Αλλαγές σε θητεία και εφεδρεία εξήγγειλε ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Νικόλαος Δένδιας στην ομιλία του για την κύρωση του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2024. H υπουργική αναφορά στο «φιλανδικό μοντέλο», που τελικά επιλέχτηκε ώστε να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα, προκαλεί ενδιαφέρον, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί ερωτήματα.
Του Περικλή Ζορζοβίλη
Γιατί η Ελλάδα, που αφιερώνει σημαντικούς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους στην άμυνα, αναζητά «μοντέλο» για τη θητεία και την εφεδρεία; Τι εμποδίζει την ανάπτυξη εγχώριου «μοντέλου»; Ελλείπουν η απαραίτητη εμπειρία και γνώση;
Τα δεδομένα
Ελλάδα και Φινλανδία γενικώς θεωρούνται «μικρές» χώρες, έχουν όμως διαφορές μεταξύ τους, ιδιαίτερα στο περιβάλλον ασφαλείας και ειδικότερα στις κύριες απειλές που αντιμετωπίζουν. Ομως, μετά την ένταξη στο ΝΑΤΟ, η αντιμετώπιση της κύριας απειλής κατά της ασφάλειας της Φινλανδίας αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της συλλογικής άμυνας και τις τυχόν διαβεβαιώσεις ασφαλείας που έχουν παράσχει οι ΗΠΑ σε διμερές επίπεδο. Αντίθετα, στην ελληνική περίπτωση, που η κύρια απειλή προέρχεται από την Τουρκία, χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, η συλλογική άμυνα έχει μηδενική αξία.
Διαφορές υπάρχουν στα πληθυσμιακά, γεωγραφικά και οικονομικά δεδομένα. Η Φινλανδία έχει πληθυσμό 5,61 εκατ. κατοίκους (το 53% του πληθυσμού της χώρας μας), έκταση 338.145 τετραγωνικά χιλιόμετρα (περίπου 2,5 φορές μεγαλύτερη της ελληνικής), Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) το 2023 -εκτίμηση- αυξημένο κατά περίπου 24% σε σχέση με το ελληνικό (279,43 έναντι 221,57 δισ. ευρώ) και αμυντικό προϋπολογισμό για το 2023 περί τα 6,62 δισ. ευρώ, περίπου 10% μεγαλύτερο του ελληνικού (5,96 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων επιπλέον 257 εκατ. ευρώ που διατέθηκαν επιπλέον για λειτουργικά έξοδα).
Σε ό,τι αφορά τις ένοπλες δυνάμεις των δύο χωρών, η σύγκριση στο επίπεδο των ανθρώπινων πόρων είναι χαοτική. Με βάση την ετήσια επετηρίδα «Στρατιωτική Ισορροπία» (Military Balance) για το έτος 2023 του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (IISS: International Institute for Strategic Studies), η ενεργός δύναμη των ενόπλων δυνάμεων της Φινλανδίας (στρατός, ναυτικό, αεροπορία) ανέρχεται σε μόλις 19.250 άτομα.
Ολοι οι άνδρες είναι υπόχρεοι θητείας, ένοπλης ή άοπλης, στρατιωτικής ή πολιτικής, ενώ είναι δυνατή η εθελοντική στράτευση των γυναικών. Η διάρκεια της θητείας κυμαίνεται. Οι στρατεύσιμοι στους οποίους απονέμονται οι συνήθεις ειδικότητες υπηρετούν 165 ημέρες, ενώ αυτοί με ειδικότητες που απαιτούν ειδικές δεξιότητες 255 ημέρες, όσο χρόνο δηλαδή υπηρετούν όσοι έχουν επιλέξει την άοπλη στρατιωτική υπηρεσία. Τη μέγιστη διάρκεια, 347 ημέρες, διάστημα όσο διαρκεί και πολιτική θητεία, υπηρετούν οι στρατεύσιμοι που εκπαιδεύονται ως αξιωματικοί, υπαξιωματικοί ή στις πιο απαιτητικές ειδικότητες.
Ετησίως παρέχεται στρατιωτική εκπαίδευση σε περίπου 21.000 στρατεύσιμους σε περίπου 500 ειδικότητες. Εξ αυτών, το 43% περίπου υπηρετεί για διάστημα 165 ημερών, το 14% περίπου για 255 ημέρες και το 43% για 347 ημέρες. Για την εκπαίδευση των στρατεύσιμων έχει υιοθετηθεί το ολοκληρωμένο πρόγραμμα «Εκπαίδευση 2020», που καλύπτει όλο το φάσμα, από την πρόσκληση και την κατάταξη του στρατεύσιμου έως την τοποθέτησή του σε κλάδο, όπλο/σώμα, την απονομή ειδικότητας, το σύστημα εκπαίδευσης και τις μεθόδους εκπαίδευσης. Η εκτεταμένη ψηφιοποίηση που διασφαλίζει εύκολη προσβασιμότητα σε όλους τους στρατεύσιμους, η αυξημένη εξομοίωση σε πραγματικό και συνθετικό περιβάλλον, η σπονδυλωτή αρχιτεκτονική της εκπαίδευσης, ο καίριος ρόλος των εκπαιδευτών και η συνεχής αξιολόγηση της παρεχόμενης εκπαίδευσης αποτελούν χαρακτηριστικά του.
