Αγνοούμενη στο τρίγωνο Αθήνα – Ουάσινγκτον – Άγκυρα βρίσκεται η προμήθεια των μαχητικών F-35A Lightning II για την Πολεμική Αεροπορία, ενός προγράμματος στο οποίο είχε αποδοθεί υψηλή συμβολική σημασία, σε πολλαπλά επίπεδα, από τις κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας κατά την τελευταία πενταετία. Δυστυχώς, όμως, όλες οι ενδείξεις μέχρι σήμερα υποδεικνύουν ότι η μελλοντική εξέλιξη ή ενδεχόμενα και αυτή ακόμη η υλοποίηση του προγράμματος ετεροκαθορίζονται.
Από τον Περικλή Ζορζοβίλη
Αντί να αποτελεί αντικείμενο διμερούς διαπραγμάτευσης, μια ελληνική προμήθεια χρησιμοποιείται ως εργαλείο για τη «ρύθμιση» των σχέσεων με τον «απείθαρχο» σύμμαχο και διαχρονικό ανταγωνιστή της χώρας μας, την Τουρκία. Με λίγα λόγια, η Ελλάδα έχει πέσει θύμα μιας πρωτοφανούς κοροϊδίας από τους συμμάχους μας και οι Ελληνες πολίτες έχουν υποστεί μια απίστευτη κοροϊδία από την κυβέρνηση, που από καιρού εις καιρόν πανηγυρίζει για τη θωράκιση της χώρας.
Είναι πλέον προφανές ότι η υλοποίηση του ελληνικού προγράμματος των F-35 είναι άμεσα συνυφασμένη με την εξεύρεση νέου σημείου ισορροπίας στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Αυτό συμπεριλαμβάνει φλέγοντα ζητήματα, όπως η επικύρωση της ένταξης της Σουηδίας στο NATO από την τουρκική εθνοσυνέλευση, σε συνδυασμό με την έγκριση των ΗΠΑ για την πώληση στην Τουρκία 40 νέας κατασκευής μαχητικών F-16 Block 70 Viper και της αναβάθμισης 79 μαχητικών προγενέστερων εκδόσεων στην ίδια διαμόρφωση.
Εχοντας ως κύριο αντικειμενικό σκοπό την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και αντιμετωπίζοντας τη σκληρή διαπραγματευτική αλλά και παρελκυστική τακτική της Αγκυρας, οι ΗΠΑ παραδέχτηκαν πρόσφατα πως έχουν σκόπιμα καθυστερήσει την αποδοχή του ελληνικού αιτήματος για τα F-35, ώστε να αποφευχθεί η επιβάρυνση μιας εμφανώς δύσκολης διαπραγμάτευσης με την Τουρκία.
Στην πραγματικότητα η κατάσταση είναι χειρότερη, καθώς οι ελληνικές αμυντικές ανάγκες που αφορούν την αντιμετώπιση του τουρκικού αναθεωρητισμού μετατρέπονται σε εργαλείο στα Αμερικανοτουρκικά! Μάλιστα, σύμφωνα με δημοσιεύματα, η εξέλιξη αυτή φέρεται να τελεί σε γνώση της ελληνικής κυβέρνησης!
Προμήθεια
Ας σημειωθεί εδώ ότι το πρόγραμμα των F-16 αποτελεί πλέον πιεστική ανάγκη για την Τουρκία. Υπενθυμίζεται ότι η προμήθεια των ρωσικής προέλευσης συστημάτων αντιαεροπορικής και αντιβαλλιστικής άμυνας S-400, στο πλαίσιο της πολιτικής που ακολούθησε ο Ερντογάν μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 για τη στρατηγική αυτονόμηση της Τουρκίας και τη μετεξέλιξή της σε ανεξάρτητο πόλο στον παγκόσμιο σύστημα ισχύος, επέφερε τον εξοστρακισμό της από το πρόγραμμα των μαχητικών F-35, όπου συμμετείχε εξαρχής ως εταίρος.
Συνεπεία αυτού, ο σχεδιασμός της Αγκυρας για την ανανέωση και την ενίσχυση της αεροπορικής ισχύος της ανετράπη παντελώς. Παράλληλα, η υλοποίηση των ελληνικών προγραμμάτων εκσυγχρονισμού των 83 μαχητικών F-16 και προμήθειας 24 μαχητικών Rafale επιφέρει ανατροπή στον συνολικό ελληνοτουρκικό συσχετισμό ισχύος.
Παρά τις κατά καιρούς μεγαλόστομες διακηρύξεις του προέδρου Ερντογάν και άλλων Τούρκων αξιωματούχων περί ύπαρξης εναλλακτικών επιλογών για την ανανέωση του τουρκικού στόλου μαχητικών, η πραγματικότητα απέδειξε ότι οι επιλογές αυτές δεν είναι εύκολα υλοποιήσιμες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η τουρκική πρόθεση για την προμήθεια 40 μαχητικών Eurofighter Typhoon, που, όμως, απαιτεί την ομοφωνία των τεσσάρων χωρών που έχουν συστήσει την κοινοπραξία που παράγει το μαχητικό (Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Ιταλία).
