Χριστουγεννιάτικα διηγήματα, 1892
Εἶχε κινήσει ἀποβραδύς, ἡμίσειαν ὥραν πρὶν κρυφθῇ εἰς τὸ βουνὸν ὁ ἥλιος, νὰ ὑπάγῃ πίσω μακρὰν εἰς τ᾽ Ἀρβανίτη, σ᾽ Μανώλη τ᾽ σουφριά*… ὄχι, στὸν Ἀραδιά, στῆς Κεχριᾶς τὸ ρέμα, ὁ Ἀγάλλος Μανουὴλ Ἀγάλλου. Δὲν ἦτο καὶ πολὺ σιμά… ὄχι, δὲν ἦτο καὶ πολὺ μακριὰ ὁ νερόμυλος, ὀλιγώτερον ἀπὸ δύο ὧρες μὲ τὰ πόδια. Ἀλλ᾽ εἰς τὸν δρόμον εἶχεν ἀργοπορήσει, ποιὸς ξεύρει διατί. Ἴσως ἐνθυμεῖτο τὴν πρὸ ὀλίγων χρόνων τερπνὴν καὶ εὐάρεστον καὶ ζηλεμένην θέσιν του, ὅταν ἦτο γαμβρὸς ὡραῖος καὶ περιζήτητος, μὲ μακριὰ φούντα, μὲ γλυκὰ μάτια, μὲ φέσι ψηλό, μεγάλο καὶ κατακόκκινο, ποὺ νὰ τὸ φορῇ στραβὰ ὣς τὸ αὐτί. Καὶ τὴν παρέβαλλε μὲ τὴν σημερινὴν κατάστασίν του, νὰ κάθεται γυναίκα χάσασα ὅλην τὴν δρόσον καὶ τὴν ποίησίν της νὰ σὲ καρτερῇ εἰς τὸν νερόμυλον μὲ δύο παιδιά, ὁποὺ τὸ ἕνα νὰ διηγῆται παραμύθια στὸ ἄλλο. Βεβαίως ἡ δευτέρα θέσις τὸν συνεκίνει κάπως, ἀλλ᾽ ἡ πρώτη τοῦ ἐφαίνετο πλέον ἐπιθυμητή, καὶ εὐχαρίστως θὰ ἐδέχετο νὰ ξαναρχίσῃ πάλιν. Βάλε μὲ τὸ νοῦ σου, ὀκτὼ χρόνια νὰ εἶσαι ἀρραβωνιασμένος, μὲ δυὸ ἀρραβωνιαστικές, πότε μὲ τὴν μίαν, πότε μὲ τὴν ἄλλην, κάποτε συγχρόνως καὶ μὲ τὰς δύο. Ἂν ἐκαλοπέρασε ποτὲ γαμβρὸς εἰς τὸν κόσμον, ἐκαλοπέρασε κι αὐτός. Καὶ ἡ γρια-Ἀγάλλαινα, ἂς εἶναι ἅγια τὰ κόκκαλά της ἐκεῖ ποὺ εἶναι, ἦτον πολὺ εὐχαριστημένη. Ἤρχετο τοῦ Χριστοῦ, χριστόψωμα ἡ μία ἀρραβωνιαστική, χριστόψωμα ἡ ἄλλη. Λοκμάδες ἡ πρώτη, τηγανίτες ἡ δεύτερη. Εἰς ὀκτὼ ἡμέρας πάλιν, τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, βασιλόπιττα ἡ μία, βασιλόπιττα ἡ ἄλλη. Ἤρχετο πάλιν ἡ Λαμπρή, χαμαλιὰ* ἐκείνη, μπακλαβὰ αὐτή. Ἤρχετο τοῦ Αγίου Ἀγαθονίκου, μπακλαβὰ ἡ Σμαράγδω, μπακλαβὰ ἡ Ἀφέντρα. Καὶ δός του ἡ Μπονώραινα ἡ ἐπιτηδεία τεχνῖτις χαμαλιά, καὶ δός του μπακλαβάδες. Καὶ τὴν κάθε φορὰν ηὔξανε τὸ μέγεθος τῶν χαμαλιῶν, καὶ τὸ πάχος τοῦ μπακλαβᾶ ἐδιπλασιάζετο. Ἀλλ᾽ ἡ πρώτη δὲν ἠμποροῦσε νὰ τὰ βγάλῃ πέρα μὲ τὴν δεύτερη. Ἦτο, ἡ ἀτυχής, πεντάρφανη· ποῖος νὰ τὴν προστατεύσῃ, ποῖος νὰ τῆς εἰπῇ καλὸν εἰς τὰ συμπεθερικά της; Ἡ ἄλλη εἶχε καὶ παραεῖχε γονεῖς, ὥστε τῆς ἐπερίσσευαν, καὶ οἱ ἀδελφοί της, μὲ τὴν μπρατσέρα, τῆς ἐκουβαλοῦσαν καλούδια. Καὶ τῆς ἔκαμναν προικιὰ καὶ πανωπροίκια. Διὰ τοῦτο καὶ ἐνίκησεν αὐτή.
* * *
Ἅμα ἐνύκτωσεν, ἡ Ἀφέντρα ἤναψε τὸν λύχνον, ἔκλεισε τὴν πόρτα της καὶ πλύνασα τὰ ἀγρολάχανα, τὰ ἔβαλεν εἰς τὸ μικρὸν χάλκωμα, ἔχυσε νερὸν ἐντός, ἔρριψε ξηρὰ ξύλα εἰς τὴν ἑστίαν, καὶ ἀνεβίβασε τὸ χάλκωμα εἰς τὴν πυροστιάν· εἶτα ἤρχισε νὰ φυσᾷ τὸ πῦρ. Τὰ δύο της παιδία, καθήμενα ἐπὶ τῆς ψάθης, ἔπαιζαν, ἡ Λενιὼ μὲ τὴν κούκλα της, ὁ Μανώλης μὲ τὸ καραβάκι του. Ἡ πρώτη, πενταέτις, ἐδοκίμαζε νὰ εἰπῇ ἕνα παραμύθι εἰς τὸν δεύτερον, τετραέτη, ὅστις ἔχασκε νὰ τὴν ἀκούῃ. Ἤρχιζε δὲ πάντοτε ἀπὸ στίχους:
Ἄντζα* μάννα,
βάτος μαμμή,
ἀιτὸς μ᾽ ἐπῆρε…
Σχεδὸν δὲν ἤξευρε νὰ εἰπῇ ἄλλα.
Ἀλλὰ καὶ τόσα ἤρκουν διὰ τὸν Μανώλην.
Ἡ Λενιὼ παρεκάλει τὴν μητέρα της νὰ εἴπῃ τὰ λοιπά.
― Πῶς τὸ λένε, μάννα;
Καὶ ἡ Ἀφέντρα ἔλεγε τὴν συνέχειαν:
Ἀιτὸς μ᾽ ἐπῆρε,
στὸ δέντρο μ᾽ ἀνέβασε.
―Ὕστερα; ὕστερα; ἠρώτα τὸ Λενιώ.
―Ὕτελα; ἐπανελάμβανε καὶ ὁ Μανώλης.
Καὶ ἡ Ἀφέντρα διηγεῖτο μὲ ὀλίγας λέξεις, πῶς ἡ ἐκ τοῦ γαστροκνημίου ἀνδρὸς τῇ βοηθείᾳ βάτου μαιευτῆρος γεννηθεῖσα ἠγαπήθη ὑπὸ τοῦ βασιλέως καὶ εἶτα, τῇ διαβολῇ τῆς πενθερᾶς της, ἐγκατελείφθη ὑπ᾽ αὐτοῦ, καταδικασθεῖσα νὰ βόσκῃ χῆνας.
Στὸ δέντρο μ᾽ ἀνέβασε·
γριὰ μ᾽ εξεπλάνεσε.
Καὶ ἡ Ἀφέντρα κύπτουσα ἐφύσα τὸ πῦρ, διακοπτομένη μόνον διὰ νὰ εἴπῃ εἰς τὰ τέκνα της:
― Τώρα θὰ ᾽ρθῇ ὁ πατέρας σας… ὅπου εἶναι, ἔφτασε. Νὰ κάμετε φρόνιμα… Θὰ σᾶς φέρῃ καλούδια… Στραγάλια καὶ μύγδαλα.
― Ταάλια κὶ μύλαλα! ἐπανελάμβανεν ὁ Μανώλης μὲ τὸ στόμα ἀνοικτόν.
Ἐν τούτοις παρήρχετο ἡ ὥρα καὶ ὁ Ἀγάλλος δὲν ἐφαίνετο. Ἡ Ἀφέντρα δὲν ἀνησύχει, ἤξευρεν ὅτι ὁ σύζυγός της ἦτον «ἀργοστόλιστος»*. Ὡμοίαζε μὲ τὴν νύμφην, ποὺ ἀργεῖ νὰ στολισθῇ, καὶ ὡς ἡ νύμφη ἐπερπατοῦσε καμαρωμένα. Ἄ! νύμφη! Ὑπῆρξε καὶ αὐτὴ νύμφη… Τὸ ἐνθυμεῖτο ἀκόμη. Καὶ πῶς νὰ τὸ ξεχάσῃ; Ὀκτὼ χρόνια, ἡ πενθερά της, «τοὺς εἶχε ψήσει τὸ ψάρι στὰ χείλη», αὐτῆς καὶ τῶν οἰκείων της. Ὁ Ἀγάλλος ἦτον περιμάχητος γαμβρός. Ὀκτὼ χρόνια, δεκαὲξ μπακλαβάδες, εἰκοσιτέσσαρες σουπιέρες χαμαλιά, παραπάνω ἀπὸ σαράντα κόττες καὶ πίττες. Καὶ ποιὸς τὰ λυπᾶται αὐτά; Μόνον, ἑκατὸ φορὲς πείσματα, κακιώματα. Πότε μὲ τὴν μίαν ἀρραβωνιαστικὴν τὰ ἐχαλνοῦσε, πότε μὲ τὴν ἄλλην. Κατ᾽ ἀρχὰς εἶχε δώσει σημάδια* εἰς τὴν ἄλλην. Ὕστερον τὰ ἐχάλασε, κ᾽ «ἔδεσε πανδρειὲς»* μ᾽ αὐτήν. Κατόπιν τὰ σκαρώνει πάλιν μὲ τὴν ἄλλην, καὶ γυρίζει πίσω τὴν ἀρραβῶνα εἰς αὐτήν. Ἀκολούθως πετᾷ τὰ σημάδια τῆς Σμαράγδως καὶ τὰ σάζει πάλιν μὲ τὴν Ἀφέντραν. Καὶ ἦτον εὔμορφος γαμβρός, νὰ ἔχῃ ζωή, καὶ τὸν ἀγαποῦσαν καὶ οἱ δυό. Ἀπὸ τὴν ἄλλην ἦτον βεβαίως πλέον εὔμορφος ἐφρόνει ἡ Ἀφέντρα, ἄσπρος, γαλανός, κοκκινορροϊδίτης. Πλέον εὔμορφος ἦτο ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν Ἀφέντραν, ἥτις ἦτο ἰσχνή, χλωμὴ καὶ ἀδύνατος. Τέλος, ἀφοῦ ἔκαμε τελευταίαν βόλταν πρὸς τὴν Σμαράγδω, καὶ ὅλην τὴν ἑβδομάδα δὲν τὸν εἶχαν ἰδεῖ στὰ μάτια, ἀνελπίστως τὴν Κυριακὴν τὸ μεσημέρι, οἱ δύο ἀδελφοί, οἵτινες εἶχαν φθάσει τὸ Σάββατον μὲ τὴν βρατσέρα, τὸν καταφέρνουν, βγάζουν τὶς ἄδειες, καὶ τὸν στεφανώνουν τὴν Κυριακὴν τὸ βράδυ μὲ τὴν Ἀφέντραν.
Μόλις ἔλαβαν καιρὸν οἱ γενιές* της νὰ στολίσουν τὴν νύμφην. Τόσα καλούδια, τόσα πανωπροίκια. Εἶχε κεντήσει ἡ ἴδια τὸν ἥλιον καὶ τὸ φεγγάρι εἰς τὰ μανίκια τοῦ μεταξωτοῦ ἄλικου ὑποκαμίσου της. Εἰς τὴν σκούφιαν της πάλιν εἶχε κεντήσει μεγάλην γάστραν μὲ λουλούδια καὶ μὲ κλαδιά. Καὶ εἰς τὴν τραχηλιάν της εἶχε κεντήσει διάφορες κλάρες. Εἶχε καὶ ὡραῖα προμάνικα* ἀνασηκωμένα ἐκ βαρυτίμου ρωσικοῦ χρυσοϋφάντου. Καὶ τὸ ποδογύρι* ὁλόχρυσον τρεῖς σπιθαμὲς πλατύ.
Ἡ πενθερά της, μόλις εἶχε πεισθῆ τὴν τελευταίαν ὥραν νὰ δώσῃ τὴν εὐχήν της, σκληρυνομένη ἕως τότε, λέγουσα ὅτι ἐπόνεσε τὴν ἄλλην, ὅτι τὴν λυπεῖται ὡς ὀρφανήν. Τέλος ἐφόρεσε τὰ καλά της καὶ ἦλθε, φέρουσα τὴν μαύρην μανδήλαν τῆς χηρείας της, ἐπιφυλαχθεῖσα νὰ φορέσῃ χρωματιστὴν «πολίτικην», τὴν στιγμὴν μόνον ποὺ ἤθελεν ἀσπασθῆ τὰ στεφάνια. Ἦλθε καὶ ἡ ἀνδραδέλφη της κ᾽ ἐστάθη ὑψηλή, σιμὰ εἰς τὴν τέμπλαν*, ἄλλη τέμπλα ἔμψυχος αὐτή, πλατεῖα, ἀκίνητος, στολισμένη ὡς νύμφη. Διότι ἡ τέμπλα δὲν εἶναι νὰ λείψῃ ἀπὸ τὴν αἴθουσαν, ὅπου θὰ τελεσθῇ ὁ γάμος. Στρώματα, καὶ παπλώματα καὶ κιλίμια, ἐπιμελῶς διπλωμένα, προσκέφαλα, σινδόνια, σωρεύονται εὐτάκτως καὶ κοσμίως κατὰ τοῦ τοίχου, παρὰ τὴν μίαν γωνίαν τοῦ θαλάμου, καλύπτονται μὲ μεταξωτὴν σινδόνα, καὶ ἐπιστέφονται μὲ δύο προσκεφαλάδες* μὲ μεταξωτὰ περιβλήματα. Αὐτὴ εἶναι ἡ τέμπλα.
