Το πρωί της 30ής Νοεμβρίου 1822 τα Ελληνικά Στρατεύματα υπό τη διοίκηση του Στάικου Σταϊκόπουλου και υπό την ανωτάτη διεύθυνση του θρυλικού γέρου του Μοριά, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, κατέλαβαν το Παλαμήδι από τα χέρια των κατεχόντων Οθωμανών.
Το γεγονός αυτό είναι ένας σημαντικότατος σταθμός στην ιστορία του Ναυπλίου, που υπήρξε έκτοτε η πρωτεύουσα της Πελοποννήσου και πρωτεύουσα στη συνέχεια του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Η ιστορία της πόλεως του Ναυπλίου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μία διαρκής δόξα και μία διαρκής ακτινοβολία έργων, που ελάμπρυναν και την πολεμική ισχύ, αλλά και το πνεύμα.
Αυτό τονίζει και το παλιό δημοτικό τραγούδι τ’ Αναπλιού, που καυχιέται με τα παρακάτω λόγια:
Όπου μ’ Ανάπλι ξακουστό
Ανάπλι παινεμένο
που χω τα τόπια για χαρά
τουφέκια για παιγνίδια…
Η πόλη του Ναυπλίου, με τους ήρωες και ημίθεους, τον Ναύπλιον και τον Παλαμήδην, συμβολίζει στα μυθικά χρόνια, την ισχύ, την πρόοδο και τον πολιτισμό. Στα βυζαντινά χρόνια το Ναύπλιο αποτελεί βάση ισχυρής δύναμης και αγωνίζεται εναντίον των Φράγκων.
Όταν κατελήφθη από τους Ενετούς γίνεται πρωτεύουσα της Πελοποννήσου και φθάνει σε ακμή που:
Ήταν στον κόσμο ξακουστό
και του Μοριά, κολόνα…
Όταν αρχίζει ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821 το βλέμμα των Ελλήνων, εκτός από την Τριπολιτσά, στρέφεται και προς την απελευθέρωση του Ναυπλίου. Η Μπουμπουλίνα τότε αναλαμβάνει τον αποκλεισμό από τη θάλασσα, ενώ από την ξηρά επιτίθεται ο Υψηλάντης.
Και το δημοτικό τραγούδι λέει:
Στεριά με δέρνει ο πρίγκιπας
πελάου η Μπουμπουλίνα
Οι εχθροί όμως κρατούν γερά, αλλά κάποτε έρχεται η ημέρα του, όταν μια ομάδα Ελλήνων κυριεύει το Παλαμήδι και υψώνει την Ελληνική Σημαία.
Το πρωί της 30ής Νοεμβρίου, ημέρα γιορτής του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, τα κανόνια στο Παλαμήδι χτυπούσαν τους εχθρούς και τα παλικάρια του Σταϊκόπουλου διεμήνυσαν στους Αγάδες να αδειάσουν τ’ Ανάπλι, για να μην φάνε το κεφάλι τους… και όλοι μαζί τραγουδούσαν:
Όλα τα κάστρα κι αν χαθούν
τα κάστρα κι’ αν ρημάξουν
το Παλαμήδι το όμορφο
Θεός να το φυλάξει…
Σε λίγο φθάνει ο γέρος του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο οποίος στέλνει την παρακάτω επιστολή στους Οθωμανούς:
«Προς άπαντας τους Οθωμανούς, ευρισκομένους εντός του Φρουρίου και της πόλεως του Ναυπλίου.
Σας προσφέρομεν τον χαιρετισμόν μας. Ιδού ο Θεός του παντός μας έδωσε το Παλαμήδιον υπό την κυριαρχίαν μας και σας προσκαλούμεν εις τρεις ώρας να μας παραδώσητε το φρούριον και το Ιτς Καλέ, τουναντίον θέλετε γίνει ανάλωμα του πυρός και των κανονιών και δεν το επιθυμούμεν. 1822 Νοεμβρίου 30, ώρα 2 της ημέρας. Θ. Κολοκοτρώνης και λοιποί».
Ο Κολοκοτρώνης υπήρξε ο ελευθερωτής του Ναυπλίου και η πόλη για να τον τιμήσει έστησε έφιππο χάλκινο ανδριάντα, αντίγραφο του οποίου υπάρχει στην Αθήνα μπροστά στην Παλαιά Βουλή. Μετά την απελευθέρωση του Ναυπλίου πλήθη προσφύγων από όλο τον Μοριά φθάνουν στην πόλη και βρίσκουν εκεί καταφύγιο. Ο πληθυσμός φθάνει σε λίγο τους τριάντα χιλιάδες (30.000) και το Ναύπλιο ορίζεται «προσωρινή πρωτεύουσα» του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους, πράγμα που κράτησε δέκα (10) χρόνια.
Στο Ναύπλιο εγκαθίσταται η Κυβέρνηση με τα Υπουργεία (τα Μινιστέρια), το Βουλευτικό, το Εκτελεστικό, το πρώτο Νοσοκομείο, η Εθνική Τυπογραφεία και εκδίδεται η πρώτη επίσημη κυβερνητική «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος», η οποία εκδίδεται και σήμερα με την ονομασία «Εφημερίς της Κυβερνήσεως». Πολλές φορές η Επανάσταση κινδυνεύει. Οι εχθροί έφθασαν μέχρι τους πρόποδες του Παλαμηδίου, αλλά οπισθοχωρούν και ο Ιμπραήμ όταν αντίκρισε το Παλαμήδι έκανε πίσω.
Έτσι το Παλαμήδι μαζί με το Ναύπλιο σώζουν την Επανάσταση. Ευγνωμοσύνη οφείλουμε οι Έλληνες, στην πόλη αυτή που αποτελεί την καρδιά της Ελλάδος, την περίοδο της Επανάστασης του 1821.
Το Ναύπλιο πήρε το όνομα, πόλη των Φιλελλήνων αφού εδώ έφθαναν όλοι οι Φιλέλληνες και εδώ ξεπήδησε ο Φιλελληνισμός και η πόλη αγκάλιασε όλους εκείνους τους ξένους που βοήθησαν στην Ελληνική Ανεξαρτησία. Η αναφορά μας αυτή αποτελεί φόρο τιμής σε αυτούς που απελευθέρωσαν το Ναύπλιο πριν 195 χρόνια, τους Φιλέλληνες και στην όμορφη και προοδευτική αυτή πόλη, την πρώτη πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους.
Κατάληψη του Παλαμηδίου
Η κατάληψη του Παλαμηδίου κατά την διάρκεια της επανάστασης του 1821 ήταν η επιτυχής έκβαση της μακροχρόνιας πολιορκίας του φρουρίου του Παλαμηδίου από τους Έλληνες και η συνθηκολόγηση των Τούρκων του Ναυπλίου.
Το Παλαμήδι είναι βαριά οχυρωμένο φρούριο πάνω σε ύψωμα που δεσπόζει στο Ναύπλιο. Είχε κτιστεί από τους Ενετούς και από τους καλύτερους Σουηδούς αρχιτέκτονες πολεμικών κάστρων. Ήταν απρόσβλητο. Είχε επτά προμαχώνες, στους οποίους ήταν τοποθετημένα ενενήντα δύο βαριά κανόνια. Στις πολλές και γεμάτες πυριτιδαποθήκες φυλάγονταν πυρομαχικά, βλήματα για τα κανόνια, καθώς και μεγάλα αποθέματα νερού και τροφίμων. Το φρούριο αυτό ήταν στα χέρια των Τούρκων από το 1715.
Πρώτη απόπειρα εφόδου έγινε από τους Έλληνες τον Δεκέμβριο του 1821, απέτυχε όμως από κακή συνεννόηση και οι επαναστάτες έπαθαν μεγάλη συμφορά, ενώ ο οπλαρχηγός Γκελμπερής αιχμάλωτος και τραυματίας ξεψύχησε φρικτά επάνω στο σταυρό στην πλατεία του Ναυπλίου. Από τότε οι επαναστάτες πολιόρκησαν διαρκώς το Παλαμήδι χωρίς να επιχειρήσουν άλλη έφοδο. Περίμεναν για την κατάλληλη ευκαιρία. Η πολιορκία ήταν τόσο στενή, που με τον καιρό το Ναύπλιο λιμοκτονούσε.
Την νύχτα της 29ης προς την 30 Νοεμβρίου του 1822 μία των πολιορκητικών ομάδων με αρχηγό τον Σταϊκόπουλο είχε βάρδια. Δυο Τουρκαλβανοί φυγάδες ήρθαν στον καπετάν Στάικο και του εκμυστηρεύτηκαν ότι το φρούριο ήταν αφύλακτο, επειδή οι άνδρες είχαν κατεβεί στο Ναύπλιο για να συσκεφθούν περί συνθηκολόγησης. Ο Στάικος αμέσως ετοίμασε διακόσιους άνδρες του, 60 Κρανιδιώτες και ένα λόχο τακτικού στρατού. Η σκοτεινή και βροχερή νύχτα βοήθησε την έφοδο. Μερικοί από τους άνδρες σκαρφάλωσαν στο φρούριο, και από μέσα άνοιξαν την πόρτα, από την οποία μπήκαν όλοι οι άλλοι και κατέλαβαν το φρούριο. Την επόμενη μέρα έστρεψαν τα κανόνια προς το Ναύπλιο και ανάγκασαν τους Τούρκους να παραδοθούν.