«Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ…». Καὶ μόνο ἡ λέξη «ἀρχὴ» τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος ἀνάγει τὴ σκέψη μας συνειρμικὰ στὴν ἀρχὴ μιᾶς καινούργιας χρονιᾶς, ποὺ τὸν γιορτινὸ τnς ἀπόηχο ζοῦμε ἀκόμα, ἀφοῦ πρὶν ἀπὸ λίγο δρασκελίσαμε τὸ κατώφλι τnς.
Ἡ χριστιανικὴ ἔννοια τοῦ χρόνου
Ὁ ἄνθρωπος παλαιότερα ἔμενε ἐκστατικὸς μπροστὰ στὸ σκοτεινὸ αἴνιγμα τοῦ χρόνου. Προσπάθησε λοιπόν, νὰ τὸ ἐξηγήσει μὲ τὴ φιλοσοφία καὶ τὴν ἐπιστήμη. Καθὼς ὅμως ἡ ζωὴ περνᾶ καὶ ὁ χρόνος κυλᾶ, τρομάζουμε, ὅταν συνειδητοποιοῦμε τὴ ματαιότητα τοῦ χθές, τὴν παροδικότητα τοῦ σήμερα καὶ τὴν ἀβεβαιότητα τοῦ αὔριο. Καὶ αὐτὸ γιατί τὸ παρελθὸν χάνεται. Τὸ παρὸν σβήνει, καθὼς κάθε στιγμὴ τοῦ ξεφεύγει καὶ γίνεται παρελθόν, ἐνῶ τὸ μέλλον εἶναι ἄγνωστο. Αὐτὴ ἡ ἀσύλληπτη γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀντίληψη ἔννοια τοῦ χρόνου, κάνει τὸν Μέγα Βασίλειο νὰ ἀναρωτιέται «μήπως ὁ χρόνος εἶναι καθρέπτης τῆς αἰωνιότητας»;
Καὶ ἐνῶ τὸ φευγαλέο πέρασμα τοῦ χρόνου δηλητηριάζει μὲ ἄγxos τὴ ζωή μας, τὸ ἐλπιδοφόρο φῶς τῆς χριστιανικῆς ἀποκάλυψης, ἔρχεται νὰ μᾶς ἠρεμήσει. Μᾶς λέει ὅτι, ὁ Θεὸς φανερώνεται μέσα στὸ χρόνο καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ περπατᾶ πάνω στὸ στέρεο ἔδαφος τῆς ἱστορίας. Ἀπαντᾶ στὰ ἐρωτήματα καὶ τὶς ἀνησυχίες μας. Ἐδῶ ἀκριβῶς ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία ἐπισημαίνει ὅτι, ὁ χρόνος εἶναι ἔργο καὶ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο μὲ σπουδαία παιδαγωγικὴ ἀξία. Ὁ χρόνος ξεκινᾶ ἀπὸ τὴ δημιουργία καὶ πορεύεται μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὁλόκληρο τὸ σύμπαν σ’ ἕνα σκοπὸ στὴ συντέλεια τῶν αἰώνων, δηλαδὴ τὴν ὁλοκλήρωσή τους στὴν αἰωνιότητα. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε τὴ μεχαμόρφωση ὅλων σὲ μία ἄλλη ποιότητα καὶ διάσταση χρόνου, ζωῆς καὶ ὕπαρξης. Ὅλα γεννιοῦνται καὶ πεθαίνουν στὸν παρόντα κόσμο καὶ χρόνο. Ἕναν χρόνο τόσο ρευστὸ καὶ ἕναν κόσμο διαρκῶς μεταβαλλόμενο καὶ τελικὰ φθειρόμενο.
Γι’ αὐτὸ εἶναι φυσικὸ νὰ δημιουργεῖται μέσα μας ἡ ἐπιθυμία γιὰ μία κατάσταση μόνιμη, σταθερὴ καὶ ἄφθαρτη. Αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη, ἀπὸ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ὁποία καὶ πλασθήκαμε. Ἡ κάθε στιγμὴ μας εἶναι μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη, χωρὶς γυρισμό. Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ καθιστᾶ τὸν χρόνο τῆς ζωῆς μας, χρόνο ἀγώνα, ἐπαγρύπνησης, καὶ μετάνοιας, ὅπως διακήρυξε ὁ Χριστὸς στὴ σημερινὴ περικοπή. Μετάνοια σὲ σχέση μὲ τὸ χρόνο σημαίνει μεταξὺ ἄλλων ὅτι καλούμαστε νὰ ζήσουμε τὸ ἐπίγειο προσωρινὸ παρόν μας, χωρὶς νὰ προσκολληθοῦμε καὶ νὰ ἀπορροφηθοῦμε ἀπὸ αὐτό, γιατί ὁ τωρινὸς χρόνος εἶναι πράγματι «ἑσπέρα καὶ κλίνει πρὸς τὰς ἑαυτοῦ δυσμάς».
