«Ο θεσμός της Δικαιοσύνης είχε εγκαταλειφθεί διαχρονικά από την Πολιτεία. Και οι παρεμβάσεις της λαμβάνουν χώρα μόνο όταν επιθυμεί να μετακυλίσει σ’ αυτή τα δεινά που συμβαίνουν στη χώρα μας και όταν προβαίνει σε αποσπασματικές προτάσεις προς επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει», τόνισε η Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Μαργαρίτα Στενιώτη, στην ετήσια τακτική συνέλευση που πραγματοποιήθηκε χθες Σάββατο.
Η κ. Στενιώτη έκανε λόγο για «μια στοχοποίηση και απαξίωση του νομικού κόσμου, η συμβολή του οποίου είναι τεράστια στον νομικό πολιτισμό της χώρας μας. Μία γενικευμένη αμφισβήτηση του θεσμικού ρόλου των Λειτουργών και των Συλλειτουργών της Δικαιοσύνης». Ωστόσο, όπως τόνισε «παρά την απαξίωση από την Πολιτεία, η αυτοθυσία, η ευσυνειδησία, η επιστημοσύνη και η εργατικότητα των Δικαστικών Λειτουργών επιτυγχάνουν να θέτουν τη Δικαιοσύνη στην κορυφή των θεσμών που εμπιστεύεται ο πολίτης».
Η πρόεδρος της ΕνΔΕ αναφέρθηκε σε χρονίζοντα προβλήματα της Δικαιοσύνης, επισημαίνοντας την υποστελέχωση δικαστικών υπαλλήλων,την υποχρηματοδότηση, την έλλειψη υποδομών, την έλλειψη τεχνολογικού εξοπλισμού και την έλλειψη ψηφιοποίησης.
«Η σημερινή γενική συνέλευση, που αποτελεί το ανώτατο όργανο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων είναι η πιο μαζική των τελευταίων ετών και τούτο διότι οι Δικαστικοί Λειτουργοί απ’ όλα τα μέρη της χώρας μας προσήλθαν αυθόρμητα να εκφράσουν την ανησυχία τους για τις σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις στο χώρο της Δικαιοσύνης», πρόσθεσε.
Αναφερόμενη στο νέο δικαστικό χάρτη, που έχει προγραμματίσει η Κυβέρνηση, η πρόεδρός της ΕΔΕ, ανάφερε ότι η κατάργηση των Πρωτοδικείων και Εφετείων δεν ενδείκνυται σε μια νησιωτική χώρα. Στις προθέσεις του υπουργείου Δικαιοσύνης είναι η κατάργηση 5 Εφετείων, μεταξύ αυτών είναι τα Εφετείο Κρήτης και Δωδεκανήσων. Η απόλυτη πρόσβαση του πολίτη στη δικαιοσύνη είναι συνταγματικό δικαίωμα του, επισήμανε η κυρία Στενιώτη.
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην ενοποίηση του πρώτου βαθμού και στον ρόλο του Ειρηνοδίκη, λέγοντας ότι η τύχη των ειρηνοδικείων στη χώρα μας γνώρισε ποικίλη νομοθετική αντιμετώπιση και συζήτηση για ενοποίηση είχε γίνει και στο παρελθόν και μια ανάλογη προσπάθεια το 1998 απέτυχε. «Είναι γνωστό, άλλωστε, και ότι ακόμη και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, και μάλιστα δύο φορές, απέτυχε να υλοποιήσει την ενοποίηση, το ίδιο και επόμενες κυβερνήσεις, με τελευταία προσπάθεια αυτή του έτους 1998, όπως προαναφέρθηκε. Με την ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 88 του Συντάγματος επιτρέπεται η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής και μόνο δικαιοσύνης αλλά η δομή της ελληνικής δικαιοσύνης την καθιστά ανέφικτη και ανοίγει πολλαπλά θέματα συνταγματικότητας, που ήδη στο παρελθόν τέθηκαν όσον αφορά την προαγωγή Προέδρων Εφετών των Διοικητικών Δικαστηρίων σε θέσεις Συμβούλων του Συμβουλίου της Επικρατείας και τα οποία στο ενδεχόμενο ενοποίησης θα επιλυθούν από τα αρμόδια Δικαστήρια», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η κ. Στενιώτη υπογράμμισε ότι «τα διαχρονικά ελλείματα υποδομής της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας, διαπιστώνουμε ότι έχουν εισχωρήσει και στις σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη, γιατί η καλή νομοθέτηση επέβαλε τη σύσταση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, ώστε να εργασθεί για μία Δικαιοσύνη αποτελεσματικότερη, κατά την οποία δεν θα παρεμποδίζεται και δεν θα περιορίζεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών. Μία νομοπαρασκευαστική επιτροπή δεν θα είχε γνώμονα των αποφάσεων της την επίτευξη της εκταμίευσης των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Οι πολιτικές επιλογές και οι πολιτικές αποφάσεις που οδηγούν σε μεταρρυθμίσεις πρέπει να γνωρίζουμε ότι πολλές φορές δεν συμβαδίζουν με τα δικαιοκρατικά αιτήματα».
Παράλληλα, η πρόεδρος της ΕνΔΕ αναφέρθηκε και στα προβλήματα των συνταξιούχων- επίτιμων Δικαστικών Λειτουργών, «οι οποίοι αγωνίζονται για να ανακτήσουν τη θέση που τους αναγνωρίζει το ίδιο το Σύνταγμα», όπως τόνισε. «Συνάδελφοι που κόσμησαν τη Δικαιοσύνη αγωνίζονται για την εξασφάλιση ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερου προς εκείνο που είχαν κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει ως εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας και της παροχής στους πολίτες αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας την ιδιαίτερη συνταξιοδοτική μεταχείριση των Δικαστικών Λειτουργών. Η συνταγματική επιταγή της ιδιαίτερης συνταξιοδοτικής μεταχείρισης δεν λαμβάνεται υπόψη από τη νομοθετική εξουσία αλλά και η εκτελεστική εξουσία αρνείται να συμμορφωθεί με δικαστικές αποφάσεις, που έκριναν ως αντισυνταγματικές περικοπές των συντάξιμων αποδοχών και οδήγησαν σε ουσιώδη ανατροπή των οικονομικών δεδομένων, στα οποία δικαιολογημένα είχαν αποβλέψει. Συνέπεια των παραλείψεων των δύο εξουσιών του κράτους είναι η ακύρωση ενός κοινωνικού κεκτημένου και η κατάλυση της έννοιας της κοινωνικής αλληλεγγύης κατά παράβαση της αρχής του κοινωνικού κράτους και της αρχής της αναλογικότητας», σχολίασε.
Επιπλέον, η κ. Στενιώτη σημείωσε ότι «η δεδομένη παράλειψη από την πλευρά του κράτους δημιουργεί συνθήκες προσβολής του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, από τις οποίες απορρέει κι η σχετική ευθύνη του κράτους και των εμπλεκόμενων οργάνων του».