Όπως είπε στην προανακριτική του απολογία, «τον 37χρονο τον γνώρισα πριν από ένα χρόνο στην Αθήνα, κάναμε στενή παρέα τους τελευταίους 7 μήνες. Η πρώτη επαφή έγινε σε ένα καφέ στην περιοχή του Αγίου Παύλου στο κέντρο. Κάθε φορά που με καλούσε για φαγητό ή ποτό, πήγαινα μαζί του.
Δεν γνώριζα ότι είχε βαρύ ποινικό παρελθόν, δεν ήξερα σωστά ούτε το όνομά του. Με άλλο όνομα τον γνώρισα και αλλιώς μου το αναφέρατε εσείς». Ωστόσο, όπως προέκυψε, ο πιστολέρο έχει μπει δέκα χρόνια φυλακή στην Αλβανία, γιατί πυροβόλησε τρεις αστυνομικούς και αποφυλακίστηκε πριν ακριβώς ένα χρόνο.
Με πλαστά χαρτιά μπήκε στη χώρα μας. «Το βράδυ του Σαββάτου με πήρε τηλέφωνο στις δύο τα ξημερώματα. Κοιμόμουν, αλλά δεν μου έκανε εντύπωση, γιατί ο 37χρονος είχε χωρίσει πριν 2 μήνες και ήταν τρελαμένος, επειδή τον παράτησε η πολύ μικρή φίλη του. Μου είπε πως ”δεν είμαι καλά και θέλω να πάμε κάπου να πιούμε ένα ποτό”. Του είπα ”άσε με είμαι πολύ κουρασμένος, δουλεύω τα πρωινά και πως έχω πρόβλημα με τη μέση μου, παίρνω φάρμακα και δεν μπορώ να πιώ. Δεν μπορώ να βγω τώρα από το σπίτι, δεν έχω αυτοκίνητο”.
Τότε μου είπε ”σήκω, ετοιμάσου και έρχομαι εγώ στα Μελίσσια να σε πάρω. Πράγματι, ήρθε με το αυτοκίνητο, με πήρε τηλέφωνο και μου λέει ότι “έφτασα και σε περιμένω”. Ντύθηκα γρήγορα και πήγα. Στο αυτοκίνητο δεν ήταν μόνος του. Ήταν και ένα άλλο άτομο που δεν τον ήξερα. Πήγαμε σε ένα μπαρ στο Κολωνάκι. Εγώ ήπια ένα ποτό και ο 37χρονος καμιά δεκαριά ποτά. Τότε του είπα ”να φύγω”, γιατί πέρασε η ώρα και δεν άντεχα άλλο. Μάλιστα, τον ρώτησα αν μπορούσε να με πάει σπίτι ή να έπαιρνα ταξί και να πήγαινα μόνος μου.
Άλλωστε, λόγω τον φαρμάκων που παίρνω δεν κάνει να πιω καθόλου ακλοόλ. Μου είπε πάμε να πιούμε ένα ποτό στο Γκάζι και μετά κατευθείαν από την Αττική οδό να με πάει σπίτι, για να μην του χαλάσω το χατίρι, δέχθηκα και πήγα για ένα ποτό ακόμα. Στο Γκάζι συνέχισε να πίνει και εγώ ήπια μισό ποτό. Όταν βγήκαμε από το μπαρ στο Γκάζι από το αλκοόλ, δεν μπορούσε να οδηγήσει το αυτοκίνητο. Βλέπει απέναντι από το μπαρ μια πιτσαρία και μου λέει ”κάτσε στο αυτοκίνητο να πάρω μια πίτσα να στανιάρω”.
Ο άλλος άνδρας που ήταν μαζί μας έφυγε γιατί ήταν μικρός και δεν άντεχε άλλο και έτσι έμεινα εγώ και αυτός. Επέστρεψε με την πίτσα στο χέρι και την έφαγε μέσα στο αυτοκίνητο. Πριν τελειώσει το φαγητό έβαλε μπρος και ξεκίνησε το αυτοκίνητο. Λίγο πριν είχε βρέξει και επειδή το αυτοκίνητο ήταν μεγάλο, πάτησε σε μια λακκούβα με νερό και έβρεξε την παρέα των παιδιών που ήταν στο πεζοδρόμιο. Ένας από τους νεαρούς γύρισε και του είπε “Τι κάνεις ρε μ…..”.
Είχε ένα μπουκάλι στο χέρι και του το πετάει. Ήταν κατεβασμένο το τζάμι του αυτοκινήτου και ο 37χρονος νευρίασε. Σταματάει το τζιπ και μάλιστα σταμάτησαν και άλλα αυτοκίνητα που ήταν πίσω μας. Κατεβαίνει κάτω και του ζητάει τον λόγο: “Ποιόν είπες μ…. ρε”. Κατεβαίνω και εγώ για να προσπαθήσω να τον συγκρατήσω. Τότε ο νεαρός είπε πως εντάξει δεν είπα εσένα μ….. . Λέει ”οκ” και γυρνάει να πάει προς το αυτοκίνητο. Εκείνη τη στιγμή έρχονται τα δυο αδέλφια από την Κρήτη, με πλησιάζει και με φτύνει στο πρόσωπο.
Ενστικτωδώς του έριξα ένα χαστούκι και τότε το άλλο παιδί δίνει μια γροθιά στον 37χρονο. Τα πράγματα ξέφυγαν τότε και ο 37χρονος έβγαλε το πιστόλι και τους πυροβόλησε. Εγώ δεν ήξερα ότι κουβαλάει όπλο μαζί του. Γυρνάει και μου λέει. ”Μπες μέσα στο αυτοκίνητο να φύγουμε”. Φοβήθηκα. Δεν του είπα τίποτα. Είχα την αίσθηση πως αν του πω κάτι, θα έριχνε και σε μένα.
Μόλις μπήκα στο τζιπ, έκανα εμετό και το μόνο που του λέω είναι να πάμε στην Αστυνομία να παραδοθούμε. Εκείνος δεν μίλαγε. Είπε μόνο ”θα σε πάω σπίτι”. Με άφησε και εξαφανίστηκε. Μόλις μπήκα σπίτι, άρχισα να καλώ στο τηλέφωνο την δικηγόρο μου. Μιλήσαμε και τελικά αποφάσισα μαζί με αυτή να έρθω στη ΓΑΔΑ και να παραδοθώ».