«Είναι υπερβολή να πούμε ότι στην Ελλάδα σήμερα, δε βγάζουμε ούτε βίδα»;
Αποβιομηχάνιση της χώρας. Μια υπόθεση που προσωπικά διερεύνησα τα τελευταία χρόνια, κάνοντας αρκετά δημοσιεύματα στην εφημερίδα “Νέα Κρήτη”. “Έγκλημα δίχως τιμωρία”. Έτσι ήταν, θυμάμαι, ένας από τους τίτλους.
Γράφει: Παπαδάκης Χριστόφορος
Τη χρονιά του 2015, σε μια κατεύθυνση ανάδειξης θεμάτων που θα… “βοηθούσαν” την τότε κυβέρνηση, ασχολήθηκα εκτενώς. Ένα χρόνο μετά, τον Ιούνιο του 2016, επανήλθα. Και στην εφημερίδα μας, άνθρωποι των τεχνών, των γραμμάτων και των επιστημών, όπως ο μηχανολόγος-καθηγητής του ΤΕΙ Κρήτης (σημερινό Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο) και υπεύθυνος του Εργαστηρίου Αιολικής Ενέργειας Δημήτρης Χρηστάκης, απαντούσαν στην έρευνα αυτή, αν πιστεύουν ότι, έστω και σήμερα, που έχουμε φτάσει τόσο χαμηλά, θα μπορούσαμε να κάνουμε μια νέα αρχή.
«Αν παρατηρήσετε, τα περισσότερα ρούχα που φοράμε είναι κινέζικα, ινδικά, μπαγκλαντεσιανά κ.λπ. Άρα η παραγωγή στην Ελλάδα ρούχων θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς που έχουν σε αυτές τις χώρες. Και καταλαβαίνετε ότι, αν σηκωθούμε τώρα εμείς και αρχίσουμε να ράβουμε υποκάμισα ή να φτιάχνουμε μπλουζάκια, δεν πρόκειται να πουλήσουμε ούτε μισό. Δεν μπορούμε να ζήσουμε από μια τέτοια δουλειά», ήταν, μεταξύ των άλλων, η δήλωση Χρηστάκη…
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Χρηστάκη, «η βιομηχανική παραγωγή σήμερα στην Ελλάδα θα πρέπει να στραφεί σε τέτοιες κατευθύνσεις, που να παράγει ανταγωνιστικά πράγματα».
Στην ίδια έρευνα, ο Δημήτρης Χρηστάκης έλεγε, μάλιστα, ότι χαμηλά στο Γιόφυρο, αμέσως μετά το τέλος της Κατοχής, Ηρακλειώτης είχε ξεκινήσει να κατασκευάζει… αυτοκίνητα, με την επωνυμία Record. Ήταν η εταιρεία Γιακουμή και Σφακιανάκη.
«Η εταιρεία αυτή έφτιαχνε δύο τύπους αυτοκινήτων μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ενώ συνέχισε να λειτουργεί κατασκευάζοντας και άλλα πράγματα. Τα Record ήταν αυτοκίνητα που έφεραν 1.600άρα μηχανή “Πεζό” και όλο το άλλο αυτοκίνητο, πλην του κινητήρα, ακόμα και το σασμάν του. Τα γρανάζια του και το κιβώτιο ταχυτήτων κατασκευάζονταν στη λεωφόρο 62 Μαρτύρων. Καταλαβαίνετε ότι αυτά τα αυτοκίνητα είχαν πίσω τους κάποιες εκατοντάδες μηχανουργών, μηχανικών, μηχανολόγων και ηλεκτρολόγων, οι οποίοι δούλευαν. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι εξειδικευμένοι τεχνίτες, είχαν πίσω τους μια τέχνη, μια επιστήμη, έναν πολιτισμό. Δεν είναι μόνο τα σίδερα. Είναι ο πολιτισμός. Είναι η επιστήμη. Είναι τα οράματα των παιδιών, που βλέπουν τους μηχανικούς να φτιάχνουν πράγματα και έχουν ένα όραμα μέσα τους. Τώρα τα παιδιά μας τι βλέπουν; Βλέπουν καταναλωτές»…
