Ο Κλωντ Φρεντερίκ Μπαστιά (30 Ιουνίου 1801 – Ρώμη, 24 Δεκεμβρίου 1850) ήταν Γάλλος πολιτικός και οικονομολόγος, θιασώτης του κλασικού φιλελευθερισμού και μέλος της γαλλικής βουλής.
Πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη της σημαντικής οικονομικής έννοιας του «κόστους ευκαιρίας», ενώ συνέγραψε την πολύτιμη «παραβολή της σπασμένης τζαμαρίας». Οι ιδέες του διαμόρφωσαν τη φιλελεύθερη και την αυστριακή σχολή σκέψης.
Ο Μπαστιά γεννήθηκε στην Μπαγιόν της Ακουιτανίας, ένα λιμάνι στα νότια της Γαλλίας, στον Βισκαϊκό κόλπο, στις 30 Ιουνίου 1801. Ο πατέρας του, Πιερ Μπαστιά, ήταν εξέχων επιχειρηματίας της πόλης. Η μητέρα του απεβίωσε το 1808, όταν ο Φρεντερίκ ήταν επτά ετών. Ο πατέρας του μετακόμισε στα ηπειρωτικά της χώρας, στην πόλη Μιγκρόν, ενώ λίγο αργότερα τον ακολούθησε και ο Φρεντερίκ.
Η έπαυλη Μπαστιά, στη Μιγκρόν, αποκτήθηκε κατά την Γαλλική Επανάσταση και προηγουμένως ανήκε στον Μαρκήσιο Πουαγιάν. O Πιερ Μπαστιά απεβίωσε το 1810, αφήνοντας ορφανό τον Φρεντερίκ, τον οποίο περιέθαλψε ο παππούς του από την πλευρά του πατέρα του κι η γεροντοκόρη θεία του, Ζυστίν Μπαστιά. Ο Φρεντερίκ φοίτησε στο σχολείο της Μπαγιόν, αλλά η θεία του δεν το είχε σε εκτίμηση κι έτσι τον έγραψε στο Σεν-Σεβέρ.
Στα 17, άφησε το σχολείο για να εργαστεί με τον θείο του στην οικογενειακή επιχείρηση εξαγωγών, όπου ο πατέρας του είχε υπάρξει συνεταίρος. Ο οικονομολόγος Τόμας ντι Λορέντζο διατείνεται ότι αυτή η εμπειρία ήταν καίρια για το μετέπειτα έργο του Μπαστιά, καθώς επέτρεψε στον νεαρό Φρεντερίκ ν’ αποκτήσει γνώση από πρώτο χέρι για το πώς οι νόμοι επηρεάζουν την αγορά.
Ο Σέλντον Ρίτσμαν σημειώνει ότι «ενηλικιώθηκε την περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων, την περίοδο της έντονης κυβερνητικής παρεμβατικότητας στις οικονομικές δραστηριότητες».
Ο Μπαστιά άρχισε να αποκτά πνευματικά ενδιαφέροντα. Δεν επιθυμούσε πλέον να εργάζεται με τον θείο του κι ονειρευόταν να μεταβεί στο Παρίσι για επίσημες σπουδές. Αυτό το όνειρο, ωστόσο, δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα, καθώς ο παππούς του λόγω κακής υγείας επιθυμούσε να μείνει στην έπαυλη Μιγκρόν. Ο Μπαστιά τον συνόδευσε και τον φρόντιζε. Την επόμενη χρονιά, όταν ο Μπαστιά ήταν 24 ετών, ο παππούς του απεβίωσε κληροδοτώντας στον νεαρό την οικογενειακή περιουσία και παρέχοντάς του έτσι τα οικονομικά μέσα ώστε να διευρύνει τη θεωρητική του κατάρτιση.
Ο Μπαστιά διεύρυνε τις γνώσεις του σε διάφορους τομείς όπως η φιλοσοφία, η ιστορία, η πολιτική, η θρησκεία, τα ταξίδια, η ποίηση, η πολιτική οικονομία και η βιογραφία. «Μετά τη μεσοαστική επανάσταση του 1830, ο Μπαστιά δραστηριοποιήθηκε πολιτικά και εξελέγη ειρηνοδίκης της Μιγκρόν το 1831, καθώς και στο Γενικό Συμβούλιο της Λαντ, το 1832. Εξελέγη στο εθνικό νομοθετικό σώμα μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1848».