Ἀφοῦ ἔφθασε μὲ τὰ βιολιὰ ὁ κουμπάρος, ἦλθαν καὶ οἱ καλεσμένοι, ὕστερον οἱ παπάδες, καὶ ἤρχισεν ἡ τελετή. Ἀντηλλάγησαν οἱ δακτύλιοι, εἶτα τὰ στέφανα, ἀνεγνώσθησαν αἱ ὡραῖαι εὐχαί, ἐψάλη τὸ Ἡσαΐα χόρευε, ἔφεραν γῦρον τρεῖς φορές, ἔρραναν τοὺς νεονύμφους μὲ ὀρύζιον καὶ μὲ κοφέτα, καὶ τέλος ὁ Παπανικόλας μὲ τὴν σκληρὰν καὶ ὀστεώδη χεῖρά του, λαβὼν ἐκ τοῦ βραχίονος ὀκταετὲς παιδίον τὸ ὁποῖον εἶχε μάννα καὶ πατέρα, τὸ ὤθησεν ἐν τῷ μέσῳ τῶν νεονύμφων, κ᾽ ἐχώρισε διὰ τῆς κεφαλῆς τοῦ παιδίου τὰς συνδεδεμένας χεῖράς των, ἐπευχηθεὶς μεγαλοφώνως: «Ὅλο κεφαλάδες*».
Ἀκολούθως ὁ γαμβρός, λαβὼν τὸν μέγαν δίσκον, ἐκέρασεν ὁ ἴδιος τοὺς ἱερεῖς, τὸν κουμπάρον καὶ τοὺς καλεσμένους, ἐνῷ ἡ νύμφη ἱσταμένη ὀρθή, μεταξὺ τῆς τέμπλας καὶ τῆς ἀνδραδέλφης της, ἐκαμάρωνε, κ᾽ ἐχρειάζετο νὰ τῆς σείουν τὴν κεφαλὴν ὄπισθεν ἠρέμα αἱ παράνυμφοι, στολισμέναι ὅλαι παριστάμεναι, διὰ νὰ ἀπαντήσῃ διὰ κατανεύσεως εἰς τὰς ἀφθόνους εὐχὰς τῶν καλεσμένων: «Στερεωμένοι, καλορρίζικοι! μὲ γυιούς!» ἐνῷ μόλις ἐκινοῦντο τὰ χείλη της, χωρὶς ν᾽ ἀκούηται ἡ φωνή της, λεγούσης εὐχαριστῶ.
Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ μπαρμπα-Γκιουλής, ὁ κατ᾽ ἀποκοπὴν μάγειρος ὅλων τῶν γάμων, εἶχεν ἀνάψει κάτω, εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ οἰκίσκου, δύο μεγάλας πυράς, καὶ ἐπὶ τῆς μιᾶς ἀνεβίβασε τεράστιον ρακοκάζανον, τεμαχίσας ἐντός του ὀκτάμηνον πρόβατον καὶ ἤρχισε νὰ τὸ τσιγαρίζῃ διὰ νὰ κάμῃ τὸ σύνηθες εἰς τοὺς γάμους περσικὸν πιλάφι, ἐνῷ ἐπὶ τῆς ἄλλης, εὐθὺς ὡς ἔγινεν ἀνθρακιά, ἔτεινε παραλλήλους δύο σούβλας μὲ δύο ἄλλα σφαχτά.
Κύπτων ἐπὶ τῶν δύο πυρῶν, μὲ τὴν μίαν χεῖρα ἐγύριζε τὴν σούβλαν, μὲ τὴν ἄλλην ἐχειρίζετο τὴν τεραστίαν κουτάλαν, δι᾽ ἧς ἀνεκάτωνε κ᾽ ἐτσιγάριζε τὸ κρέας μὲ τὰ κρόμμυα. Ἦλθε καὶ ὁ γερο-Σιγουράντσας αὐτόκλητος βοηθός, διὰ νὰ γυρίζῃ τὴν ἄλλην σούβλαν. Μόλις ἤρχισε νὰ ροδοκοκκινίζῃ τὸ ψητόν, μόλις ἤρχισε νὰ μυρίζῃ προκλητικῶς τὸ τσιγαριστόν, καὶ ὁ Γκιουλής, ἀνασπάσας τὴν μάχαιραν ἀπὸ τὸ πλατὺ κίτρινον ζωνάρι του, ἤρχισε νὰ κόπτῃ γενναίους μεζέδες ἀπὸ τὰ δύο ψητά, καὶ διὰ τῆς κουτάλας ἔβγαζε μεγάλα κομμάτια ἀπὸ τὸ τσιγαριστόν. Κατεβρόχθιζεν αὐτὸς τρία, διὰ προφταστήρα*, ὡς ἔλεγεν, ἔδιδε καὶ εἰς τὸν γερο-Σιγουράντσα ἕν, διὰ ψυχόπιασμα* καὶ συγχρόνως ἰδὼν δύο ἢ τρεῖς ἄλλους προθύμους «μουστερῆδες», ἐξ ἐκείνων τοὺς ὁποίους οἱ παλαιοὶ ἐκάλουν μνάμονας, καὶ οἵτινες φαίνονται ὡς νὰ κρατοῦν κατάστιχον ἀκριβὲς μὲ πιστὰς χρονολογίας δι᾽ ὅλας τὰς γεννήσεις, τοὺς γάμους καὶ μάλιστα τὰ ἑορταζόμενα εἰς τὰς μνήμας τῶν Ἁγίων ὀνόματα, ἤρχισε νὰ τοὺς ἀποδιώκῃ μὲ ὀνειδισμοὺς καὶ ἀπειλάς, ὅμοιος μὲ τὴν γάτταν τοῦ σπιτιοῦ, τὴν ἀνευρίσκουσαν ὅλην τὴν φύσιν τῆς τίγριδος καὶ ἀνορθοῦσαν τὰς τρίχας καὶ γρύζουσαν ὑπούλως καὶ ἐξαπίνης σχίζουσαν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τὸν ἀπονήρευτον καὶ ὑπὸ τοῦ ἐμφύτου μόνον ἐλαυνόμενον ἐπιδρομέα σκύλον.
Εἷς τῶν καλεσμένων ἀκούσας ἀπ᾽ ἐπάνω τὴν τραχεῖαν φωνὴν τοῦ Γκιουλῆ, δι᾽ ἧς ἀπεδίωκε τοὺς ὀχληροὺς ἀπαιτητάς (τοὺς ὁποίους αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶχεν ἀποπέμψει πρὸ μικροῦ ἀπὸ τὴν οἰκίαν, ἀφοῦ τοὺς ἐφίλευσε δὶς καὶ τρὶς μπακλαβάδες καὶ μαστίχες καὶ ρώμια), ἐπρόβαλεν ἀπὸ τὸ παράθυρον, καὶ βλέπει τὸν Γκιουλήν, ὅστις ἦτο κεκηρυγμένος ἐχθρὸς τοῦ μπακλαβᾶ καὶ ὅλων τῶν γλυκυσμάτων, ἐγχειροῦντα γενναίως μὲ τὴν πλατεῖαν μάχαιράν του ἐπὶ τῶν νεφραμιῶν τοῦ ροδοκοκκινίζοντος ψητοῦ. Τότε ὁ ἐκ τῶν καλεσμένων, ὄχι μόνον δὲν τὸν ἐμέμφθη, ἀλλ᾽ αἰσθανθεὶς καὶ αὐτὸς τὴν ὄρεξίν του νὰ τὸν κεντᾷ, ἔλαβε λάθρᾳ μίαν ἀπὸ τὰς πολλὰς φλάσκας, τὰς ὁποίας εἶχον εἰσφέρει πλήρεις οἴνου οἱ καλεσμένοι, καὶ κατελθὼν ἠρέμα εἰς τὴν αὐλήν, τὴν ἐπρόσφερεν εἰς τὸν Γκιουλήν, ὅστις ἐρρόφησεν ὄχι μετρίαν δόσιν, καὶ κόψας εὐγνωμόνως μέγαν μεζὲν τὸν ἀντεπρόσφερεν εἰς τὸν διακριτικὸν ἄνθρωπον. Μετὰ δύο δὲ ἢ τρεῖς ἀμοιβαίας φιλοφρονήσεις, ἡ φλάσκα ἐμέσασεν.
Ἀλλ᾽ ἔμελλον ὁπωσδήποτε νὰ ψηθῶσι τέλος τὰ δύο σφαχτά, ὤφειλε καὶ τὸ πιλάφι νὰ γίνῃ ἐπὶ τέλους. Τότε ὁ Γκιουλὴς κατεβίβασεν ἀπὸ τὸ πῦρ τὸ πελώριον ρακοκάζανον, μετετόπισε καὶ τὰς δύο σούβλας. Καὶ ἀφοῦ ἀνεκάτωσεν, ἀνεκάτωσε τὸ ὀρύζιον κ᾽ ἔφαγε δύο ἢ τρεῖς κουταλιὲς διὰ νὰ τὸ δοκιμάσῃ, ἤρχισε νὰ κενώνῃ εἰς πλατέα βαθουλὰ πινάκια τὸ πιλάφι, νὰ κόπτῃ δὲ εἰς μεγάλα τεμάχια τὰ δύο ψητά, ἐξακολουθῶν ἐν τῷ μεταξὺ νὰ διπλοδοκιμάζῃ τὴν γεῦσίν των. Ἀλλ᾽ ἦτο καιρὸς νὰ μεταφερθῶσι τέλος ἐπάνω εἰς τὴν οἰκίαν τὰ πλήρη πινάκια, καὶ οἱ καλεσμένοι ἐστρώθησαν εἰς μακροτάτην σειρὰν κατὰ μῆκος καὶ πλάτος τοῦ μεγάλου θαλάμου, καὶ ἔφαγον καὶ εὐφράνθησαν εἰς τιμὴν τῶν νεονύμφων.
Τότε αἱ διάφοροι φλάσκαι καὶ φιάλαι ἤρχισαν νὰ κυκλοφορῶσι κατὰ πολλὰς διευθύνσεις ἀνὰ τὰς τάξεις τῶν συμποσιαστῶν. Καὶ ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὴς ὁ Ξέσουρος, θεῖος τῆς νύμφης, κρατῶν διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἀκουμβημένην ἐπὶ τοῦ γόνατός του μεγάλην χιλιάρικην, καὶ διὰ τῆς δεξιᾶς μικρὸν πενηντάρικον ποτήριον, ἐκέρνα τοὺς καλεσμένους προσφέρων φιλοφρόνως ἓν ποτήριον εἰς τὸν πρῶτον γείτονά του πρὸς τὰ δεξιά, εἶτα πίνων μετριοφρόνως καὶ αὐτὸς ἕν, εἶτα κερνῶν ἓν τὸν πρῶτον γείτονά του πρὸς τὰ ἀριστερά, ὑποφέρων καὶ αὐτὸς ἕν, διὰ νὰ διπλοχαιρετίσῃ· εἶτα μεταβιβάζων ἓν ποτήριον εἰς τὸν δεύτερον πρὸς τὰ δεξιὰ γείτονά του, ροφῶν καὶ αὐτὸς ἓν διὰ ν᾽ ἀποδώσῃ τὸν χαιρετισμόν, καὶ οὕτω καθεξῆς. Μεγίστη δὲ ὑπῆρξεν ἡ εὐθυμία, καὶ τὸ πάτωμα ἐκινδύνευσε νὰ πέσῃ ἀπὸ τὸν χορόν. Ἡ χαρὰ ἐκείνη διήρκεσεν ἐπὶ ἑβδομάδα. Τὸν γάμον αὐτόν, ἔλεγεν ἡ Ἀφέντρα, θὰ τὸν ἐνθυμεῖτο ἀκόμη διὰ πολὺν καιρὸν ὅλον τὸ χωρίον.
* * *
Ἀπὸ μιᾶς ὥρας ἤδη εἶχε γίνει σκότος, καὶ ὁ λύχνος νυστασμένα ἔφεγγε τὸν πενιχρὸν θάλαμον τὸν χωρισμένον μέσα εἰς αὐτὸ τὸ κτίριον τοῦ μύλου, καὶ ἡ ἑστία ἔκαιε παρηγόρως εἰς τὴν γωνίαν, καὶ τὰ λάχανα, τὰ ὁποῖα ἡ Ἀφέντρα εἶχε κόψει δροσερὰ μοναχή της, μετὰ κόπου ἐκλέξασα αὐτὰ ἀνάμεσα εἰς τὴν χιονισμένην κλιτὺν τοῦ ρεύματος, μεταξὺ βράχων καὶ θάμνων, περικυκλούντων ὁλόγυρα τὸν πενιχρὸν νερόμυλον, ὑπὸ τὰς γηραιὰς πλατάνους, τὰ λάχανα εἶχαν βράσει.
Ὁ Ἀγάλλος ἐν τούτοις δὲν ἤρχετο καὶ ἡ Λενιὼ ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ διηγῆται πρὸς τὸν ἀδελφόν της τὸ παραμύθι. Εἶχεν ἤδη δεκάκις ἐπαναλάβῃ τοὺς πρώτους στίχους τοῦ τραγουδιοῦ, τοὺς συνοψίζοντας εἰς τὸ στόμα τῆς ὡραίας τοῦ παραμυθιοῦ τὴν παράδοξον ἱστορίαν της καὶ ἀκόμη δὲν τοὺς εἶχε μάθει. Εὑρίσκετο δὲ τώρα εἰς τοὺς τελευταίους στίχους.
Γριὰ μ᾽ ἐξεπλάνεσε,
σ᾽ βασιλιᾶ τὰ χέρια.
Κ᾽ ἐπεκαλεῖτο εἰς βοήθειαν τὴν μητέρα της, ἥτις συνεπλήρου τὸ τραγούδι ὡς ἑξῆς:
σ᾽ βασιλιᾶ τὰ χέρια·
βασιλιὰς μὲ τ᾽ μάννα τ᾽,
κ᾽ ἐγὼ φλάω τὰ χηνάρια.
Καὶ ἡ Λενιώ, πρὶν τοὺς μάθῃ αὐτή, ἐφιλοτιμεῖτο νὰ διδάξῃ εἰς τὸν Μανώλην τοὺς στίχους, ὅστις τραυλίζων ἐπανελάμβανε:
Γλιὰ μ᾽ ἐξεπλάνεσε
σ᾽ βασιλιᾶ τὰ χέλια.
