Ο Βασίλης Καρράς και οι στρατιώτες: Μια άγνωστη ιστορία…

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Με αφορμή το θάνατο του Βασίλη Καρρά.

Πριν από κάποιες δεκαετίες είμαι φαντάρος σε ένα μικρό στρατόπεδο έξω από τη Θεσσαλονίκη. Μεσοτοιχία με νυχτερινό κέντρο που, τότε εμφανιζόταν ο Βασίλης Καρράς, στα πολύ πάνω του με “νύχτα ξελογιάστρα” και όχι μόνο.
Πρώτη βραδιά τής σεζόν, σκαστοί ανάμεσα σε σκοπιές, πάμε με 2 “σειρές” κατά τις 12 τα μεσάνυχτα, να δούμε τι παίζει. Ως κουλτουρο-μεταλο-πανκο-φρικιό κυριολεκτικά με πήγαν με το ζόρι, “έλα ρε δίπλα είναι”.

Ο Βασίλης ήδη έμπειρος στη νύχτα, μας πήρε χαμπάρι τα πρώτα λεπτά: “καλώς τα φανταράκια”. Στο μισάωρο και καθώς τελείωναν τα ποτά -τα οποία πληρώσαμε με λεφτά που (δεν) είχαμε- σκάει ο σερβιτόρος με μπουκάλι και όλα τα συναφή ξηροκάρπια, φρούτα κλπ.
“Από τον κύριο Βασίλη”.
Σηκώνουμε ποτήρια για το “εις υγείαν” και ο ίδιος αφιερώνει όλη τη βραδιά “στα ελληνικά στρατά του τραπεζιού Χ*”.
*δε θυμάμαι τον αριθμό.

Γύρω στις 4 ετοιμαζόμαστε να επιστρέψουμε στο στρατόπεδο, φεύγει από τη σκηνή και φτάνει στην έξοδο πριν από μας, μας πιάνει την κουβέντα.
Του λέμε ότι είμαστε σκαστοί και ο ένας μας είχε σκοπιά στις 4 και πρέπει να γυρίσουμε πριν μάς πάρουν χαμπάρι κλπ. Χωρίς άλλη κουβέντα, απευθύνεται στο αφεντικό (ή αυτόν που εκτελούσε χρέη αφεντικού) και του κάνει: “το τραπέζι Χ* από σήμερα είναι ρεζερβέ για τα παιδιά. Έρθουν δεν έρθουν. Κι από μένα ένα μπουκάλι ότι πίνουν κάθε βράδυ.”

Τους επόμενους μήνες, όσο βρισκόμουν εκεί και ανάμεσα στις σκοπιές (κύριε διοικητά μου) ήμασταν εκεί. Τρία έως έξι άτομα, στο Χ τραπέζι, ανάμεσα στις βάρδιες. Μέχρι τότε η κοντινότερη μου σχέση με μπουζούκι(α) ήταν κάνα ρεμπέτικο (κυρίως απ’τα απαγορευμένα, τι κουλτουριάρηδες είμεθα).

Αλλά με έκανε να αναθεωρήσω ο “κύριος Βασίλης”. Σε μια εποχή που κάθε μέρα ήταν μια εν δυνάμει μέρα γλεντιού (με όλες τις υπερβολές που συνεπαγόταν αυτό) είδα έναν ολόκληρο κόσμο, με τα καλά και τα κακά του. Με τους “από πάνω” και τους από κάτω”, με αυτούς που κυριολεκτικά πέταγαν πεντοχίλιαρα και αυτούς κι αυτές που ίδρωναν για ένα (καλό ακόμα τότε) νυχτοκάματο. Μια πλευρά της ελληνικής κοινωνίας άγνωστη ως τότε σ’εμένα. Και πέρα απ’τα όποια στερεότυπα και τους (ειδικά εκείνα τα χρόνια, πολύ έντονους) διαχωρισμούς, ναι υπάρχουν τα πάντα παντού.

Καλό ταξίδι κύριε Βασίλη και σε ευχαριστώ για το μάθημα ζωής.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