Η σταδιοδρομία του ως οικονομολόγου άρχισε μόλις το 1844, τον Οκτώβριο, όταν δημοσιεύθηκε το πρώτο του άρθρο στην Επιθεώρηση των Οικονομολόγων (Journal des economistes). Ωστόσο η καριέρα του έληξε με τον πρόωρο θάνατό του, το 1850. Ο Μπαστιά κόλλησε φυματίωση, προφανώς κατά τη διάρκεια της περιοδείας του ανά την Γαλλία για την προώθηση των ιδεών του. Η νόσος τον εμπόδισε να εκφωνήσει τις προγραμματισμένες ομιλίες του (ιδίως στο νομοθετικό σώμα, όπου είχε εκλεγεί το 1848 και το 1849) και του αφαίρεσε τη ζωή.
Το φθινόπωρο του 1850, ο Μπαστιά μετέβη στην Ιταλία κατ’ εντολή των γιατρών του. Πρώτα ταξίδεψε στην Πίζα, κατόπιν στη Ρώμη. Στις 24 Δεκεμβρίου 1850 ο Μπαστιά ζήτησε από τους οικείους του να πλησιάσουν στο κρεβάτι του. Μουρμούρισε δύο φορές τις λέξεις «την αλήθεια» και κατόπιν κατέληξε.
Έργα του
Ο Μπαστιά ήταν συγγραφέας πολλών έργων για τα οικονομικά και την πολιτική οικονομία, τα οποία γενικά χαρακτηρίζονταν από την σαφή οργάνωση τους, την ισχυρή επιχειρηματολογία και το οξύ πνεύμα του συγγραφέα τους. Ο οικονομολόγος Murray Rothbard έγραψε ότι: «ο Μπαστιά ήταν πράγματι ένας διαυγής και εξαιρετικός συγγραφέας, του οποίου τα λαμπρά και πνευματώδη δοκίμια και μύθοι έως σήμερα είναι αξιοσημείωτα και καταρρίπτουν τις θεωρίες για τον προστατευτισμό και όλες τις μορφές κρατικής ενίσχυσης και ελέγχου. Ήταν ένας πραγματικά ευφυής υπερασπιστής της ελεύθερης αγοράς χωρίς περιορισμούς».
Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο Μπαστιά δήλωσε ότι η ενίσχυση του κράτους θα πρέπει να είναι διαθέσιμη, αλλά περιορισμένη: «σε εξαιρετικές συνθήκες, σε επείγουσες περιπτώσεις, το κράτος θα πρέπει να διαφυλάξει κάποιους πόρους ώστε να βοηθήσει ορισμένους δυστυχείς ανθρώπους, ώστε αυτοί να προσαρμοστούν σε μεταβαλλόμενες συνθήκες».
Μεταξύ των πιο γνωστών του έργων είναι τα «Οικονομικά Σοφίσματα», τα οποία περιέχουν πολλές έντονα διατυπωμένες λεκτικές επιθέσεις στην κρατικιστική πολιτική. Ο Μπαστιά έγραψε το έργο ενώ ζούσε στην Αγγλία με σκοπό να συμβουλεύσει τους διαμορφωτές της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με παγίδες προς αποφυγή.
Τα «Οικονομικά Σοφίσματα» και το «Αίτημα των Κηροποιών»
Στα «Οικονομικά Σοφίσματα» περιέχεται μια σατιρική παραβολή, γνωστή ως το «Αίτημα των Κηροποιών», στην οποία οι κηροποιοί και οι παραγωγοί ζωικού λίπους ασκούν πιέσεις στη Βουλή των Αντιπροσώπων της Γαλλικής Ιουλιανής Μοναρχίας (1830-1848) για να αποκλεισθεί ο Ήλιος, ώστε να προληφθεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός του στα προϊόντα τους. Στα «Σοφίσματα» περιλαμβάνεται επίσης ένα κωμικό αίτημα προς τον Βασιλιά, όπου ζητείται να θεσπιστεί νόμος που να απαγορεύει την χρήση του δεξιού χεριού σε όλους, με βάση μια υπόθεση από κάποιους από τους συγχρόνους του ότι μεγαλύτερη δυσκολία σημαίνει περισσότερη εργασία και περισσότερη εργασία σημαίνει περισσότερος πλούτος.
