκτελεστικού σώματος σε αντικατάσταση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και από το επόμενο έτος γραμματέας του Καραϊσκάκη κατά την εκστρατεία του 1826-1827. Ασχολήθηκε με την οργάνωση των οικονομικών και την εξεύρεση των αναγκαίων για την χρηματοδότηση του Αγώνα, εξαιτίας των οικονομολογικών γνώσεις που διέθετε. Έγινε γραμματέας του Ιωάννη Κωλέττη.
Επί Ιωάννη Καποδίστρια ακολούθησε την πολιτική πορεία του Κωλέττη. Το 1828 χρημάτισε γενικός Ταμίας του στρατοπέδου του Υψηλάντη στην Ανατολική Ελλάδα. Το 1829-1830 διετέλεσε Διοικητής Σάμου. Το 1830-1831 ήταν Πρόεδρος του «Εκκλήτου» Σπάρτης (θεσμός ανάλογος με το σημερινό Εφετείο). Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, την ανάδειξη από την Ε΄ Εθνοσυνέλευση του Αυγουστίνου Καποδίστρια ως προέδρου της κυβέρνησης και τη σύσταση δεύτερου κυβερνητικού σχήματος από τους «συνταγματικούς» στην Περαχώρα (Δεκέμβριος 1831) χρησιμοποιήθηκε από τους τελευταίους στη διοικητική διοργάνωση της κυβέρνησής τους. Το 1833, μετά την άφιξη του Όθωνα, χρημάτισε για δυο μήνες υπουργός Εσωτερικών.
Ο Χρηστίδης από τα πρώτα οθωνικά χρόνια εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα στελέχη του «γαλλικού» κόμματος, για την ηγεσία του οποίου ανταγωνιζόταν με τον Ρήγα Παλαμήδη, ύστερα από την τοποθέτηση του αρχηγού του κόμματος Κωλέττη στην Ελληνική Πρεσβεία του Παρισιού (1835). Από το 1833 υπηρέτησε διαδοχικά ως νομάρχης Μεσσηνίας, Ευβοίας και ως Διοικητής Σύρου για μια πενταετία (1835-1840). Αμέσως μετά στάλθηκε πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη.
Τον Ιούλιο του 1841 ανακλήθηκε από την θέση του και ανέλαβε το Υπουργείο Εξωτερικών στη βραχύβια κυβέρνηση του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου (Ιούλιος- Αύγουστος 1841), στη συνέχεια αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και τέλος «προεδρεύων» της κυβέρνησης, από τον Αύγουστο του 1841 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1843.
Μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κωλέττη (Αύγουστος 1844) ο Χρηστίδης που στο μεταξύ είχε ονομαστεί Γερουσιαστής διορίστηκε μέλος της επιτροπής που επεξεργάστηκε νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση του εκκλησιαστικού ζητήματος. Κατά το 1849 διορίστηκε Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του ναυάρχου Κ. Κανάρη, λόγω όμως της αντίδρασης που προκλήθηκε από την αγγλόφιλη μερίδα η κυβέρνηση παραιτήθηκε. Τον επόμενο χρόνο στην κυβέρνηση Κριεζή έγινε Υπουργός Οικονομικών (Αύγουστος 1850- Οκτώβριος 1853). Από τη θέση του αυτή επεδίωξε να επιτύχει την ισοσκέλιση του προϋπολογισμού με αυστηρές οικονομίες, η πτώση όμως της γεωργικής παραγωγής δεν επέτρεψε την πραγματοποίηση των στόχων του.
Μέσα στα οικονομικά του μέτρα ήταν και σειρά νομοσχεδίων που απέβλεπαν στην είσπραξη των καθυστερημένων φόρων και στην τροποποίηση του φορολογικού του συστήματος. Μετά την έξωση του Όθωνα στην κυβέρνηση Κανάρη (Μάρτιος- Απρίλιος 1864) χρημάτισε υπουργός Οικονομικών. Το ίδιο διαδοχικά στην κυβέρνηση Δεληγιώργη (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1865) στην κυβέρνηση Δ. Βούλγαρη (Ιούνιος-Δεκέμβριος 1866, Ιούλιος-Δεκέμβριος 1870, Ιούλιος 1872-Φεβρουάριος 1874).
Το 1869 εκλέχτηκε βουλευτής Σύρου και τον ίδιο χρόνο διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής, ενώ διετέλεσε και Πρόεδρος της επί των Ολυμπίων επιτροπής. Ο λαός του είχε δώσει το παρωνύμιο «Ψαλλίδας» εξαιτίας της οικονομικής του πολιτικής.
Πέθανε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 1877 σε ηλικία 78 ετών.