Ο πρόεδρος της Τουρκίας Τ. Ερντογάν ερχόμενος στην Αθήνα ανακοίνωσε και εγκαινίασε την αλλαγή της τουρκικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα για τη λύση των προβλημάτων σε Αιγαίο και Μεσόγειο.
Από την Κύρα Αδάμ
Μέχρι την έλευσή του στη Αθήνα, ο Τούρκος πρόεδρος επέμενε ότι όλες οι ελληνοτουρκικές διαφορές έχουν ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΧΑΡΑKΤΗΡΑ και μπορούν να λυθούν με διμερή πολιτικό διάλογο, ώστε οι δύο χώρες να καταλήξουν σε μοιρασιά ΚΑΖΑΝ ΚΑΖAΝ (μισά μισά) του Αιγαίου και της Αν. Μεσόγειου.
Ερχόμενος στην Αθήνα, πρώτη φορά ο Τ. Ερντογάν δέχθηκε ότι όλα τα ελληνοτουρκικά προβλήματα έχουν ΝΟΜΙΚΟ ΧΑΡΑΧΤΗΡΑ και μπορούν να παραπεμφθούν για λύση στη διεθνή Δικαιοσύνη (π.χ. Δικαστήριο της Χάγης): «Οταν προσφεύγουμε στη ΔΙΕΘΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, δεν πρέπει να αφήνουμε κανένα πρόβλημα πίσω» είπε ο κ. Ερντογάν στη γραπτή συνέντευξή του, απαντώντας επί της ουσίας στην πάγια και σταθερή θέση των ελληνικών κυβέρνησης ότι υπάρχει μόνον ένα ΝΟΜΙΚΟ θέμα προς επίλυση με την Τουρκία, και αυτό είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Η αλλαγή της τουρκικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα, με τη μετατροπή όλων των -κατά την Τουρκία- πολιτικών προβλημάτων με την Ελλάδα σε προβλήματα ΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ που μπορούν να επιλυθούν στο Δικαστήριο της Χάγης, υπερκαλύπτει την πάγια ελληνική θέση για τη μοναδική νομική διαφορά με την Τουρκία, που είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, με το τουρκικό αιτιολογικό ότι τα προβλήματα είναι αλληλένδετα και πρέπει να εξεταστούν ως ένα σύνολο.
Επιθετικές βλέψεις
Δι’ αυτού του τρόπου, η Αγκυρα επιδιώκει να μετατρέψει και να κατοχυρώσει τις επιθετικές βλέψεις και διεκδικήσεις της σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας σε ΝΟΜΙΚΗΣ φύσης διαφορές, είτε πρόκειται για τον εθνικό εναέριο χώρο των 10 ν.μ. και τα σχέδια πτήσης είτε πρόκειται για την επέκταση των χωρικών υδάτων ή για την περιοχή θαλάσσιας έρευνας και διάσωσης ή για την ΑΟΖ κ.λπ., και κυρίως για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο, την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων του Αν. Αιγαίου, ακόμα και για την αναθεώρηση της ίδιας της Συνθήκης της Λωζάννης κ.ά.
Η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη είτε δεν είχε ενημερωθεί κατά τις προηγούμενες διπλωματικές επαφές για την αλλαγή της τουρκικής πολιτικής είτε δεν είχε χρονικά περιθώρια να προσαρμόσει την απάντησή της. Γι’ αυτό και ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης στη δήλωσή του χθες περιορίστηκε να ρίξει την μπάλα στην εξέδρα, αναφέροντας ότι «στην επόμενη φάση του πολιτικού διαλόγου και όταν ωριμάσουν οι συνθήκες μπορεί να είναι η προσέγγιση για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο, που σύμφωνα με την Ελλάδα συνιστά τη μόνη διαφορά που θα μπορούσε να αρθεί ενώπιον της διεθνούς δικαιοσύνης…».
Μητσοτάκης και Ερντογάν συμφώνησαν ότι η λύση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων μετατίθεται για ένα μη προσδιορίσιμο μέλλον, γεγονός που θα επιτρέψει στην Τουρκία να αυξήσει το νομικό «οπλοστάσιό» της απέναντι σε όλα τα θέματα που εγείρει και διεκδικεί στο Αιγαίο και όχι μόνον για τη νομική διαφορά στην οριοθέτηση της ΑΟΖ, όπως επιμένει τώρα η Αθήνα.
Ο Τούρκος πρόεδρος, πάντως, δεν παρέλειψε σε κανένα σημείο των δημόσιων δηλώσεών του να μετατρέψει το Αιγαίο και τη Μεσόγειο σε θάλασσα τουρκικών συμφερόντων, επιμένοντας ότι οι δύο χώρες «μοιραζόμαστε την ίδια θάλασσα», ενώ στην πραγματικότητα η «θάλασσα του Ερντογάν» εξαντλείται στο τμήμα της τουρκικής ΑΟΖ που της αναλογεί στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο.
Από τα μαλλιά
Για τον πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη η επίσκεψη Ερντογάν άρχισε και τελείωσε στην υπογραφή της Διακήρυξης Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας, την οποία, τραβώντας από τα μαλλιά, εξίσωσε πολιτικά με το Σύμφωνο του Ελ. Βενιζέλου το 1930, ακόμα και με την υπογραφή της ίδιας της Συνθήκης της Λωζάννης το 1923.
Το ίδιο το κείμενο της Διακήρυξης Μητσοτάκη – Ερντογάν 2023 προσγειώνει απότομα την κυβέρνηση Μητσοτάκη στην πραγματικότητα και τούτο διότι στην ακροτελεύτια παράγραφο ξεκαθαρίζει ότι «…η Διακήρυξη αυτή δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία δεσμευτική για τα μέρη κατά το Διεθνές Δίκαιο. Καμιά πρόνοια της Διακήρυξης αυτής δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι παράγει νομικά δικαιώματα η υποχρεώσεις για τα μέρη». Επιπροσθέτως, στην ίδια Διακήρυξη τονίζεται σε άλλο σημείο ότι «προκειμένου να ενισχυθούν οι σχέσεις καλής γειτονίας, αμφότερα τα μέρη, χωρίς να θίγονται οι εκατέρωθεν νομικές θέσεις τους, θα καλλιεργούν πνεύμα αλληλεγγύης απέναντι στις τρέχουσες και μελλοντικές προκλήσεις…».
Εν ολίγοις, η παρούσα Διακήρυξη Ελλάδας – Τουρκίας δεν ξεπερνά τα όρια μιας διμερούς δέσμευσης μερικής διάρκειας και ανατρέψιμης ανά πάσα στιγμή, και σε τίποτα δεν προσεγγίζει τη μόνιμη ελληνική προσπάθεια δεκαετιών να υπογραφεί με την Τουρκία διακήρυξη φιλίας και μη επίθεσης. Και τούτο διότι ο Ερντογάν δεν πρόκειται ποτέ να υπογράψει μια τέτοια δέσμευση, αφού δηλώνει ευθέως ότι «δεν σας απειλούμε, αν δεν μας απειλήσετε», και επειδή στην περίπτωση που θα υπέγραφε μια τέτοια διακήρυξη μη επίθεσης, θα τον… στέλνανε σπίτι του.
Η Διακήρυξη Μητσοτάκη – Ερντογάν, πάντως, αποκτά αξία για τον ίδιο τον πρωθυπουργό, διότι του προσφέρει ακόμα ένα διάστημα φαινομενικής ηρεμίας στο Αιγαίο, πολιτικά και κομματικά εκμεταλλεύσιμο από τον ίδιο.