Ο Κωνσταντίνος και ο Χριστιανισμός

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η κρίση του πολιτισμού και της θρησκείας, την οποία αντιμετώπιζε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον 4ο αιώνα, είναι ένα από τα πιο αξιόλογα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας.

Ο παλιός, ειδωλολατρικός πολιτισμός ήρθε σε σύγκρουση με τον Χριστιανισμό, ο οποίος αφού αναγνωρίστηκε επίσημα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου, στις αρχές του 4ου αιώνα, καθιερώθηκε ως η επίσημη θρησκεία του κράτους από τον Μεγάλο Θεοδόσιο, στα τέλη του ίδιου αιώνα. Η πρώτη εντύπωση βέβαια ήταν ότι οι δύο αυτοί, αντίθετοι, παράγοντες, που αντιπροσώπευαν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, δεν θα εύρισκαν ποτέ βάση για μια αμοιβαία συμφωνία.

Αλλά ο Χριστιανισμός κι ο ειδωλολατρικός Ελληνισμός βαθμιαία αναμίχθηκαν και σχημάτισαν ένα Χριστιανο-Ελληνο-Ανατολικό πολιτισμό, γνωστό με το όνομα Βυζάντιο. Κέντρο του πολιτισμού αυτού υπήρξε η Κωνσταντινούπολη, η νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Εκείνος που έπαιζε τον κυριότερο ρόλο στις πολλές μεταβολές που έγιναν στην Αυτοκρατορία, είναι ο Μεγάλος Κωνσταντίνος. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο Χριστιανισμός, για πρώτη φορά, γνώρισε το σταθερό έδαφος της επίσημης αναγνώρισης. Ύστερα από την αναγνώριση αυτή, η παλιά ειδωλολατρική αυτοκρατορία, βαθμιαία άλλαξε και έγινε μια χριστιανική αυτοκρατορία.

Η μεταστροφή των κρατών στον Χριστιανισμό, έχει γίνει συνήθης κατά τη διάρκεια της πρωτόγονης ιστορικής τους ύπαρξης, όταν δηλαδή το παρελθόν δεν έχει καθιερώσει σταθερές παραδόσεις, αλλά απλώς μερικές αδιαμόρφωτες συνήθειες ή πρωτόγονους τύπους διοίκησης. Στις περιπτώσεις αυτές η μεταστροφή δεν προκάλεσε σοβαρές κρίσεις στη ζωή των λαών. Αλλά δε συνέβη το ίδιο τον 4ο αιώνα με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η οποία, την εποχή εκείνη, είχε ήδη αποκτήσει ένα παλαιό παγκόσμια αναγνωρισμένο πολιτισμό και αναπτύξει τέλεια, για την εποχή της διοίκηση. Είχε ένα μεγάλο παρελθόν και μια σταθερή μορφή ιδεών, που είχαν αφομοιωθεί από το λαό.

Η αυτοκρατορία αυτή, αλλάζοντας τον 4ο αιώνα, γίνεται χριστιανική και μπαίνει σε μια εποχή που είναι αντίθετη προς το παρελθόν της, το οποίο πολλές φορές αρνείται, με αποτέλεσμα μια εξαιρετικά έντονη και δύσκολη κρίση. Συγχρόνως όμως, ο παλιός ειδωλολατρικός κόσμος – το λιγότερο στο θρησκευτικό τομέα – δεν ικανοποιούσε πια τις προσδοκίες του έθνους. Νέες απαιτήσεις και νέες επιθυμίες παρουσιάσθηκαν, τις οποίες μόνον ο Χριστιανισμός μπορούσε να ικανοποιήσει.

Όταν μια ιστορική στιγμή εξαιρετικής σημασίας σχετίζεται με μια προσωπικότητα που έχει τύχει να παίζει έναν κύριο ρόλο σ’ αυτήν, δημιουργείται μια ολόκληρη φιλολογία γύρω από την προσωπικότητα αυτή με σκοπό να αξιολογήσει τη συμβολή της στα σχετικά γεγονότα και να εμβαθύνει και τις πιο εσωτερικές ακόμα πτυχές της πνευματικής της ζωής. Για τον 4ο αιώνα, μια τέτοια προσωπικότητα υπήρξε ο Μεγάλος Κωνσταντίνος.

Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στη Ναϊσσό (σημερινή Νίσσα). Από την πλευρά του πατέρα του, του Κωνσταντίνου του Χλωρού, ανήκε πιθανόν σε οικογένεια Ιλλυριών. Η μητέρα του Ελένη ήταν μια χριστιανή που αργότερα ονομάστηκε Αγία και η οποία κατά τη διάρκεια ενός προσκυνήματος στην Παλαιστίνη, ανακάλυψε (όπως δέχεται η παράδοση) τον γνήσιο Σταυρό, πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός. Το 305, αφού ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός εγκατέλειψαν το αυτοκρατορικό αξίωμα – σύμφωνα με τη σχετική συμφωνία – και αποσύρθηκαν στην ιδιωτική ζωή, ο Γαλέριος έγινε Αύγουστος στην Ανατολή, ενώ ο πατέρας του Κωνσταντίνου – Κωνστάντιος – έλαβε το αξίωμα του Αυγούστου στη Δύση.

Τον επόμενο χρόνο ο Κωνστάντιος πέθανε στη Βρετανία και οι στρατιές του ανακήρυξαν το γιο του Κωνσταντίνο Αύγουστο. Την ίδια εποχή μια επανάσταση ξέσπασε στη Ρώμη. Οι στασιαστές και ο στρατός ανέτρεψαν τον Γαλέριο, που είχε παραιτηθεί από την αυτοκρατορική εξουσία. Ο Μαξιμιανός ενώθηκε με το γιο του και πήρε πάλι τον αυτοκρατορικό τίτλο.

Τα γεγονότα αυτά ακολούθησε μια περίοδος εμφύλιου πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου τόσο ο Μαξιμιανός όσο και ο Γαλέριος πέθαναν. Τότε ο Κωνσταντίνος έκλεισε συμμαχία με τον Λικίνιο, έναν από τους νέους Αυγούστους, και νίκησε τον Μαξέντιο σε μια αποφασιστική μάχη, κοντά στη Ρώμη, το 312. Ο Μαξέντιος πνίγηκε στον Τίβερη, κοντά στη γέφυρα του Μιλβίου,[1] προσπαθώντας να ξεφύγει από τον εχθρό του. Οι δυο νικητές αυτοκράτορες, ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνιος, συναντήθηκαν στο Μιλάνο, όπου, σύμφωνα με την ιστορική παράδοση, υπέγραψαν το ονομαστό Έδικτο των Μεδιολάνων. Οι ειρηνικές όμως σχέσεις των δύο αυτοκρατόρων δεν διήρκεσαν πολύ. Ένας αγώνας ξέσπασε ανάμεσά τους, με αποτέλεσμα την ολοκληρωτική νίκη του Κωνσταντίνου, το φόνο του Λικίνιου, το 324 .Χ., και την ανάδειξη του Κωνσταντίνου ως μόνου άρχοντα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Δυο υπήρξαν τα γεγονότα εκείνα της βασιλείας του Κωνσταντίνου που επηρέασαν σημαντικά τη μελλοντική εξέλιξη της ιστορίας: η επίσημη αναγνώριση του Χριστιανισμού και η μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας από τις όχθες του Τίβερη στις όχθες του Βοσπόρου, από την παλιά Ρώμη, δηλαδή, στη «Νέα Ρώμη», την Κωνσταντινούπολη. Οι επιστήμονες, μελετώντας τη θέση του Χριστιανισμού κατά την εποχή του Κωνσταντίνου, ασχολούνται κυρίως με τα εξής δύο προβλήματα: τη «μεταστροφή» του Κωνσταντίνου και το Έδικτο των Μεδιολάνων.

Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου

megas konstantinos1

Τόσο οι ιστορικοί όσο και οι θεολόγοι, ενδιαφέρθηκαν κυρίως για τις αιτίες της μεταστροφής του Κωνσταντίνου. Γιατί ο Κωνσταντίνος ευνόησε το Χριστιανισμό; Θα πρέπει η στάση του να θεωρηθεί σαν μια απλή ένδειξη της πολιτικής του σοφίας; Είδε το Χριστιανισμό σαν ένα απλό μέσο για την επιτυχία των πολιτικών του σκοπών; Ή, τέλος, στη μεταστροφή του αυτή συντέλεσαν και οι δυο παράγοντες, δηλαδή οι πολιτικοί και οι πνευματικοί;

