Τα Χριστούγεννα των Θεσσαλών Καραγκούνηδων

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

«Μπήκαν στα σπίτια τα Χριστουγεννιάτικα δέντρα και τα κάθε είδους λαμπιόνια που αναβοσβήνουν. Οι κουλούρες πια δε ζυμώνονται από τις νοικοκυρές, αλλά αγοράζονται πλέον από τους φούρνους της γειτονιάς, στα παιδάκια που λένε τα κάλαντα δίνουν μόνο λεφτά και τα τραγούδια και τα γλέντια στα σπίτια σπάνια γίνονται».

Αυτά μεταξύ άλλων αναφέρει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Βάσω Κοζιού-Κολοφωτιά, ερευνήτρια τοπικής ιστορίας-Α’ Γραμματέας Αμφικτιονίας Θεσσαλών Καραγκούνηδων.

Η ίδια, με σημαντικά στοιχεία, που αποτελούν προϊόν έρευνας αλλά και έχοντας προσωπικά βιώματα, μας οδηγεί σε ένα ταξίδι, στα Χριστούγεννα των Θεσσαλών Καραγκούνηδων, με αναφορά και στη σημερινή εποχή.

Σήμερα, σημειώνει, οι περισσότεροι γλεντιστές προτιμούν πλέον τα νυκτερινά κέντρα και τις ταβέρνες και όσοι μένουν στα σπίτια τους, συντροφιά τους είναι η τηλεόραση με τα εορταστικά Χριστουγεννιάτικα προγράμματα που ετοιμάζουν τα κανάλια, που ουδόλως θυμίζουν την παράδοση του τόπου μας. Πολλές αλλαγές επήλθαν στον τρόπο ζωής και εορτασμού των Χριστουγέννων στους Καραγκούνηδες της υπαίθρου. Διατήρησαν όμως και πολλά στοιχεία του λαϊκού τους πολιτισμού, τα οποία σε συνδυασμό με τις αναβιώσεις που γίνονται από τους διάφορους πολιτιστικούς συλλόγους, καταφέρνουν να τα μεταλαμπαδεύσουν στις επόμενες γενιές, δεν παραλείπει να τονίσει, για να διευκρινίσει: «Από τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα με τη φυγή των ανθρώπων της υπαίθρου προς την πόλη για αναζήτηση δουλειάς άρχισε σιγά, σιγά να αλλάζει και το όλο σκηνικό εορτασμού των Χριστουγέννων».

Πώς ήταν όμως τα Χριστούγεννα για τους Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας; «Ζώντας τα πρώτα χρόνια της ζωής μου», σημειώνει χαρακτηριστικά η κ. Κοζιού, «σε ένα αμιγώς καραγκουνοχώρι, την Κρανιά Καρδίτσας, βίωσα πολλά από τη ζωή των καραγκούνηδων. Αργότερα ως ιδρυτικό μέλος και Α’ Γραμματέας της Αμφικτιονίας των Θεσσαλών Καραγκούνηδων μέσα από τα καραγκούνικα ανταμώματα, τα πανελλήνια συνέδρια, τις ημερίδες και τα εργαστήρια που πραγματοποιήσαμε σε διάφορες πόλεις της Θεσσαλίας γνώρισα περισσότερα για αυτή την πληθυσμιακή ομάδα η οποία διατήρησε την ελληνική γλώσσα και πολλά από τα ήθη, τα έθιμα και δρώμενα που οι ρίζες τους ακουμπούν στην αρχαιότητα».