Ο Νόμος (1850)
Ωστόσο, το πιο διάσημο έργο του Μπαστιά είναι «Ο Νόμος», που δημοσιεύθηκε αρχικά ως ένα φυλλάδιο το 1850. Εκεί προσδιορίζεται και αναπτύσσεται ένα δίκαιο σύστημα νόμων και στη συνέχεια επιδεικνύεται πως ένα τέτοιο σύστημα νόμων διευκολύνει μια ελεύθερη κοινωνία.
Στο «Νόμο», ο Μπαστιά έγραψε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να προστατεύσει «το άτομό του, την ελευθερία του και την περιουσία του». Το κράτος θα πρέπει να είναι μόνο μια «κοινή δύναμη – υποκατάστατο των μεμονωμένων δυνάμεων», για να υπερασπιστεί το προαναφερθέν δικαίωμα. Η «Δικαιοσύνη» (η υπεράσπιση της ζωής ενός ατόμου, της ελευθερίας του και της ιδιοκτησίας του) έχει συγκεκριμένα όρια, αλλά εάν η εξουσία της κυβέρνησης επεκταθεί περαιτέρω -σε φιλανθρωπικές προσπάθειες- η κυβέρνηση γίνεται απεριόριστη και μπορεί να μεγαλώνει επ’ άπειρον. Ο προκύπτων κρατισμός «βασίζεται σε αυτήν την τριπλή ενότητα: τη συνολική αδράνεια της ανθρωπότητας, την παντοδυναμία του νόμου και το αλάθητο του νομοθέτη». Το κοινό στη συνέχεια γίνεται επιδεκτικό κοινωνικής μηχανικής από τον νομοθέτη και διαπλάθεται από τη βούλησή του «όπως ο πηλός από τον αγγειοπλάστη».
Ο Μπαστιά γράφει:
Δεν αντιτίθεμαι στο δικαίωμά τους να εφευρίσκουν κοινωνικά σχήματα, να τα διαφημίζουν, να συνηγορούν υπέρ τους και να τα δοκιμάζουν οι ίδιοι, με δική τους δαπάνη και ρίσκο. Αλλά αμφισβητώ το δικαίωμά τους να επιβάλλουν αυτά τα σχέδια σε εμάς, μέσω του νόμου -με καταναγκασμό- και να μας υποχρεώνουν να πληρώνουμε για αυτά, με τους φόρους μας.
Ο Μπαστιά υποστηρίζει ότι ο νόμος γίνεται διεστραμμένος όταν τιμωρεί το δικαίωμα ενός ατόμου στην αυτοάμυνα (την υπεράσπιση της ζωής του, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας του), λειτουργώντας ευνοϊκά υπέρ όσων αξιώνουν τη «νόμιμη λεηλασία», την οποία ορίζει ως εξής: «αν ο νόμος παίρνει από ορισμένα άτομα ό,τι τους ανήκει και το δίνει σε άλλα πρόσωπα στα οποία δεν τους ανήκει. Δες αν ο νόμος ευνοεί έναν πολίτη εις βάρος του άλλου, κάνοντας ό,τι ο ίδιος πολίτης δεν θα μπορούσε να κάνει χωρίς να διαπράξει έγκλημα». Με αυτό τον τρόπο, ο Μπαστιά ήταν κατά της αναδιανομής.
Τι είναι ορατό και τι αόρατο
Το 1850, με το έργο του «Τι είναι ορατό και τι αόρατο» (Ce qu’on voit et ce qu’on ne voit pas) και μέσω της παραβολής της «σπασμένης τζαμαρίας», εισήγαγε την έννοια του «κόστους ευκαιρίας», συνολικά, εκτός από τον όρο. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά 50 χρόνια μετά το θάνατό του, το 1914, από τον Φρίντριχ φον Βίζερ.