Η δυσκολία για τη λύση του προβλήματος έγκειται στις αντίθετες πληροφορίες που βρίσκει κανείς στις πηγές. Ο Κωνσταντίνος, τον οποίον περιγράφει ο Επίσκοπος Ευσέβιος, δεν μοιάζει καθόλου με τον Κωνσταντίνο, τον οποίο σκιαγραφεί ο ειδωλολάτρης συγγραφέας Ζώσιμος. Οι ιστορικοί βρήκαν μια εξαιρετική ευκαιρία για να δώσουν απαντήσεις σύμφωνα με τις προσωπικές απόψεις τους στο περίπλοκο αυτό πρόβλημα. Ο Γάλλος ιστορικός Boissier γράφει σχετικά στο βιβλίο του «Πτώση της Ειδωλολατρίας», τα εξής:

«Δυστυχώς, όταν ασχολούμαστε με μεγάλους άνδρες που έπαιξαν ένα σπουδαίο ρόλο στην ιστορία, και προσπαθούμε να μελετήσουμε τη ζωή τους και τη δράση τους, σπάνια είμαστε ικανοποιημένοι και από τις πιο φυσικές εξηγήσεις. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάτι το διαφορετικό από τους συνανθρώπους τους, μας κάνει να μη πιστεύουμε ότι μπορούν να ενεργούν όπως και οι κοινοί άνθρωποι. Ψάχνουμε να βρούμε απόκρυφες αιτίες πίσω και από την πιο απλή τους πράξη, ενώ συγχρόνως τους αποδίδουμε μια λεπτότητα και ένα βάθος σκέψης ή απιστίες, τις οποίες ποτέ τους δεν είχαν διανοηθεί. Όλα αυτά έχουν την εφαρμογή τους στην περίπτωση του Κωνσταντίνου. Έχει επικρατήσει μια βασισμένη στην προκατάληψη πεποίθηση, ότι ο ικανός αυτός πολιτικός θέλησε να μας ξεγελάσει. Όσο θερμότερα αφιέρωνε τον εαυτό του στις θρησκευτικές υποθέσεις προβάλλοντάς τον ως ένα γνήσιο πιστό, τόσο πιο βάσιμες γίνονταν οι προσπάθειές μας να αποδείξουμε ότι ο Κωνσταντίνος ήταν αδιάφορος για τα ζητήματα αυτά και ότι υπήρξε ένας σκεπτικιστής, που στην πραγματικότητα δεν ενδιαφερόταν για καμιά θρησκεία, προτιμώντας τη θρησκεία εκείνη που τον ευνοούσε περισσότερο».

Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η ιστορική σκέψη είχε τρομερά επηρεαστεί από τις κρίσεις του διάσημου Γερμανού ιστορικού Jacob Burckhardt, τις οποίες βρίσκουμε στο λαμπρό του έργο: «H εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου».

Ο Burckhardt παρουσιάζει τον Κωνσταντίνο σαν ένα μεγαλοφυή πολιτικό, με πολλές φιλοδοξίες και μια δυνατή επιθυμία για εξουσία. Έναν άνθρωπο, δηλαδή, που θυσίασε το κάθε τι στην εκπλήρωση των σκοπών του. «Συχνά», γράφει, «γίνονται προσπάθειες για μια εμβάθυνση του θρησκευτικού περιεχομένου της συνείδησης του Κωνσταντίνου με αποτέλεσμα μια περιγραφή των αλλαγών που πιθανόν έγιναν στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, Όλα αυτά, όμως, γίνονται άσκοπα. Γιατί ένας τέτοιος μεγαλοφυής άνθρωπος, του οποίου οι φιλοδοξίες και η δίψα για εξουσία ήταν η καθημερινή του ασχολία δεν ασχολείται με τον Χριστιανισμό ή την ειδωλολατρία ή με μια συνειδητή θρησκευτικότητα ή απιστία. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αναγκαστικά άθρησκος. Αν για μια στιγμή σταματούσε για να σκεφθεί πάνω στις πραγματικές του θρησκευτικές πεποιθήσεις, η στιγμή αυτή θα ήταν μοιραία».