«Τώρα το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ισπανία καταβάλλουν προσπάθειες για να πείσουν τη Γερμανία, [αν και] δεν είμαστε σε συνομιλίες με τη Γερμανία. Εάν είναι δυνατόν, σχεδιάζουμε να αγοράσουμε 40 αεροσκάφη Eurofighter Typhoon» είχε ανακοινώσει τον περασμένο Νοέμβριο στην τουρκική εθνοσυνέλευση ο υπουργός Αμυνας της Τουρκίας Γιασάρ Γκουλάρ. Επιπρόσθετα, το πρόγραμμα ανάπτυξης του εγχώριας σχεδίασης μαχητικού KAAN, στο οποίο συμμετέχει και η βρετανική BAE Systems, εκτιμάται ότι θα απαιτήσει τουλάχιστον 10 χρόνια μέχρι την έναρξη της παραγωγής σειράς.
Οι μέχρι σήμερα εξελίξεις των πραγμάτων δεν είναι τιμητικές για τη χώρα μας, τον, κατά το επίσημο αφήγημα, στενό στρατηγικό σύμμαχο των ΗΠΑ και πυλώνα σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Η σκόπιμη καθυστέρηση στην έγκριση του ελληνικού αιτήματος αποδομεί το ουσιαστικό περιεχόμενο της διμερούς στρατηγικής εταιρικής σχέσης Ελλάδας – ΗΠΑ, καθώς αποδεικνύεται έμπρακτα ότι ετεροκαθορίζεται από την Αγκυρα.
Ο Μπλίνκεν
Η επίσημη ελληνική Πολιτεία φέρεται ότι αναμένει παθητικά και υπομονετικά τις όποιες εξελίξεις. Είναι ίσως από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου ο πελάτης αναμένει τόσο… υπομονετικά την απόφαση του πωλητή για να καταβάλει περί τα 4 δισ. ευρώ για μία μοίρα 20 αεροσκαφών! Περιέργως, μέχρι σήμερα η αντίδραση στις εξελίξεις που προσβάλλουν το κύρος της χώρας έχει περιοριστεί στην ελληνοαμερικανική κοινότητα, η οποία, μεταξύ άλλων, άρχισε διαδικτυακή εκστρατεία συλλογής υπογραφών προκειμένου να πειστεί ο Αντονι Μπλίνκεν, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, να ολοκληρώσει τη διαδικασία για την πώληση του F-35 στην Ελλάδα!
Εάν δε επιβεβαιωθούν οι τελευταίες πληροφορίες, κατά τις οποίες η απειλή της έγκρισης της πώλησης των μαχητικών F-35 στην Ελλάδα θα αποτελέσει τη νέα προσθήκη στο λεκτικό οπλοστάσιο του Μπλίνκεν, ώστε να πειστεί η Τουρκία να επικυρώσει την ένταξη της Σουηδίας στο NATO, τότε υφίσταται σοβαρός κίνδυνος, ο χρόνος υλοποίησης του ελληνικού προγράμματος των F-35 ή, λιγότερο πιθανό, η μη υλοποίηση του προγράμματος να αποτελέσουν πρόσθετο τουρκικό όρο στις διαπραγματεύσεις.
Αντί όμως η Αθήνα να προβεί σε βαθιά «ενδοσκόπηση» ώστε ψύχραιμα να αναλύσει τα δεδομένα και να σχεδιάσει τις ενέργειές της, ώστε από όμηρος των εξελίξεων να αναλάβει την πρωτοβουλία των χειρισμών, το τελευταίο διάστημα φαίνεται ότι αναλώνεται στη δημιουργία νέου αφηγήματος. Οπως, για παράδειγμα, η μείωση, για λόγους περιορισμού του κόστους, του αριθμού των μαχητικών που θα προμηθευτεί η χώρα σε μόλις 12! Αριθμός μειωμένος κατά 40% σε σχέση με την ελληνική επιστολή αιτήματος που αφορούσε την προμήθεια 20 μαχητικών και περιελάμβανε δικαίωμα προαίρεσης (option) για επιπλέον 20 μονάδες. Εφόσον αυτή η πρόθεση τελικά επαληθευτεί, τότε η χώρα μας, εκτός από τη διάκριση του πιο… υπομονετικού πελάτη, θα αποτελέσει, μαζί με τη Σιγκαπούρη, τις χώρες που έχουν παραγγείλει τον μικρότερο αριθμό μαχητικών F-35.
Στην πράξη, όμως, πρόκειται για κοντόφθαλμη προσέγγιση που αγνοεί ότι η μείωση του αριθμού των μαχητικών δεν συνεπάγεται ανάλογη μείωση του κόστους για την κατασκευή, βάσει αυστηρά καθορισμένων προδιαγραφών της κυβέρνησης των ΗΠΑ, της υποδομής που απαιτείται για την επιχειρησιακή αξιοποίηση του πέμπτης γενεάς μαχητικού.