Και προσθέτει: «Βαθιά θρησκευόμενοι αλλά και πιστοί σε διάφορες μαγικές τελετουργίες οι καραγκούνηδες ζούσαν έντονα το δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι την ημέρα των Θεοφανείων. Όλα άλλαζαν αυτές τις ημέρες. Τα σπίτια έπαιρναν μια γιορτινή όψη. Οι καραγκούνες νοικοκυρές είχαν πολλά να κάνουν. Παλάμιζαν το πάτωμα των σπιτιών, ασβέστωναν τους τοίχους, φουκάλιζαν τη ρούγα και έστρωναν τις καλές μαντανίες στα κρεβάτια. Πρωί- πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων ζύμωναν τις αυγοκλούρες για τα παιδιά της οικογένειας και τα παιδιά που θα τους έλεγαν τα κάλαντα, καθώς και τη χριστουγεννιάτικη κουλούρα του σπιτιού με τις σταφίδες και τα σύκα και ετοίμαζαν την παραγεμιστή κότα με ρύζι, σύκα, σταφίδες, τα εντόσθια της κότας και κομματάκια από πρόσφορο για να είναι ευλογημένο το χριστουγεννιάτικο τραπέζι».

Ξημερώματα, συνεχίζει η κ. Κοζιού, της ημέρας των Χριστουγέννων χτυπούσε η καμπάνα και όλη η οικογένεια ντυμένη με τα καλά της και καθαρή στην ψυχή και στο σώμα, αφού όλα τα μέλη της νήστευαν, ξεκινούσε για την εκκλησία. Πολύ τυχερός και ευλογημένος θεωρείτο, όποιος προλάβαινε να χτυπήσει την καμπάνα με τον γνωστό χαρμόσυνο ήχο που έστελνε το μήνυμα της γέννησης του Χριστού. Μετά τη θεία μετάληψη και το τέλος της χριστουγεννιάτικης λειτουργίας οι χριστιανοί έλεγαν μεταξύ τους τα χρόνια πολλά και οι γυναίκες μέσα και έξω στην εκκλησία μοίραζαν κομμάτια ζυμωτής, φρεσκοψημένης και μοσχομυριστής κουλούρας και κομμάτια τηγανισμένου κοτόπουλου για τις ψυχές των πεθαμένων.

«Το μεσημέρι ανήμερα, των Χριστουγέννων απολάμβαναν την ολόζεστη σούπα και την παραγεμισμένη κότα ή γαλοπούλα και τη χοιρινή τηγανιά, αν η γουρνουχαρά είχε προηγηθεί, και αντάλλαζαν ευχές. Με το φαγητό και το κρασάκι ερχόταν και το κέφι με τα τραπεζιάτικα τραγούδια. Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι δεν ξεστρώνονταν εκείνη τη μέρα ούτε έβγαζαν τα γιορτινά τους, γιατί πίστευαν ότι μαζί τους ήταν και ο Χριστός και ήθελαν να ζήσουν όσες περισσότερες ώρες μπορούσαν μαζί του και να τον τιμήσουν. Το βράδυ οι άνδρες επισκέπτονταν τα σπίτια που γιόρταζαν και το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι αργά», λέει στο ΑΠΕ- ΜΠΕ η ερευνήτρια.

Τη δεύτερη ή Τρίτη μέρα των Χριστουγέννων τα περισσότερα σπίτια των καραγκούνηδων ήταν επί ποδός, γιατί είχαν την γουρνοχαρά. Το σφάξιμο και το συμμάζεμα του γουρουνιού ήταν μια ιεροτελεστία. Από νωρίς το πρωί 4-5 άνδρες και άλλες τόσες γυναίκες, συνήθως συγγενείς ή φίλοι των νοικοκύρηδων, κατέφταναν στο σπίτι για να βοηθήσουν, γιατί μια μόνη οικογένεια δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Όλα τα σύνεργα για το σφάξιμο του γουρουνιού ήταν έτοιμα, εξηγεί η κ. Κοζιού, από την προηγούμενη μέρα, για να προσθέσει: «Τα καλοτροχισμένα μαχαίρια και τσεκούρια για το σφάξιμο, τα κοκκαλάρια για το γέμισμα των λουκάνικων, η τάβλα όπου θα έκοβαν το κρέας και τα πράσα για τον ζαϊρέ των λουκάνικων, οι κατσαρόλες για το καυτό νερό όπου βουτούσαν το κεφάλι και τα πόδια για να τα μαδήσουν και το μεγάλο καλογανωμένο καζάνι, όπου έλιωναν τον παστό για να πάρουν τη λίπα και τις τσιγαρίδες, που πολλές νοικοκυρές τις ανακάτευαν με πράσα αλάτι και διάφορα μυρωδικά και τις διατηρούσαν σε πιθάρια για πολύ καιρό. Νοστιμάτατος μεζές οι τσιγαρίδες μέχρι να στεγνώσουν τα λουκάνικα, που τα κρεμούσαν κατάματα στον ήλιο κάτω από την αστρέχα του σπιτιού».