Αυτός ο μέχρι θανάτου εγωιστής, έχοντας αναγνωρίσει ότι ο Χριστιανισμός ήταν προορισμένος να γίνει μια παγκόσμια δύναμη, τον χρησιμοποίησε ακριβώς λόγω αυτής του της ιδιότητας. Και αυτή η αναγνώριση της δύναμης του Χριστιανισμού, σύμφωνα με τη γνώμη του Burckhardt, συντέλεσε στην εξύψωση του Κωνσταντίνου, αν και ο αυτοκράτορας έδωσε συγκεκριμένα δικαιώματα και στους ειδωλολάτρες. Το να κοιτάζει κανείς να βρει κάποιο σύστημα σ’ αυτόν τον ασυνεπή άνθρωπο, που μόνο χρήση ευκαιριών έκανε, θα ήταν άσκοπο. Ο Κωνσταντίνος «ένας εγωιστής με πορφυρό μανδύα, κάνει ή επιτρέπει κάθε τι που προσθέτει κάτι στην προσωπική του δύναμη». Ως κύρια πηγή του, ο Burckhardt χρησιμοποίησε τον «Βίο του Κωνσταντίνου» του Ευσέβιου, παραβλέποντας το γεγονός ότι το έργο αυτό δεν είναι αυθεντικό.[2] Οι κρίσεις του Burckhardt δεν μας επιτρέπουν να δούμε στον αυτοκράτορα κανένα γνήσιο θρησκευτικό αίσθημα.

Στηρίζοντας τις απόψεις του σε διάφορες πηγές, ο Γερμανός θεολόγος Adolph Harnack, στο βιβλίο του «Η διάδοση του Χριστιανισμού κατά τους 3 πρώτους αιώνες»,[3] καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα. Ύστερα από μια μελέτη της κατάστασης του Χριστιανισμού στις διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας, παραδέχεται ότι ήταν αδύνατος ο καθορισμός του αριθμού των Χριστιανών και συμπεραίνει ότι, αν και κατά τον τέταρτο αιώνα οι Χριστιανοί ήταν πολλοί και η επιρροή τους μεγάλη, δεν αποτελούσαν την πλειονότητα του λαού. Αλλά κατόπιν παρατηρεί:
«Αριθμητική υπεροχή και πραγματική επιρροή δε συμβαδίζουν σε κάθε περίπτωση. Ένας μικρός κύκλος ανθρώπων μπορεί να εξασκεί μια δυναμική επιρροή, αν τα μέλη του προέρχονται από τις ηγετικές τάξεις, ενώ ένας μεγάλος κύκλος ατόμων μπορεί να έχει μια πολύ κατώτερης ποιότητας επιρροή εφόσον προέρχεται από τις κατώτερες τάξεις ή από τις επαρχίες. Ο Χριστιανισμός υπήρξε μια θρησκεία των πόλεων. Όσο μεγαλύτερη ήταν μια πόλη τόσο μεγαλύτερος ήταν και ο αριθμός των Χριστιανών, πράγμα που έδινε στον Χριστιανισμό εξαιρετικές δυνατότητες. Παράλληλα όμως ο Χριστιανισμός είχε βαθειά εισχωρήσει στις επαρχίες, όπως γνωρίζουμε τουλάχιστο για τις περισσότερες επαρχίες της Μ. Ασίας, της Αρμενίας, της Συρίας, της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Βόρειας Αφρικής».

megas konstantinos2

Διαιρώντας όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας σε 4 κατηγορίες σύμφωνα με τη μεγάλη ή μικρή εξάπλωση του Χριστιανισμού, ο Harnack αναλύει τη θέση του Χριστιανισμού σε κάθε κατηγορία και συμπεραίνει ότι τα κέντρα της Χριστιανικής Εκκλησίας, στις αρχές του 4ου αιώνα, ήταν στη Μ. Ασία. Είναι ήδη γνωστό ότι, για αρκετά χρόνια, πριν πάει στη Γαλατία, ο Κωνσταντίνος έμεινε στην αυλή του Διοκλητιανού στη Νικομήδεια. Η επίδραση που είχε πάνω του η Ασία, φανερώθηκε στη Γαλατία, με τη μορφή σκέψεων που τον οδήγησαν στην οριστική του απόφαση να επωφεληθεί από την υποστήριξη της σταθερής και δυναμικής εκκλησίας. Είναι μάταιο να ζητούμε να μάθουμε εάν η Εκκλησία θα μπορούσε να νικήσει έστω και χωρίς τον Κωνσταντίνο. Κάποιος άλλος θα παρουσιαζόταν.

