Η πρώτη απόφαση για το θέμα της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης είναι αυτή της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Πατρών. Η Ολομέλεια, ομόφωνα, τάσσεται κατά της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής Δικαιοσύνης . Θα ακολουθήσει απόφαση της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης στις 14 Δεκεμβρίου. Η απόφαση του Πρωτοδικείου Πατρών, έρχεται σε συνέχεια της ξεκάθαρης τοποθέτησης του Προεδρείου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κατά της ενοποίησης.
Μάλιστα η Ολομέλεια Πατρών υιοθετεί το σκεπτικό της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων αναφέροντας ότι «ενδεχόμενη ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης με επέμβαση στην επετηρίδα των δικαστικών λειτουργών προσκρούει επιπροσθέτως στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη Διοίκηση, που περιλαμβάνει και το νομοθέτη. Προσβάλλει συγχρόνως τα κεκτημένα εργασιακά δικαιώματα των θιγόμενων δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι υποβιβάζονται, όταν υποβαθμίζεται η αρχαιότητά τους και καθυστερεί ως εκ τούτου η ευλόγως προσδοκώμενη, ενδεχομένως ήδη μετά από πολλά έτη υπηρεσίας, υπηρεσιακή τους εξέλιξη».
Η μειοψηφία του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων στην συνάντησή της με τον Υπουργό Δικαιοσύνης στηρίζει εν μέρει την πρόταση του Υπουργού περί ενοποίησης αναφέροντας σε σχετική ανακοίνωσή της 24-11-2023 «ταχθήκαμε υπέρ της δυνατότητας όσων Ειρηνοδικών επιθυμούν να ενταχθούν στο δυναμικό των Πρωτοδικείων».
Ο διχασμός που επέφερε στο Δικαστικό Σώμα η φημολογούμενη ενοποίηση λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις. Η ενότητα του Σώματος είναι το ζητούμενο στην ετήσια γενική συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων που πραγματοποιείται αύριο στο Εφετείο Αθηνών και εξαρτάται αποκλειστικά από τις εξαγγελίες του Υπουργού Δικαιοσύνης, με δεδομένο ότι αναφέρει ότι οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν πολιτική και μόνο απόφαση. Άρα δίχως διάλογο με τους φορείς της Δικαιοσύνης ;
Απόφαση της Γνωμοδοτικής Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Πατρών για τη δρομολογούμενη από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης
Εισηγητής: Κωνσταντίνος Ρήγας, Πρωτοδίκης και Α΄ Ανακριτής Πατρών
Στο πλαίσιο του διεξαγόμενου ανεπίσημου δημόσιου διαλόγου, ως προς τη δρομολογούμενη από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης, παρεμβαίνουμε θεσμικώς, ως Γνωμοδοτική Ολομέλεια του Πρωτοδικείου Πατρών και μάλιστα ομόφωνα, προκειμένου να επισημανθούν τα αυστηρά συνταγματικά όρια για την υλοποίηση μιας τέτοιας ενοποιήσεως. Τούτο, διότι οι τρεις ισότιμες λειτουργίες του Κράτους, δηλαδή η νομοθετική, η εκτελεστική και η δικαστική, πηγάζουν από το Λαό και ασκούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1§3, 26 και 87§2 του Συντάγματος, όπως αυτό ορίζει. Άρα, η εκτελεστική εξουσία, ως έχουσα το δικαίωμα της προτάσεως νόμων, και η βουλή, ως νομοθετούσα, υποχρεούνται να τηρούν πάντοτε τις υπέρτερης τυπικής ισχύος συνταγματικές ρυθμίσεις και εγγυήσεις και κατά μείζονα λόγο, όταν η νομοθετική διαδικασία αφορά συνταγματικώς ρυθμιζόμενα ζητήματα, όπως είναι αυτά της τρίτης λειτουργίας του Κράτους, ήτοι της δικαστικής. Η δικαστική λειτουργία ασκεί, με τη σειρά της, τον προβλεπόμενο από το Σύνταγμα έλεγχο στις άλλες δύο λειτουργίες του Κράτους, που δεν μπορούν, στο δημοκρατικό πολίτευμα, να ενεργούν ανέλεγκτα.