Αἴφνης ἠκούσθη κρότος. Ἔκρουον ἔξωθεν τὴν θύραν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε βάλει τὸν σύρτην ἔσωθεν ἡ Ἀφέντρα, καθὼς συνήθιζε ὅταν ἦτο εἰς τὸν νερόμυλον μόνη μὲ τὰ παιδιά της. Ἡ Ἀφέντρα μὲ κίνημα χαρᾶς ἐσηκώθη, ἔλαβε τὸν λύχνον, κατέβη τὰς τέσσαρας βαθμίδας τῆς ξυλίνης κλίμακος, δι᾽ ἧς ἀνήρχετό τις ἀπὸ τὸ ἔδαφος τοῦ μύλου εἰς τὸν θάλαμον, κ᾽ ἐπῆγε ν᾽ ἀνοίξῃ τὴν ἐξωτερικὴν θύραν. Τὰ παιδία σκιρτῶντα ἔτρεξαν κατόπιν της.
Πρὶν ἀνοίξῃ ἀκόμη τὴν θύραν ἡ Ἀφέντρα ἠκούσθη ἔξωθεν γυναικεία φωνὴ ἀπορηματική:
― Τί κλειστήκατε, θὰ πῶ*, μέσα; Ἀκόμη δὲν ἐνύκτωσε.
Δὲν ἦτο ὁ Ἀγάλλος. Ἡ Ἀφέντρα ἐγνώρισε τὴν φωνήν. Ἦτο ἡ μήτηρ της.
Ἡ γραῖα εἰσῆλθε κρατοῦσα καλάθιον ὑπὸ τὸν ἀγκῶνα, κ᾽ ἔχουσα τὴν μαύρην φουστάναν* της περασμένην ὑποκάτω εἰς τὸ χερούλι τοῦ καλαθιοῦ, φοροῦσα μόνον ἐπάνω της τὸ κοντόν, παλαιὸν ξασπρισμένον φουστάνι της, μάλλινα τσοράπια τρύπια εἰς τοὺς δακτύλους καὶ τὰς πτέρνας, καὶ ξυπόλυτη. Τὰ παιδία ὥρμησαν ἀμέσως εἰς τὸ καλάθιον, κ᾽ ἔψαξαν νὰ εὕρουν τί ἐκρύπτετο ἐντὸς αὐτοῦ ὑπὸ τὴν διπλωμένην φουστάναν, ἐλπίζοντα ὅτι θὰ τοὺς εἶχε φέρει ἡ μάμμη κάτι τι διὰ νὰ τὰ φιλεύσῃ ἀπὸ τὸ χωρίον, ἀλλὰ δὲν ηὗραν εἰμὴ μόνα τὰ παλαιὰ τσόκαρα τῆς γραίας, τὰ ὁποῖα αὕτη ἔθετε πάντοτε ἐντὸς τοῦ καλαθίου, προτιμῶσα νὰ βαδίζῃ ξυπόλυτη, διὰ νὰ εἶναι ἐλεύθερα τὰ πόδια της καὶ χάριν οἰκονομίας.
Ἡ Ἀφέντρα ἰδοῦσα τὴν μητέρα της ἐλθοῦσαν ἀντὶ τοῦ συζύγου, ὑπέθεσεν ὅτι ὁ τελευταῖος θὰ εἶχε μείνει εἰς τὴν πολίχνην νὰ διανυκτερεύσῃ, ὅπως ἐνίοτε ἔκαμνε, καὶ δὲν ἐπαραξενεύθη πολύ. Ἀλλ᾽ ἅμα ἀνέβησαν εἰς τὸν θάλαμον, ἡ γρια-Συνοδιὰ ἰδοῦσα ὅτι ἔλειπεν ὁ Ἀγάλλος ἠρώτησε:
― Ποῦ εἶναι ὁ ἄντρας σου;
Ἡ Ἀφέντρα τὴν ἐκοίταξεν ἐν ἀπορίᾳ.
― Δὲν τὸν ἄφηκες στὸ χωριό;
―Ὄχι· ἔφυγε μιὰ ὥρα μπροστύτερ᾽ ἀπὸ μένα.
― Γιὰ δῶ;
― Γιὰ δῶ.
― Καὶ πῶς δὲν ἦρθε;
― Πῶς δὲν ἦρθε, μαθές;
― Τί γίνηκε;
― Τί γίνηκε, σ᾽ ἀρωτῶ κ᾽ ἐγώ!
Ἐναγώνιος ἀνησυχία ἐκυρίευσε τὰς δύο γυναῖκας. Ἡ Ἀφέντρα συνῆψε τὰς χεῖρας ἐν ἀπογνώσει.
― Τί νὰ ἔπαθε τάχα;
― Ποῦ εἶναί τος;
― Γιατί δὲν ἤρθατε μαζί, ἀφοῦ ἤσουν γιὰ νὰ ᾽ρθῇς καὶ σύ; ἤρχισε νὰ παραπονῆται ἡ Ἀφέντρα.
― Δὲν ἤμουν σίγουρη. Ἐγὼ εἶχα δουλειές. Ἢ ἔρχομαι ἢ δὲν ἔρχομαι, τοῦ εἶπα. Πάγαινε σύ, τοῦ εἶπα, νὰ μὴ νυχτώσῃς, κ᾽ ἐγώ, ὅπως διῶ. Ἐγὼ εἶμαι μαθημένη νὰ περπατῶ τὴν νύχτα στὰ ρέματα.
Τῷ ὄντι, ὅλοι τους ἦσαν συνηθισμένοι εἰς νυκτερινὰς ὁδοιπορίας ἀνὰ τὰ ὄρη καὶ τὰς κοιλάδας. Οἱ δύο συμπεθέρες, ἡ θεια-Συνοδιά, καὶ ἡ μάννα τοῦ Ἀγάλλου, ἡ μακαρίτισσα, εἶχαν δύο νερομύλους εἰς τῆς Κεχρεᾶς τὸ ρέμα. Ὁ μύλος ὁ πατρικὸς τοῦ Ἀγάλλου εἶχε χαλάσει πρὸ πολλοῦ καὶ ἦτον ἔρημος τώρα. Ἀλλ᾽ ὁ μύλος τῆς Συνοδιᾶς, χηρευσάσης τελευταῖον ἀπὸ τοῦ ἀνδρός της, ἦτο ἐν ἀκμῇ εἰσέτι. Ὁ Ἀγάλλος, ἐπειδὴ ἦτο συνηθισμένος νὰ ἔχῃ μύλον, ἀπῄτησε τὸν μύλον ὡς προῖκα, καὶ ἡ θεια-Συνοδιὰ ἠναγκάσθη νὰ τὸν δώσῃ. Καὶ αἱ δύο οἰκογένειαι, ἀπὸ γονέων καὶ προγόνων, εἶχον ἀνατραφῆ ἐν μέρει εἰς τὴν πολίχνην ὅπου εἶχον οἰκίσκους, ἐν μέρει εἰς τῆς Κεχρεᾶς τὸ ρέμα, ὅπου εἶχον τοὺς μύλους των. Γυναῖκες καὶ ἄνδρες, παῖδες καὶ κοράσια, δὲν ἐφοβοῦντο νὰ περιπατῶσι τὴν νύκτα εἰς τὸ δάσος.
Τοὺς ἔλεγαν ὀλίγον «ἐλαφροΐσκιωτους», ἀλλ᾽ αὐτοὶ δὲν ἐφοβοῦντο τὰ στοιχειά. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι οἱ ἴδιοι διηγοῦντο πολλάκις ὅτι ἔβλεπον ἐξωτικὰ πράγματα, ἀλλ᾽ ὡμίλουν μὲ φιλόφρονα γλῶσσαν περὶ τῶν φαντασμάτων. Δὲν τοὺς κατέτρεχαν, δὲν τοὺς ἔκαμναν κακόν. Εἶχαν φιλικὰς σχέσεις μαζί των. Ὁ Ἀγάλλος διηγεῖτο πολλάκις ὅτι εἶχεν ἰδεῖ νεράιδες μὲ τὰ μάτια του, ὅτι τοῦ εἶχαν ὁμιλήσει, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἐφυλάχθη καλῶς νὰ τοὺς δώσῃ ἀπάντησιν, γνωρίζων ὅτι εἶχαν τὴν δύναμιν «νὰ τοῦ πάρουν τὴν μιλιά του». Μίαν φορὰν πάλιν παρουσιασθεῖσα πρὸς αὐτὸν ὅταν ἦτο παιδί, εἰς τὸν μύλον τοῦ πατρός του, ἡ Μοῖρά του, τοῦ εἶχε δώσει μὲ τὴν χεῖρά της ἓν φλωρίον. Τὸ ἐβεβαίου, καὶ εἶχεν ἀκόμη τὸ φλωρί, καὶ τὸ ἐδείκνυε. Μὴ νομίσῃ τις ὅτι ἦτο ἀπατεών, ὅτι δὲν ἐπίστευεν ὁ ἴδιος ὅ,τι ἔλεγε. Τοὐναντίον. Τὸ ἐπίστευε μὲ τὰ σωστά του.
Ἐμπρὸς ὅμως εἰς τὴν θεια-Συνοδιὰ κανεὶς δὲν ἠδύνατο νὰ παραβγῇ ὅσον ἀφορᾷ τὰ ἐξωτικὰ πράγματα. Αὐτὴ εἶχεν ἐκ γενετῆς φιλικωτάτας σχέσεις μὲ τὶς νεράιδες. Ἐγνώριζε τὰ στοιχειά, τοὺς ἀράπηδες μὲ τὴν τσιμπούκα, τὶς Λάμιες καὶ τοὺς σκαλικαντζάρους, ὁποὺ ἔρχονται τώρα τὰ Χριστούγεννα. Τὸ στοιχειὸ τοῦ σπιτιοῦ ποτὲ δὲν κάμνει κακόν. Ἐπιφαίνεται πότε ὡς ἥμερον ἀρνάκι, πότε ὡς κλῶσσα μὲ τὰ πουλιά. Οἱ νεράιδες ἀγαποῦν νὰ βγαίνουν τὴν ἡμέραν εἰς τὸν ἥλιον, ὅταν εἶναι ζέστη, καταμεσήμερον, καὶ νὰ χορεύουν.
Νὰ μὴ γελασθῇς καὶ ἀνοίξῃς τὸ στόμα σου, νὰ τὰς ὁμιλήσῃς, γιατὶ θὰ σοῦ πάρουν τὴ φωνὴ νὰ μείνῃς βουβός. Ὁ ἀράπης μὲ τὴν τσιμπούκα του, ἡ καδίνα* μὲ τὸν φερετζέ της, βγαίνουν τὴν νύκτα εἰς τὰ ρέματα καὶ κάθονται κοντὰ εἰς τὲς βρύσες. Οἱ σκαλικάντζαροι ἀγαποῦν νὰ σκιάζουν τὸν κόσμον, νὰ κρύπτωνται εἰς τὰς καπνοδόχους καὶ νὰ παίζουν δυσάρεστα παιγνίδια. Κατὰ τὰ ἄλλα, εἶναι ἀκίνδυνοι. Μόνον ὁ βρυκόλακας εἶναι κακὸ πρᾶγμα, Θεὸς νὰ φυλάῃ. Ἀλλὰ μόνον τὴ γενιά του κυνηγᾷ.
* * *
Ἡ θεια-Συνοδιὰ ἦτο βεβαία ὅτι ὁ γαμβρός της δὲν θὰ ἔπαθε τίποτε ἀπὸ τοὺς σκαλικαντζάρους, οἱ ὁποῖοι, μόλις θὰ ἦσαν εἰς τὸν δρόμον τώρα νὰ ἔρχωνται, διότι ἐξημέρωνε Χριστούγεννα. Ἄλλως ὁ Ἀγάλλος ἦτο σαββατογεννημένος, καὶ εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ ἔχοντες τὸ πλεονέκτημα τοῦτο δὲν ὑπόκεινται εἰς ἐξωτικὰς ἐπηρείας. Ἀλλ᾽ ἐν τούτοις δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ διατὶ ὁ γαμβρός της ἐβράδυνε τόσον, ἀφοῦ εἶχεν ἐκκινήσει ἀπὸ τὸ χωρίον μίαν ὥραν πρὸ αὐτῆς, ἀφοῦ αὐτὴ εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸν ἴδιον δρόμον τὸν συνήθη, δι᾽ οὗ πάντοτε ἤρχοντο.
― Ἀπὸ κεῖ ποὺ ἀραδίζομε* πάντα παιδάκι μου, ἔλεγεν εἰς τὴν κόρην της, τί θελὰ-πάθῃ; Τ᾽ ἦταν αὐτό;
― Μὴν ἦτον πιωμένος κ᾽ ἔπεσε πουθενὰ μὲ τὰ χιόνια;
― Δὲν ἐφαίνετο νά ᾽ναι πολὺ πιωμένος, παιδί μου· καὶ ποῦ βρεθήκανε τὰ χιόνια; Ὁ δρόμος ἀνοιχτὸς ὅλος πέρα-πέρα… Ὀλίγο πατημένο χιόνι δῶ κ᾽ ἐκεῖ… Καμπόσο χιόνι ἔχει μοναχὰ στὰ ψηλώματα. Καὶ ποῦ τὰ εἴδετε σεῖς τὰ χιόνια; Νὰ βλέπατε στὸν καιρὸ τοῦ παπποῦ μου, ποὺ ἤμουνα μικρὸ κορίτσι, δύο μπόια, τρία μπόια χιόνι… Μᾶς σφράγιζε μπροστὰ τὴν πόρτα, ἴσα μὲ τὸ ἀνώφλιο, δυὸ ὀργυιές. Ὅσο νὰ ξεχιονίσουμε τὴν πόρτα ποὺ παιδευόμαστε δυὸ ὧρες μὲ τὶς τσάπες καὶ μὲ τὰ φτυάρια, ἡ σκεπὴ ποὺ ἦταν καταφορτωμένη ἀπ᾽ τὰ χιόνια ἔπεφτε, κράκ! καὶ μᾶς πλάκωνε.
Τὰ δυὸ παιδιά, τὰ ὁποῖα εἶχαν χάσει τὴν εὐθυμίαν των, καὶ ἦσαν ἕτοιμα νὰ κλαύσωσιν, ὕψωσαν ἀκουσίως τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὴν ὀροφήν, τὴν ὁποίαν εἶχε δείξει διηγουμένη καὶ ἅμα χειρονομοῦσα ἡ γραῖα.