Οπωσδήποτε όμως η νίκη του Χριστιανισμού είχε επιτευχθεί σε όλη τη Μ. Ασία, πριν ακόμα εμφανιστεί ο Κωνσταντίνος, ενώ συγχρόνως είχε σταθεροποιηθεί σε άλλες επαρχίες. Δεν χρειάστηκε ειδική διαφώτιση για να γίνει αυτό που έγινε. Εκείνο που χρειαζόταν, ήταν ένας οξύνους και δυναμικός πολιτικός, με ζωηρό ενδιαφέρον για τη θρησκευτική κατάσταση κι ένας τέτοιος υπήρξε ο Κωνσταντίνος, ο οποίος αναγνωρίζοντας κάτι το αναπόφευκτο, ανταποκρίθηκε σταθερά στις συνέπειες της αναγνώρισής του αυτής.[4]
Είναι φανερό ότι ο Harnack είδε τον Κωνσταντίνο μόνο σαν ένα ικανό πολιτικό.

Φυσικά, δεν είναι δυνατή, έστω και μια κατά προσέγγιση στατιστική απαρίθμηση των Χριστιανών της περιόδου αυτής, αν και οι περισσότεροι από τους σύγχρονους επιστήμονες καταλήγουν ότι η ειδωλολατρία ήταν ακόμα ο κύριος πολιτικός και κοινωνικός παράγοντας, ενώ ο Χριστιανισμός παρέμενε η μειονότητα. Σύμφωνα με την έρευνα του καθηγητή V. Bolotov, που συμφωνεί με τους υπολογισμούς πολλών άλλων επιστημόνων, «είναι πιθανόν κατά την εποχή του Κωνσταντίνου οι Χριστιανοί να αποτελούσαν το 1/10 του όλου πληθυσμού, αν και το ποσοστό αυτό μπορεί να είναι ακόμα μικρότερο. Κάθε προσπάθεια να παρουσιαστεί ότι ο αριθμός των Χριστιανών ξεπερνούσε το 1/10 είναι αβάσιμη».[5] Τώρα πια φαίνεται ότι υπάρχει μια κοινή συμφωνία ανάμεσα στους επιστήμονες, ότι οι Χριστιανοί αποτελούσαν μια μειονότητα την εποχή του Κωνσταντίνου, πράγμα που, αν αληθεύει, γκρεμίζει την καθαρά πολιτική θεωρία που έχει διαμορφωθεί γύρω από τη στάση του Κωνσταντίνου απέναντι στον Χριστιανισμό. Ένας μεγάλος πολιτικός δε θα επέτρεπε να βασιστούν τα μεγάλα του πολιτικά σχέδια πάνω στο 1/10 του λαού, που την εποχή εκείνη δεν έπαιρνε μέρος στις πολιτικές υποθέσεις.

Ο συγγραφέας της «Ιστορίας της Ρώμης και του Ρωμαϊκού Λαού», Duruy, γράφει επηρεασμένος κάπως από τον Burckhardt και αξιοποιώντας τις πράξεις του Κωνσταντίνου, ότι υπήρξε ένας «ειλικρινής θεϊσμός που διαμόρφωσε τη θρησκεία του Κωνσταντίνου». Κατά τον Duruy, ο Κωνσταντίνος «πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός, στα βασικά του δόγματα, ανταποκρίνεται στη δική του πίστη σ’ ένα Θεό».[6] Παρ’ όλα αυτά όμως – συνεχίζει ο Duruy – οι πολιτικοί παράγοντες είχαν μεγαλύτερη σημασία για τον Κωνσταντίνο.

«Όπως ο Βοναπάρτης προσπάθησε να συμβιβάσει την Εκκλησία με την Επανάσταση, έτσι και ο Κωνσταντίνος θέλησε να συμφιλιώσει την παλιά με τη νέα θρησκεία, ευνοώντας συγχρόνως τη δεύτερη. Κατάλαβε την κατεύθυνση προς την οποία βάδιζε ο κόσμος και, χωρίς να την επιταχύνει, βοήθησε την κίνηση αυτή. Αποτελεί τιμή για τον αυτοκράτορα αυτόν το ότι εκδήλωσε τους σκοπούς του με τον τίτλο που ο ίδιος διάλεξε για τον εαυτό του, στη θριαμβευτική του αψίδα: quietis custos (επιστάτης της ειρήνης)… Προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στα βαθύτερα σημεία της σκέψης του Κωνσταντίνου, βρίσκουμε μάλλον μια πολιτική διοίκησης, παρά μια θρησκευτική πεποίθηση».

