Στη φυλακή οδηγήθηκαν μετά τη σημερινή πολύωρη απολογία τους οι δέκα κατηγορούμενοι για την υπόθεση με το κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών, στο οποίο εμπλέκονται και δύο υψηλόβαθμοι αξιωματικοί σε θέσεις-«κλειδιά» στην ασφάλεια του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά.
Σημειώνεται ότι στην κατοχή του ενός εκ των δύο εμπλεκομένων λιμενικών βρέθηκε σάκος με περίπου οκτώ κιλά κοκαΐνη, η οποία φέρεται να προέρχονται από τις ποσότητες που είχε κατασχέσει το Λιμενικό Σώμα. Άπαντες οι κατηγορούμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με βαρύτατες κατηγορίες, όπως σύσταση και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, διακεκριμένη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Οπως αναφέρει το ρεπορτάζ του Mega, ο ένας εκ των δύο λιμενικών φέρεται να δήλωσε στην απολογία του πως δεν αποτελούσε μέλος του κυκλώματος, παρά είχε εισχωρήσει σε αυτό ως «μυστικός», με σκοπό να βοηθήσει στην εξάρθρωσή του, ενώ ο άλλος αρνήθηκε τις κατηγορίες που τού αποδίδονται.
Στο μεταξύ, το ΟΡΕΝ στη δημοσιότητα έφερε φωτογραφίες-ντοκουμέντα, οι οποίες περιλαμβάνονται στη δικογραφία για τους δέκα κατηγορούμενους. Οι φωτογραφίες δείχνουν τον υψηλόβαθμο λιμενικό να πηγαίνει στο σπίτι, το οποίο έχει χαρακτηριστεί στη δικογραφία ως «καβάντζα». Σε αυτό έκρυβαν τις κατασχεμένες ποσότητες ναρκωτικών και όπως φαίνεται, ο λιμενικός είχε πρόσβαση σε αυτόν τον χώρο. Οι αστυνομικοί παρατηρούσαν πως πάντοτε μπαινόβγαινε με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του – άλλες φορές φορούσε μάσκα, άλλες full face.
Οταν, τελικά, έγινε η επέμβαση της Αστυνομίας, στο χώρο βρήκαν σάκους με κοκαΐνη, οι οποίοι ήταν παραβιασμένοι. Από εκεί, η γυναίκα, η οποία είχε ρόλο «ταμία» και «αποθηκάριου», έπαιρνε και έδινε τις ποσότητες στα άλλα μέλη τη συμμορίας, για να προμηθεύσουν τους πελάτες τους.
Το χρονικό της υπόθεσης
Σε βάρος των 10 συλληφθέντων για την υπόθεση σχηματίστηκε δικογραφία, κατά περίπτωση, για εγκληματική οργάνωση, βία κατά υπαλλήλων και δικαστικών προσώπων, παραβίαση σφραγίδων που έθεσε η Αρχή, παράβαση καθήκοντος, υπεξαίρεση, παράβαση της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά, για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς και για παράβαση της νομοθεσίας για τα όπλα. Επιπλέον, σχηματίστηκαν δικογραφίες σε βάρος τριών ατόμων, έγκλειστων σε καταστήματα κράτησης.
Παράλληλα, συνελήφθησαν η 63χρονη διαχειρίστρια του σπιτιού – «καβάντζας», καθώς και ο 47χρονος βοηθός της. Προηγήθηκαν καταγγελίες αναφορικά με τη δράση εγκληματικής ομάδας που ενέχεται στη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών στην περιοχή του Πειραιά με τη συμμετοχή Αξιωματικού του Λιμενικού, καθώς και άλλων ιδιωτών, έγκλειστων σε καταστήματα κράτησης.
Ο τρόπος δράσης της εγκληματικής οργάνωσης (modus operandi) ήταν ο εξής:
αρχηγός της εγκληματικής οργάνωσης ήταν 71χρονη, έγκλειστη σε κατάστημα κράτησης, η οποία αποτελούσε τον ιθύνοντα νου της οργάνωσης, καθώς ήταν επιφορτισμένη με την επιμέλεια και την υλοποίηση όλου του επιχειρησιακού σκέλους. Τα μέλη της οργάνωσης πειθαρχούσαν στις εντολές της και δεν ενεργούσαν, αν δεν εξασφάλιζαν προηγουμένως τη σύμφωνη γνώμη της. Λάμβανε υψηλότατα μέτρα αυτοπροστασίας, καθώς συνομιλούσε με τα υπόλοιπα μέλη χρησιμοποιώντας συνθηματικά και προσωνύμια. Είχε φροντίσει για την απαραίτητη υποδομή της οργάνωσης, παρέχοντας χώρο – καβάντζα, ενώ ταυτόχρονα είχε αναπτύξει το δίκτυο από την αρχική προμήθεια μέχρι την τελική πώληση των ναρκωτικών ουσιών.
Τα κέρδη της οργάνωσης μοιράζονταν στα υπόλοιπα μέλη μόνο καθ’ υπόδειξη της και αφού πρώτα καθόριζε το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα. Διαθέτει πλούσιο ποινικό παρελθόν στη διάπραξη παρόμοιων εγκληματικών πράξεων, γεγονός που καταδεικνύεται και από τον επαγγελματικό σχεδιασμό των παράνομων ενεργειών της οργάνωσης,
Αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος, αποτελούσε ζωτικό μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, επιφορτισμένος με το ρόλο του κύριου προμηθευτή των ναρκωτικών ουσιών.
Εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του και το τμήμα του Λιμενικού στο οποίο υπηρετούσε, κατάφερνε να εξασφαλίζει ποσότητες, οι οποίες είχαν άμεση σχέση με τις υποθέσεις που ερευνούσαν. Με τον τρόπο αυτό, εξασφάλιζε στην οργάνωση μηδενικό κόστος της ναρκωτικής ουσίας, έχοντας ως αντίκτυπο τα τεράστια περιθώρια κέρδους που είχαν από την μεταπώληση της στους τελικούς διακινητές. Παράλληλα, κατά τις επικοινωνίες του λάμβανε ιδιαίτερα μέτρα αυτοπροστασίας, ενώ χρησιμοποιούσε τηλεφωνικές συνδέσεις καταχωρημένες σε ανύπαρκτους αλλοδαπούς.
63χρονη, αποτελούσε βασικό μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, καθώς ήταν επιφορτισμένη με το ρόλο του ταμία – διαχειριστή της οργάνωσης, του φύλακα της καβάντζας, ενώ παράλληλα ήταν ο συνδετικός κρίκος της αρχηγού με τα υπόλοιπα μέλη, με την οποία μάλιστα συνδέονταν με φιλικές σχέσεις. Αναλάμβανε να συναντά δια ζώσης τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης, είτε αφορούσε συναλλαγή με ποσότητες ναρκωτικών ουσιών, είτε παραλαβή χρηματικών ποσών και το διαμοιρασμό, ακολούθως, των μεριδίων. Για όλα τα ανωτέρω ενεργούσε μόνο κατόπιν εντολής ή σύμφωνης γνώμης της αρχηγού.
47χρονος, αποτελούσε βασικό μέλος της οργάνωσης, ενώ συνδέονταν με στενές συγγενικές σχέσεις με την αρχηγό. Μετέφερε γι’ αυτήν προσωπικά αντικείμενα και προμήθειες, μέσω επισκεπτηρίων στο Κατάστημα Κράτησης.
71χρονος, έγκλειστος σε κατάστημα κράτησης, αποτελούσε έναν από τους βασικούς φύλακες ποσοτήτων ναρκωτικών ουσιών, καθώς η δράση του τερματίστηκε την 03-08-2023, κατόπιν σύλληψης του από την Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Πατρών με μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών, η διακίνηση της οποίας εντάσσεται στη δράση της παρούσας εγκληματικής οργάνωσης.
56χρονος, αποτελούσε έναν από τους βασικούς μεταφορείς ναρκωτικών ουσιών της οργάνωσης, από τα περιφερειακά σημεία φύλαξης, στο σπίτι – καβάντζα.
55χρονος και 51χρονος, αποτελούσαν τους βασικούς διακινητές ναρκωτικών ουσιών της οργάνωσης, ενώ ο 55χρονος από κοινού με την 38χρονη σύντροφό του, προμηθεύονταν τις ναρκωτικές ουσίες για την περαιτέρω διακίνησή τους.
44χρονος, άτομο που συνδέονταν με συγγενικούς δεσμούς με τη διαχειρίστρια του σπιτιού – «καβάντζας» είχε ελεύθερη πρόσβαση στο σπίτι, ενώ ο ίδιος από κοινού με 56χρονη διακινούσαν ναρκωτικές ουσίες και επιπλέον μετέφερε – παρέδιδε ποσότητες ναρκωτικών ουσιών στους υπόλοιπους διακινητές της εγκληματικής οργάνωσης.
44χρονη, έγκλειστη σε κατάστημα κράτησης, αποτελούσε βοηθό της αρχηγού προκειμένου να διευθετήσει και οργανώσει τις παραδόσεις ναρκωτικών ουσιών σε βασικό διακινητή, αλλά και την επιστροφή των χρηματικών ποσών που προέρχονται από την πώληση αυτών, στην ταμία της οργάνωσης.
Ανώτερος Αξιωματικός του Λιμενικού Σώματος, μέλος της εγκληματικής οργάνωσης, παρείχε εκ της θέσης του, την απαραίτητη κάλυψη και πρόσβαση στον υφιστάμενο του και βασικό προμηθευτή της εγκληματικής οργάνωσης.
Κατά τις συνομιλίες τους, χρησιμοποιούσαν συνθηματικά, ώστε να δυσχεραίνουν την αποκρυπτογράφηση τους από τις διωκτικές Αρχές και συγκεκριμένα: «μηχανάκια», «πληροφορίες», «τηλέφωνα» (= ποσότητες ναρκωτικής ουσίας), «αριθμοί» (= λεφτά),
«βραστό» (= κοκαΐνη για χρήση ως «φρίμπα»), «μονόζυγο» (= ζυγαριά ακριβείας),
«νούμερα» (= ύψος χρημάτων ανά 1.000 ευρώ), «γατάκια» (= κιλά κοκαΐνης), «πράγματα» (= ναρκωτικά), «δραχμή» (= γραμμάριο), «ντάριπε» (= πεντάρι [αναγραμματισμός], δηλαδή πέντε).
Υπολογίζεται ότι, κατά τη διερευνώμενη περίοδο, η εγκληματική οργάνωση διακίνησε τουλάχιστον 14.500 γραμμάρια κοκαΐνης, με το περιουσιακό όφελος που αποκόμισαν τα μέλη της να ανέρχεται στα 1.232.000 ευρώ.