― Μάννα! τί λέει ἡ μαννού; ἔκραξε βαλοῦσα τὰ κλάματα ἡ Λενιώ. Τὸν πατέρα τὸν ἐπλάκωσε τὸ χιόνι… κ᾽ ἐμᾶς θὰ πέσῃ ἡ σκεπὴ νὰ μᾶς πλακώσῃ!
― Σιώπα! σιώπα! μὴν κλαῖς παιδί μου, ἔκραξεν ἡ Ἀφέντρα, ἔτσι τὸ εἶπε ἡ μαννού… μὴ φοβᾶσαι… κι ὁ πατέρας τώρα θὰ ᾽ρθῇ νὰ σοῦ φέρῃ καὶ κοφέτα…
― Σιώπα, Λενιώ μου! εἶπε καὶ ἡ γραῖα. Ἐγὼ ἦρθα ξαργοῦ* γιὰ νὰ σὲ σηκώσω ταχιὰ τὸ πουρνό, νὰ σὲ πάω στὸν Ἁι-Λιά, νὰ σὲ μεταλάβω, κορίτσι μου…
― Κ᾽ ἐμένα, κ᾽ ἐμένα! ἔκραξεν ὁ Μανώλης.
― Κ᾽ ἐσένα, μικρέ μου…
― Θὰ ἔχῃ λειτουργιὰ αὔριο στὸν Ἁι-Λιά; ἠρώτησε λησμονήσασα πρὸς στιγμὴν τὴν ἀνησυχίαν της ἡ Ἀφέντρα.
― Θὰ ἔχῃ… φτάνει πλιά, νισάφι, τόσον καιρὸ ποὺ μένετε ἀλιβάνιστοι… Ἑτοιμάσου, κυρά μου, νὰ στολιστῇς ταχὺ-ταχὺ νὰ πᾶμε… Ὁ ἄνδρας σου θὰ ἔστρεψε τὸ δρόμο κ᾽ ἐπῆγε σὲ κανένα καλύβι νὰ βρῇ κανένα φίλο του… ἴσως πῆγε νὰ ψωνίσῃ τίποτε ξερὴ μυζήθρα καὶ πρωτογαλιὰ φρέσκη γιὰ αὔριο… Ἡσυχάσατε… Κι ὅπου εἶναι, θὰ φτάσῃ.
Τῷ ὄντι ἡ γραῖα, ἀντὶ νὰ μείνῃ εἰς τὸ χωρίον νὰ κάμῃ Χριστούγεννα, μαθοῦσα ὅτι ὁ παπα-Κωνσταντὴς ὁ Μπρικόλας ἔμελλε ν᾽ ἀνέλθῃ τὸ πρωί, κατὰ πρόσκλησιν ποιμένων καὶ γεωργῶν τινων, εἰς τὸ βουνὸν νὰ λειτουργήσῃ τὸ ἐξωκκλήσιον τοῦ Προφήτου Ἠλία, ἐπροτίμησε νὰ ὑπάγῃ εἰς τῆς Κεχρεᾶς τὸ ρέμα, νὰ πειθαναγκάσῃ τὴν κόρην της καὶ τὰ ἐγγονάκια της νὰ σηκωθῶσι τὸ πρωὶ ν᾽ ἀνέλθωσι εἰς τὸ ἐξωκκλήσιον, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, ἐπὶ ὀροπεδίου γείτονος τῆς κορυφῆς τοῦ βουνοῦ, μίαν ὥραν ἀπὸ τὸ χωρίον καὶ μίαν ὥραν ἀπὸ τὴν Κεχρεάν, διὰ νὰ λειτουργηθοῦν καὶ μεταλάβουν, διὰ νὰ τοὺς ἀνθρωπέψῃ ὀλίγον, ἔλεγε, καθόσον ἔμενον ἐπὶ μῆνας ἀλειτούργητοι κάτω εἰς τὸ βαθὺ τὸ ρέμα.
Εἰς τὸν ναΐσκον τῆς Κεχρεᾶς, παλαιὸν διαλυμένον μονύδριον, προσηρτημένον ὡς μετόχιον εἰς τὸ κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, σπανίως ἤρχετο ἱερεὺς νὰ λειτουργήσῃ, καὶ ἂν ἤρχετο, οἱ ἐντὸς τοῦ ρεύματος διαιτώμενοι καὶ ὡς ποταμαῖα καβούρια στραβοπατοῦντες, ὁ Ἀγάλλος, ἡ Ἀφέντρα καὶ τὰ δύο τέκνα των, δυσκόλως θὰ ἔπαιρναν εἴδησιν ν᾽ ἀνέλθωσι διὰ ν᾽ ἀκούσωσι τὴν λειτουργίαν. Ἀφότου ὁ Ἀγάλλος εἶχε πωλήσει τὴν πατρικὴν ἐν τῇ πολίχνῃ οἰκίαν του, καὶ κατῴκει ἔκτοτε διαρκῶς εἰς τὸν νερόμυλον, ἅπαξ μόνον τοῦ ἔτους ἐλειτουργοῦντο, καὶ τοῦτο κατὰ τὴν 23 Αὐγούστου, ὅτε ὁ ναΐσκος τῆς Κεχρεᾶς ἑώρταζε τὰ ἐννιάημερα, ἤτοι τὴν μετάστασιν τῆς Θεοτόκου.
* * *
Ἡ γρια-Συνοδιὰ ἔβαλε τέλος τὴν χεῖρα εἰς τοὺς κόλπους της κ᾽ ἐξήγαγεν αὐτὴν πλήρη ἀμυγδάλων καὶ λεπτοκαρύων, τὰ ὁποῖα ἐμοίρασεν εἰς τὰ δύο παιδία. Ἐξεδίπλωσε καὶ τὴν μαύρην καινουργῆ φουστάναν της, κ᾽ ἐντὸς αὐτῆς εὑρέθη παραδόξως προσόψιον φέρον τυλιγμένον μικρὸν εὐῶδες χριστόψωμον, τὸ ὁποῖον ἐπρόσφερεν εἰς τὴν κόρην της εἰποῦσα: «Καλὴ χρονιά!»
Ἡ Ἀφέντρα ἐκένωσεν εἰς ἓν πινάκιον μέρος τῶν λαχάνων, κ᾽ ἔβαλε τὰ δύο παιδία νὰ φάγωσι, βεβαία οὖσα ὅτι, ἅμα ἔτρωγον θὰ ἐκοιμῶντο ἀμέσως, καὶ «διὰ νὰ λείψῃ ὁ μπελάς τους καὶ διὰ νὰ ξυπνήσουν πρωί».
Ὁ Μανώλης, πρῶτος, ἀφοῦ ἔφαγε πρότερον τὰ ἀμύγδαλα, τὰ ὁποῖα τοῦ εἶχε δώσει ἡ μάμμη του, καὶ ὕστερον ἐμάσησε καὶ δύο περονιὲς χόρτα, ἔκλεισε τὰ ὄμματα καὶ ἀπεκοιμήθη καθήμενος. Ἡ μήτηρ του τὸν κατέκλινε δίπλα εἰς τὴν παραστιάν, ἐπὶ μαλλίνου κιλιμίου, τὸν ἐσκέπασε μὲ μίαν ἄκραν τῆς βελέντζας, ἐσταύρωσε τρὶς τὸ προσκέφαλόν του καὶ τὸν ἄφησε νὰ κοιμηθῇ.
Ἡ Λενιὼ δὲν ἤθελε νὰ πλαγιάσῃ λέγουσα ὅτι ἤθελε νὰ περιμείνῃ τὸν πατέρα της, ὅστις εἶχε τάξει νὰ τῆς φέρῃ ἕνα ὄμορφο στολίδι ἀπὸ τὸ χωρίον. Ἀλλ᾽ ἡ γραία Συνοδιὰ τὴν ἔλαβεν εἰς τὰ γόνατά της, τὴν ἐσκέπασε μὲ τὸ παλιὸ φουστάνι της καὶ τὴν ἐζέστανε, καὶ τὴν ἐχάδευσε τόσον, ὥστε τὴν ἔκαμε νὰ νυστάξῃ. Ἐντὸς ὀλίγου ἀπεκοιμήθη, καὶ ἡ μήτηρ της, λαβοῦσα αὐτὴν ἀπὸ τὰ γόνατα τῆς γραίας, λικνίζουσα ἅμα αὐτὴν διὰ τῶν χειρῶν καὶ διά τινος μονοσυλλάβου «κοὶ-κοὶ» τὴν ἐπλάγιασε δίπλα εἰς τὸν Μανώλην.
Ὣς τόσον ὁ Ἀγάλλος δὲν ἐφάνη, καὶ αἱ δύο γυναῖκες, τῶν ὁποίων ἡ ἀνησυχία ηὔξησε, καθόσον προυχώρει ἡ νύξ, ἀπαλλαγεῖσαι ἤδη τῆς ἐνοχλήσεως τῶν δύο παιδίων, ἔστησαν συμβούλιον περὶ τοῦ πρακτέου. Ἡ γραῖα εἶπεν ὅτι ἄν, Θεὸς νὰ φυλάῃ, ὁ γαμβρός της εἶχε πέσει πουθενὰ εἰς τὸν δρόμον, αὐτὴ θὰ τὸν ἔβλεπε, διότι εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸν ἴδιον, τὸν συνήθη δρόμον. Μόνον ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν Κεχρεάν, ἠναγκάσθη νὰ ὁμολογήσῃ, ὀλίγον ἀργά, δὲν εἶχε περάσει πλησίον ἀπὸ τὸ μοναστηράκι τῆς Παναγίας.
― Γιατί; ἠρώτησεν ἡ κόρη της.
― Πῆγα χαμ᾽λά, ἀπ᾽ τὸν ἐλιώνα.
Βορειότερον ὀλίγον τοῦ μονυδρίου τῆς Παναγίας τῆς Κεχρεᾶς, εὑρίσκετο εἷς ἐλαιών της. Αὐτή, πρὶν φθάσῃ εἰς τὴν Παναγίαν, εἶχε στρέψει κ᾽ ἐπῆγε νὰ ἰδῇ τὸν ἐλαιῶνα, ἂν καὶ εἶχε νυκτώσει ἤδη. Ἐφοβεῖτο μήπως ἡ πρὸ πέντε ἡμερῶν πεσοῦσα χιὼν εἶχε σπάσει τίποτε κλωνάρια ἀπὸ τὰ ἐλαιόδενδρα, κ᾽ ἐπῆγεν ὣς ἐκεῖ διὰ νὰ ἴδῃ καὶ βεβαιωθῇ, ἂς ἦτο καὶ νύξ. Φθάσασα ἐκεῖ, ἐβεβαιώθη ὅτι δὲν εἶχε γίνει ζημία τις ἀπὸ τὴν χιόνα, καὶ μείνασα εὐχαριστημένη, ἐγύρισεν εἰς τὸν δρόμον της χαμηλότερα διὰ τοῦ ρεύματος, κ᾽ ἔφθασεν εἰς τὸν μύλον, χωρὶς νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν Παναγία τὴν Κεχρεά.
― Τότε, νὰ πηγαίναμε ὣς ἐκεῖ νὰ βλέπαμε, εἶπε δειλῶς ἡ Ἀφέντρα, ἥτις πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον, ὡς φαίνεται, ἔσπευδε ν᾽ ἀποκοιμίσῃ τὰ δύο παιδία.
― Δὲν εἶναι φρόνιμο νὰ ᾽ρθῇς ἐσύ, εἶπεν ἡ Συνοδιά. Σὰ ξυπνήσουν τὰ παιδιά, καὶ ἰδοῦν πὼς εἶναι μοναχά τους, θὰ χτυπηθοῦν, θὰ ζουρλαθοῦν ἀπ᾽ τὸ φόβο τους.
― Πῶς νὰ κάμουμε; εἶπεν ἡ Ἀφέντρα.
― Νὰ πάω ἐγὼ μοναχή μου, νὰ ἰδῶ, μὴν ἔπεσε πουθενά… Μπορεῖ νὰ μπῆκε μὲς στὴν Παναγιὰ νὰ κάμῃ τὸ σταυρό του.
― Πῶς νὰ πᾷς μοναχή σου, πάλι;
― Θὰ πάρω καὶ τὸ λαδικὸ ν᾽ ἀνάψω τὰ καντήλια τῆς Παναγίας… Κεράκια ἔφερα ἀπ᾽ τὸ χωριό… Μὴ φοβᾶσαι!
― Καὶ τί νὰ ἔγινε, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος! Θὰ τρελαθῶ! θὰ ψηλώσῃ ὁ νοῦς* μου, ἔκραξεν ἡ Ἀφέντρα, τείνουσα νὰ ἐξάψῃ ἀκόμη, ὡς κάμνουν αἱ γυναῖκες, δι᾽ αὐθαιρέτου ἀλλ᾽ ἀσυνειδήτου ἐνεργείας, τὰ ἐξημμένα νεῦρά της.
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἠκούσθη φωνὴ ὀξεῖα τραγουδιστοῦ ᾄδοντος:
Τζίμ, τζίμ, τζίμ, τζίμ, παγώνα μου!
Ἔλα κοντὰ στὸ γόνα μου…
― Ἄ! νά ὁ Παγώνας εἶναι, εἶπεν ἡ γρια-Συνοδιά. Στάσου νὰ τὸν φωνάξουμε.
Καὶ χωρὶς νὰ περιμένῃ τὴν συγκατάθεσιν τῆς θυγατρός της, ἡ θεια-Συνοδιὰ κατέβη εἰς τὸ ἰσόγειον, ἤνοιξε τὴν ἐξώθυραν τοῦ μύλου, καὶ ἤρχισε νὰ κράζῃ δυνατά:
― Παγώνα! ἔ! Παγώνα!
* * *
Ὁ τραγουδιστὴς διήρχετο ἐπὶ ὄνου καθήμενος, ἀπέναντι τοῦ μύλου, ἐπὶ τῆς ἑτέρας κατωφερείας τοῦ ρεύματος, κατερχόμενος μονοπάτι φέρον ἀπὸ τοῦ δάσους Ἀραδιᾶ εἰς τὸν αἰγιαλὸν τῆς Κεχρεᾶς.
