Όποιος θεωρεί ότι η παρουσία του Τούρκου προέδρου και το αποτύπωμα που άφησε συνολικά η τουρκική αντιπροσωπία υποδηλώνουν «υποχώρηση» της Άγκυρας σε ζητήματα υψηλής στρατηγικής, προφανώς δεν υπολογίζει ποια θα είναι η συνέχεια μετά το «ειδύλλιο». Και δεν μιλάμε για… αύριο.
του Νίκου Σταυρουλάκι
Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1928 ο Ελευθέριος Βενιζέλος βρισκόταν στη Ρώμη. Οι διπλωματικές υπηρεσίες Ελλάδας και Ιταλίας είχαν συμφωνήσει και ετοιμάσει το περίγραμμα της συνάντησης του πρωθυπουργού της Ελλάδας με τον ηγέτη της φασιστικής Ιταλίας, Μπενίτο Μουσολίνι. Απότοκος αυτής της συνάντησης ήταν η περιβόητη Ελληνοϊταλική Συνθήκη Φιλίας, Συνδιαλλαγής και Δικαστικού Διακανονισμού, την οποία οι δύο άνδρες υπέγραψαν σε κλίμα… συνδιαλλαγής. Πέντε χρόνια μετά την καταστροφή του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία!
Επρόκειτο για μία συνθήκη με την οποία η Ελλάδα -θεωρούσε ότι- εξασφαλίζει τα νώτα της έναντι του Ανατολικού Ζητήματος (Τουρκία), που «έτρεχε» (σ.σ.: ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη), με απρόβλεπτη έκβαση. Ωστόσο, κάθε συνθήκη συνομολογείται μπροστά από ένα πέτασμα. Πίσω από αυτό βρίσκεται καλά κρυμμένο το ουσιαστικό ζήτημα. Στην περίπτωση της Ελληνοϊταλικής Συνθήκης ήταν η τύχη της ιταλοκρατούμενης Δωδεκανήσου.
Με την κατάπτυστη αυτή συνθήκη η Ελλάδα απεμπολούσε τα Δωδεκάνησα, το σύμπλεγμα εκείνο των νησιών του Αιγαίου με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς, που τελούσε υπό ιταλική κυριαρχία. Έθετε το υπαρκτό δωδεκανησιακό ζήτημα στο περιθώριο και τα ελληνικά συμφέροντα στα Δωδεκάνησα στον κάδο των αχρήστων. Τα Δωδεκάνησα εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους και παραδόθηκαν στη σκληρότερη κατοχή της Ιστορίας τους, υπό τον φασίστα συνεργάτη του Μουσολίνι, Τσέζαρε Μαρία ντε Βέκι.
Σε σχετικές δηλώσεις του ο Βενιζέλος ανέφερε: «Δωδεκανησιακό ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας δεν υφίσταται, καθόσον μετά την υπογραφήν της Συνθήκης τής Λωζάννης το ζήτημα υφίσταται μόνον μεταξύ Δωδεκανησίων και Ιταλίας, ως ακριβώς το Κυπριακό είναι ζήτημα όχι μεταξύ Ελλάδος και Αγγλίας, αλλά μεταξύ Αγγλίας και κυπριακού λαού»!
Σήμερα η αγγλική πρεσβεία στεγάζεται στην οικία του Ελευθερίου Βενιζέλου…
Στο ακροτελεύτιο άρθρο (28) η συνθήκη ανέγραφε ότι θα έχει διάρκεια πέντε ετών και εάν δεν καταγγελθεί νωρίτερα από μία πλευρά, θα ισχύει για άλλα πέντε χρόνια. Δώδεκα χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1940, η Ιταλία κήρυξε πόλεμο εναντίον της Ελλάδας. Από νομικής πλευράς ήταν εντάξει. Δεν παραβίαζε τη συμφωνία, που είχε λήξει δύο χρόνια νωρίτερα…
Στο αμέσως προηγούμενο άρθρο (27) η συνθήκη αναφέρει: «Αι αμφισβητήσεις, αίτινες δύνανται να γεννηθώσιν είτε κατά την ερμηνείαν είτε κατά την εκτέλεσιν της παρούσης Συνθήκης, θα υποβάλλονται απ’ ευθείας, δι’ απλής αιτήσεως εις το ΔΔΔΔ της Χάγης (σ.σ.: προηγούμενη ονομασία του Διεθνούς Δικαστηρίου)».
Αλλά η Ιστορία επαναλαμβάνεται, δυστυχώς, ως (τραγική) φάρσα… Και η επίσκεψη του Τούρκου προέδρου στην Αθήνα δεν μπορεί παρά να παράγει ανάλογους ιστορικούς συνειρμούς. Στην παρούσα φάση πίσω από το προπέτασμα της «κοινής διακήρυξης» υπήρξαν κρυμμένα στρατηγικά μεγέθη, τα οποία (οϊμέ) θα αποκαλυφθούν εν καιρώ.
Πάντως, το «πάθημα» της Μαδρίτης έγινε «μάθημα». Η «κοινή δήλωση» Σημίτη – Ντεμιρέλ (8 Ιουλίου 1997), έναν χρόνο μετά τα Ίμια, με την οποία η Ελλάδα αναγνώριζε «ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο, για την Άγκυρα έχει «νομική ισχύ». Για την Ελλάδα όχι. Και η «κοινή διακήρυξη» της Αθήνας δεν έχει νομική ισχύ.
Όπως ανέφερε ο Ν. Δένδιας: «Είναι καλοδεχούμενη η ηρεμία και υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε να συμβάλει στην προοπτική μιας περαιτέρω βελτίωσης. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τις πολλές μετατοπίσεις ιστορικά στο εκκρεμές των σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας. Οφείλουμε να είμαστε πάντα έτοιμοι τόσο για το θετικό όσο και για το αρνητικό σενάριο».
Ο Δένδιας γνωρίζει Ιστορία και γνωρίζει και την Τουρκία.