«Η σπασμένη τζαμαρία» είναι ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου του έργου «Αυτό που βλέπουμε και αυτό που δεν βλέπουμε». Ο Μπαστιά ξεκινάει από μια ιστορία που αφηγείται, του γιου του «Ζακ Μπονόμ», ο οποίος σπάει ένα τζάμι, και την αντίδραση των θεατών: «Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Από τέτοια ατυχήματα προχωράει η βιομηχανία. Όλοι πρέπει να ζήσουν. Τι θα απογίνονταν οι τζαμάδες, αν δεν σπάγαμε ποτέ τζάμια;» Ο Μπαστιά αναγνωρίζει πως το κόστος επισκευής του παράθυρου (6 φράγκα της εποχής) οφελεί άμεσα τη βιομηχανία τζαμάδων («αυτό που βλέπουμε») αλλά αντιτίθεται στο συμπέρασμα ότι απ’αυτό προκύπτει κέρδος για τη βιομηχανία συνολικά, καθώς αυτό αγνοεί τις άλλες χρήσεις που μπορούσαν να προκύψουν από αυτά τα 6 φράγκα («αυτό που δεν βλέπουμε»). Επιπλέον, εάν το παράθυρο δεν είχε σπάσει, ο Ζακ Μπονόμ θα μπορούσε να αφιερώσει τα ίδια χρήματα στην αγορά ενός ζευγαριού παπουτσιών, και «θα είχε ταυτοχρόνως στην κατοχή του ένα ζευγάρι υποδημάτων και ένα παράθυρο».
Καταλήγει λοιπόν στο συμπέρασμα πως «η κοινωνία χάνει την άξια των αντικειμένων που έχουν χαλαστεί άσκοπα», κάτι που συνοψίζει ως εξής: «η καταστροφή δεν είναι κέρδος».
Ορισμένοι βλέπουν στην σοφιστεία αυτή μια έμμεση κριτική των «κλασικών» οικονομικών δεικτών (το ΑΕΠ και η προστιθέμενη αξία) εις βάρος της κληρονομιάς, και άλλοι μάλιστα διακρίνουν μια κριτική προς την προσχεδιασμένη παλαίωση.
Διαμάχη με τον Προυντόν
Μεταξύ των ετών 1849 και 1850, αναμείχθηκε στην πασίγνωστη διαμάχη με τον Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν (Pierre-Joseph Proudhon) σχετικά με τη νομιμότητα του τόκου. Όπως επιχειρηματολογεί ο κοινωνιολόγος Robert Leroux, ο Μπαστιά είχε την πεποίθηση ότι το δόγμα του Προυντόν «ήταν σε πλήρη αντίθεση με κάθε σοβαρή προσέγγιση».
Ο Προυντόν έχασε την ψυχραιμία του και δήλωσε στον Μπαστιά: «Η νοημοσύνη σου κοιμάται, ή μάλλον ποτέ δεν ήταν ξύπνια… Είσαι άνθρωπος για τον οποίο η λογική δεν υφίσταται… Δεν ακούς τίποτε, δεν καταλαβαίνεις τίποτε… Είσαι χωρίς καμία φιλοσοφία, χωρίς επιστήμη, χωρίς ανθρωπισμό… Η ικανότητα ορθολογικής σκέψης, όπως και η ικανότητα να δίνεις προσοχή και να κάνεις συγκρίσεις είναι μηδενική… Επιστημονικώς, κύριε Μπαστιά, είστε ένας νεκρός άνθρωπος.
Απόψεις
Ο Μπαστιά υποστήριζε ότι ο μοναδικός σκοπός του κράτους είναι η προστασία του δικαιώματος του ατόμου στη ζωή, την ελευθερία, και την ιδιοκτησία. Επίσης εξήγησε γιατί είναι επικίνδυνο αλλά και ανήθικο το κράτος να παρεμβαίνει στα υπόλοιπα προσωπικά ζητήματα του ατόμου. Μέσω αυτής της θέσης του, ο Μπαστιά συμπέρανε πως ο νόμος δε μπορεί να προστατεύσει τη ζωή, την ελευθερία, και την ιδιοκτησία των ατόμων αν προωθεί τη «νόμιμη λεηλασία», την οποία και όρισε ως τη χρήση της κρατικής εξουσίας και νομοθεσίας προκειμένου να παρθεί κάτι από έναν πολίτη και να δοθεί σε άλλους (σε αντίθεση με τη νόμιμη μεταφορά ιδιοκτησίας μέσω αμοιβαία αποδεκτών συμβολαίων, που δεν αποτελούν προϊόν απάτης ή απειλής βίας μεταξύ των συναλασσόμενων μελών.