Δὲν ἐφαίνετο εἰς τὸ σκότος ἀνάμεσα εἰς τὰ δένδρα. Ἀλλ᾽ ἠκούετο τὸ βῆμα τοῦ ὄνου, ἡ βέργα ἡ πλήττουσα τὰ νῶτα αὐτοῦ καὶ τὸ κέλευσμα τοῦ ἀναβάτου «Ἄ! ντέ, ντέ! ὄξου!» τὸ ὁποῖον οὗτος ἀπηύθυνε πρὸς τὸ ὑποζύγιον ὁσάκις διέκοπτε τὸ προσφιλὲς ᾆσμα εἰς τὸ ὁποῖον ὤφειλε καὶ τὸ παρατσούκλι, δι᾽ οὗ τὸν εἶχε καλέσει ἡ θεια-Συνοδιά.
Ἦτο παραγυιὸς γεωργοκτηματίου τινὸς κατοικοῦντος εἰς τὴν πόλιν, κ᾽ ἔβοσκε τὰ βόδια τοῦ κυρίου του κάτω εἰς τὴν Ἁγίαν Ἑλένην, ὅπου οὗτος εἶχεν ἐκτεταμένους ἀγροὺς μὲ μικρὰν ἔπαυλιν. Εἶχεν ἀργοπορήσει, φαίνεται, διά τινα ἀφορμὴν εἰς τὴν πόλιν, κ᾽ ἐπέστρεφεν ἀργὰ εἰς τὴν ἔπαυλιν, ὅπως ὄχι σπανίως τοῦ συνέβαινε.
― Παγώνα! ἔ! Παγώνα!
― Τί θέλεις, θεια-Συνοδιά; ἀπήντησεν ὁ νεαρὸς ἀγρότης γνωρίσας τὴν φωνήν της.
―Ἔρχεσαι τὰ-ἴσα ἀπ᾽ τὸ χωριό, ἢ ὄχι;
―Ἔρχουμαι ἀπ᾽ τὸ χωριό, ἀπ᾽ τὸν Ἁι-Γιαννάκη, ἀπ᾽ τοῦ Συνοδάρη, ἀπ᾽ τὴ Βρωμόβρυση, ἀπ᾽ τὰ Φιλιππέικα, ἀπ᾽ τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, ἀπ᾽ τὲς Βίγλες, ἀπ᾽ τοῦ Σταμέλου, ἀπ᾽ τὸ Πετράλωνο…
―Ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη τὰ ἔχεις γυρίσει, Παγώνα;
―Ὅλα, κι ἄλλα ἀκόμα…
― Μὴν εἶδες πουθενὰ τὸ γαμπρό μου τὸν Ἀγάλλο;
― Τὸ γαμπρό σου τὸν Ἀγάλλο;… Πῶς! δὲν ἦρθε;… Θὰ ηὗρε πουθενὰ τὴ Μοῖρά του πάλε… Ἴσως νὰ τὸν ὠνείρεψε νὰ πάῃ πουθενὰ νὰ βρῇ τίποτε γρόσια, καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάῃ νύχτα, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἰδῇ κανείς… Ἢ τίποτε στοιχειὰ θὰ ηὗρε στὸ δρόμο κ᾽ ἔπιασε κουβέντα μαζί τους κ᾽ ἐξέχασε…
― Ἄφ᾽σε τώρα τὰ χωρατά, γιατὶ μᾶς ἔπιασε μεγάλος φόβος, καημένε… Μὴν τό ᾽χῃς μικρὸ πρᾶμα… Ποιὸς ξέρει ἂν ἔπαθε καὶ τίποτα… Μοῦ κάνεις τὴ χάρη, Παγώνα μου, νὰ πᾶμε μαζὶ ὣς ἀπάνου, στὴν Παναϊά, νὰ ἰδοῦμε, μὴν εἶναι πουθενά;
― Πᾶμε, τί θὰ χάσουμε; εἶπε πρόθυμος ὁ νέος.
Καὶ διευθύνας τὸ ὑποζύγιόν του πρὸς τὴν κοίτην τοῦ ρεύματος, ἔφθασεν εἰς μέρος ὅπου ἤξευρεν ὅτι τὸ ρεῦμα ἐστένευε μέχρι δύο σπιθαμῶν πλάτους, ἐβίασε τὸν ὄνον του, ὅστις ἐκοντοστάθη καὶ δὲν ἤθελε νὰ πατήσῃ εἰς τὸ νερόν, νὰ ὑπερβῇ τὸ ρεῦμα, κ᾽ ἔφθασεν ἔμπροσθεν τοῦ μύλου.
Ἡ Ἀφέντρα, πεισθεῖσα νὰ μείνῃ αὐτὴ μετὰ τῶν τέκνων της εἰς τὸν μύλον, ἤναψε μικρὸν φανάριον, καὶ ἔβαλεν εἰς καλάθιον τὸ ληκύθιον τοῦ ἐλαίου καὶ τρία κηρία. Ἡ θεια-Συνοδιὰ ἐφόρεσε τὴν φορὰν ταύτην τὴν μαύρην φουστάναν της, ἔβαλε καὶ τὰ τσόκαρα εἰς τοὺς πόδας, καὶ λαβοῦσα τὸ καλάθιον καὶ τὸ φανάρι ἠκολούθησε τὸν Παγώναν, ὅστις ἐπέζευσεν, ἔδεσε τὸν ὄνον του εἰς τὴν ρίζαν δένδρου κ᾽ ἐξεκίνησε πεζός.
* * *
Ὁ Παγώνας προεπορεύετο σιωπῶν, διότι ἰδὼν τὴν ἀγωνίαν τῆς ἀνησυχούσης περὶ τῆς τύχης τοῦ συζύγου γυναικός, εἶχεν αἰσθανθῆ στενοχωρίαν τινὰ ὁμοίαν μὲ σέβας, καὶ εἶχε παύσει αὐθορμήτως τὸ εὔθυμον ᾆσμά του.
Ἡ θεια-Συνοδιὰ τὸν ἠκολούθει ἀργοπατοῦσα ἐπὶ τοῦ ὑγροῦ στενοῦ δρομίσκου, ὅπου πρὸ μικροῦ εἶχε πατηθῆ καὶ σκληρυνθῆ ἡ χιών, κατελθοῦσα εἰς λεπτὸν στρῶμα καὶ μέχρι τοῦ χθαμαλοῦ κοιλώματος, τοῦ δυσμικοῦ καὶ γείτονος τῆς θαλάσσης. Ἐκοίταζε δι᾽ αὐθορμήτου κινήματος δεξιὰ καὶ ἀριστερά, μέσα εἰς τὰ κλαδιὰ τὰ διαχαράσσοντα κατὰ μῆκος ἐν πρασίνῳ δροσερῷ πλαισίῳ τὸν ἀνωφερῆ δρομίσκον, μετ᾽ ἐμφύτου τρόμου, φοβουμένη μὴ ἴδῃ ἔξαφνα ἐξηπλωμένον ἀνάμεσα εἰς ἕνα σχοῖνον καὶ μίαν κομαριὰν τὸ σῶμα τοῦ γαμβροῦ της. Διότι ἀνησύχει πολύ, καὶ δὲν ἤξευρε τί εἶχε γίνει, ὁ προκομμένος. Ἐνίοτε ἀπὸ ὑψηλόν τινα θάμνον κατέπιπτε μετὰ τριγμοῦ καὶ κρότου, ἀποσπωμένη ἀπὸ τὰ κλαδιά, τολύπη τις χιόνος, θωπεύουσα δροσιστικῶς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τὰ μέτωπα τῶν δύο νυκτοβατῶν. Ἀριστερόθεν κατήρχετο διὰ μέσου τῶν κλάδων καὶ τῶν θάμνων, τελευταία τις ἀσθενὴς ριπὴ τοῦ Βορρᾶ, ἐπισκεπτομένη εἰς τὰ χθαμαλώτερα ἐκεῖνα μέρη τὴν παρθενικὴν ἀδελφήν της, τὴν χιόνα, σκληρύνουσα αὐτὴν ἐπὶ τῶν κλώνων τῶν δένδρων, περὶ οὓς εἶχε περιχυθῆ, καταστρώσασα μεγαλοπρεπῶς τοὺς πολυκλάδους καὶ ἀπειροποικίλους σχηματισμούς των. Οὐχὶ ἄνευ λόγου ὠνομάσθη Πρωτεὺς τὸ πρόσωπον ἐκεῖνο, τῆς ἀρχαίας μυθολογίας. Ἀλληγορικῶς ἠθέλησε νὰ δείξῃ ὁ πλαστικὸς νοῦς τοῦ ἐκλεκτοτάτου πάντων τῶν λαῶν ὅτι ἓν πρωτογενὲς φύτρον ἐμφυσηθὲν ὑπὸ τοῦ Δημιουργοῦ εἰς τὴν πλάσιν δι᾽ ἀπείρων συνδυασμῶν διαιωνιζόμενον ἔμελλε νὰ παράγῃ τόσον ἄπειρον ποικιλίαν τύπων καὶ μορφῶν κατὰ ἄτομα, ὥστε οὔτε φύλλον νὰ μὴν ὁμοιάζῃ ἀπαραλλάκτως μὲ φύλλον, κατὰ τὴν ἀληθεστάτην παροιμίαν.
Δεξιόθεν, ἀπὸ τὴν ἄλλην πλευρὰν τοῦ ρεύματος, ἤρχιζε τὸ δάσος τοῦ Ἀραδιᾶ, ἐκ χιλιετῶν δρυῶν, νὰ σχηματίζεται, καὶ ν᾽ ἀνέρπῃ ὁλονὲν ἀνὰ τὸ βουνόν, τὸ κορυφούμενον ὑψηλὰ ἄνω, εἰς τὸν Ἅγιον Κωνσταντῖνον, καὶ τὸ βουνὸν ἦτο ὀρθόν, ἀπότομον, κ᾽ ἐφαίνετο ὡς πελώριος τοῖχος καλυπτόμενος ὑπὸ κισσοῦ. Καὶ ἡ χιὼν ἔστιλβε τῇδε κἀκεῖσε ἀνάμεσα εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ σκοτεινοῦ δρυμῶνος, λευκὸν μυστήριον, σιωπηλόν, ἐν τῇ γλώσσῃ τῶν ἄστρων ἀνταποκρινόμενον, ἐπάνω μὲ τὴν Πούλιαν, μὲ τὸν πολικὸν ἀστέρα, μὲ τὴν Ἄρκτον καὶ μὲ τὸν Γαλαξίαν. Καὶ διὰ τῆς ριπῆς τοῦ Βορρᾶ, ὅστις ἐφύσα εἰς τὰ φύλλα τῶν παναρχαίων δένδρων, ὁ δρυμός, μεγαλοπρεπής, στοιχειωμένος, ἀσινής, ἀνάλωτος ἀπὸ ἐμπρησμόν, ὡς λέγουσι, βλάπτων τὸν ὑλοτόμον ὅστις θὰ ἐτόλμα νὰ ὑψώσῃ ἐναντίον του πέλεκυν ἀσεβῆ, διηγεῖτο εἰς γλῶσσαν ἀκατάληπτον εἰς πάντας πόσους καιροὺς καὶ χρόνους εἶχε ζήσει, καὶ πόσας γενεὰς ἀνθρώπων εἶχεν ἰδεῖ διαδεχομένας ἀλλήλας χωρὶς οἱ μεταγενέστεροι νὰ διδάσκωνται ἐκ τῆς πείρας τῶν προγενεστέρων καὶ γίνωνται λογικώτεροι. Καὶ ἡ φρὶξ τοῦ δρυμοῦ, ριγηλή, παγερά, θρηνώδης, θροοῦσα διὰ δένδρων καὶ κρημνῶν, ἔφθανεν ἀντικρὺ εἰς τὴν ἄλλην ἡμερωτέραν πλευράν, καὶ μετέδιδε τὸ ρῖγός της εἰς τοὺς ὤμους καὶ τὴν ράχιν τῶν δύο νυκτερινῶν ὁδοιπόρων.
Εἶχαν φθάσει ἤδη εἰς τὸ πρῶτον ὕψωμα, ὁπόθεν ἤρχιζαν νὰ ἐκτείνωνται ἀριστερά των ἐλαιῶνες. Αἴφνης ὁ Παγώνας, ἴσως διότι ᾐσθάνετο κρύος καὶ ἤθελε νὰ ζεσταθῇ, ἴσως καὶ διὰ νὰ παρηγορήσῃ κάπως τὴν θεια-Συνοδιά, τὴν ὁποίαν ἔβλεπε λυπημένην καὶ ἀνησυχοῦσαν διὰ τὸν γαμβρόν της, ἤρχισε πάλιν νὰ τραγουδῇ τὸ προσφιλὲς ᾆσμα του:
Τζίμ, τζίμ, τζίμ, τζίμ, παγώνα μου.
Ἔλα κοντὰ στὸ γόνα μου…
Ἡ θεια-Συνοδιά, ἥτις ἔμεινεν ἐπί τινας στιγμὰς κοιτάζουσα πρὸς τὸ ἀνατολικὸν μέρος, τὸν διέκοψεν ἀποτόμως:
― Γιά ἰδές, τοῦ λέγει, τ᾽ εἶν᾽ ἐκεῖ;
Τοῦ ἔδειχνε τὸν θόλον τοῦ ναΐσκου τῆς Παναγίας τῆς Κεχρεᾶς, ὅστις ὑπερεῖχε τῶν τοίχων τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ μονυδρίου, καὶ εἶχεν ἀρχίσει νὰ φαίνεται ἤδη ὄπισθεν τῶν δένδρων, τῇ βοηθείᾳ λάμψεώς τινος ἐπιφανείσης αἴφνης. Ὄπισθεν τοῦ δυτικοῦ τοίχου τοῦ μονυδρίου, ὅστις ἦτο χθαμαλώτερος, ἁπλοῦς καὶ ἄνευ κελλίων, σπινθῆρές τινες ἀνήρχοντο εἰς τὸν οὐρανὸν φωτίζοντες τὸν θόλον καὶ τὸ δυτικὸν τῆς ὀροφῆς τοῦ ναΐσκου, ὡς νὰ ἦτο πυρά τις ἀναμμένη ἐντὸς τοῦ περιβόλου.
Ἡ θεια-Συνοδιὰ ἔκαμε τὸν σταυρόν της κ᾽ ἐστέναξε.
― Παναΐτσα μου!
― Τί νὰ εἶναι τάχα; εἶπεν ὁ Παγώνας, ἀναγκασθεὶς νὰ διακόψῃ καὶ δευτέραν φορὰν τὸ ᾆσμά του.
