Η θανατική ποινή είναι τόσο παλιά όσο και οι ανθρώπινες κοινωνίες.
Αρχικά είχε θρησκευτικό χαρακτήρα, κυρίως με την μορφή θυσίας, ενώ ιδιαίτερα διαδεδομένη ήταν η αντεκδίκηση (βεντέτα). Με την ισχυροποίηση όμως της κρατικής εξουσίας και με τον χαρακτηρισμό ως εγκλήματος κάθε πράξης που διαταράσσει την κοινωνική ειρήνη, η θανατική ποινή, ως η «εσχάτη των ποινών», απέκτησε ανταποδοτικό χαρακτήρα για τον δράστη και παραδειγματικό για τους υπηκόους του μονάρχη.
Από την εποχή του Διαφωτισμού και έως τις μέρες μας η θανατική ποινή προκαλεί έντονες συζητήσεις ως προς την σκοπιμότητα και την ορθότητά της. Η σύγχρονη αντίληψη εδράζεται στην άποψη, ότι η ποινή δεν πρέπει να έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα και να επιβάλλεται χάριν του εκφοβισμού ή παραδειγματισμού άλλων πολιτών, αλλά επανορθωτικό χαρακτήρα για τον δράστη. Σκοπός που αναιρείται με την αφαίρεση της ζωής του.
Κατά την αρχαιότητα οι κοινωνίες θεσμοποίησαν διάφορους τρόπους εκτέλεσης των θανατοποινιτών: Οι Βαβυλώνιοι την πυρά, τον πνιγμό και τον ανασκολοπισμό, οι Πέρσες και οι Ρωμαίοι την σταύρωση, οι Εβραίοι την σταύρωση και τον λιθοβολισμό και οι Αιγύπτιοι όλα τα παραπάνω και επιπλέον τον απαγχονισμό, τον πνιγμό και τον αποκεφαλισμό. Πολλοί από τους τρόπους αυτούς διατηρήθηκαν για πολλούς αιώνες με την προσθήκη στα νεώτερα χρόνια του τυφεκισμού.
Οι Αρχαίοι Έλληνες είχαν επιλέξει για την εκτέλεση των εγκληματιών τον λιθοθολισμό, το κατακρήμνισμα (Καιάδας), το δηλητήριο (το κώνειο στο Σωκράτη) και τον αποτυμπανισμό για σοβαρά αδικήματα εναντίον του δήμου στην Αθήνα. Ο όρος προέρχεται από την λέξη τύμπανο, που δήλωνε μια μακριά σανίδα πάνω στην οποία έδεναν τον λαιμό και τα άκρα του καταδίκου, χωρίς να είναι γνωστός ο τρόπος θανάτωσης. Έχουν διατυπωθεί οι εκδοχές του αποκεφαλισμού, της θραύσης του κρανίου με ρόπαλο ή απλή πρόσδεση και ο θάνατός του από πείνα και δίψα. Το 1915, ανακαλύφθηκε στο Φαληρικό Δέλτα ένα τάφος 17 καταδίκων που είχαν εκτελεσθεί με αποτυμπανισμό.
Στην μετεπαναστατική Ελλάδα η θανατική ποινή εκτελούνταν δια τυφεκισμού στο Παλαμήδι, με τον Καποδίστρια να δείχνει συχνά επιείκεια. Επί Όθωνος εισήχθη η λαιμητόμος με πρώτο θύμα τον ληστοπειρατή Μητρομαργαρίτη. Η έλλειψη δημίων, εξαιτίας της αποστροφής των Ελλήνων για το επάγγελμα, ανάγκασε τις αρχές να επαναφέρουν τον τυφεκισμό το 1846. Στην βραχύβια δικτατορία του στρατηγού Πάγκαλου εφαρμόστηκε ο απαγχονισμός για επανέλθει αμέσως μετά ο τυφεκισμός.
Η πρώτη γυναίκα που αντιμετώπισε το εκτελεστικό απόσπασμα στα ελληνικά ποινικά χρονικά ήταν η σλαβόφωνη νηπιαγωγός Ειρήνη Γκίνη ή Μίρκα Γκίνοβα από την Καστοριά. Πολεμώντας στις γραμμές του ΕΛΑΣ και στην συνέχεια του ΣΝΟΦ ,κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, συνελήφθη, καταδικάσθηκε σε θάνατο από στρατοδικείο και εκτελέστηκε σε ηλικία 30 ετών, στις 26 Ιουλίου 1946. Η πρώτη γυναίκα που εκτελέστηκε εν καιρώ ειρήνης ήταν η 63χρονη Σταυρούλα Γκουβούση για την δολοφονία της εγκύου νύφης της, στις 26 Αυγούστου 1960.
Η τελευταία θανατική ποινή στην Ελλάδα εκτελέστηκε την περίοδο της δικτατορίας. Στις 25 Αυγούστου 1972, αντίκρυσε το εκτελεστικό απόσπασμα ο 27χρονος ηλεκτρολόγος Βασίλης Λυμπέρης, έχοντας καταδικαστεί τετράκις σε θάνατο, γιατί είχε κάψει ζωντανά τα δύο παιδιά του, την γυναίκα του και την πεθερά του. Έκτοτε καμία θανατική ποινή δεν εκτελέστηκε μέχρι την κατάργησή της το 1993 με το νόμο 2172 και με την συμπλήρωση του το 2004 (νόμος 2389) για τα στρατιωτικά αδικήματα σε καιρό πολέμου.
Σχετικό
Στις 30 Νοεμβρίου 1786, ο μέγας δούκας της Τοσκάνης Πέτρος Λεοπόλδος κατάργησε την θανατική ποινή στην επικράτεια του, υπό την επίδραση του Διαφωτισμού. Μια σημαδιακή ημερομηνία που τιμάται κάθε χρόνο από τους υποστηρικτές της κατάργησης της θανατικής ποινής και έχει τεθεί υπό την αιγίδα μεγαλοπούλεων του κόσμου με την ονομασία «Ημέρα Πόλεων για την Ζωή» (Cities for Life Day).