Ο Duruy, οπωσδήποτε, παρατηρεί αλλού, ότι «ο Κωνσταντίνος, τον οποίο περιγράφει ο Ευσέβιος, συχνά είδε μεταξύ γης και ουρανού, πράγματα τα οποία κανείς άλλος δεν έχει δει».

Δυο από τα πολλά βιβλία που παρουσιάστηκαν το 1913 με την ευκαιρία του εορτασμού της 16ης εκατονταετηρίδας του Εδίκτου των Μεδιολάνων, είναι το «Kaiser Constantin und die Christliche Kirche», του E. Schwartz και το «Gesammelte Studien», του F. Dölger. Ο Schwartz γράφει ότι ο Κωνσταντίνος «έχοντας διαβολική οξυδέρκεια ενός κυρίαρχου του κόσμου, κατάλαβε τη σημασία που θα είχε η συμμετοχή με την Εκκλησία για μια παγκόσμια μοναρχία, την οποία αυτός σχεδίαζε να δημιουργήσει, και είχε το θάρρος και την ενεργητικότητα να πετύχει αυτή την ενότητα, αγνοώντας όλες τις παραδόσεις του Καισαρισμού». Ο E. Kreb, στο βιβλίο που εξέδωσε ο Dölger, γράφει ότι η όλη στροφή του Κωνσταντίνου προς τον Χριστιανισμό υπήρξε δευτερεύων παράγοντας για τη νίκη της Εκκλησίας. Κύριος παράγοντας της νίκης αυτής παραμένει αυτή η ίδια η υπερφυσική δύναμη του Χριστιανισμού.

Οι γνώμες των επιστημόνων, σχετικά με αυτό το θέμα, διαφέρουν πολύ. Ο P. Batiffol υποστηρίζει την ειλικρίνεια της μεταστροφής του Κωνσταντίνου και ο J. Maurice, ειδικός στα νομίσματα της εποχής του Κωνσταντίνου, προσπάθησε να αποδείξει το θαυματουργικό παράγοντα στη μεταστροφή του αυτοκράτορα. Ο Boissier σημειώνει πως το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος άφησε τον εαυτό του στα χέρια των Χριστιανών, που αποτελούσαν μια μειονότητα χωρίς πολιτική σημασία, αποτελούσε ένα επικίνδυνο εγχείρημα και ότι, συνεπώς, εφόσον δεν άλλαξε την πίστη του για λόγους πολιτικούς, μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό από πεποίθηση. Ο F. Lot τείνει να δεχθεί την ειλικρίνεια της μεταστροφής του Κωνσταντίνου. Ο E. Stein δέχεται πολιτική αιτία, τονίζοντας ότι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο γεγονός της θρησκευτικής πολιτικής του Κωνσταντίνου υπήρξε η είσοδος της Χριστιανικής Εκκλησίας μέσα στον κρατικό οργανισμό και υποθέτοντας ότι ο Κωνσταντίνος είχε, κατά κάποιο τρόπο, επηρεαστεί από το παράδειγμα της Ζωροαστρικής κρατικής Εκκλησίας της Περσίας.[7]
Ο H. Grégoire γράφει ότι η πολιτική – και ειδικότερα η εξωτερική πολιτική – προηγείται πάντοτε της θρησκείας. Ο A. Piganiol λέει ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε Χριστιανός δίχως να το γνωρίζει.

