Η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη δεκάδα της Ευρώπης αναφορικά με το επίπεδο ανάπτυξης και τις προβλέψεις για την εξέλιξη της αγοράς των φωτοβολταϊκών την επόμενη τετραετία. Η έκθεση επισημαίνει πως τα φωτοβολταϊκά στην Ε.Ε. κατέγραψαν φέτος εντυπωσιακές επιδόσεις.
Η συνολική ισχύς των φωτοβολταϊκών στην Ενωση ανέρχεται σήμερα σε 263 GW, αυξημένη κατά 27% από τα 207 GW το 2022, ενώ οι ετήσιες νέες εγκαταστάσεις ήταν 55,9 γιγαβάτ (+ 40% σε σχέση με το 2022!).
Η Γερμανία παραμένει στην πρώτη θέση με 82 GW συνολικής εγκατεστημένης ισχύος και ακολουθούν η Ισπανία με 36 GW και η Ιταλία με 29,5 GW. Η Γερμανία εγκατέστησε επίσης τις περισσότερες νέες μονάδες το 2023 (+14,1 γιγαβάτ, σπάζοντας το προηγούμενο ρεκόρ της Ιταλίας που ήταν 9,3 γιγαβάτ το 2012).
Ωστόσο, ενώ η Γερμανία ηγείται τόσο στην κατάταξη της ετήσιας αγοράς της Ε.Ε. όσο και στην κατάταξη της συνολικής δυναμικότητας, η Ολλανδία διατηρεί την πρώτη θέση σε εγκατεστημένη ισχύ ανά κάτοικο, φτάνοντας τα 1.280 W/κάτοικο το 2023, ενώ η η Γερμανία πλησιάζει το όριο του 1 kW, με 985 W/κάτοικο.
Η θέση της Ελλάδας στη σχετική κατάταξη μεταξύ των 27 είναι:
Εβδομη στην εγκατεστημένη ισχύ ανά κάτοικο με 691 Watt, από 531 το 2022, ψηλότερα από την Αυστρία, τη Σλοβενία και το Λουξεμβούργο.
Εβδομη στην πρόβλεψη για νέες εγκαταστάσεις κατά την περίοδο 2024-2027, οπότε αναμένεται να προστεθούν 6,9-13,9 γιγαβάτ (ανάλογα με το σενάριο που εξετάζεται). Το αποτέλεσμα είναι ότι το μερίδιο της Ελλάδας στη νέα ευρωπαϊκή φωτοβολταϊκή ισχύ αναμένεται να αυξηθεί από 3% το 2023 σε 4% το 2027.
Η Ελλάδα αναμένεται να πετύχει το 2026 τον στόχο που έχει τεθεί για το 2030, ενώ 12 χώρες της Ε.Ε. (Σλοβακία, Σλοβενία, Ισπανία, Αυστρία, Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ουγγαρία, Ιταλία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο και Πορτογαλία) θα φτάσουν στον στόχο από το 2027 και μετά.
Σύμφωνα με την έκθεση, ο μέσος χρόνος αδειοδότησης για μικρές μονάδες στην Ελλάδα είναι 3-4 μήνες, ενώ στις άλλες χώρες ξεκινά από έναν μήνα και φτάνει στον έναν χρόνο. Για μεγαλύτερες μονάδες η αδειοδότηση στην Ελλάδα απαιτεί τρία έως έξι χρόνια, ενώ ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τέσσερα χρόνια.
Η εγχώρια αγορά κυριαρχείται από συστήματα μεσαίου μεγέθους μεταξύ 10 κιλοβάτ και 1 μεγαβάτ (71%), ενώ ο οικιακός τομέας έχει μερίδιο 7%, αλλά με αυξητική τάση. Για πρώτη φορά οι εγκαταστάσεις αυτοπαραγωγής ξεπέρασαν πέρυσι τα 100 μεγαβάτ και φέτος αναμένεται να φτάσουν ακόμα ψηλότερα, με διπλασιασμό τους σε ετήσια βάση.
Σε όρους ενεργειακής παραγωγής, τα ελληνικά φωτοβολταϊκά κάλυψαν το 13,6% του ηλεκτρισμού το 2022 και προβλέπεται να ανέβουν στο 18% φέτος.