Τα Γλυπτά του Παρθενώνα, γνωστά και ως Ελγίνεια Μάρμαρα από τους Άγγλους λόγω του Έλγιν , είναι συλλογή γλυπτών που προέρχονται από την Ακρόπολη των Αθηνών. Αφαιρέθηκαν και κλάπηκαν από τον Τόμας Μπρους, 7ο κόμη του Έλγιν, πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1799 μέχρι το 1803, και μεταφέρθηκαν στην Βρετανία το 1806.
Εκμεταλλευόμενος την Οθωμανική ηγεμονία στην Ελληνική επικράτεια, ισχυρίστηκε ότι κατάφερε και απέκτησε φιρμάνι από τις οθωμανικές αρχές για την αποκαθήλωσή τους από τον Παρθενώνα με σκοπό τη μέτρηση και την αποτύπωσή τους σε σχέδια, και στη συνέχεια προχώρησε στην αφαίρεση και φυγάδευσή τους. Η ύπαρξη φιρμανιού και, αν υπήρχε, το ακριβές πνεύμα της άδειας, αμφισβητείται. Το 2019 Τούρκοι ερευνητές υποστήριξαν ότι δεν υπήρξε τέτοιο φιρμάνι. Τα γλυπτά αυτά αποθηκεύτηκαν στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου το 1816. Το 1939 τοποθετήθηκαν στην αίθουσα Duveen που δημιουργήθηκε για αυτό το σκοπό.
Οι προσπάθειες της Ελλάδας για την επιστροφή αρχαιοτήτων του Παρθενώνα που αποσπάστηκαν από τον Έλγιν ξεκίνησαν το 1836. Από το 1983, με πρωτοβουλία της τότε Υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, η Ελλάδα καταβάλλει νέες προσπάθειες να φέρει τα γλυπτά πίσω στην Αθήνα. Η προσπάθεια των ελληνικών αρχών για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα στο τόπο καταγωγής και δημιουργίας τους υποστηρίζεται ενεργά από διεθνή, ομότιτλη επιτροπή. Η αναγκαιότητα της επιστροφής τους στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται και από την επίσημη θέση της εκπροσώπου της UNESCO, με βάση την αρχή της διατήρησης της ακεραιότητας των μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομίας. Κατά καιρούς έχουν δει τη δημοσιότητα διάφορες προτάσεις από έγκριτους, ουδέτερους παρατηρητές, με σκοπό την εξεύρεση μιας λύσης στη διαφωνία Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας επί του ζητήματος της επιστροφής των κλεμμένων γλυπτών. Ωστόσο, οι φωνές για την επιστροφή τους είναι πλέον πολύ περισσότερες σε ολόκληρο τον κόσμο.