Οπωσδήποτε η «μεταστροφή» του Κωνσταντίνου, που συσχετίζεται με τη νίκη του κατά του Μαξεντίου, το 312, δεν πρέπει να θεωρείται ως πραγματική του μεταστροφή στον Χριστιανισμό, εφόσον έγινε πραγματικός Χριστιανός μόνο τον χρόνο που πέθανε. Κατά τη διάρκεια της ζωής του παρέμεινε ο Pontifex maximus και χρησιμοποιούσε τις εκφράσεις «ημέρα του ήλιου» (dies solis) και «ανίκητος ήλιος» (sol invictus) που την περίοδο αυτή συνήθως εννοούσαν το θεό των Περσών, τον Μίθρα, του οποίου η λατρεία είχε διαδοθεί σε όλη την αυτοκρατορία, τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση. Μερικές φορές αυτή η λατρεία του ηλίου υπήρξε ένας σοβαρός αντίπαλος του Χριστιανισμού. Και είναι βέβαιο ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε ένας υποστηριχτής της λατρείας του ήλιου, έχοντας κληρονομήσει την αφοσίωσή του αυτή στον ήλιο από την οικογένειά του. Πιθανόν ο sol invictus ήταν ο Απόλλων. Ο Maurice παρατηρεί ότι η θρησκεία του ήλιου έδωσε στον Κωνσταντίνο μια τεράστια λαϊκότητα.

Στις αρχές του 20ου αιώνα μερικοί ιστορικοί έκαναν μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια να παρουσιάσουν τον Κωνσταντίνο σαν έναν απλό συνεχιστή και εκτελεστή μιας πολιτικής άλλων και όχι σαν τον υπέρμαχο του Χριστιανισμού. Όπως λέει ο Grégoire, ο Λικίνιος, πριν από τον Κωνσταντίνο, καθιέρωσε μια πολιτική ανεκτικότητας για τον Χριστιανισμό. Ο Γερμανός ιστορικός Schönebeck θεωρεί τον Μαξέντιο υπέρμαχο του Χριστιανισμού (στην περιοχή του) και σαν εκείνον που υπέδειξε στον Κωνσταντίνο το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει.

Μελετώντας τη στροφή του Κωνσταντίνου προς το Χριστιανισμό, βλέπουμε ότι η πολιτική του ήταν οπωσδήποτε προορισμένη να επηρεάσει στα σοβαρά τη συμπεριφορά του προς τον Χριστιανισμό, ο οποίος του ήταν χρήσιμος από πολλές απόψεις. Ο Κωνσταντίνος κατάλαβε ότι στο μέλλον ο Χριστιανισμός θα ήταν η κύρια ενωτική δύναμη ανάμεσα στις φυλές της αυτοκρατορίας και «θέλησε να ενισχύσει την ενότητα της αυτοκρατορίας μέσω μιας ενότητας της Εκκλησίας».[8]
Η μεταστροφή του Κωνσταντίνου συνδυάζεται συνήθως με την εμφάνιση, κατά τη διάρκεια του αγώνα του κατά του Μαξεντίου, ενός φωτεινού Σταυρού στον ουρανό, γεγονός το οποίο παρουσιάζει το θαύμα ως έναν παράγοντα της μεταστροφής του Κωνσταντίνου. Οι πηγές όμως που αναφέρονται στο γεγονός αυτό προκαλούν πολλές διαφωνίες μεταξύ των ιστορικών.

Η παλαιότερη περιγραφή ενός θαύματος ανήκει στον Χριστιανό – σύγχρονο του Κωνσταντίνου – Λακτάντιο που, στο βιβλίο του «Ο θάνατος των διωκτών» (De mortibus persecutorum), μιλάει μόνο για την ειδοποίηση που πήρε σ’ ένα όνειρό του ο Κωνσταντίνος, να χαράξει στις ασπίδες του το ομοίωμα του θείου σημείου του Χριστού (coeleste signum Dei). Ο Λακτάντιος δεν αναφέρει τίποτε για το όραμα που υποτίθεται ότι ο Κωνσταντίνος είδε στον ουρανό.Ένας άλλος σύγχρονος του Κωνσταντίνου, ο Ευσέβιος, μιλάει για τη νίκη κατά του Μαξεντίου σε δύο από τα βιβλία του. Στο παλαιότερο έργο του «Εκκλησιαστική Ιστορία», ο Ευσέβιος παρατηρεί μόνον ότι ο Κωνσταντίνος, ξεκινώντας για να σώσει τη Ρώμη, «προσευχήθηκε στον Θεό του ουρανού και στον Λόγο Του, τον Ιησού Χριστό, τον Λυτρωτή του σύμπαντος».