Δεύτερο παράδειγμα αποτελεί η καλλιεργούμενη ελπίδα χρηματοδότησης της υλοποίησης του προγράμματος με αμερικανικές πιστώσεις FMF (στρατιωτικής χρηματοδότησης εξωτερικού), που σαφέστατα υπονοεί την ανεπάρκεια εθνικών πόρων. Ομως, στα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου, κατά τη συζήτηση στη Βουλή για την κύρωση του Κρατικού Προϋπολογισμού του έτους 2024, το πρόγραμμα του F-35 «σε μέσο χρόνο» είχε αναφερθεί ονομαστικά από τον υπουργό Εθνικής Αμυνας Νικόλαο Δένδια μεταξύ αυτών στα οποία στον προϋπολογισμό έχουν προβλεφθεί πιστώσεις 2,57 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότησή τους.
Πάντως, και τα δύο παραδείγματα συνιστούν ανησυχητικές ενδείξεις «ευκαιριακής» αντιμετώπισης ενός προγράμματος υψηλού κόστους και επιχειρησιακής σημασίας, στο πλαίσιο της οποίας οι βασικοί παράμετροι τροποποιούνται κατά το δοκούν.
Η λάθος διαχείριση της κυβέρνησης και το παράδειγμα της Φινλανδίας
Δυστυχώς, η Αθήνα εξαρχής διαχειρίστηκε την υλοποίηση του προγράμματος των F-35 αποκλειστικά σε γεωπολιτική βάση, οικειοθελώς αποποιούμενη οποιασδήποτε τακτικής διαπραγμάτευσης με πρόσχημα τη δυνατόν συντομότερη ολοκλήρωση των διαδικασιών.
Ομως, το παράδειγμα της Φινλανδίας, από την οποία ο υπουργός Εθνικής Αμυνας έχει επισήμως ανακοινώσει τον «δανεισμό» του μοντέλου για τη θητεία και την εφεδρεία, είναι αποκαλυπτικό σε ό,τι αφορά τα χρονοδιαγράμματα.
Τον Δεκέμβριο του 2021 η σκανδιναβική χώρα υπέγραψε τη διακρατική σύμβαση με τις ΗΠΑ για την προμήθεια 64 μαχητικών F-35A Block 4, όπλων (κατευθυνόμενων βλημάτων AMRAAM, Sidewinder, JSM και JASSM-ER, βομβών της οικογενείας JDAM και βομβών SDB I και II), υποδομής εκπαίδευσης και υποστήριξης, συναφών συστημάτων και υπηρεσιών υποστήριξης και συντήρησης μέχρι τα τέλη του 2030, περίπου τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της διαγωνιστικής διαδικασίας, η οποία περιελάμβανε και την πτητική αξιολόγηση των υποψηφίων στη Φινλανδία.
Με βάση το υφιστάμενο χρονοδιάγραμμα, τα πρώτα F-35 θα εισαχθούν σε υπηρεσία το 2025 για την επί αμερικανικού εδάφους εκπαίδευση του προσωπικού της αεροπορίας της Φινλανδίας, ενώ το 2026 θα παραδοθούν τα πρώτα μαχητικά σε φινλανδικό έδαφος.
Το παράδειγμα της Φινλανδίας είναι εξαιρετικά διδακτικό και σε ό,τι αφορά τη διαδικασία επιλογής, την αξιολόγηση των προσφορών, τα επιμέρους κόστη του προγράμματος, την εγχώρια βιομηχανική συμμετοχή και την ασφάλεια εφοδιασμού, καθώς και την απόκτηση εγχώριων σημαντικών δυνατοτήτων συντήρησης.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της 10ης Δεκεμβρίου 2021 του υπουργείου Αμυνας της Φινλανδίας, το συνολικό κόστος (9,28 δισ. ευρώ) της προμήθειας αναλύεται ως εξής:
4,703 δισ. ευρώ για τα 64 μαχητικά F-35A Block 4 (μοναδιαίο κόστος 73.484.375 ευρώ).
754.600.000 ευρώ για τα κατευθυνόμενα βλήματα αέρος – αέρος AMRAAM και Sidewinder.
2,92 δισ. ευρώ για εξοπλισμό εξυπηρέτησης, ανταλλακτικά, υποδομή εκπαίδευσης και υποστήριξης, συναφή συστήματα και υπηρεσίες υποστήριξης και συντήρησης μέχρι τα τέλη του 2030.
777.000.000 ευρώ για κατασκευή επιχειρησιακών και λοιπών υποδομών, το κόστος της βιομηχανικής συμμετοχής, το κόστος προσωπικού και τις λοιπές δαπάνες έργου.
823.800.000 ευρώ για όπλα των μαχητικών που η προμήθειά τους θα γίνει σε μεταγενέστερο χρόνο και για την κάλυψη του κόστους των τροποποιήσεων της αρχικής σύμβασης.