Πέραν των λοιπών δυσεπίλυτων ζητημάτων, ουσιαστικών και τεχνικών, που θα προκύψουν από μία ενδεχόμενη ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας με την κατάργηση του βαθμού του Ειρηνοδίκη, όπως είναι η δυσχερέστερη πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη, η ενίσχυση της γραμματειακής υποστηρίξεως των δικαστηρίων και η εξασφάλιση κατάλληλων κτιριακών υποδομών, είναι αναγκαίο να διασφαλισθεί σε κάθε περίπτωση η βαθμολογική εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών της πολιτικής-ποινικής δικαιοσύνης. Η εν λόγω βαθμολογική εξέλιξη, η οποία στηρίζεται, στην ελληνική έννομη τάξη, σχεδόν απαρεγκλίτως από τη μεταπολίτευση στην επετηρίδα και δη στην αρχαιότητα των δικαστικών λειτουργών με βάση το χρόνο εισαγωγής τους στο δικαστικό σώμα, έχει καταστεί ως εκ τούτου συστατικό στοιχείο της προστατευόμενης από τη διάταξη του άρθρου 87§1 του Συντάγματος προσωπικής και λειτουργικής τους ανεξαρτησίας. Σύμφωνα περαιτέρω με τη ρύθμιση του άρθρου 90§1 του Συντάγματος, οι προαγωγές, οι τοποθετήσεις και οι μεταθέσεις των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, και όχι με νόμο.Προστατεύονται έτσι συνταγματικώς η εύλογη προσδοκία της ομαλής υπηρεσιακής εξελίξεως των δικαστικών λειτουργών και της πολιτικής-ποινικής δικαιοσύνης, που έχει δημιουργηθεί και αναμένεται ήδη από το χρόνο της εισαγωγής τους στο δικαστικό σώμα, και κατ’ επέκταση η ανεξαρτησία τους.
Ενδεχόμενη διάψευση, συνεπεία της εν λόγω ενοποιήσεως, της προαναφερθείσας εύλογης προσδοκίας, κυρίως εν προκειμένω των εν ενεργείαδικαστικών λειτουργών με το βαθμό του Παρέδρου Πρωτοδικών, του Πρωτοδίκη ή του Προέδρου Πρωτοδικών της πολιτικής-ποινικής δικαιοσύνης, μέσω της τυχόν νομοθετικής μεταβολής της επετηρίδας των δικαστικών λειτουργών της πολιτικής δικαιοσύνης με την υποβάθμιση της αρχαιότητάς τους με οποιονδήποτε τρόπο, όπως είναι η εμβόλιμη ένταξη σ’ αυτήν, με οποιοδήποτε κριτήριο, των εν ενεργείασυναδέλφων δικαστικών λειτουργών της πολιτικής δικαιοσύνης με το βαθμό του Ειρηνοδίκη ή η τήρηση παράλληλης επετηρίδας τους προς αυτήν των λοιπών δικαστικών λειτουργών της πολιτικής δικαιοσύνης, ώστε να μεταβληθεί η παρούσα αρχαιότητα των εν ενεργεία Ειρηνοδικών μετά τους Παρέδρους Πρωτοδικών και να επιβραδυνθεί έτσι η υπηρεσιακή εξέλιξη ιδίως των εν ενεργεία Παρέδρων Πρωτοδικών, Πρωτοδικών και Προέδρων Πρωτοδικών, αντίκειται επομένως στις διατάξεις των άρθρων 87§1 και 90§1 του Συντάγματος, αλλά και στην κατοχυρούμενη από τη ρύθμιση του άρθρου 4§1 του Συντάγματος θεμελιώδη αρχή της ισότητας. Πιο συγκεκριμένα, η συνταγματική αρχή της ισότητας, η οποία διέπει επίσης τη νομοθέτηση, δεν επιτάσσει μόνον την ίση μεταχείριση των όμοιων καταστάσεων, αλλά και τη διαφορετική των μη όμοιων. Η επιτυχής φοίτηση όλων των ενεργεία Παρέδρων Πρωτοδικών, Πρωτοδικών και Προέδρων Πρωτοδικών στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, κατά την εισαγωγή τους στο δικαστικό σώμα κατόπιν ξεχωριστού διαγωνισμού, και η εμπειρία τους ως προς την εκδίκαση και τη διεύθυνση της διαδικασίας αφενός των ποινικών υποθέσεων, με αντικείμενο πλημμελήματα και κακουργήματα, και αφετέρου των δυσχερέστερων αστικών, εργατικών και εμπορικών υποθέσεων, όπως είναι αυτές του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, που εκδίδονται μετά από διάσκεψη, αποτελούν τα κύρια τυπικά και ουσιαστικά προσόντα εκείνα, τα οποία συνιστούν εχέγγυα και δεν επιτρέπουν εν προκειμένω τις προαναφερθείσες παρεμβάσεις στην επετηρίδα των δικαστικών λειτουργών του πρώτου βαθμού της πολιτικής δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τη μισθολογική τους εξέλιξη.