Ένα άλλο έργο «Η ζωή του Κωνσταντίνου», γραμμένο 25 χρόνια μετά τη νίκη εναντίον του Μαξεντίου, που κακώς αποδίδεται στον Ευσέβιο, αναφέρει ότι ο ίδιος ο αυτοκράτορας είπε και επιβεβαίωσε με όρκο τη γνωστή ιστορία, ότι δηλαδή βαδίζοντας κατά του Μαξέντιου είδε πάνω από τον ήλιο που έδυε ένα φωτεινό Σταυρό με τις λέξεις «τούτω νίκα». Τόσο αυτός όσο και ο στρατός του τρόμαξαν βλέποντας αυτό το όραμα. Το άλλο βράδυ ο Χριστός ήρθε, σε όνειρο, στον Κωνσταντίνο και τον διέταξε να κάνει ένα ομοίωμα του Σταυρού και να βαδίσει με αυτό κατά των εχθρών του. Μόλις ξημέρωσε, ο αυτοκράτορας είπε το εξαιρετικό όνειρό του στους φίλους του και μετά φώναξε τους τεχνίτες, τους περιέγραψε σε γενικές γραμμές το όραμα και τους διέταξε να κατασκευάσουν τη σημαία που είναι γνωστή με το όνομα «Λάβαρο».[9] Το Λάβαρο ήταν ένας μεγάλος σταυρός σε σχήμα κονταριού. Από την εγκάρσια ράβδο κρεμόταν ένα μεταξωτό ύφασμα, κεντημένο με χρυσάφι και διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους, που είχε επάνω τις εικόνες του Κωνσταντίνου και των δυο παιδιών του. Στην άκρη του Σταυρού γύρω από το μονόγραμμα του Χριστού υπήρχε ένα χρυσό στεφάνι.[10] Από την εποχή του Κωνσταντίνου, το Λάβαρο έγινε σημαία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Σχετικές πληροφορίες με τη θεία οπτασία και τα στρατεύματα που, σταλμένα από το Θεό για να βοηθήσουν τον Κωνσταντίνο στον αγώνα του, βάδιζαν στον ουρανό, υπάρχουν στα έργα άλλων συγγραφέων. Οι πληροφορίες αυτές όμως είναι τόσο αντίθετες μεταξύ τους, ώστε δεν μπορούν να αξιοποιηθούν ως ιστορικό υλικό. Μερικοί συγγραφείς φτάνουν στο σημείο να λένε ότι το θαύμα έγινε όχι κατά τη διάρκεια της εκστρατείας εναντίον του Μαξέντιου, αλλά πριν φύγει ο Κωνσταντίνος από τη Γαλατία.

Υποσημειώσεις:
[1] Γέφυρα του Τίβερη, το σημερινό Ponte Molle, δυο χιλιόμετρα μακριά από τη Ρώμη.
[2] J. Burckhardt, «Die Zeit Constantin’s des Großen» (3rd Edition, 1898), 326, 369-370, 387, 407.
[3] Αγγλική μετάφραση του J. Moffatt, 1904 (4η έκδοση γερμανική εμπλουτισμένη και αναθεωρημένη, 1925).
[4] A. Harnack, «Die Mission und Ausbreitung des Christentums in dem ersten drei Jahrhunderten» (2η έκδοση 1906), ΙΙ.276-285.
[5] «Ομιλίες σχετικές με την Ιστορία της Αρχαίας Εκκλησίας» (St. Petersburg) τόμος ΙΙΙ, σελίδα 29.
[6] «Histoire des Romains», VII, 102 (Paris 1885).
[7] «Geschichte des spätrömischen Reiches», I, 146-147.
[8] E. Trubezkoy «Θρησκευτικές και Κοινωνικές ιδέες του Δυτικού Χριστιανισμού τον 5ο αιώνα» (Μόσχα 1892, τόμος 1ος, σελίδα 2).
[9] Το πρόβλημα της προέλευσης αυτής της λέξης έλυσε ο H. Grégoire, «L’ Etymologie de Labarum» Byzantion, IV, (1929) 477-482.
[10] Η εικόνα του Λάβαρου βρίσκεται στα νομίσματα της εποχής του Κωνσταντίνου. Βλέπε Maurice, «Nomismatique constantinienne», Ι 2, και σχέδιο ΙΧ.

http://byzantin-history.blogspot.gr/2009/09/blog-post.html

ΔΗΜΟΦΙΛΗ