― Δὲν ἀπέρασες ἀπὸ τὴν Παναϊά, πρωτύτερα, ποὺ ἠρχόσουν κάτω;
―Ὄχι!
― Οὔτ᾽ ἐγώ. Πᾶμε νὰ ἰδοῦμε;
― Πᾶμε!
* * *
Ἡ Ἀφέντρα ἐπερίμενεν εἰς τὸν νερόμυλον, ζαρωμένη παρὰ τὴν ἑστίαν πλησίον τῶν παιδίων της κοιμωμένων. Δὲν ἠκούοντο πλέον οὔτε παραμύθια, οὔτε τραγούδια εἰς τὸν σιωπηλὸν μύλον, δὲν ἦτο ἡ παρουσία τῆς μητρός της, ἥτις τὴν παρηγόρει διὰ τοῦ εὐθύμου καὶ θαλεροῦ γήρατός της, καὶ αὐταὶ αἱ ἀναμνήσεις τοῦ γάμου της, ἀνακληθεῖσαι πρὸς στιγμήν, ἔφυγον, μὴ θέλουσαι νὰ ἐπιφοιτῶσιν εἰς τεθλιμμένον πνεῦμα καὶ εἰς μελαγχολικὸν οἰκίσκον. Μόνος ἦχος ἠκούετο καὶ μόνη συντροφία της ἦτο ἡ ἀναπνοὴ τῶν κοιμωμένων παιδίων καὶ ὁ ροῖβδος τοῦ πυρὸς ὃν ἀνέδιδον κάποτε οἱ καίοντες δαυλοί, καὶ τὸ ὄμμα της ἔμενε προσηλωμένον ἀκουσίως εἰς τὸ κανδήλιον, τὸ καῖον ἐμπρὸς εἰς τὴν εἰκόνα, τὸ Τριμόρφι, ἣν εἶχε λάβει προῖκα, φέρουσαν ἐν τῷ μέσῳ τὸν Χριστόν, ὄρθιον, ὁλόσωμον, εὐλογοῦντα διὰ τῆς δεξιᾶς καὶ τόμον ἐν τῇ ἀριστερᾷ κατέχοντα, μετὰ τοῦ πρᾴου βλέμματος, τῆς ὡραίας κάλλει μορφῆς, τοῦ σχιστοῦ ξανθοῦ γενείου, μὲ τὸ ἱμάτιον κυανοῦν καὶ ἐρυθρὸν τὸν ἄρραφον χιτῶνα· δεξιόθεν τοῦ Χριστοῦ τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἀριστερόθεν τὸν τίμιον Πρόδρομον, ἀμφοτέρους πλαγιόθεν, κύπτοντας μ᾽ ἐσταυρωμένας τὰς χεῖρας παραπλεύρως τοῦ Κυρίου. Καὶ δίπλα εἰς τὸ Τριμόρφι ἐκρέμαντο ἀπὸ καρφίον συνημμένα, εἰς τεμάχιον λευκοῦ πέπλου τυλιγμένα, τὰ δύο στέφανα, τὰ στέφανα τοῦ γάμου. Ἄ! ἤρχοντο, ναί, ἀκόμη αἱ ἀναμνήσεις τοῦ γάμου, ἀλλ᾽ ἤρχοντο ἀπαίσιοι καὶ κατ᾽ ἄλλην ὄψιν.
Διότι ἡ μήτηρ της ὄχι ὀλίγας φορὰς τῆς εἶχεν εἴπει ἔκτοτε, ὅτι ἐφοβεῖτο πολὺ τὰ μάγια τὰ ὁποῖα ἦτο πιθανὸν νὰ τῆς κάμῃ ἡ ἄλλη, ἡ ἀντίζηλος, ἡ παραγκωνισθεῖσα κόρη καὶ ἀδικηθεῖσα ὀρφανή. Τὰ στοιχειὰ δὲν τὰ ἐφοβεῖτο τόσον, καὶ ἂς τὴν ἔλεγαν ἐλαφροΐσκιωτην, ἢ μᾶλλον δι᾽ αὐτὸ τὴν ὠνόμαζαν οὕτω, διότι, ὅσα καὶ ἂν ἔβλεπε, δὲν εἶχε φόβον. Ἀλλ᾽ ὡς πρὸς τὰ μάγια ὅμως, τὸ πρᾶγμα διαφέρει. Κατ᾽ ἀρχὰς ἐφοβεῖτο, μὴ ἡ ἄλλη «τῆς ρίξῃ τὰ κορίτσια»*, σκοπὸς ὅστις κατορθοῦται διά τινων ἐπῳδῶν μελετωμένων ὅταν ἀναγινώσκωνται αἱ εὐχαὶ τοῦ ἀρραβῶνος, ἀμέσως πρὸ τῆς κυρίως τελετῆς τοῦ γάμου. Ὁ φόβος της ἐπετάθη κατ᾽ ἀρχάς, ὅταν ἡ θυγάτηρ της ἔτεκε θῆλυ εἰς τὴν πρώτην γένναν της, ἀλλ᾽ ἐμετριάσθη ὅταν ἔκαμεν ἄρρεν εἰς τὴν δευτέραν. «Τὰ μάγια δὲν ἔπιασαν», εἶπεν. Ἀκολούθως βλέπουσα ὅτι ὁ γαμβρός της, «ὁ προκομμένος», δὲν ἐπήγαινε καλὰ εἰς τὰς ὑποθέσεις του, ὅτι εἶχεν ἀναγκασθῆ νὰ πωλήσῃ τὴν πατρικὴν οἰκίαν καὶ νὰ γίνῃ ἀγρομερινός, ἀπεφάνθη, «Δὲ θὰ κάμῃς προκοπή, θυγατέρα». Ἑπόμενον ἦτο. Δὲν εἶναι μικρὸν πρᾶγμα αὐτό, νὰ πάρῃς τὴν τύχη τῆς ὀρφανῆς, γιὰ νὰ παντρευθῇς τουλόγου σου. Ἀλλὰ πῶς νὰ κάμουμε πάλι; Πῶς νὰ ζήσῃ κανείς; Ζωὴ εἶναι αὐτό, πόλεμος εἶναι. Τὸ νὰ φθάσῃ τις εἰς τὴν τελειότητα, νὰ προτιμᾷ ἄλλον ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του… εἶναι ὡς νὰ ἀποφασίσῃ νὰ μὴ ζήσῃ εἰς τὸν κόσμον αὐτόν. Εἶναι ὡς νὰ πάῃ νὰ πνιγῇ μοναχός του. Ψηλώνει ὁ νοῦς* τοῦ ἀνθρώπου νὰ τὸ συλλογίζεται. Τοῦ ἔρχεται νὰ πάρῃ τὰ ὄρη – τὰ βουνά.
Ἀλλὰ μὴ αὐτὸ ἦτο τάχα τὸ μεγαλύτερον κακόν, τὸ ὁποῖον ἐξ ἀνάγκης συμβαῖνον κάποτε, ἐπέφερεν ἀδιάλλακτον ἔχθραν μεταξὺ δύο οἰκογενειῶν; Ὑπῆρχον καὶ ἄλλα χειρότερα. Μικρὸν χωρίον, μεγάλη κακία. Τὸ μῖσος ἐμαίνετο, καὶ μαινόμενον ἐβασίλευεν, ἐν μέσῳ οἰκογενειῶν καὶ ἀτόμων. Ἐκυκλοφόρει εἰς ὅλας τὰς ἀρτηρίας, εἰς ὅλας τὰς φλέβας τῆς μικρᾶς κοινωνίας. Ὁ ἅγιος νόμος τοῦ Χριστοῦ κατεπατεῖτο, ἀπεδίδετο πάντοτε κακὸν ἀντὶ κακοῦ, πολλάκις κακὸν ἀντὶ ἀγαθοῦ, οὐδέποτε ἀγαθὸν ἀντὶ κακοῦ. Ἀνυπέρβλητος φραγμὸς ἐχώριζε τὰ δύο κόμματα, τὰς δύο φατρίας. Ἔλεγες ὅτι συνέζων διὰ νὰ μισῶνται, ὅτι ἡ τύχη τοὺς ἔβαλε συγκατοίκους τῆς αὐτῆς πόλεως διὰ νὰ τρώγωνται. Ὁ ἑκάστοτε ἰσχυρὸς τῆς ἡμέρας, δήμαρχος ἢ βουλευτὴς ἢ ὅπως ἐκαλεῖτο, ἐφήρμοζε κατὰ πλάτος τὸ δημῶδες ἀξίωμα: «Τό ᾽να παιδί, καλὸ παιδί· τ᾽ ἄλλο δὲν εἶχε μάννα». Ἦτο προστάτης τῆς οἰκογενείας, τῶν οἰκείων, τῶν φίλων, τοῦ κόμματος, ὄχι προστάτης τῆς πόλεως. Κατόπιν τῆς κυρίας ταύτης διαιρέσεως, ἤρχοντο ἄλλαι μυρίαι ὑποδιαιρέσεις. Ἡ μία συνοικία ἐκήρυττε πόλεμον κατὰ τῆς ἄλλης συνοικίας. Πᾶσα οἰκογένεια πόλεμον κατὰ τῆς ἄλλης οἰκογενείας. Πᾶν ἄτομον πόλεμον κατὰ τοῦ ἄλλου ἀτόμου. Ὁ γείτων δὲν ἔλεγε μίαν καλημέραν, ποὺ εἶναι τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν γείτονα. Ἕκαστος ἔχαιρε νὰ βλέπῃ τὸν ἄλλον δυστυχοῦντα. Προκειμένου περὶ κληρονομίας τινός, οἱ συγγενεῖς κληρονόμοι ἐτρώγοντο τίς ν᾽ ἁρπάσῃ τὰ πλείονα. Θὰ ἠφανίζοντο μᾶλλον εἰς τὰ δικαστήρια, θὰ ἐπωλοῦντο σκλάβοι εἰς τὴν Βαρβαρίαν, παρὰ νὰ ἴδωσι τὸν συγγενῆ νὰ ἔχῃ περισσότερα ἀπ᾽ αὐτούς. Δι᾽ ἓν στρέμμα ἀγροῦ ἦσαν ἱκανοὶ νὰ φαγωθῶσι μεταξύ των, ν᾽ ἀφανισθῶσιν εἰς «προσωρινὰ μέτρα», εἰς «διεξαγωγάς», εἰς «ἐφέσεις» καὶ κόντρα-ἐφέσεις. Ἐὰν κακότυχόν τι ἐλαιόδενδρον συνέβαινε νὰ κλίνῃ ὀλίγον τὸν ἕνα κλῶνα πρὸς τὸν παρακείμενον ἀγρόν, ὁ γείτων διὰ νυκτὸς ἔτρεχε μὲ τὴν τσάπαν του νὰ περισκάψῃ τὸ σύνορον, νὰ μεταθέσῃ τὴν «ἀποσκαφήν»*. Τὴν ἐπαύριον τὸ ἐλαιόδενδρον ἔκπληκτον ἐξημερώνετο εἰς τὸν ἐλαιῶνα τοῦ γείτονος. Εἶχεν ἀλλάξῃ κύριον τὴν νύκτα.
Μάχαι ὁλόκληροι συνεκροτοῦντο δι᾽ ἓν θήλιασμα* ἐλαιῶνος, διὰ τρία κλήματα ἀμπέλου, δι᾽ ἥμισυ «πινάκι»* σιτοφόρου ἀγροῦ. Καὶ αἱ ἐλαῖαι ἀπὸ ἑπτὰ ἐτῶν εἶχαν παύσει νὰ καρποφορῶσιν, ὡς νὰ ἀπηξίουν νὰ λιπάνωσι διὰ τοῦ καρποῦ των τὰς κεφαλὰς τῶν ἁμαρτωλῶν· καὶ τὰ κλήματα προώρως ὠχραινόμενα δὲν παρεῖχον ὡρίμους τοὺς οἰνωποὺς βότρυς, ἀρνούμενα νὰ εὐφράνωσι διὰ τοῦ ἀμβροσίου χυμοῦ των τὰς καρδίας ἀναξίων ἀνθρώπων· καὶ ὁ ξανθὸς στάχυς τῆς γῆς ἔκυπτε προώρως τὴν μαραινομένην κεφαλὴν πρὸς τὴν μητέρα του, ζητῶν νὰ ἐπιστρέψῃ ταχέως εἰς τὰ στέρνα αὐτῆς, μὴ θέλων νὰ θρέψῃ κοιλίας ἀσεβῶν ἀνθρώπων.
Τοιούτους πολέμους διεξῆγον πρὸς ἀλλήλους οἱ ἄνδρες, καὶ τοιαῦτα λάφυρα ἀπεκόμιζον. Ἀλλὰ μὴ αἱ γυναῖκες ἦσαν ὀλιγώτερον μάχιμοι;
Ἡ μήτηρ δὲν ἤθελε τὸ καλὸν τῆς κόρης, ἡ πενθερὰ ἐμίσει ὁλοψύχως τὴν νύμφην. Ἡ νύμφη δὲν ἔλεγε καλημέραν εἰς τὴν ἀνδραδέλφην.