Οι εφεδρείες των ενόπλων δυνάμεων της Φινλανδίας ανέρχονται σε 238.000 άτομα, εκ των οποίων περί τα 18.000 σε ετήσια βάση υποβάλλονται σε μετεκπαίδευση. Η συνολική υποχρέωση των εφέδρων για μετεκπαίδευση μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής τους θητείας και έως την ηλικία των 50 ετών ανέρχεται σε 80 ημέρες, ενώ για τις κατηγορίες των υπαξιωματικών και των αξιωματικών, που και για τις δύο ισχύει το όριο ηλικίας των 60 ετών, σε 150 και 200 ημέρες, αντίστοιχα.
Αναφορικά με τις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις (ΕΕΔ), το στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό που μισθοδοτείται από το ΥΠΕΘΑ ανέρχεται σε 91.107 άτομα, ενώ οι στρατεύσιμοι, με βάση τα στοιχεία που αποδεσμεύτηκαν για τη χορήγηση των tablets, υπολογίζονται σε περίπου 35.000 άτομα σε ετήσια βάση. Δηλαδή, το σύνολο της ενεργού δύναμης ανέρχεται σε 126.000 άτομα, οροφή σχεδόν εξαπλάσια της φινλανδικής.
Εξίσου χαοτική είναι η σύγκριση σε ό,τι αφορά τη δομή δυνάμεων, δηλαδή τον αριθμό των σχηματισμών/μονάδων και των κύριων οπλικών συστημάτων που αποτελούν τον εξοπλισμό τους. Για παράδειγμα, οι φινλανδικές χερσαίες δυνάμεις περιλαμβάνουν συνολικά οκτώ σχηματισμούς επίπεδου ταξιαρχίας, ενώ μόνο στην ηπειρωτική χώρα ο Στρατός διαθέτει 19 σχηματισμούς εκστρατείας επιπέδου ταξιαρχίας. Σε ό,τι αφορά τα κύρια οπλικά συστήματα, με βάση τα στοιχεία του IISS, η Ελλάδα σε σχέση με τη Φινλανδία διαθέτει σχεδόν τετραπλάσια μαχητικά, εξαπλάσια άρματα μάχης, δεκαπλάσια αυτοκινούμενα οβιδοβόλα, τριπλάσιους σχεδόν πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων, ενώ στις ναυτικές δυνάμεις οι 13 ελληνικές φρεγάτες και τα 10 υποβρύχια δεν έχουν αντιστοιχία.
Αντίθετα, σε βιομηχανικό και τεχνολογικό επίπεδο η Φινλανδία έχει πολύ σημαντικό προβάδισμα και μάλιστα σε ορισμένους τομείς, όπως τα τροχοφόρα τεθωρακισμένα οχήματα, οι επικοινωνίες και η ναυπηγική βιομηχανία διακρίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο.
Επιβεβλημένη η αλλαγή πορείας στην υποβαθμισμένη στρατιωτική υπηρεσία
Εξ ορισμού, πάντως, η υπουργική αναφορά αποτελεί δημόσια αναγνώριση ότι η παρούσα κατάσταση σε ό,τι αφορά τη θητεία και την εφεδρεία δεν θεωρείται ικανοποιητική.
Ολα τα δεδομένα συνηγορούν ότι η πορεία «επαγγελματικοποίησης» των ΕΕΔ που εκκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με συνεχείς προσλήψεις επαγγελματιών οπλιτών (ΕΠΟΠ), επέφερε μία πολύ σημαντική εσωτερική αλλαγή. Η καθημερινή λειτουργία και το έργο των μονάδων αναλήφθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τους ΕΠΟΠ και οι στρατεύσιμοι περιθωριοποιήθηκαν σε δευτερεύοντες – βοηθητικούς ρόλους. Σε συνδυασμό με τη μικρή χρονική διάρκεια της θητείας, που πρακτικά καθιστούσε αντιπαραγωγική την «επένδυση» στην εκπαίδευσή τους, ακολούθησαν η συνεχής υποβάθμιση, μέσω περιορισμού της σε πολύ βασικά αντικείμενα, και ο σχεδόν συστηματικός αποκλεισμός από ασκήσεις και εκπαιδευτικές δραστηριότητες στο πεδίο, που θεωρήθηκαν αντικείμενα αυξημένης επικινδυνότητας. Παράλληλα το ίδιο διάστημα η πολιτική τάξη απέδωσε μεγάλη προτεραιότητα «στην αύξηση της χρησιμότητας της θητείας για τους στρατεύσιμους» (επιχείρημα που μέχρι σήμερα έχει επαναληφθεί αρκετές φορές), παρά τη βελτίωση της ποιότητάς της ως διαδικασίας παραγωγής μαχητών.
Στην πραγματικότητα, δεν υφίσταται ζήτημα αναζήτησης κατάλληλου «μοντέλου», αλλά ανάγκη αντιστροφής της πορείας που περιγράφηκε και οδήγηση στην απαξίωση της θητείας. Η χώρα δεν διαθέτει ούτε τους ανθρώπινους ούτε τους οικονομικούς πόρους για να διατηρεί οροφές ενεργού προσωπικού, που αναγκαιούν στο επίπεδο της απειλής, και η συνεισφορά των στρατεύσιμων μέσω της θητείας είναι η μόνη βιώσιμη επιλογή. Η απαξίωση της θητείας μειώνει την αξία της συνεισφοράς τους, πλήττοντας την εθνική άμυνα και ακυρώνοντας τη σημασία τους ως δεξαμενής εφεδρικών ανθρώπινων πόρων. Γιατί η ύπαρξη «μιας πραγματικής, “ζωντανής” εκπαιδευόμενης εφεδρείας», για να δανειστούμε την έκφραση του υπουργού Εθνικής Αμυνας, έχει ως απαράβατη προϋπόθεση την υψηλού επιπέδου εκπαίδευση κατά τη διάρκεια της θητείας.