Θέμα για τις τρομακτικές αυξήσεις (και) στο ελαιόλαδο στην ελληνική αγορά έκανε το τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu, το οποίο χαρακτηρίζει «πολυτέλεια», πλέον, ένα βασικό συστατικό της ελληνικής κουζίνας και της μεσογειακής διατροφής, καθώς όπως αναφέρει, υπάρχει «εκτίναξη των τιμών».
Το Anadolu επικαλείται στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία αναφέρουν ότι το ελαιόλαδο ανατιμήθηκε σχεδόν κατά 70% μεταξύ Ιανουαρίου 2021 και Σεπτεμβρίου 2023, η τρίτη μεγαλύτερη άνοδος της σχετικής τιμής στην ΕΕ, μετά το 138% της Ισπανίας και το 90% της Πορτογαλίας την ίδια περίοδο.
«Μια θλιβερή εικόνα για όσους δεν μπορούν να φανταστούν τα γεύματα χωρίς το ξεχωριστό άρωμα και τα οφέλη για την υγεία του ελαιόλαδου, αυτή η αύξηση σχετίζεται στενά με την κακή συγκομιδή ελιάς σε μεγάλους παραγωγούς της ΕΕ», σχολιάζει το τουρκικό πρακτορείο.
Όπως αναφέρει ακόμα, σύμφωνα με τη βραχυπρόθεσμη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις γεωργικές προοπτικές, τα εννέα μέλη του μπλοκ που καλλιεργούν ελιές αναμένεται να παράγουν 1,5 εκατομμύρια μετρικούς τόνους (πάνω από 1,6 εκατομμύρια τόνους ΗΠΑ) ελαιόλαδου την καλλιεργητική περίοδο 2023/24.
Ενώ αυτή η πρόβλεψη είναι 9% πάνω από το χαμηλό ρεκόρ της προηγούμενης σεζόν των 1,384 εκατομμυρίων τόνων, εξακολουθεί να είναι πολύ κάτω από τον όγκο του μέσου όρου των 2,13 εκατομμυρίων τόνων, που παρήχθη μεταξύ 2017/2018 και 2021/2022.
Στην Ελλάδα, γράφει το Anadolu, όπου οι ελαιοκαλλιεργητές αντιμετώπισαν μια καυτή και ξηρή άνοιξη και ακραίους καύσωνες το καλοκαίρι, η παραγωγή ελαιόλαδου το 2023/2024 αναμένεται να ανέλθει συνολικά σε 160.000 τόνους, από 350.000 τόνους την προηγούμενη σεζόν.
«Η τιμή ανά λίτρο του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου, που έφτασε τα 14 ευρώ στα ελληνικά σούπερ μάρκετ, αναμένεται να παραμείνει υψηλή καθώς το ηλιέλαιο, τα ανάμεικτα φυτικά έλαια και το δευτερεύουσας ποιότητας ελαιόλαδο Riviera με σημαντικά υψηλότερη οξύτητα, γίνονται όλο και περισσότερο συνηθισμένα, στα ράφια των καταστημάτων και στις κουζίνες».
Οι υψηλές τιμές οδηγούν σε περισσότερες κλοπές
Ο Σπύρος Κατσαρός, ιδιοκτήτης ελαιοτριβείου στη Λιβαδειά, επιβεβαίωσε ότι η άνοδος των τιμών είναι σύνηθες φαινόμενο στη λεκάνη της Μεσογείου.
«Αν υπήρχε αρκετή παραγωγή στην Ισπανία και την Ιταλία, οι τιμές δεν θα είχαν εκτοξευθεί τόσο πολύ ακόμη και με χαμηλότερη παραγωγή στην Ελλάδα», είπε στο Anadolu.
Σχετικά με τις τιμές στη χώρα μας, ο κ.Κατσαρός υποστήριξε ότι οι αγορές χονδρικής από ισπανικές και ιταλικές εταιρείες για την επανεξαγωγή ελληνικού λαδιού με τα δικά τους εμπορικά σήματα, έχουν «ροκανίσει» τα αποθέματα και ώθησαν τις τιμές ακόμη υψηλότερα.
«Η Ισπανία και η Ιταλία είναι οι μεγαλύτεροι παίκτες στο παγκόσμιο εμπόριο ελαιόλαδου. Στην Ελλάδα, ελάχιστες είναι οι εταιρείες που πωλούν ελαιόλαδο με δική τους ετικέτα», σημείωσε ακόμα ο κ.Κατσαρός.
Πρόσθεσε ότι οι υψηλές τιμές οδήγησαν επίσης σε περισσότερες κλοπές, με σχεδόν καθημερινές σχετικές ειδήσεις από όλη την Ελλάδα.
«Αντί να βγάζουν 50 ή 60 ευρώ δουλεύοντας στο χωράφι, ορισμένοι εργαζόμενοι το βρίσκουν πιο εύκολο να κλέψουν ελιές ή ελαιόλαδα και βγάζουν 200, 300 ευρώ σε λίγες ώρες», είπε ακόμα στο Anadolu ο Σπύρος Κατσάρος.
Ο γιος του, Ηλίας, ο οποίος είναι ντόπιος ελαιοπαραγωγός και βοηθά τον πατέρα του να διευθύνει το ελαιοτριβείο, τόνισε ότι το ελαιόλαδο είναι κάτι περισσότερο από εμπορικό αγαθό για τους Έλληνες.
«Είναι ένα ουσιαστικό μέρος της κληρονομιάς μας, το οποίο πρέπει να διατηρηθεί. Είμαι αισιόδοξος ότι οι υψηλότερες τιμές θα ενθαρρύνουν περισσότερους ανθρώπους να ασχοληθούν με τον κλάδο, τουλάχιστον να καλλιεργήσουν ελιές για τις δικές τους ανάγκες».
Κακές καιρικές συνθήκες
Μια ντόπια επιχειρηματίας, η Κωνσταντίνα Νησιώτη, συμφώνησε με τον Ηλία Κατσαρό για τη θέση της ελιάς στην ελληνική κληρονομιά.
«Όλοι όσοι ζουν σε αυτή την περιοχή έχουν αναμνήσεις που σχετίζονται με τις ελιές», είπε.
Μιλώντας στο Anadolu, ο δήμαρχος της πόλης Άσκρη στη Βοιωτία, Νικόλας Χολιασμένος, επεσήμανε τις κακές καιρικές συνθήκες, οι οποίες, όπως είπε, έπληξαν διάφορες περιοχές σε όλη τη χώρα καλλιεργώντας διαφορετικά είδη ελιών.
Ενώ ορισμένες περιοχές πάλευαν με την έντονη καλοκαιρινή ζέστη, άλλες, όπως η Άσκρη, αντιμετώπισαν ψυχρές χειμερινές θερμοκρασίες που ήρθαν αργότερα από ό,τι έπρεπε και έβλαψαν τη συγκομιδή.