Δι᾽ ἕνα ἀπρόσεκτον λόγον, διὰ μίαν ἐλαφρὰν κακολογίαν, τὴν ὁποίαν εὑρίσκοντο πρόθυμοι ὀχετοί, ὅπως μεταβιβάζωσι μεγαλοποιημένην συνήθως εἰς τὸ ἐνδιαφερόμενον πρόσωπον, ἦσαν ἱκαναὶ νὰ μὴν ὁμιληθοῦν ἰσοβίως. «Οὔτε τὰ κόκκαλά μας νὰ μὴ σμίξουν», ἦτο ἡ πολεμικὴ κραυγὴ εἰς τὰς τάξεις τῶν γυναικῶν. Ἡ θεια-Συνοδιὰ εἶχεν ἰδεῖ μίαν νύκτα τρομακτικὸν ὄνειρον, τὸ ὁποῖον θὰ ἦτο σωστὴ ὀπτασία, ἂν δὲν τὸ εἶχεν ἀπὸ πρὶν εἰς τὸν νοῦν της. Ἀπεκοιμήθη μίαν ἑσπέραν ἐλαφρά, ὑποψιθυρίζουσα καθ᾽ ἑαυτὴν τὴν λέξιν ταύτην, τὴν ὁποίαν τῆς εἶχεν ἐκσφενδονίσει τὴν ἰδίαν ἡμέραν μία συγγενὴς ἐχθρά της, «Οὔτε τὰ κόκκαλά μας νὰ μὴ σμίξουν!» Ἀπεκοιμήθη καὶ ἐνθυμεῖτο τὸ κοιμητήρι, τὸ ὀστεοφυλάκιον τοῦ παλαιοῦ νεκροταφείου τῆς μικρᾶς πόλεως, πλησίον τοῦ ὁποίου συχνὰ ἐπερνοῦσεν, ἐπιστρέφουσα τὴν ἑσπέραν ἀπὸ τὸν ἀγρόν της, καὶ ὅπου ἔβλεπε τὰ λευκὰ ἢ κιτρινωπὰ κόκκαλα τῶν νεκρῶν ὅλα φύρδην μίγδην, ὅλα ὁμοῦ κείμενα, χωρὶς νὰ δύναται ὀφθαλμὸς νὰ διακρίνῃ τίνα ἦσαν τὰ ὀστᾶ τῶν ὑπαρξάντων πάλαι ποτὲ φίλων καὶ τίνα τὰ τῶν ἐχθρῶν. Ἐκεῖ ἐνῷ «ἐλαγοκοιμᾶτο» μόλις, τῆς ἐφάνη ὅτι διήρχετο ἔξωθεν τοῦ κοιμητηρίου, καὶ ἀκούει φοβερὸν κρότον συρράξεως σκληρῶν σωμάτων. Ὕψωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ βλέπει τὰ κόκκαλα τῶν νεκρῶν ὀρθά, σηκωμένα ἐπάνω, κινούμενα, τὰ βλέπει νὰ συνταράσσωνται καὶ νὰ κτυπῶνται ἀμοιβαίως. Ἡ ὠλένη ἐκτύπα τὴν ὠλένην, ὁ βραχίων τὸν βραχίονα, ἡ περόνη τὴν περόνην, ἡ πλευρὰ τὴν πλευράν, ὁ σπόνδυλος τὸν σπόνδυλον. Δύο κρανία γυμνά, τὰ ὁποῖα εὑρέθησαν ἐκεῖ ὡς παραπεταμένα, ἴσως διότι δὲν ἠξιώθησαν ἐντίμου ἀνακομιδῆς καὶ τριτοετοῦς μνημοσύνου, κατασυνετρίβησαν ἀπὸ τὴν χάλαζαν τῶν πληγῶν, ὅσας ὑπέστησαν ἀπὸ τὰς ἐξαγριωθείσας κνήμας. Ἡ θεια-Συνοδιά, βλέπουσα τὸ παράδοξον θέαμα, ἐδοκίμαζε νὰ κάμῃ τὸν σταυρόν της κ᾽ ἐψιθύριζε: Κύριε ἐλέησον! Καὶ πῶς νὰ μὴ παραξενευθῇ, ἂς ἦτο καὶ καθ᾽ ὕπνον; Φαντασθῆτε νὰ βλέπῃ τις τὰ κόκκαλα τῶν νεκρῶν εἰς τὸ κοιμητήρι νὰ ζωντανεύουν, νὰ ὀρθοῦνται, νὰ κτυπῶνται μεταξύ των καὶ νὰ κάμνωσι τοιοῦτον φοβερὸν θόρυβον!1 Τέλος, ἐνῷ ἔμενεν ἔντρομος βλέπουσα καὶ διαποροῦσα τί τάχα ἤθελεν ἀπογίνει, ἀκούει δυνατὸν ροῖβδον καὶ πάταγον ἔτι μεγαλύτερον, καὶ βλέπει τὸν ἕνα τοῖχον τοῦ κοιμητηρίου, τὸν βορεινόν, ὅστις ἦτο ὑψηλότερος τῶν ἄλλων, νὰ καταρρεύσῃ ἔξαφνα διὰ μιᾶς πρὸς τὰ ἔσω, νὰ πλακώσῃ ὅλα τὰ κόκκαλα καὶ νὰ τὰ κάμῃ σύντριμμα. Ἡ θεια-Συνοδιὰ ἐσκέφθη χαιρεκάκως, «Καλὰ νὰ τὰ κάμῃ!» κ᾽ ἐξύπνησε.
Ἤθελε νὰ εἴπῃ τὸ ὅραμα τοῦτο, τὸ ὁποῖον πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν μόνον εἶδεν, εἰς τὸν πνευματικόν, καὶ δὲν εὐκαίρησε τὴν παραμονὴν τῶν Χριστουγέννων νὰ ὑπάγῃ. Ἤλπιζεν ὅτι θὰ εἶχε καιρὸν τὸ πρωί, εἰς τὸν Ἅγιον Ἠλίαν, ὅπου ἐμελέτα νὰ μεταβῇ, ὅπως ἐξομολογηθῇ κ᾽ ἐλαφρύνῃ τὴν συνείδησίν της. Ἀλλ᾽ ἐλθοῦσα εἰς τὸν μύλον βλέπει ὅτι ὁ γαμβρός της ἦτο ἀπών, καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ πόθεν ἡ παράδοξος ἀργοπορία του. Τώρα εἶχεν ἀφήσει τὴν κόρην της περιμένουσαν μετὰ τῶν κοιμωμένων τεκνίων εἰς τὸν μύλον, καὶ αὐτὴ μετὰ τοῦ Παγώνα, τὸν ὁποῖον εὐμενὴς πρόνοια εἶχε στείλει βοηθόν, «ἀρμένιζε» διὰ νυκτός, καίτοι κατὰ ξηράν, ἄνω τοῦ ρεύματος, πρὸς τὴν Παναγίαν. Καὶ ἡ Ἀφέντρα, κ᾽ ἐκείνη, ἐμβλέπουσα ἐν τῇ μοναξίᾳ μέσα της, καθημένη ἀπέναντι εἰς τὸ ὡραῖον εἰκόνισμα, τὸ Τριμόρφι, ᾐσθάνετο τὴν ἀνάγκην ν᾽ ἀνακουφίσῃ τὴν συνείδησίν της. Πρὸ τοῦ γάμου εἶχε τείνει τὸ οὖς εἰς ἀνοήτους εἰσηγήσεις γυναίων τινῶν περὶ μαγείας καὶ περὶ ποτίσματος γαμβροῦ, καὶ διὰ μίαν στιγμὴν εἶχεν ἐλπίσει διὰ φαρμάκων καὶ φίλτρων ν᾽ ἀποστρέψῃ τὴν καρδίαν τοῦ μνηστῆρός της ἀπὸ τῆς ὀρφανῆς, τῆς ἀντιζήλου, καὶ νὰ τὴν ἑλκύσῃ πρὸς τὸ μέρος της. Καὶ ἀπὸ ἑπτὰ ἐτῶν, ἑκατοντάκις εἶχεν ἀποφασίσει καὶ οὐδὲ ἅπαξ ἔσχε τὴν γενναιότητα νὰ ἐξομολογηθῇ τὴν ἁμαρτίαν ταύτην.
Ἦτο ἤδη μεσονύκτιον, νὺξ βαθεῖα, καὶ ἡ Ἀφέντρα ἀπὸ τὴν βαθεῖαν ἐκείνην σιγήν, ἀπὸ τοὺς ἀμυδροὺς ἐκείνους κρότους, τοὺς τόσον λεπτούς, ὥστε ἀδυνατεῖ τις νὰ ἐννοήσῃ ἂν εἶναι τῆς ἀκοῆς ἢ τῆς φαντασίας, ἀπὸ τὸ ἀόριστον ἐκεῖνο καὶ μυστηριῶδες καὶ ἀνεξήγητον θέλγητρον, χωρὶς ἐπὶ στιγμὴν νὰ νυστάξῃ, ᾐσθάνετο ὅτι εἶναι παράωρα. Νὺξ μακρὰ τοῦ Δεκεμβρίου, χρόνος ἡ νύχτα. Αἴφνης ἀκούει τὸ πρῶτον λάλημα τοῦ ἀλέκτορος. Ὁ πετεινός, ὅστις μὲ ἑπτὰ ὄρνιθας ἐκοιτάζετο εἰς μικρὸν διάφραγμα ὄπισθεν τῆς μυλόπετρας καὶ τῆς χοάνης τοῦ ἀλεύρου, ὡς πασὰς εἰς τὸ χαρέμι του, εἶχεν αἰσθανθῆ τὴν ὥραν καὶ ἐξέβαλλε τὴν συνήθη κραυγήν του. Ἡ Ἀφέντρα, ἥτις εἶχεν ἀρχίσει ν᾽ ἀποναρκοῦται ἤδη, χωρὶς νὰ κατακλιθῇ, ἀποτόμως ἐξύπνησε.
― Λαλεῖ τ᾽ ὀρνίθι, ἐψιθύρισε· πέρασαν τὰ μεσάνυχτα… Κ᾽ ἡ μάννα μου, τί νὰ ἔγινε;
Οὐδὲν καλὸν ἐσήμαινεν ἡ ἀργοπορία αὕτη τῆς μητρός της. Καὶ ὅμως παραδόξως ἡ ἐλπὶς τὴν ἐθέρμαινε, καὶ ἦτο βεβαία ὅτι οὐδὲν κακὸν εἶχε συμβῆ.
Ἠγέρθη καὶ συνεδαύλισε τὸ πῦρ. Ἔλαβε τὸν λύχνον, κατέβη εἰς τὸ ἰσόγειον, καὶ ἐπῆρε ξηρὰ ξύλα, κ᾽ ἐπανελθοῦσα τὰ ἔρριψεν εἰς τὴν ἑστίαν. Εἶτα ἔκαμε τρὶς τὸν σταυρόν της πρὸ τῆς ἁγίας εἰκόνος καὶ εἶπε τὸ Πάτερ ἡμῶν καὶ τὸ Πιστεύω, τὰς μόνας προσευχὰς τὰς ὁποίας ἤξευρε.
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἠκούσθη βῆμα ἀνδρικὸν ἔξω. Ἔκρουσαν τὴν θύραν της. Ἦτο ἡ φωνὴ τοῦ Παγώνα. Ἐσηκώθη ν᾽ ἀνοίξῃ.
* * *
Κατερχόμενος ὁ Ἀγάλλος σιγὰ-σιγά, ἀργοστόλιστος ὡς νύφη, τὴν κλιτὺν τοῦ βουνοῦ, πρὶν φθάσῃ εἰς τὴν Κεχρεάν, ἐνῷ εἶχε νυκτώσει ἤδη, δὲν ἐχόρταινε νὰ ἐνθυμῆται τὰ καλὰ ἐκεῖνα χρόνια, ὅταν ἦτον ἀκριβὸς γαμβρός, ζηλεμένος καὶ πολυγυρεμένος, καὶ εἶχε καλοπεράσει ἐπὶ ὀκτὼ ἔτη μὲ δύο ἀρραβωνιαστικές, πότε γελῶν τὴν μίαν πότε τὴν ἄλλην. Ἀλλ᾽ ὅταν ἔφθασεν ἔμπροσθεν τοῦ παλαιοῦ μονυδρίου τῆς Παναγίας τῆς Κεχρεᾶς, κ᾽ ἐστράφη ἀριστερὰ νὰ κάμῃ τὸν σταυρόν του πρὸς τὴν ἐκκλησίαν, διὰ τῆς ἀνοικτῆς θύρας τοῦ περιβόλου, βλέπει μέγα φῶς ἐντὸς τοῦ ναοῦ. Κάποια εὐσεβὴς γυνὴ θὰ ἐνθυμήθη ἴσως ν᾽ ἀνάψῃ τὰ κανδήλια τῆς Παναγίας, ἐπὶ τῆ παραμονῇ τοῦ ἀχράντου Τοκετοῦ Της, καὶ θὰ τὸ εἶχε παρακάμει εἰς τὸ λάδι καὶ τὰ φιτίλια, ὥστε νὰ μεταβάλῃ τὰς κανδήλας εἰς πυροφάνια. Ἀλλὰ συγχρόνως ἀκούει φωνὴ καὶ ψίθυρον ἔσωθεν τοῦ ναοῦ, ὡς ἀναγνώσεις ἢ σιγανὰς ψαλμῳδίας μοναχῶν προσευχομένων. Ποῖος νὰ ἦτο; Τὸ μονύδριον ἦτο διαλελυμένον ἀπὸ τὸν καιρὸν τῆς Ἀντιβασιλείας, ὁ ναΐσκος ἔμενεν ἔρημος.
Ὁ Ἀγάλλος δυνατὸν νὰ ἦτο ἐλαφροΐσκιωτος, ἀλλ᾽ ἦτο καὶ σαββατογεννημένος καὶ δὲν ἐφοβεῖτο. Ἐπλησίασεν εἰς τὴν θύραν τοῦ μονυδρίου, εἰσῆλθεν εἰς τὸν περίβολον, διέβη τὴν αὐλήν, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναόν. Τὰ κανδήλια ἦσαν ἀναμμένα ἔμπροσθεν τῶν εἰκόνων τοῦ τέμπλου, ἀλλὰ μὲ κανονικὰ φῶτα καὶ ὄχι ὡς πυροφάνια. Ἀλλ᾽ ὑπῆρχον καὶ δύο μεγάλαι λαμπάδες καίουσαι εἰς τὰ μανουάλια, καὶ πέντε ἢ ἓξ κηρία. Ἐντεῦθεν τὸ πολὺ φῶς.
Δεξιὰ εἰς τὴν ἀχιβάδα, μοναχός τις, μεσῆλιξ φορῶν ἐπανωκαλύμμαυχον ἔψαλλε τὸ Κύριε ἐκέκραξα. Ἐξημέρωνε Δευτέρα καὶ δὲν εἶχε ψαλῆ ὁ ἑσπερινὸς τὸ πρωὶ οὐδ᾽ εἶχε τελεσθῆ τὴν παραμονὴν ἡ λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου. Ἀριστερὰ ἕτερος μοναχὸς ἀντεφώνει εἰς τὸν πρῶτον. Δύο ἢ τρεῖς ἄλλοι μοναχοὶ ἢ δόκιμοι, μὲ ράσα, ἀλλὰ χωρὶς ἐπανωκαλύμμαυχα, ἵσταντο εἰς τὸ δυτικὸν μέρος τοῦ ναοῦ ἐντὸς τῶν στασιδίων. Ἔσωθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος σεβάσμιος πρεσβύτης ἱερομόναχος, ὑψηλός, ὀστεώδης, πολιός, βαθυπώγων, μὲ ὠχρούς, λιποσάρκους καὶ οἱονεὶ διαφανεῖς τοὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, ἐξῆλθεν τὴν στιγμὴν ἐκείνην μὲ ἐπιτραχήλιον, φελόνιον καὶ κρατῶν τὸ θυμιατόν. Τίνες ἦσαν ὅλοι αὐτοί; Ὁ Ἀγάλλος πρώτην φορὰν τοὺς ἔβλεπε.