Στο έργο του «ο Νόμος», ο Μπαστιά εξηγεί ότι αν οι προνομιούχες τάξεις ή οι σοσιαλιστές χρησιμοποιούν το κράτος ως μέσο «νόμιμης λεηλασίας», αυτό θα ενθαρρύνει τις υπόλοιπες κοινωνικο-οικονομικές τάξεις να υιθοετήσουν κι αυτές την τακτική αυτή. Η καλύτερη, κατά τον Μπαστιά, λύση σε αυτό το πρόβλημα είναι να σταματήσει ολοκληρωτικά κάθε μορφή «νόμιμης λεηλασίας» τόσο από τους κορπορατιστές όσο και από τους σοσιαλιστές. Στο ίδιο έργο ο Μπαστιά επίσης εξηγεί γιατί ο νόμος δε μπορεί να προστατεύσει τη ζωή, την ελευθερία, και την ιδιοκτησία των πολιτών αν προωθεί σοσιαλιστικές πολιτικές. Συγκεκριμένα αναφέρει πως όταν το κράτος χρησιμοποιείται από οποιαδήποτε ομάδα για να επιτευχθεί «νόμιμη λεηλασία», ο νόμος διαστρέφεται και τίθεται ενάντια στα μόνα πράγματα που υποτίθεται πως προστατεύει (ζωή, ελευθερία, ιδιοκτησία).
Ο Μπαστιά ήταν επίσης υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου. Ήταν «εμπνευσμένος και σε συνεχή αλληλογραφία με τον Richard Cobden και την αγγλική Λίγκα κατά των Νόμων περί Καλαμποκιού (Anti-Corn Law League) ενώ συνεργαζόταν συνεχώς με ομίλους που προωθούσαν το ελεύθερο εμπόριο στη Γαλλία».
Χάρη στην έμφαση που απέδιδε στο ρόλο της καταναλωτικής ζήτησης στην εκκίνηση οικονομικής προόδου (μια μορφή οικονομικών της ζήτησης), ο Μπαστιά έχει χαρακτηριστεί από τον Μαρκ Θορντον, τον Τόμας ΝτιΛορένζο και άλλους οικονομολόγους ως πρωτεργάτης της Αυστριακής Σχολής. Στο έργο του «Οικονομικές Αρμονίες», ο Μπαστιά αναφέρει:
Δε μπορούμε να αμφισβητήσουμε ότι το ατομικό συμφέρον είναι το κύριο «ελατήριο» της ανθρώπινης φύσης. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι αυτή η λέξη (ατομικό συμφέρον) χρησιμοποιείται εδώ για να καθορίσει ένα γενικό, αδιαμφισβήτητο γεγονός, που πηγάζει από τη φύση του ανθρώπου, και όχι μία δυσμενή αξιακή κρίση, όπως θα συνέβαινε με τη λέξη ιδιοτέλεια.
O Θόρντον θεωρεί πως ο Μπαστιά, μέσω της θέσης του περί των κινήτρων της ανθρώπινης δράσης, επιδικνύει μία ξεκάθαρη «γεύση αυστριακής σχoλής».
Μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές του Μπαστιά στο πεδίο των οικονομικών ήταν η νουθεσία του ότι οι καλές οικονομικές επιλογές μπορούν να ληφθούν μόνο αν ληφθεί υπόψη «ολόκληρη η εικόνα». Με άλλα λόγια, πως τα οικονομικά συμπεράσματα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αφού έχουν παρατηρηθεί όχι μόνο οι άμεσες συνέπειες – όπως τα οφέλη ή οι ζημίες – μιας οικονομικής απόφασης, αλλά αφού έχουν εξεταστεί και οι μακροπρόθεσμες δευτερογενείς και τριτογενείς συνέπειές τους. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να εξετάζονται οι επιδράσεις των οικονομικών αποφάσεων όχι μόνο στο επίπεδο μίας συγκεκριμένης ομάδας (π.χ. κηροποιοί) ή ένός συγκεκριμένου κλάδου (π.χ. κηροποιεία), αλλά στο επίπεδο όλων των ανθρώπων και όλων των οικονομικών κλάδων της κοινωνίας. Αυτή την ιδέα ο Μπαστιά τη διατύπωσε με το περίφημο «το ορατό και το μη-ορατό». Αυτός ο «κανόνας» του Μπαστιά στη συνέχεια αναπτύχθηκε από τον Χένρι Χάζλιτ στο έργο του «Οικονομικά σε ένα μάθημα», στο οποίο ο Χάζλιτ δανείστηκε την οξυδερκή «Σπασμένη Τζαμαρία» και προχώρησε στη διατύπωση των εφαρμογών της σε μια πλειάδα οικονομικών ψευδών.