Και στο ερώτημά μου «αν είναι υπερβολή να πούμε ότι στην Ελλάδα σήμερα δε βγάζουμε ούτε βίδα», ο ίδιος απαντούσε: «Όχι. Είναι μια πραγματικότητα. Ούτε βίδα δε φτιάχνουμε. Κι όμως κάποτε στην Ελλάδα είχε αναπτυχθεί και η τεχνολογία και η βιομηχανία, σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Δηλαδή, τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τα Ελληνικά Ναυπηγεία, όπου κατασκευάζονταν πλοία πάρα πολλά και με μεγάλη δυναμικότητα. Ήταν ο Σκαραμαγκάς. Η Ελευσίνα. Υπήρχαν τα μηχανουργεία στο Πέραμα και στον Πειραιά. Βιομηχανίες στον Βόλο. Στη Θεσσαλονίκη. Υπήρχαν πάρα πολλές βιομηχανίες. Η Χαλυβουργική, χάρη στην οποία είχαμε μια πολύ μεγάλη πληρότητα σε χάλυβα… Τα λιπάσματα κι ένα σωρό άλλα προϊόντα»…
«Εγώ πιτσιρικάς περνούσα με τα πόδια έξω από το εργοστάσιο που έβγαζε τα αυτοκίνητα Record και έβλεπες μέσα κόσμο που πηγαινοερχότανε. Δούλευαν κινητήρες. Υπήρχε δουλειά στον κόσμο. Είχαμε όμως και τα μηχανήματα Knosos, τα Candia, τρίκυκλες, σκαφτικά και ένα σωρό άλλα μηχανήματα. Κάτι βγάζαμε. Και τώρα τίποτα»…
Μια άλλη μαρτυρία που είχα καταγράψει τότε από τον Μανόλη Βενιανάκη, που ασχολείται με τις επισκευές ηλεκτρικών συσκευών και οικοσυσκευών στο Ηράκλειο.
«Ένα απλό μαχαιράκι του μίξερ, που δεν είναι κάτι περισσότερο από ένα μικρό κομμάτι πλαστικού και ένα ξυράφι πάνω του, για να αλέθει τις τροφές, δεν μπορούμε να το βρούμε στην Ελλάδα. Και θα πρέπει να το φέρουμε από το εξωτερικό», έλεγε χαρακτηριστικά κουνώντας το κεφάλι του.
Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, είχαμε βιομηχανία. Ήμασταν χώρα παραγωγική. Κάποιοι συνέβαλαν διαχρονικά, ώστε αυτή η μικρή χώρα, που είχε καταφέρει να αναπτύξει αξιόλογη βιομηχανία, να περάσει σιγά-σιγά σε οικονομία υπηρεσιών και εμπορίου. Η “Πειραϊκή-Πατραϊκή”, η “Αιγαίον”, η “Eskimo”, η “Izola”, η “Pitsos” και πολλές άλλες βιομηχανίες και βιοτεχνίες έκλεισαν. Οι περισσότερες στη δεκαετία του ’80. Και σε πολλά σημεία της Αττικής σήμερα βλέπει κανείς τα “κουφάρια” των εργοστασίων τους. Κι όμως. Μόνο η “Eskimo” το 1973 είχε 1.500 εργαζόμενους. Είχε το 27% της ελληνικής αγοράς!
Αλλά, να θυμηθούμε ακόμη, το αυτοκίνητο που είχε κατακτήσει τις καρδιές των Ελλήνων στη δεκαετία του ’70, το Pony… Έγινε μια προσπάθεια στα πρώτα χρόνια της κρίσης μέχρι το 2014 προκειμένου να κυκλοφορήσει ξανά. Αλλά η προσπάθεια αυτή έπεσε και πάλι στο κενό, «λόγω γραφειοκρατίας του ελληνικού κράτους»… Αυτή την καταγγελία έκανε ο επιχειρηματίας.
Στην ίδια έρευνα, όμως, έκανα αναφορά και στους εμπρησμούς μεγάλων ελληνικών πολυκαταστημάτων στην Αθήνα. Όποιος είναι σήμερα από 30 χρονών και πάνω αποκλείεται να μη θυμάται πολυκαταστήματα που λειτουργούσαν στην Αθήνα, τα οποία δεν υπάρχουν πια. Ποιος δε θυμάται το “Μινιόν”; Το αγαπημένο πολυκατάστημα των παιδιών καταστράφηκε το 1980. Μία εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα του 1980, το “Μινιόν” και ο Κατράντζος έγιναν στάχτη. Ποια ήταν τα κίνητρα των τότε εμπρησμών κανείς δεν έμαθε ποτέ και ίσως να μην τα μάθουμε.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου από την αξιωματική αντιπολίτευση κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι επιτρέπει σε παρακρατικά και εγκληματικά στοιχεία να επιδίδονται σε καταστροφές που θίγουν επαγγελματίες και εργαζόμενους, καθώς και τη γαλήνη του κόσμου, ενώ το ΚΚΕ μιλούσε για «σκοτεινή υπόθεση». Ο πρωθυπουργός, Γεώργιος Ράλλης, που λίγες ώρες πριν από την πυρκαγιά υπερασπιζόταν στη Βουλή τον πρώτο και τελευταίο προϋπολογισμό της πρωθυπουργικής του θητείας, απαντούσε στον Ανδρέα Παπανδρέου, μιλώντας για «εκμετάλλευση του τραγικού γεγονότος», ενώ ενημέρωνε σχετικά τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Με προκήρυξη που έφτασε μέσω ταχυδρομείου στις εφημερίδες στις 22 Δεκεμβρίου, η οργάνωση-φάντασμα “Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης ’80” ανέλαβε την ευθύνη του εμπρησμού.
Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιούνται τέσσερις ακόμα εμπρησμοί σε πολυκαταστήματα. Στις 3 Ιουνίου 1981, πυρπολούνται τα “Κλαουδάτος” και “Ατενέ”, ενώ μέσα στις επόμενες τέσσερις μέρες το σκηνικό επαναλαμβάνεται για τα καταστήματα “Δραγώνα” και “Λαμπρόπουλος”.
Ο τότε ιδιοκτήτης του “Μινιόν”, λίγες ώρες μετά την καταστροφή, δηλώνει στην κρατική τηλεόραση και στον δημοσιογράφο Κώστα Σερέζη: «Θα το ξαναφτιάξω, με τους ανθρώπους μου, με την οργάνωση, με την αγάπη του κόσμου, ακόμη και με τα νύχια μου, αν χρειαστεί». Οι καιροί όμως αλλάζουν και η επόμενη προσπάθεια που έγινε δεν είχε καμία τύχη, το “Μινιόν” απαξιώθηκε πλήρως και το 1998 έκλεισε.
Με λίγα λόγια, η μικρή Ελλάδα, διαχρονικά, ό,τι καλό και μεγάλο διέθετε σε βιομηχανία και εμπόριο “φρόντισε” με διάφορους τρόπους να το απαξιώσει, να το καταστρέψει και να το διώξει, για τις άλλες χώρες της περιοχής των Βαλκανίων.
Για την ελληνική παραγωγή τροφίμων δε χρειάζεται να πούμε πως ό,τι έπαθε η βιομηχανία και η βιοτεχνία, έπαθε και η αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή της χώρας.
Και αν μελετήσουμε την ιστορία, νομίζω πως δεν μπορούμε να μην πούμε ότι πίσω από το “έγκλημα” αυτό βρίσκονται οι πολιτικές των μεγάλων βιομηχανικών χωρών του κόσμου, που δεν ήθελαν την Ελλάδα να παράγει, αλλά την ήθελαν να καταναλώνει τα δικά τους προϊόντα και να προσφέρει μόνο τις υπηρεσίες της στον τομέα του τουρισμού στους δικούς τους πολίτες.
“Είσαι στην ΕΟΚ; Μάθε για την ΕΟΚ”… Και άρχισαν να μας επιδοτούν για να εκριζώνουμε τις καλλιέργειές μας αντί να καλλιεργούμε, να επιδοτούν τους εισαγωγείς κρεάτων τότε, που θησαύριζαν από τις όσο γίνεται περισσότερες εισαγωγές στο κρέας “σκοτώνοντας” την ντόπια κτηνοτροφία, ενώ οι βιομηχανίες και οι βιοτεχνίες έκλειναν διαδοχικά η μία μετά την άλλη.
Μέχρι που φτάσαμε στο σήμερα να μην παράγουμε ούτε βίδα… αλλά να είμαστε εγκλωβισμένοι στα μνημόνια της χρεωκοπίας…
πηγή: neakriti