Ὁ σεβάσμιος πρεσβύτης ἐθυμίασε τὰς εἰκόνας πρῶτον, εἶτα τὸν δεξιὸν ψάλτην, εἶτα τὸν ἀριστερόν, ἀκολούθως τοὺς τρεῖς μοναχοὺς ἢ δοκίμους καὶ τελευταῖον τὸν Ἀγάλλον. Ὁ Ἀγάλλος ὑπέκλινε πρὸς τὸ θυμίαμα, εἶδε τοὺς ἀλλοκότους ἰσχνοὺς καὶ διαυγεῖς χαρακτῆρας τοῦ σεβασμίου πρεσβύτου, κ᾽ ἐπίστευσε πλέον ὅτι ἐπῆγε ζωντανὸς εἰς τὸν Παράδεισον. Ἄλλως δὲν ἠδύνατο νὰ ἐξηγήσῃ τὸ ὅραμα.
Οὐδεὶς τῶν πέντε μοναχῶν ἔστρεψε βλέμμα πρὸς τὸν νεωστὶ ἐλθόντα. Μόνον ὁ τελευταῖος, ὁ νεώτερος τῶν ρασοφόρων, ὅστις δὲν ἐφόρει καλυμμαύχιον, ἀλλ᾽ ἐκράτει ὑπὸ τὴν μασχάλην διπλωμένην τὴν μαύρην σκούφιαν του, ἔστρεψε πρὸς τὸν Ἀγάλλον ὄχι τὸν ὀφθαλμόν, ἀλλὰ τὸν κρόταφον καὶ τὴν οὔλην στοιβὴν τῆς κόμης του καὶ τὸ ἄκρον τοῦ κανθοῦ, καὶ τότε ὁ Ἀγάλλος ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ προσέλθῃ πλησίον του καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ:
― Ποιοὶ εἶστε τουλόγου σας;
Ὁ δόκιμος ἀπήντησε διὰ νεύματος ὅτι δὲν εἶναι καιρὸς ἐξηγήσεων τώρα, ἀλλ᾽ ὁ γεραρὸς πρεσβύτης, ὅστις εἶχεν ἐπιστρέψει εἰς τὸ ἱερὸν Βῆμα, καὶ ἐφαίνετο ἔχων τὸ προορατικὸν χάρισμα, ἔστρεψε τὴν κεφαλὴν πρὸς τὸν δόκιμον καὶ τοῦ ἐπέτρεψε διὰ νεύματος νὰ δώσῃ ἐξηγήσεις εἰς τὸν ἀδελφόν.
* * *
Ἀφοῦ ὁ Ἀγάλλος ηὐχαρίστησε τὴν περιέργειάν του, ἦτο ἀποφασισμένος ν᾽ ἀπέλθῃ, νὰ καταβῇ εἰς τὸν μύλον, ὅπως παραλάβῃ καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα του, καὶ ὑπάγωσιν ὅλοι ὁμοῦ εἰς τὴν Παναγίαν, διότι οἱ παράδοξοι μοναχοὶ ἔμελλον νὰ ψάλωσι παννύχιον ἀγρυπνίαν, καὶ τελέσωσι λειτουργίαν πρὸς τὰ χαράγματα. Ἀλλ᾽ ἐνῷ ἦτο ἕτοιμος ν᾽ ἀπέλθῃ, πάλιν ἔλεγε μέσα του: «Ἂς καθίσω ἀκόμα λίγο», καὶ πάλιν «ἀκόμα λίγο», καὶ εἶχε γίνει μεσονύκτιον ἤδη χωρὶς νὰ αἰσθανθῇ τὸν κόπον. Διότι τὸ τρυφερὸν καὶ σεμνὸν τῆς ψαλμῳδίας μεγάλως τὸν ἔτερπε.
Τέλος, μικρὸν πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, ὅτε εἶχεν ἀρχίσει νὰ γίνεται ἀνάγνωσις τοῦ πανηγυρικοῦ τῆς ἡμέρας, ἐνῷ ὁ Ἀγάλλος εἶχε κινηθῆ νὰ ἐξέλθῃ τοῦ ναοῦ διὰ νὰ πυρωθῇ ὀλίγον εἰς τὸ ἔξωθεν ἀναμμένον πῦρ, κ᾽ ἐσυλλογίζετο τὴν ἀνησυχίαν τῆς γυναικός του, διότι ἦτο βέβαιος ὅτι ἡ πενθερά του θὰ ἔφθασεν ἀπὸ τὴν χώραν καὶ ἐπληροφόρησε τὴν Ἀφέντραν περὶ τῆς ἀναχωρήσεώς του ἐκ τῆς πολίχνης, βλέπει ἔξαφνα τὴν πενθεράν του καὶ τὸν Παγώναν καὶ παρουσιάζονται.
Ὁ Ἀγάλλος δὲν ἄφησε τὸν ἐλαφρὸν ἴσκιον νὰ ἐνεργήσῃ διὰ τὴν γραῖαν Συνοδιάν. Τὴν ἐκάλεσεν ἔξω τοῦ ναοῦ καὶ τῆς εἶπε ποῖοί τινες ἦσαν οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι.
Ἀπεφασίσθη νὰ ὑπάγῃ ὁ Παγώνας, ὅστις ἄλλως εἶχεν ἀφήσει τὸν ὄνον του δεμένον ἔξωθεν τοῦ μύλου, νὰ δώσῃ ἁπλῆν εἴδησιν εἰς τὴν Ἀφέντραν, καὶ τῆς εἴπῃ ὅτι μετὰ δύο ὥρας ἀκόμη θὰ κατήρχοντο ὁ σύζυγός της καὶ ἡ μήτηρ της διὰ νὰ ἐξυπνίσωσι τὰ δύο τέκνα, καὶ ὁδηγήσωσι ταῦτα καὶ τὴν μητέρα των εἰς τὴν Παναγίαν διὰ νὰ λειτουργηθοῦν.
* * *
Ἡ Ἀφέντρα ἐσηκώθη καὶ ἤνοιξε τὴν θύραν.
― Μοναχός σου ἦλθες; Ποῦ εἶναι ἡ μάννα μου;
― Στὴν Παναγιά.
― Στὴν Παναγιά; Κι ὁ Ἀγαλλάκης;
― Κι ὁ Ἀγαλλάκης μαζί. Κάνουν ἀγρυπνιά.
― Ἀγρυπνιά;
― Νά, ὁλονυχτιά.
― Ποιὸς τὴν κάνει;
― Κάτι νεοφερμένοι καλογέροι.
― Καλογέροι;
― Νά, ἀνθρῶποι μὲ ράσα.
― Ἀπ᾽ τὸ μοναστήρι ἦρθαν;
―Ὄχι, εἶναι ἄλλοι. Ἦρθαν τώρα γρήγορα. Κάθονται στὸν Ἁι-Θανάση.
― Στὸν Ἁι-Θανάση;
― Ναί. Πλιότερα δὲν ξέρω. Εἶπαν νὰ κοιμηθῆτε, καὶ τώρα-τώρα θὰ ᾽ρθῇ ὁ Ἀγάλλος μαζὶ μὲ τὴ θεια-Συνοδιὰ νὰ σᾶς ξυπνήσουν, νὰ σηκώσουν καὶ τὰ παιδιά, νὰ πᾶτε νὰ μεταλάβετε. Καλὴ νύχτα, κι αὔριο μὲ ὑγεία.
* * *
Μόλις ἡ Ἀφέντρα ἐπρόφθασε νὰ κλέψῃ ἕνα ὕπνον, καὶ ἐκρούσθη ἡ θύρα τοῦ νερομύλου. Ἦτο ὁ Ἀγάλλος καὶ ἡ θεια-Συνοδιά.
Ἡ Ἀφέντρα ἐξύπνισε τὰ παιδιά, τὰ ἔνιψε, τὰ ἐνέδυσε, τὰ ἐκτένισεν, ἐστολίσθη καὶ αὐτὴ μὲ ὅ,τι πρόχειρον εἶχεν εἰς τὸν μύλον, καὶ λαβόντες τὸ φανάριον ἐξεκίνησαν καὶ οἱ πέντε διὰ τὴν Παναγίαν.
Οἱ ἓξ μοναχοὶ ἦσαν νεοφερμένοι πράγματι. Ἤρχοντο ἐκ μιᾶς τῶν Κυκλάδων, ὅπου εἶχον διατρίψει ἐπὶ πολλὰ ἔτη ἀσκητεύοντες. Ἔφθασαν πρὸ ὀλίγων ἑβδομάδων, καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν κατοίκων δὲν τοὺς εἶχαν γνωρίσει ἀκόμη. Ὁ Ἀγάλλος πρώτην φορὰν τοὺς ἔβλεπε, καὶ διὰ τοῦτο τοῦ ἐφάνησαν ὡς παράδοξος ὀπτασία. Ἅμα φθάσαντες εἶχον ἀρχίσει νὰ κτίζωσι κελλίον τι πρὸς διαμονήν των, στεγαζόμενοι προσωρινῶς εἰς χωρικόν τι καλύβιον.
Ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε ναὸς εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, εἶχον κατέλθει νὰ ἑορτάσωσι τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν Κεχρεάν, μιᾶς ὥρας δρόμον ἀπέχουσαν.
Οἱ μὲν τοὺς ἔλεγον αἱρετικούς, οἱ δὲ τοὺς ἐσέβοντο ὡς πολὺ ἐναρέτους. Ἡ κοινὴ φήμη ἔλεγεν ὅτι ἠσπάζοντο ἐν μέρει τὰς δοξασίας θρησκευτικοῦ τινος διδασκάλου, τὰς ὁποίας εἶχεν ἀποκηρύξει ἡ Ἱερὰ Σύνοδος. Τὸ ἀληθὲς ἦτο ὅτι ὁ ἐν λόγῳ διδάσκαλος, αὐτὸς μᾶλλον εἶχεν ἀκολουθήσει τινὰ τῶν παλαιῶν ἐθίμων μοναστικῆς τινος κοινότητος, λίαν ἀρχαιοπρεποῦς, εἰς τὴν ὁποίαν ἀνῆκον οἱ ἀσκηταὶ οὗτοι. Οὕτω συνέπεσαν ἐν μέρει εἰς τὰς δοξασίας. Πολλοὶ ὅμως ἐφρόνουν ὅτι, ἐπειδὴ τὸ πολὺ τοῦ λαοῦ διψᾷ θρησκευτικῆς διδασκαλίας, οἱ δὲ ἁρμόδιοι καὶ ὑπεύθυνοι οὐδεμίαν μέριμναν λαμβάνουσι πρὸς θεραπείαν τῆς ἀνάγκης ταύτης, διὰ τῶν ἁγνῶν καὶ ὀρθοδόξων, οὐχὶ διὰ ξενοπρεπῶν καὶ κακοζήλων πηγῶν, ἑπόμενον ἦτο πολλοὶ εὐσεβεῖς καὶ καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι νὰ πλανηθῶσι, καλῇ τῇ πίστει, ἀκούοντες τὸν χριστιανικὸν λόγον, ἔστω καὶ νοθευμένον, παντοῦ ὅπου οὗτος ἠχεῖ, διότι ὅταν αἱ βρύσεις καὶ κρῆναι θολωθῶσιν, οἱ δὲ ὑδρονομεῖς ἀποκρύπτωσι τὰ διαυγῆ νάματα, ἄνθρωποι καὶ κτήνη, διψῶντες μέχρι θανάτου, θὰ προτιμήσουν νὰ πίωσιν ἐκ τοῦ θολοῦ ρεύματος, ἀσθενῆ εὑρίσκοντες ἐλπίδα σωτηρίας ἐν τούτῳ, μᾶλλον ἢ ν᾽ ἀποθάνωσι τῆς δίψης· Ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις, Κύριε· ὡς ἐπλήθυνας τὸ ἔλεός σου, ὁ Θεός.
* * *
Ἡ θεια-Συνοδιὰ ἐξωμολογήθη εἰς τὸν πατέρα Ἰεζεκιὴλ (οὕτως ἐκαλεῖτο ὁ προϊστάμενος τῆς ἀδελφότητος ἱερομόναχος), καὶ οὗτος τὴν ὡδήγησεν ὅτι, ἐὰν ἡ ὀρφανὴ κόρη, ἡ παραγκωνισθεῖσα διὰ τοῦ γάμου τῆς θυγατρός της, ἔμεινεν ἔκτοτε ἄγαμος, ὀφείλει, ὅπως τύχῃ συγχωρήσεως, νὰ συντελέσῃ, αὐτὴ τὸ κατὰ δύναμιν πρὸς ἀποκατάστασίν της· ἐὰν ὅμως ἐκείνη ὑπανδρεύθη ἢ ἀπέθανεν ἔκτοτε, τότε ἀνάγκη νὰ κάμῃ ἄλλας ἐλεημοσύνας, ὡς καὶ ἓν σαρανταλείτουργον εἰς τὸν ναὸν τῆς ἐνορίας της, κατὰ προτίμησιν.
Ἐπειδὴ ἡ Συνοδιὰ ἔδωκε τὴν πληροφορίαν ὅτι ἡ κόρη ἦτο ἄγαμος ἀκόμη, ὁ πρῶτος κανὼν τῆς ἐπεβάλλετο.
Εἰς τὴν Ἀφέντραν, ἥτις ἔσχε τέλος τὸ θάρρος νὰ ἐξομολογηθῇ τὸ ἁμάρτημα τῆς μαγείας, ἔδωκε κανόνα μακρὰν ἀποχὴν ἀπὸ τῆς Μεταλήψεως καὶ προσθέτους νηστείας καὶ προσευχάς. Τὴν ἐσυμβούλευσε ν᾽ ἀνάψῃ καὶ μεγάλην λαμπάδα εἰς τὴν ἁγίαν Ἀναστασίαν τὴν Φαρμακολύτριαν.
Τὰ δύο παιδία μετέλαβον τῆς ἱερᾶς Κοινωνίας, καὶ ἡ οἰκογένεια ὅλη ἐπέστρεψεν ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου εἰς τὸν μύλον της.
(1892)