Η ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 88 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία επιτρέπονται, κατά την αληθή έννοια του άρθρου 88, η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης και η ρύθμιση της υπηρεσιακής καταστάσεως των δικαστικών λειτουργών του βαθμού αυτού, εφόσον προβλέπεται διαδικασία κρίσεως και αξιολογήσεως, όπως νόμος ορίζει, καθώς και η ρύθμιση του άρθρου 88§2εδ.β του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία τα σχετικά με τη βαθμολογική εξέλιξη των δικαστικών λειτουργών καθορίζονται με ειδικούς νόμους, πρέπει λοιπόν να ερμηνεύονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να επιτυγχάνεται η εναρμόνισή τους με τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 4§1, 87§1 και 90§1του Συντάγματος. Τούτο σημαίνει ότι αφενός δεν επιτρέπεται συνταγματικώς να θιγείαπό το νομοθέτη η ευλόγως προσδοκώμενη βαθμολογική εξέλιξη τουλάχιστον των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών και αφετέρου η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας προϋποθέτει, για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, την ουσιαστική εκπαίδευση των συναδέλφων Ειρηνοδικών και Πταισματοδικών, ως προς την εκδίκαση κυρίως των ποινικών υποθέσεων, καθώς και την αντικειμενική κρίση και αξιολόγησή τους, που δεν μπορούν ωστόσο να συντελεσθούν με απλά σεμινάρια ή με την ανάθεση της ευθύνης της εν λόγω εκπαιδεύσεως στα Πρωτοδικεία, που έχουν κατακλυσθεί τα τελευταία χρόνια από δυσχερείς και πολυάριθμες πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες υποθέσεις τόσο ποινικές όσο και αστικές, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται πολύ μεγάλος αριθμός απλούστερων αστικών υποθέσεων, που έχουν κριθεί σε πρώτο βαθμό από τα Ειρηνοδικεία.
Ενδεχόμενη ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης με επέμβαση στην επετηρίδα των δικαστικών λειτουργών προσκρούει επιπροσθέτως στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη Διοίκηση, που περιλαμβάνει και το νομοθέτη. Προσβάλλει συγχρόνως τα κεκτημένα εργασιακά δικαιώματα των θιγόμενων δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι υποβιβάζονται, όταν υποβαθμίζεται η αρχαιότητά τους και καθυστερεί ως εκ τούτου η ευλόγως προσδοκώμενη, ενδεχομένως ήδη μετά από πολλά έτη υπηρεσίας,υπηρεσιακή τους εξέλιξη.
Η ενότητα του δικαστικού σώματος αποτελεί εντούτοις σημαντική προϋπόθεση για την ευσυνείδητη άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων σύμφωνα το Σύνταγμα και τους νόμους, την περιφρούρηση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών και την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στον ύψιστο θεσμό της δικαιοσύνης. Η ενότητα αυτή δεν πρέπει συνεπώς να διαταράσσεται, μεταξύ άλλων, από νομοθετικές πρωτοβουλίες και νομοθετικές διαδικασίες, οι οποίες όχι μόνο δεν εξυπηρετούν την ορθή και ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, αλλά ενδέχεται να αποβούν εις βάρος ακόμη και των φερόμενων ως ωφελούμενων απ’ αυτές. Η επιδιωκόμενη από την ελληνική πολιτεία και κοινωνίαορθή και ταχεία λειτουργία της δικαιοσύνης προϋποθέτει ουσιαστικό δημόσιο διάλογο, ο οποίος όμως απαιτεί χρόνο και πρέπει να στηρίζεται σε μελετημένες,τεκμηριωμένες, εφαρμόσιμες και όχι πρόχειρες προτάσεις, στην καλόπιστη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων θεσμικών φορέων και στην ανταλλαγή εποικοδομητικών απόψεων και στέρεων επιχειρημάτων, με διάθεση όχι στείρας κριτικής, βεβιασμένων κινήσεων εντυπωσιασμού και προεξοφλήσεως αποφάσεων καθώς και επιβολής προειλημμένων αποφάσεων, αλλά θετικής αντιπροσφοράς. Οι ανεπίσημες διαρροές πληροφοριών, η μονόπλευρη αντιμετώπιση των τιθέμενων ζητημάτων, αναφορικά με τη σύγχρονη λειτουργία της δικαιοσύνης, και η προώθησηστενά συντεχνιακών αντιλήψεων δε συμβάλλουν προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλάδημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις και στέλνουν εσφαλμένα μηνύματα στις άλλες δύο λειτουργίες του Κράτους και στην κοινωνία.