Αρνητικός σιδηρόδρομος
Μιά πασίγνωστη ενότητα των «Οικονομικών Σοφισμάτων» αφορά στον τρόπο με τον οποίο οι δασμοί είναι εγγενώς αντιπαραγωγικοί. Ο Μπαστιά φέρνει ως παράδειγμα έναν υποθετικό σιδηρόδρομο μεταξύ Ισπανίας και Γαλλίας, ο οποίος κατασκευάζεται με σκοπό να μειώσει το κόστος του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών. Αυτό επιτυγχάνεται, προφανώς, με το να μεταφέρονται τα αγαθά μεταξύ των δύο χωρών ταχύτερα και ευκολότερα. Ο Μπαστιά αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο είναι προς όφελος των καταναλωτών και των δύο χωρών, γιατί μειώνει το κόστος μεταφοράς των αγαθών και συνεπώς και την τιμή πώλησής τους στην αγορά.
Παρ’ όλα αυτά, οι παραγωγοί της κάθε χώρας αρχίζουν να ασκούν κριτική στις κυβερνήσεις τους γιατί τώρα προσφέρεται η δυνατότητα στους παραγωγούς της άλλης χώρας να τροφοδοτούν την αγορά με ορισμένα αγαθά σε χαμηλότερη τιμή. Οι εγχώριοι παραγωγοί φοβούνται ότι θα εκτοπισθούν λόγω του ανταγωνισμού της προσφάτως βιώσιμης βιομηχανίας της άλλης χώρας. Γι’ αυτό οι εγχώριοι παραγωγοί απαιτούν την επιβολή δασμών ώστε να επέλθει τεχνητή αύξηση της τιμής των αγαθών αυτών, στο επίπεδο που βρισκόταν πριν τη δημιουργία του σιδηροδρόμου, έτσι ώστε και τα εγχώρια προϊόντα να είναι ανταγωνιστικά.
Ο Μπαστιά εγείρει δύο σημαντικά σημεία εδώ:
– Ακόμη και αν οι παραγωγοί μιας κοινωνίας ευνοούνται από αυτούς τους δασμούς (ο Μπαστιά θεωρεί ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει), οι καταναλωτές της ίδιας κοινωνίας ζημιώνονται αναμφιβόλως, δεδομένου ότι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τα αγαθά που θέλουν στη χαμηλή τιμή στην οποία θα μπορούσαν να τα έχουν.
– Οι δασμοί ακυρώνουν την οποιαδήποτε ωφέλεια προκύπτει από τον σιδηρόδρομο, καθιστώντας τον εν τέλει άνευ αξίας.
Για να αποδείξει περαιτέρω τα επιχειρήματά του, ο Μπαστιά προτείνει – μέσω της κλασικής εις άτοπον απαγωγής (reductio ad absurdum) – ότι αντί να επιβάλει δασμούς, η κυβέρνηση δεν είχε παρά να καταστρέψει το σιδηρόδρομο, σε όποιο μέρος τα εισαγόμενα αγαθά είναι ανταγωνιστικότερα των εγχώριων. Μια και αυτό θα συνέβαινε σχεδόν παντού, συνεχίζει προτείνοντας ότι η κυβέρνηση αυτή δεν έχει παρά απλώς να κατασκευάσει έναν ελαττωματικό ή «αρνητικό» σιδηρόδρομο εξ αρχής, και να μη σπαταλά χρόνο με δασμούς και κατασκευή σιδηροδρόμων.
Ο τάφος του
Ο Μπαστιά πέθανε στη Ρώμη και ενταφιάστηκε στην εκκλησία Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι στο κέντρο της πόλης. Από το νεκροκρέβατό του δήλωσε ότι όριζε τον φίλο του Gustave de Molinari (εκδότη του έργου του «ο Νόμος»-1850) ως πνευματικό του κληρονόμο.
Για την εργογραφία του ΕΔΩ