Η νοικοκυρά ακολουθώντας τις παραδοσιακές συνήθειες των προγόνων της, όταν έσφαζαν το γουρούνι, έπαιρνε μια φτιαριά κάρβουνα, έριχνε το θυμίαμα και το έδινε στον αφέντη του σπιτιού ο οποίος, αφού θυμιάτιζε όλους τους παραβρισκόμενους, το έριχνε στον λαιμό του γουρουνιού. Πίστευαν με αυτόν τον τρόπο πως θα έχουν την ευλογία του Χριστού και θα έδιωχναν μακριά τους καρκάτζαλους που μαγάριζαν το κρέας και τα άλλα φαγώσιμα.

«Έχω έντονα χαραγμένη στη μνήμη μου τη γιαγιά μου Βασιλική και τη μάνα μου Σταυρούλα που έριχναν κάθε βράδυ στη φωτιά αλάτι και θυμιάμα κατά τη διάρκεια του δωδεκαημέρου, για να κρατήσουν μακριά από το σπίτι μας τους καλικάντζαρους», τονίζει και συνεχίζει: «Μόλις τελείωνε το συμμάζεμα του γουρουνιού οι άνδρες και οι γυναίκες έφευγαν για τα σπίτια τους. Οι άνδρες όμως με τα καλά τους ρούχα ξαναγύριζαν στο σπίτι που είχε τη γουρνοχαρά και εκεί στήνονταν ένα πλούσιο τραπέζι με τυρόπιτες, τηγανιά, ψητό χοιρινό στα κάρβουνα, κρασί από το αμπέλι και τραγούδι μέχρι αργά το βράδυ. Πάντως η ίδια σημειώνει, πως πρώτος ο νοικοκύρης, για να τιμήσει τους φιλοξενούμενους, άρχιζε το παρακάτω τραγούδι:

Απόψε στο σπιτάκι μου έχω χαρά μεγάλη

τον άγγελό μου φίλευα και το Χριστό κερνούσα

και την κυρά την Παναγιά τη σταυροπροσκυνούσα,

να μου χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου».

Το τραγούδι, το γλέντι και ο χορός συνεχιζόταν μέχρι αργά το βράδυ με κύριους πρωταγωνιστές συνήθως τους άνδρες και τη νοικοκυρά όρθια στην πόρτα έτοιμη να γεμίσει ξανά το τραπέζι με μεζέδες και τις κανάτες με κρασί. Αργά το βράδυ το γλέντι διαλυόταν και η ίδια παρέα έδινε το ραντεβού της για την επόμενη γουρνουχαρά στο σπίτι κάποιου άλλου της παρέας. Με τις γουρνουχαρές, το φαγοπότι και τα τραγούδια οι καραγκούνηδες γλεντούσαν με την ψυχή τους τις μέρες των Χριστουγέννων περιμένοντας την Πρωτοχρονιά και τη μεγάλη γιορτή του Αγίου Βασιλείου.

Τον εορτασμό των Χριστουγέννων με τις γουρνουχαρές, τα γλέντια, τα τραγούδια και τους χορούς τον σταμάτησε απότομα ο πόλεμος του 1940 και η κατοχή και αργότερα ο εμφύλιος. Όταν όλα αυτά τελείωσαν, οι Καραγκούνηδες επανήλθαν στον παλιό εορτασμό των Χριστουγέννων αλλά έλειπε ο ενθουσιασμός, έλειπαν και τα χρήματα, καταλήγει η ίδια.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