Τὸ ταξίδι μας στὸ χρόνο
Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι ἕνα βαγόνι στὸ τρένο τοῦ φυσικοῦ χρόνου τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ «σύμπαντος κόσμου», ποὺ ὁδεύει στὴν αἰωνιότητα. Ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ καθορίζει τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ τοῦ κάθε βαγονιοῦ καὶ ὅταν ὁλοκληρωθεῖ ἀνακαλεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ κατάσταση ἀνάλογη μ’ αὐτὴ ποὺ ἀγωνίσθηκε καὶ πέτυχε. Σὰν ἕνα ταξίδι μέσα σὲ τρένο βλέπουν κάποιοι τὴν ἐπίγεια διαδρομὴ τῆς ζωῆς. Ὅταν γεννιόμαστε, ἐπιβιβαζόμαστε σ’ ἕνα τρένο. Συναντᾶμε ἀνθρώπους γιὰ τοὺς ὁποίους πιστεύουμε ὅτι θὰ μᾶς συνοδεύουν σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ, εἶναι οἱ γονεῖς μας. Δυστυχῶς ἡ πραγματικότητα εἶναι διαφορετική. Ἀποβιβάζονται σὲ κάποια στάση καὶ μᾶς ἀφήνουν μόνους χωρὶς τὴ φυσικὴ παρουσία τους, παρὰ μόνο μὲ τὴν ἀνάμνησή τους.
Ὡστόσο, ἄλλα πρόσωπα ἐπιβιβάζονται ποὺ θὰ ἀποδειχθοῦν πολὺ σημαντικὰ γιὰ ἐμᾶς. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγαπᾶμε, σύζυγοι, τέκνα, φίλοι. Κάποιοι βλέπουν τὸ ταξίδι αὐτὸ σὰν ἕναν περίπατο. Εἶναι ὅσοι ἔχουν χριστιανικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς, συνείδηση τῆς προσωρινότητάς τους. Ἄλλοι βρίσκουν σ’ αὐτὸ τὸ ταξίδι μόνο λύπες. Εἶναι οἱ «θλιβόμενοι καὶ κακουχούμενοι» ἄνθρωποι τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς. Κάποιοι ἄλλοι πάλι στὸ τρένο εἶναι ἕτοιμοι νὰ βοηθήσουν αὐτοὺς ποὺ τοὺς χρειάζονται. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς διακονίας καὶ τῆς θυσίας. Πολλοὶ ἀνεβοκατεβαίνουν καὶ ἐμεῖς δὲν τοὺς ἀντιλαμβανόμασθε. Εἶναι τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἀνθρώπων ποὺ προσπερνᾶμε ἀδιάφορα στὴν καθημερινότητά μας.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἕνα ταξίδι γεμάτο ἐλπίδες καὶ ἀπογοητεύσεις, συναντήσεις καὶ ἀποχαιρετισμούς, ἀλλὰ σίγουρα χωρὶς ἐπιστροφὴ εἶναι ἡ ἐπίγεια ζωή μας. Τὸ μυστήριο τοῦ ταξιδιοῦ εἶναι ὅτι δὲν ξέρουμε πότε θὰ ἀποβιβασθοῦμε ὁριστικὰ ἐμεῖς καὶ οἱ συνταξιδιῶτες μας. Ὁ χωρισμὸς εἶναι ὀδυνηρός, ἀλλὰ ὄχι ἀπελπιστικός, γιατί ἔχουμε τὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ συναντηθοῦμε στὸ σταθμὸ τῆς αἰωνιότητας. Ἂς χαροῦμε καὶ ἂς ἀξιοποιήσουμε τὸ χρόνο τοῦ ταξιδιοῦ μας, ἀφήνοντας στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἀγαθὲς μνῆμες καὶ ἐλπίδες συνάντησης. Ἀμήν.
Καραγιάννης Νικάνωρ (Ἀρχιμανδρίτης)
Φωνή Κυρίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος