Επιχείρηση Ουρανός (Ρώσικα: Операция «Уран») ήταν η κωδική ονομασία της σοβιετικής στρατηγικής επιχείρησης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η οποία είχε ως αποτέλεσμα την περικύκλωση της γερμανικής 6ης Στρατιάς, της 3ης και 4ης Ρουμανικής Στρατιάς και τμημάτων της γερμανικής 4ης Στρατιάς Πάντσερ. Η επιχείρηση αποτέλεσε μέρος της εξελισσόμενης Μάχης του Στάλινγκραντ, και είχε στόχο την καταστροφή των γερμανικών δυνάμεων που βρίσκονταν μέσα και γύρω από το Στάλινγκραντ.
Φωτογραφία: Μέλη του Στρατιωτικού Συμβουλίου του Μετώπου του Στάλινγκραντ: Χρουστσόφ, Κιριτσένκο, Τσουγιάνοφ και ο Διοικητής Ερεμένκο, Δεκέμβριος 1942.
Ο σχεδιασμός της Επιχείρησης Ουρανός είχε ξεκινήσει από τον Σεπτέμβριο του 1942 και εξελίχθηκε παράλληλα με σχέδια για την περικύκλωση και καταστροφή της Ομάδας Στρατιών Κέντρου (Mitte) και των γερμανικών δυνάμεων στον Καύκασο. Ο Κόκκινος Στρατός επωφελήθηκε από το γεγονός ότι οι γερμανικές δυνάμεις στη νότια Σοβιετική Ένωση είχαν απλωθεί σε μεγάλο μέτωπο, χρησιμοποιώντας τις πιο αδύνατες ρουμανικές και ιταλικές στρατιές για την φύλαξη των πλευρών τους. Τα αρχικά σημεία της επίθεσης καθορίστηκαν κατά μήκος του μετώπου ακριβώς απέναντι από τις ρουμανικές δυνάμεις, οι οποίες δεν είχαν τον απαραίτητο βαρύ οπλισμό για να αντιμετωπίσουν τα σοβιετικά άρματα.
Με δεδομένο το μήκος μετώπου που προέκυψε από το γερμανικό Μπλε Σχέδιο (Fall Blau), που στόχευε στην κατάληψη της πόλης του Στάλινγκραντ και των πετρελαιοπηγών του Καυκάσου, οι Γερμανοί και οι υπόλοιπες δυνάμεις του Άξονα ήταν αναγκασμένοι να φρουρούν τομείς πολύ μεγαλύτερους από όσους ήταν ικανοί να κρατήσουν. Η κατάσταση χειροτέρεψε από την απόφαση να μεταφερθούν μερικές μηχανοκίνητες μεραρχίες από τη Σοβιετική Ένωση στη Δυτική Ευρώπη. Επιπλέον, οι μονάδες στην περιοχή είχαν εξαντληθεί από τις πολύμηνες μάχες, ιδίως αυτές που έλαβαν μέρος στις μάχες στο Στάλινγκραντ.
Οι Γερμανοί διέθεταν μόνο το 48ο Σώμα Πάντσερ, το οποίο είχε δύναμη μίας μεραρχίας πάντσερ, και την 29η Μεραρχία Πεζικού για την ενίσχυση των Ρουμάνων οι οποίοι ήσαν ταγμένοι στα πλευρά της 6ης Στρατιάς. Αντιθέτως, ο Κόκκινος Στρατός διέθετε πάνω από ένα εκατομμύριο προσωπικό για την εκκίνηση της επίθεσης μέσα και γύρω από το Στάλινγκραντ. Τα σοβιετικά στρατεύματα ωστόσο αντιμετώπιζαν προβλήματα μετακίνησης, καθώς ήταν δύσκολο να αποκρύψουν τις προετοιμασίες ώστε να αιφνιδιάσουν τους Γερμανούς, και συνήθως έφθαναν με καθυστέρηση εξαιτίας προβλημάτων μεταφορών και αποθήκευσης εφοδίων.
Η εκκίνηση της Επιχείρησης Ουρανός, ενώ είχε αρχικά προγραμματιστεί για τις 8 Νοεμβρίου, αναβλήθηκε αρχικά για τις 17 Νοεμβρίου και μετά για τις 19 Νοεμβρίου.
Στις 07:20 (ώρα Μόσχας) της 19ης Νοεμβρίου οι σοβιετικές δυνάμεις επιτέθηκαν στο βόρειο πλευρό των δυνάμεων του Άξονα, ενώ οι δυνάμεις στο νότιο πλευρό επιτέθηκαν στις 20 Νοεμβρίου. Παρόλο που οι ρουμανικές μονάδες κατάφεραν να αποκρούσουν τις πρώτες επιθέσεις, στο τέλος τις 20ής Νοεμβρίου η Τρίτη και η Τέταρτη Ρουμανική Στρατιά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν ταχύτατα καθώς ο Κόκκινος Στρατός είχε παρακάμψει μερικές γερμανικές μεραρχίες πεζικού.
Οι γερμανικές εφεδρείες δεν ήταν αρκετές για να αποκρούσουν τις σοβιετικές μηχανοκίνητες σφήνες, ενώ η Έκτη Στρατιά δεν αντέδρασε έγκαιρα, ώστε να απεμπλέξει δυνάμεις από το Στάλινγκραντ και να τις διαθέσει για την αντιμετώπιση της επερχόμενης απειλής.
Στο τέλος της 22ας Νοεμβρίου οι Σοβιετικές δυνάμεις συναντήθηκαν στην πόλη Καλάτς, περικυκλώνοντας έτσι 290.000 άνδρες ανατολικά του Ντον. Ο Χίτλερ, αντί να επιχειρήσει να διασπάσει τον κλοιό, αποφάσισε να κρατήσει τις δυνάμεις του Άξονα στο Στάλινγκραντ και να τις εφοδιάζει από αέρος, υποστηρίζοντας ότι «το Στάλινγκραντ είναι φρούριο».
Ιστορικό
Στις αρχές Μαΐου του 1942 η Βέρμαχτ είχε ξεκινήσει την επίθεση με την κωδική ονομασία Μπλε Σχέδιο (Fall Blau) ενάντια στις σοβιετικές δυνάμεις που βρίσκονταν απέναντι από την Ομάδα Στρατιών Κέντρου. Αφού είχαν διασπάσει τις δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού στις 13 Ιουλίου, οι γερμανικές δυνάμεις περικύκλωσαν και κατέλαβαν την πόλη του Ροστόφ. Μετά την πτώση του Ροστόφ ο Χίτλερ χώρισε τις δυνάμεις που επιχειρούσαν στο νότιο άκρο του μετώπου, σε μια προσπάθεια να καταλάβει ταυτόχρονα την πόλη του Στάλινγκραντ και τις πετρελαιοπηγές του Καυκάσου Η ευθύνη για την κατάληψη του Στάλινγκραντ δόθηκε στην Έκτη Στρατιά, η οποία αμέσως κατευθύνθηκε προς τον Βόλγα και ξεκίνησε την προώθησή της με την ισχυρή υποστήριξη του 4ου Αεροπορικού Στόλου (Λούφτφλοτε 4) της Λούφτβαφφε. Στις 7 Αυγούστου, δύο γερμανικά σώματα πάντσερ πλαγιοκόπησαν και περικύκλωσαν 50.000 σοβιετικούς στρατιώτες και περίπου 1.000 άρματα, ενώ στις 22 Αυγούστου οι γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να διασχίζουν τον Ντον για την ολοκλήρωση της προώθησης προς τον Βόλγα. Την επόμενη μέρα άρχισε η Μάχη του Στάλινγκραντ όταν οι εμπροσθοφυλακές της Έκτης Στρατιάς διείσδυσαν στα προάστια της πόλης.
Τον Νοέμβριο, η 6η Στρατιά είχε καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος του Στάλινγκραντ, ωθώντας τον Κόκκινο Στρατό στις όχθες του Βόλγα. Μέχρι εκείνο το σημείο υπήρχαν ενδείξεις για μια επικείμενη σοβιετική επίθεση η οποία θα στόχευε τα πλευρά της 6ης Στρατιάς, όπως η αυξημένη σοβιετική δραστηριότητα στα πλευρά της Έκτης Στρατιάς καθώς και πληροφορίες που είχαν αποσπαστεί από την ανάκριση σοβιετικών αιχμαλώτων. Παρ’ όλα αυτά η γερμανική διοίκηση ενδιαφερόταν περισσότερο για την ολοκλήρωση της κατάληψης του Στάλινγκραντ. Άλλωστε, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Oberkommando des Heeres), στρατηγός Φραντς Χάλντερ είχε απολυθεί τον Σεπτέμβριο, λόγω της προσπάθειάς του να προειδοποιήσει για τον κίνδυνο που αναπτύσσονταν κατά μήκος των υπερεκτεταμένων πλευρών της Έκτης Στρατιάς και της Τέταρτης Στρατιάς Πάντσερ. Η σοβιετική Στάβκα (Ανώτατη Διοίκηση) είχε ξεκινήσει το σχεδιασμό μιας σειράς αντεπιθέσεων με σκοπό την καταστροφή των γερμανικών δυνάμεων στο νότο, που πολεμούσαν στο Στάλινγκραντ και τον Καύκασο, όπως και της Ομάδας Στρατιών Κέντρου. Τελικά, η διοίκηση της σοβιετικής προσπάθειας της ανακούφισης του Στάλινγκραντ ανατέθηκε στον στρατηγό Αλεξάντρ Βασιλιέφσκι.
Η Στάβκα κατέστρωσε δύο κύριες επιχειρήσεις εναντίον των εχθρικών δυνάμεων στην περιοχή του Στάλινγκραντ: την επιχείρηση Ουρανός και την επιχείρηση Κρόνος, ενώ υπήρχαν σχέδια και για την επιχείρηση Άρης, σκοπός της οποίας ήταν να εμπλέξει την γερμανική Ομάδα Στρατιών Κέντρου σε μια προσπάθεια να δεσμεύσει τις ενισχύσεις και να καταφέρει το μεγαλύτερο δυνατό χτύπημα.
Η επιχείρηση Ουρανός απαιτούσε τη χρήση μεγάλου αριθμού δυνάμεων (μηχανοκίνητων και πεζικού) για την περικύκλωση των Γερμανών και των συμμάχων τους στο Στάλινγκραντ. Καθώς οι ετοιμασίες για την επίθεση άρχιζαν, τέθηκαν ως σημεία επίθεσης τα σημεία στα οποία το μέτωπο ήταν αρκετά εκτεταμένο και οι μονάδες του Άξονα ήταν ικανές να το ελέγχουν αποτελεσματικά, στα νώτα της Έκτης Στρατιάς, έτσι ώστε να μην επιτραπεί στους Γερμανούς να ενισχύσουν αυτούς τους τομείς γρήγορα. Η επίθεση θα ήταν ένας κυκλωτικός ελιγμός («κίνηση λαβίδας»). Οι σοβιετικές μηχανοκίνητες μονάδες θα διείσδυαν βαθιά στα γερμανικά νώτα, ενώ μια άλλη επίθεση θα εκδηλώνονταν πιο κοντά στην Έκτη Στρατιά, σε μια προσπάθεια να επιτεθούν επιτεθούν ακριβώς στα μετόπισθεν των γερμανικών μονάδων. Ενώ ο Κόκκινος Στρατός προπαρασκευαζόταν, οι Γερμανοί διοικητές, επηρεασμένοι από την πεποίθησή τους ότι ο Κόκκινος Στρατός, συσσωρευόμενος απέναντι από την γερμανική Ομάδα Στρατιών Κέντρου στο βορρά, ήταν ανίκανος να επιτεθεί ταυτόχρονα και στο νότο, συνέχιζαν να αρνούνται την πιθανότητα μιας επικείμενης σοβιετικής επίθεσης.
Σύγκριση δυνάμεων
Δυνάμεις του Άξονα
Στην επιχείρηση «Μπλε Σχέδιο» συμμετείχαν γερμανικά στρατεύματα, καθώς και στρατεύματα άλλων χωρών του Άξονα, απλωμένα σε μέτωπο μήκους 480 χιλιομέτρων και βάθους 100 χιλιομέτρων, ενώ η απόφαση για την κατάληψη του Στάλινγκραντ επέκτεινε και λέπτυνε το μέτωπο ακόμη περισσότερο, καθώς στέλνονταν στρατεύματα όλο και ανατολικότερα. Για παράδειγμα, στις αρχές Ιουλίου η Έκτη Στρατιά υπερασπιζόταν γραμμή 100 χιλιομέτρων, ενώ έπρεπε να εμπλακεί σε επίθεση σε μια γραμμή μετώπου 400 χιλιομέτρων.
Η Ομάδα Στρατιών Β, η οποία είχε αποσπαστεί από την Ομάδα Στρατιών Νότου (Sud) (οι δυνάμεις που επιχειρούσαν στην περιοχή γύρω από τον Καύκασο ονομάστηκαν Ομάδα Στρατιών Α), είχε θεωρητικά ισχυρή δύναμη: περιελάμβανε την 16η Μηχανοκίνητη Μεραρχία, την Δεύτερη, Τέταρτη Πάντσερ και Έκτη γερμανική Στρατιά, την Τρίτη και την Τέταρτη Ρουμανική Στρατιά, την Όγδοη Ιταλική Σρατιά και την Δεύτερη Ουγγρική Στρατιά. Στις εφεδρείες της Ομάδας Στρατιών Β ανήκαν το 48ο Σώμα Πάντσερ, του οποίου η δύναμη είχε μειωθεί στο ανάλογο μιας αδυνατισμένης μεραρχίας πάντσερ, καθώς και μία μεραρχία πεζικού. Στο μεγαλύτερο μέρος τους τα γερμανικά πλευρά φυλάσσονταν από τους συμμάχους των Γερμανών, ενώ οι γερμανικές δυνάμεις προωθούνταν στις συνεχιζόμενες επιχειρήσεις του Καυκάσου και του Στάλινγκραντ.
Ενώ ο Χίτλερ είχε εκφράσει την αυτοπεποίθησή του για την ικανότητα των συμμάχων του να προστατεύσουν τα γερμανικά πλευρά, στην πραγματικότητα οι μονάδες τους ήταν στην πλειοψηφία τους εξοπλισμένες με παρωχημένο υλικό και ιππήλατο πυροβολικό, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η κακή συμπεριφορά των αξιωματικών στο προσωπικό προκαλούσε την πτώση του ηθικού.
Όσον αφορά τη μηχανοκίνηση, η Πρώτη Ρουμανική Στρατιά ήταν εξοπλισμένη με περίπου 100 τσεχικής κατασκευής Panzer 38(t). Το 37 χιλιοστών αντιαρματικό πυροβόλο του[29] ήταν αναποτελεσματικό εναντίον των σοβιετικών T-34. Παρόμοια, το 37 χιλιοστών αντιαρματικό PaK 36 ήταν πεπαλαιωμένο, έχοντας επιπλέον και σοβαρή έλλειψη πυρομαχικών. Μόνο μετά από επανειλημμένες αιτήσεις τούς προμήθευσαν οι Γερμανοί με τα 75 χιλιοστών πυροβόλα PaK 40, στέλνοντας έξι ανά μεραρχία.
Οι μονάδες αυτές εκτείνονταν σε μεγάλα τμήματα του μετώπου. Για παράδειγμα, η Τρίτη Ρουμανική Στρατιά καταλάμβανε ένα τμήμα μήκους 140 χιλιομέτρων, ενώ η Τέταρτη προστάτευε ένα τομέα μήκους 270 χιλιομέτρων. Οι Ιταλοί και οι Ούγγροι ήταν τοποθετημένοι μεταξύ των δύο ρουμανικών σχηματισμών, παρόλο που οι Γερμανοί διοικητές δεν είχαν σε υψηλή εκτίμηση την ικανότητα αυτών των μονάδων για μάχη. Γενικά, και οι γερμανικές δυνάμεις δεν βρίσκονταν σε καλύτερη κατάσταση. Οι πολύμηνες μάχες με τον Κόκκινο Στρατό τις είχαν εξασθενήσει, και ενώ η Στάβκα είχε την δυνατότητα να επιστρατεύει καινούργια στρατεύματα, η γερμανική ανώτατη διοίκηση προσπαθούσε να συντηρήσει τις ήδη υπάρχουσες μηχανοκίνητες μονάδες.
Επιπλέον, κατά την διάρκεια της γερμανικής επίθεσης μεταξύ Μαΐου και Νοεμβρίου του 1942, αποσπάστηκαν από την Ομάδα Στρατιών Α οι επίλεκτες μεραρχίες Leibstandarte και Großdeutschland και τοποθετήθηκαν ως μηχανοκίνητες εφεδρείες στην Δύση, για την περίπτωση συμμαχικής απόβασης στη Γαλλία. Επιπλέον, η Έκτη Στρατιά είχε υποστεί πολλές απώλειες κατά την διάρκεια των μαχών στην πόλη του Στάλινγκραντ. Σε μερικές περιπτώσεις, όπως αυτή της 22ης Μεραρχίας Πάντσερ, ο εξοπλισμός της δεν ήταν καλύτερος από αυτόν της Πρώτης Ρουμανικής Μεραρχίας Τεθωρακισμένων. Οι γερμανικοί σχηματισμοί ήταν, επίσης, υπερεκτεταμένοι κατά μήκος μεγάλων τμημάτων του μετώπου. Το 11ο Σώμα Στρατού, για παράδειγμα, υπερασπιζόταν μέτωπο μήκους περίπου 100 χιλιομέτρων.
Σοβιετικές δυνάμεις
Ο Κόκκινος Στρατός παρέταξε περίπου 1.100.000 άνδρες, 804 άρματα, 13.400 στοιχεία πυροβολικού και πάνω από 1.000 αεροσκάφη για την επικείμενη επίθεση. Απέναντι από την Ρουμάνικη Τρίτη Στρατιά, οι Σοβιετικοί παρέταξαν την 5η Στρατιά Τεθωρακισμένων καθώς και την 21η και την 65η Στρατιά έτσι ώστε να διαρρήξουν και να υπερκεράσουν τα πλευρά των Γερμανών. Η νότια πλευρά των Γερμανών ήταν ο στόχος των επιχειρήσεων της 51ης και της 57ης Στρατιάς που οδηγούνταν από το 13ο και το 4ο Μηχανοκίνητο Σώμα, οι οποίες θα διασπούσαν την Τέταρτη Ρουμάνικη Στρατιά με σκοπό να συναντήσουν την Πέμπτη Στρατιά Τεθωρακισμένων στην πόλη Καλάτς.
Συνολικά οι Σοβιετικοί είχαν συγκεντρώσει 11 στρατιές και διάφορες ανεξάρτητες ταξιαρχίες και σώματα τεθωρακισμένων. Εντούτοις οι προετοιμασίες για την επίθεση αντιμετώπισαν αρκετά προβλήματα. Στις 8 Νοεμβρίου, η Στάβκα εξέδωσε διαταγή για μετάθεση της ημερομηνίας έναρξης της επιχείρησης, επειδή οι καθυστερήσεις στις μεταφορές δεν επέτρεψαν σε αρκετές μονάδες να είναι στην προβλεπόμενη θέση τους.
Εν τω μεταξύ, οι μονάδες που βρίσκονταν στο μέτωπο, έκαναν αρκετά γυμνάσια για να εξασκηθούν στην απόκρουση των εχθρικών αντεπιθέσεων και στην εκμετάλλευση της προώθησης των μηχανοκίνητων μονάδων. Αυτές οι ενέργειες είχαν καλυφθεί από μια εκστρατεία παραπλάνησης, που περιελάμβανε μείωση της χρήσης ασυρμάτων, παραλλαγή, επιχειρησιακή ασφάλεια, χρήση αγγελιοφόρων για επικοινωνία αντί για ασύρματους και ενεργητική παραπλάνηση, όπως η αύξηση των κινήσεων στρατευμάτων γύρω από την Μόσχα. Τα στρατεύματα διατάχθηκαν να κατασκευάσουν αμυντικές οχυρώσεις, προκειμένου να προκαλέσουν ψευδείς εντυπώσεις στους Γερμανούς, ενώ κατασκεύασαν ψεύτικες γέφυρες για να αποσπάσουν την προσοχή τους από τις πραγματικές γέφυρες που κατασκευάζονταν στο Ντον. Επιπλέον, ο Κόκκινος στρατός επέτεινε τις επιθέσεις εναντίον της Ομάδας Στρατιών Κέντρου και τοποθέτησε ομοιώματα σχηματισμών, ώστε να συντηρήσει την εντύπωση ότι επίκειται μεγάλης κλίμακας επίθεση εναντίον των Γερμανικών δυνάμεων στο κέντρο της Σοβιετικής Ένωσης.
Οι Σοβιετικές δυνάμεις στο Στάλινγκραντ είχαν υποστεί βαρείς βομβαρδισμούς, που έκαναν τη μετακίνησή τους δυσκολότερη. Τα 38 τάγματα μηχανικού, που βρίσκονταν στο μέτωπο, είχαν την ευθύνη της μεταφοράς πυρομαχικών, προσωπικού και αρμάτων στην απέναντι όχθη του Βόλγα. Παράλληλα εκτελούσαν δευτερεύουσες αποστολές αναγνώρισης κατά μήκος τμημάτων του μετώπου, τα οποία θα ήταν τα σημεία διείσδυσης της επικείμενης επίθεσης. Σε τρεις εβδομάδες ο Κόκκινος Στρατός μετέφερε περίπου 111.000 στρατιώτες, 420 άρματα και 556 στοιχεία πυροβολικού στην απέναντι όχθη του Βόλγα.
Στις 17 Νοεμβρίου ο Βασιλιέφσκι ανακλήθηκε στη Μόσχα, όπου του έδειξαν ένα γράμμα για τον Στάλιν, γραμμένο από τον Βόλσκι, τον διοικητή του τέταρτου Μηχανοκίνητου Σώματος, ο οποίος συνιστούσε την ακύρωση της επίθεσης. Ο Βόλσκι πίστευε ότι η επίθεση ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, λόγω της κατάστασης στην οποία βρίσκονταν οι δυνάμεις που προορίζονταν για την επίθεση. Πρότεινε την αναβολή της επίθεσης και τον ολοκληρωτικό ανασχεδιασμό της. Πολλοί σοβιετικοί στρατιώτες δεν είχαν πάρει ακόμη τον χειμερινό ιματισμό, ενώ πολλοί πέθαναν από κρυοπαγήματα, «εξαιτίας της ανεύθυνης συμπεριφοράς των διοικητών». Παρόλο που οι σοβιετικοί κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια συλλογής πληροφοριών για τις θέσεις των δυνάμεων του Άξονα, υπήρχαν πολύ λίγες πληροφορίες για την κατάσταση της Έκτης Γερμανικής Στρατιάς.
Η σοβιετική επίθεση
Η ήδη αναβληθείσα για τις 17 Νοεμβρίου Επιχείρηση Ουρανός, μετατέθηκε για δύο ημέρες αργότερα, όταν ο σοβιετικός Στρατηγός Γκεόργκι Ζούκοφ ενημερώθηκε ότι οι αεροπορικές δυνάμεις που είχαν διατεθεί για την επιχείρηση δεν ήταν ακόμη έτοιμες. Η επιχείρηση τελικά ξεκίνησε στις 19 Νοεμβρίου.
Ο Ρουμάνος ανθυπολοχαγός Γκέρχαρντ Στοκ που βρισκόταν στο μέτωπο, έλαβε μια κλήση εκείνο το πρωί για μια επικείμενη που επίθεση, που θα ξεκινούσε εκείνη την ημέρα μετά τις 05:00 το πρωί. Παρόλα αυτά, επειδή έλαβε το μήνυμα μετά τις πέντε και δεν είχε όρεξη να περπατήσει μέχρι τον διοικητή για ψευδή συναγερμό, δεν ενημερώθηκαν οι ρουμάνικες στρατιές. Παρόλο που οι σοβιετικοί διοικητές πρότειναν να αναβληθεί ο βομβαρδισμός εξαιτίας της κακής ορατότητας, αποτέλεσμα πυκνής ομίχλης, το αρχηγείο του μετώπου αποφάσισε να προχωρήσει.
Στις 07:20 (ώρα Μόσχας, 5:20 ώρα Γερμανίας) οι σοβιετικοί διοικητές του πυροβολικού έλαβαν την ειδοποίηση «siren», που ήταν το κωδικοποιημένο σύνθημα για την έναρξη του 80λεπτου βομβαρδισμού, κατευθυνόμενου σχεδόν αποκλειστικά στις μη γερμανικές δυνάμεις του Άξονα που προστάτευαν τις πλευρές των Γερμανών. Περίπου 3.500 πυροβόλα άνοιξαν πυρ εναντίον της Τρίτης Ρουμανικής Στρατιάς και το βόρειο πλευρό της Γερμανικής Έκτης Στρατιάς. Παρόλο που η πυκνή ομίχλη εμπόδιζε το σοβιετικό πυροβολικό να διορθώσει την στόχευση, οι εβδομάδες προετοιμασιών επέτρεψαν στους σοβιετικούς να επιτύχουν ακριβή πλήγματα στις εχθρικές θέσεις καθ’ όλο το μήκος του μετώπου.
Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό, καθώς οι γραμμές επικοινωνίας αποκόπηκαν και αποθήκες εφοδίων και προωθημένα παρατηρητήρια καταστράφηκαν. Πολλοί από τους Ρουμάνους στρατιώτες, που επιβίωσαν από τον βομβαρδισμό, άρχισαν να τρέπονται σε φυγή προς τα μετόπισθεν. Το βαρύ πυροβολικό των Σοβιετικών στόχευε τις θέσεις του ρουμάνικου πυροβολικού και τους 2ης τάξης διοικητικούς σχηματισμούς, πλήττοντας παράλληλα και τους στρατιώτες που υποχωρούσαν.
Εναντίον της Τρίτης Ρουμανικής Στρατιάς: 19 Νοεμβρίου
Η επίθεση στην Τρίτη Ρουμάνικη Στρατιά ξεκίνησε στις 8:50, οδηγούμενη από την 21η και την 65η Σοβιετική Στρατιά και την 5 Στρατιά Τεθωρακισμένων. Οι πρώτες δύο έφοδοι αποκρούστηκαν από τους Ρουμάνους, ενώ τα αποτελέσματα από τον βαρύ βομβαρδισμό του σοβιετικού πυροβολικού δυσχέραναν περισσότερο τις μετακινήσεις των σοβιετικών αρμάτων. Παρόλα αυτά, η έλλειψη βαρέων αντιαρματικών πυροβόλων προκάλεσε την κατάρρευση της ρουμάνικης άμυνας, οι γραμμές της οποίας διασπάστηκαν από το 4ο Σώμα Θωρακισμένων και το 3ο Σώμα Ιππικού το απόγευμα. Λίγο αργότερα, η 5η Στρατιά Θωρακισμένων διέσπασε τις γραμμές του Δεύτερου Ρουμάνικου Σώματος.
Καθώς τα σοβιετικά άρματα κινούνταν διαμέσου της πυκνής ομίχλης βάσει πυξίδας, κατακυριεύοντας τις γερμανικές και τις ρουμάνικες θέσεις πυροβολικού, τρεις Ρουμάνικες μεραρχίες πεζικού άρχισαν να υποχωρούν άτακτα. Η Τρίτη Ρουμάνικη Στρατιά είχε υπερφαλαγγιστεί και από τα ανατολικά και από τα δυτικά. Αφότου έλαβε την είδηση της Σοβιετικής επίθεσης, το αρχηγείο της 6ης Στρατιάς δεν κατάφερε να δώσει διαταγή στην 16η και την 24η Μεραρχία Πάντσερ, που μέχρι εκείνη την στιγμή μάχονταν στο Στάλινγκραντ, να ενισχύσουν τις αμυντικές θέσεις των Ρουμάνων. Αντί αυτών, η εντολή δόθηκε στο 48ο Σώμα Πάντσερ.
Με σοβαρές ελλείψεις σε προσωπικό και πενιχρό εξοπλισμό, το 48ο Σώμα Πάντσερ είχε λιγότερα από 100 λειτουργικά σύγχρονα άρματα για να αντιμετωπίσει τα σοβιετικά. Επιπλέον, οι ελλείψεις σε καύσιμα και άρματα ανάγκασαν τους διοικητές να ενσωματώσουν αρματιστές σε λόχους πεζικού. Η 22η Μεραρχία Πάντσερ, η οποία ήταν τμήμα του Σώματος, καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς στην μάχη που ακολούθησε. Είχε μπει στην μάχη με λιγότερα από 30 άρματα και όταν τελείωσε η μάχη, είχε απομείνει μία ίλη. Η ρουμάνική 1η Τεθωρακισμένη Μεραρχία, που ήταν ενσωματωμένη στο 48ο Σώμα Πάντσερ, αντιμετώπισε το 26ο Σώμα Τεθωρακισμένων των Σοβιετικών, αφού είχε χάσει την επικοινωνία με την διοίκηση του Σώματος, και ηττήθηκε στις 20 Νοεμβρίου. Καθώς οι Σοβιετικοί συνέχισαν να προωθούνται νότια, πολλά πληρώματα αρμάτων είχαν αρχίσει να υποφέρουν από την επιδεινούμενη χιονοθύελλα. Συχνά τα άρματα έχαναν την πρόσφυση τους στο έδαφος, προκαλώντας τραυματισμούς στα μέλη του πληρώματος. Παρόλα αυτά η χιονοθύελλα είχε παρόμοιες επιπτώσεις και στα γερμανικά στρατεύματα και τον συντονισμό τους.
Η Τρίτη Ρουμανική Στρατιά άρχισε να ξηλώνεται με τη νύχτα της 19ης Νοεμβρίου. Η σοβιετική 21η Στρατιά και 5η Στρατιά Τεθωρακισμένων αιχμαλώτισαν 27.000 Ρουμάνους -αριθμός που αντιστοιχεί σε τρεις μεραρχίες- και μετά συνέχισαν την προώθηση προς τα νότια. Το σοβιετικό ιππικό χρησιμοποιήθηκε για να εκμεταλλευθεί την προώθηση, να αποκόψει τις επικοινωνίες μεταξύ των Ρουμάνων και της ιταλικής 8ης Στρατιάς και να εμποδίσει όποια ενδεχόμενη αντεπίθεση στα σοβιετικά πλευρά.
Όσο η Κόκκινη Αεροπορία σφυροκοπούσε τους υποχωρούντες Ρουμάνους, η Λούφτβαφφε προέβαλε αμελητέα αντίσταση. Η απόσυρση της 1ης Ρουμάνικης Μεραρχίας Ιππικού, που αρχικά ήταν τοποθετημένη στα πλευρά της 376ης Γερμανικής Μεραρχίας Πεζικού, επέτρεψε στην 65η Στρατιά να παρακάμψει τις γερμανικές αμυντικές θέσεις. Καθώς οι γερμανικές δυνάμεις άρχισαν να αντιδρούν στο τέλος της ημέρας της 19ης Νοεμβρίου, εκδηλώθηκε και άλλη επίθεση στα νότια πλευρά της Έκτης Στρατιάς.
Εναντίον της νότιας γερμανικής πλευράς: 20 Νοεμβρίου
Νωρίς το πρωί της 20ης Νοεμβρίου η Στάβκα τηλεφώνησε στον διοικητή του Μετώπου Στάλινγκραντ ρωτώντας αν ήταν σε θέση να ξεκινήσει το δικό του μέρος της επίθεσης εντός του προγράμματος, στις 08:00. Απάντησε ότι θα μπορούσε μόνο αν καθάριζε η ομίχλη. Παρόλ’ αυτά, η 51η Στρατιά άνοιξε πυρ με μπαράζ πυροβολικού στην ώρα της, καθώς το αρχηγείο του μετώπου δεν κατάφερε να επικοινωνήσει με την μεραρχία. Οι υπόλοιπες δυνάμεις έλαβαν εντολή να αναβάλουν την έναρξη της επίθεσης μέχρι τις 10:00.
Η 51η Στρατιά συγκρούστηκε με με το Έκτο Ρουμάνικο Σώμα αιχμαλωτίζοντας πολλούς Ρουμάνους. Όταν η 57η Στρατιά συνέπραξε στην επίθεση στις 10:00, η κατάσταση εξελίχθηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε το Μέτωπο Στάλινγκραντ ήταν σε θέσει να ρίξει σώματα τεθωρακισμένων του στην μάχη. Η Γερμανική 297η Μεραρχία Πεζικού παρακολουθούσε καθώς οι Ρουμάνοι που την υποστήριζαν δεν κατάφεραν να προβάλουν αντίσταση στον Κόκκινο Στρατό. Παρόλ’ αυτά, η σύγχυση και η έλλειψη ελέγχου ήταν που προκάλεσαν κωλύματα στο 40 και το 13ο σοβιετικό Μηχανοκίνητο Σώμα, καθώς άρχισαν να εκμεταλλεύονται τα αποτελέσματα της προώθησης που επιτεύχθηκε στην εναρκτήρια επίθεση.
Οι Γερμανοί σε αυτή την περίπτωση αντέδρασαν γρήγορα, παρατάσσοντας την μοναδική τους εφεδρεία, την 29η Μεραρχία Πάντσερ Γρεναδιέρων. Παρά τις αρχικές επιτυχίες, η κατάρρευση των Ρουμάνων ανάγκασε την μεραρχία να ανασυνταχθεί σε μία προσπάθεια να υποστηρίξει την άμυνα στα νότια. Η αντεπίθεση της 29ης Μεραρχίας στοίχισε στον Κόκκινο Στρατό περίπου 50 άρματα και έκανε τους σοβιετικούς διοικητές να ανησυχούν για την ασφάλεια της αριστερής πλευράς. Εν τούτοις, η ανασύνταξη της γερμανικής μεραρχίας σήμαινε πως, στο τέλος της μέρας, μόνο το ρουμάνικο 6ο Σύνταγμα Ιππικού βρισκόταν ανάμεσα στις σοβιετικές δυνάμεις και τον Ντον.
Η συνέχιση της επιχείρησης: 20–23 Νοεμβρίου
Ενώ το Μέτωπο Στάλινγκραντ ξεκίνησε την επίθεση στις 20 Νοεμβρίου, η 65η Σοβιετική Στρατιά συνέχισε να πιέζει το 11ο Γερμανικό Σώμα κατά μήκος του βόρειου βραχίωνα των πλευρών της Έκτης Στρατιάς. Το 4ο Σώμα Τεθωρακισμένων του Κόκκινου Στρατού προσπέρασε το 11ο Γερμανικό Σώμα, ενώ το σοβιετικό 3ο Σώμα Ιππικού επιτέθηκε στα μετόπισθεν της γερμανικής μονάδας. Η 376η Γερμανική και 44η Αυστριακή Μεραρχία Πεζικού άρχισαν να ανασυντάσσονται, ώστε να αντιμετωπίσουν τον εχθρό στα πλευρά τους, αλλά εμποδίστηκαν από την έλλειψη καυσίμων. Τα υπολειπόμενα συντάγματα της 14ης Μεραρχίας Πάντσερ κατέστρεψαν ένα πλευρικό σύνταγμα του 3ου Σώματος Ιππικού των Σοβιετικών, αλλά το αντιαρματικό πυροβολικό τους υπέστη βαριές απώλειες, όταν υπερκεράστηκε από τις σοβιετικές δυνάμεις. Στο τέλος της ημέρας, το σοβιετικό 1ο Σώμα Τεθωρακισμένων κυνηγούσε το υποχωρών 48ο Σώμα Πάντσερ, ενώ το σοβιετικό 26ο Σώμα Θωρακισμένων είχε καταλάβει την πόλη Περελάζοβσκι, σχεδόν 130 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Στάλινγκραντ.
Η επίθεση του Κόκκινου Στρατού συνεχίστηκε στις 21 Νοεμβρίου, με τις δυνάμεις του Μετώπου Στάλινγκραντ να πετυχαίνουν διεισδύσεις έως και 50 χιλιομέτρων. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι υπόλοιπες ρουμάνικες μονάδες είχαν καταστραφεί σε απομονωμένες μάχες, ενώ ο Κόκκινος Στρατός είχε αρχίσει να εμπλέκεται με πλευρικά τμήματα της 4ης Στρατιάς Πάντσερ και της Έκτης Στρατιάς. Η γερμανική 22η Μεραρχία Πάντσερ, παρά την απόπειρα σύντομης αντεπίθεσης, ελαττώθηκε σε δύναμη μίας ίλης και αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς τα νοτιοδυτικά. Το σοβιετικό 26ο Σώμα Τεθωρακισμένων, έχοντας καταστρέψει ένα μεγάλο τμήμα της ρουμάνικής 1ης Θωρακισμένης Μεραρχίας, συνέχισε την προώθησή του προς τα νοτιοανατολικά, αποφεύγοντας να εμπλακεί με τις εχθρικές μονάδες που άφηνε πίσω του, παρόλο που υπολείμματα του ρουμάνικου 5ου Σώματος κατάφεραν να αναδιοργανωθούν και να οχυρωθούν, με την ελπίδα ότι θα βοηθηθούν από το 48ο Σώμα Πάντσερ.
Εκείνη την ημέρα ο Γερμανός Στρατηγός Φρίντριχ Πάουλους, διοικητής της Έκτης Στρατιάς, έλαβε αναφορές ότι οι Σοβιετικοί απείχαν λιγότερο από 40 χιλιόμετρα από το αρχηγείο του. Επιπλέον, δεν υπήρχαν άλλες δυνάμεις που να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τη σοβιετική προώθηση. Στον νότο, μετά από ένα σύντομο σταμάτημα, το σοβιετικό 4ο Μηχανοκίνητο Σώμα συνέχισε την προώθησή του βόρεια, απομακρύνοντας τους αμυνόμενους Γερμανούς από διάφορες πόλεις, στην πορεία του προς το Στάλινγκραντ. Καθώς οι γερμανικές δυνάμεις μέσα και γύρω από το Στάλινγκραντ βρίσκονταν σε κίνδυνο, ο Χίτλερ διέταξε όλα τα γερμανικά στρατεύματα στην περιοχή να υιοθετήσουν περιμετρική αμυντική διάταξη, ενώ ονόμασε τις δυνάμεις που βρίσκονταν μεταξύ του Ντον και του Βόλγα «Φρούριο Στάλινγκραντ», διαλύοντας τις ελπίδες για μια ενδεχόμενη απόπειρα της Έκτης Στρατιάς για διαφυγή από τον κλοιό.
Η Έκτη Στρατιά, διάφορες άλλες μονάδες του Άξονα και το μεγαλύτερο μέρος της Τέταρτης Στρατιάς Πάντσερ εγκλωβίστηκαν και περικυκλώθηκαν από τους Σοβιετικούς. Μόνο η 16η Μεραρχία Πάντσερ Γρεναδιέρων έδωσε μάχη για την διαφυγή της. Η έλλειψη συντονισμού ανάμεσα στα σοβιετικά άρματα και το πεζικό, καθώς τα σώματα θωρακισμένων των σοβιετικών επιχειρούσαν να εκμεταλλευτούν την διείσδυση στο νότιο πλευρό των Γερμανών, επέτρεψε σε μεγάλο μέρος της Τέταρτης Ρουμάνικης Στρατιάς να αποφύγει την καταστροφή.
Στις 22 Νοεμβρίου οι σοβιετικές δυνάμεις άρχισαν να διασχίζουν τον Ντον, συνεχίζοντας την προώθησή τους προς την πόλη Καλάτς. Οι γερμανικές δυνάμεις που φρουρούσαν το Καλάτς, που αποτελούνταν κυρίως από προσωπικό ανεφοδιασμού, δεν ήταν ενήμερες για τη σοβιετική επίθεση μέχρι τις 21 Νοεμβρίου και, ακόμη και όταν ενημερώθηκαν, δεν πληροφορήθηκαν την ακριβή δύναμη του Κόκκινου Στρατού, που πλησίαζε. Η ευθύνη κατάληψης της γέφυρας στο Καλάτς δόθηκε στο 26ο Σώμα Τεθωρακισμένων, το οποίο χρησιμοποίησε δύο αιχμαλωτισμένα γερμανικά άρματα και ένα όχημα αναγνώρισης για να την πλησιάσει και να βάλει κατά των φρουρών.
Οι σοβιετικές δυνάμεις εισέβαλαν στην πόλη το πρωί, εκδιώκοντας τους υπερασπιστές της, έτσι ώστε μαζί με το 4ο Σώμα Τεθωρακισμένων να συναντηθούν με το το 4ο Μηχανοκίνητο σώμα που προσέγγιζε την πόλη από τα νότια. Η περικύκλωση των γερμανικών δυνάμεων στο Στάλινγκραντ ολοκληρώθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1942. Εκείνη την ημέρα οι σχηματισμοί των Σοβιετικών συνέχισαν να μάχονται σε θύλακες ρουμανικών δυνάμεων που προέβαλαν αντίσταση, όπως η μάχη που δόθηκε με το 5ο Ρουμάνικο Σώμα.
Οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι τις 23 Νοεμβρίου, καθώς οι Γερμανοί προσπαθούσαν μάταια να αντεπιτεθούν τοπικά για να σπάσουν τον κλοιό. Τότε οι περικυκλωμένες δυνάμεις του Άξονα άρχισαν να κινούνται ανατολικά προς το Στάλινγκραντ, ώστε να αποφύγουν τα σοβιετικά άρματα, ενώ όσοι κατάφεραν να γλυτώσουν την περικύκλωση κινήθηκαν δυτικά προς της γερμανικές δυνάμεις και τα υπόλοιπα στρατεύματα του Άξονα.
Συνέπειες
Η επιχείρηση Ουρανός εγκλώβισε 200.000 με 250.000 Γερμανούς στρατιώτες σε μία περιοχή εκτεινόμενη 50 km από ανατολικά προς τα δυτικά και 40 km από τα βόρεια στα νότια. Στον θύλακα βρίσκονταν τέσσερα σώματα πεζικού, ένα σώμα πάντσερ που ανήκε στην Τέταρτη και την Έκτη Στρατιά, στοιχεία δύο ρουμάνικων μεραρχιών, ένα κροατικό σύνταγμα πεζικού και κάποιες εξειδικευμένες μονάδες. Στο εγκλωβισμένο υλικό συμπεριλαμβάνονταν περίπου 100 άρματα, 2.000 στοιχεία πυροβολικού και όλμων και 10.000 φορτηγά.
Κατά την υποχώρηση τους προς το Στάλινγκραντ οι Γερμανοί άφησαν πίσω τους κράνη, όπλα, εξοπλισμό καθώς και βαρύ εξοπλισμό, ο οποίος είχε καταστραφεί και αφεθεί στις άκρες του δρόμου. Οι γέφυρες στο ποταμό Ντον είχαν μπλοκάρει από την κυκλοφορία, καθώς οι στρατιώτες του Άξονα μετακινούνταν βιαστικά προς τα ανατολικά μέσα στο κρύο, προσπαθώντας να διαφύγουν από τα σοβιετικά άρματα και το πεζικό και την επαπειλούμενη αποκοπή τους από το Στάλινγκραντ. Πολλοί τραυματίες του Άξονα ποδοπατήθηκαν και πολλοί από αυτούς που επιχείρησαν να διασχίσουν το παγωμένο ποτάμι πεζοί, έπεσαν μέσα και πνίγηκαν. Πεινασμένοι στρατιώτες συνωστίζονταν στα ρωσικά χωριά αναζητώντας τροφή, ενώ οι αποθήκες εφοδίων συχνά λεηλατούνταν για αναζήτηση κονσερβών. Οι τελευταίοι Γερμανοί διέσχισαν τον Ντον στις 24 Νοεμβρίου και ανατίναξαν τις γέφυρες.
Η Έκτη Στρατιά, εν μέσω χάους, ξεκίνησε την κατασκευή αμυντικών γραμμών, αντιμετωπίζοντας δυσκολίες από την έλλειψη καυσίμων, πυρομαχικών και τροφίμων, έχοντας επιπλέον να αντιμετωπίσει και τον επερχόμενο ρωσικό χειμώνα. Ανέλαβε ακόμη την ευθύνη να καλύψει τα κενά των γραμμών του μετώπου που προέκυψαν από την διάλυση των ρουμανικών δυνάμεων.
Στις 23 Νοεμβρίου, μερικές γερμανικές μονάδες κατέστρεψαν ή έκαψαν ό,τι δεν ήταν απαραίτητο για μία επιχείρηση διάσπασης του κλοιού και αποτραβήχτηκαν στο βόρειο άκρο του Στάλινγκραντ. Εντούτοις, αμέσως μόλις εγκατέλειψαν τα οχυρά τους, η σοβιετική 62η Στρατιά συνέτριψε την γερμανική 94η Μεραρχία Πεζικού στο ανοιχτό πεδίο. Οι επιζώντες της μεραρχίας προσαρτήθηκαν στην 16η και την 24η Μεραρχία Πάντσερ.
Παρόλο που η γερμανική στρατιωτική διοίκηση είχε την άποψη ότι οι περικυκλωμένες δυνάμεις της Βέρμαχτ έπρεπε να σπάσουν τον κλοιό, ο Χίτλερ μεταξύ 23 και 24 Νοεμβρίου αποφάσισε να κρατήσουν την θέση τους και να επιχειρηθεί ο ανεφοδιασμός της Έκτης Στρατιάς από αέρος. Για το παγιδευμένο προσωπικό στο Στάλινγκραντ απαιτούνταν τουλάχιστον 680 τόνοι εφοδίων την ημέρα, ποσότητα που η εξαντλημένη Λούφτβαφε δεν ήταν σε καμία περίπτωση σε θέση να διανείμει. Επιπλέον η αναγεννημένη Κόκκινη Αεροπορία ήταν πλέον σοβαρή απειλή για όσα γερμανικά αεροσκάφη επιχειρούσαν να πετάξουν πάνω από την περιοχή. Παρόλο που από τον Δεκέμβριο η Λουφτβάφφε είχε συγκεντρώσει στόλο με περίπου 500 αεροσκάφη, πάλι δεν ήταν αρκετός για τον ικανοποιητικό ανεφοδιασμό της Έκτης Στρατιάς και στοιχείων της Τέταρτης Στρατιάς Πάντσερ. Κατά την διάρκεια του πρώτου μισού του Δεκεμβρίου η Έκτη Στρατιά λάμβανε λιγότερο από το 20% των καθημερινών αναγκών της σε εφόδια.
Εν τω μεταξύ, ο Κόκκινος Στρατός είχε ενισχύσει την εξωτερική περικύκλωση με την πρόθεση να καταστρέψει τις περικυκλωμένες μονάδες. Τα σοβιετικά στρατεύματα θα επιτίθονταν από τα ανατολικά και τα νότια, με σκοπό να διασπάσουν τις γερμανικές μονάδες σε μικρότερες ομάδες. Οι διαταγές δόθηκαν στις 24 Νοεμβρίου με την εντολή να εκτελεστούν χωρίς ευρύτερη ανασύνταξη και χωρίς μετακίνηση των εφεδρειών. Η εξωτερική περικύκλωση είχε έκταση κατ’ εκτίμηση 320 χιλιόμετρα, αλλά όμως μόνο τα τρία τέταρτα καλύπτονταν από σοβιετικά στρατεύματα. Η απόσταση μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής περικύκλωσης ήταν περίπου 16 χιλιόμετρα. Η σοβιετική Ανώτατη Διοίκηση ξεκίνησε την σχεδίαση της Επιχείρησης Κρόνος με σκοπό την καταστροφή της ιταλικής 8ης Στρατιάς και την αποκοπή των γερμανικών δυνάμεων στον Καύκασο. Η επιχείρηση ήταν προγραμματισμένη να ξεκινήσει γύρω στις 10 Δεκεμβρίου.
Οι γερμανικές δυνάμεις στην περιοχή είχαν διασπαστεί περαιτέρω, όταν ο Γερμανός στρατηγός Έριχ φον Μανστάιν ανέλαβε την διοίκηση της νεοσχηματισμένης Ομάδας Στρατιών Ντον, που αποτελούνταν από την Τέταρτη Στρατιά Πάντσερ, την Έκτη Στρατιά και την Τρίτη και Τέταρτη Ρουμάνικη Στρατιά. Παρόλο που η κατάσταση για τους Γερμανούς ήταν δυσοίωνη, μετά το τέλος της επιχείρησης Ουρανός επικράτησε σχετική ηρεμία στο μέτωπο. Οι γερμανικές και οι σοβιετικές δυνάμεις σχεδίαζαν τις επόμενες κινήσεις τους.