Το Corvus (κόραξ) επέτρεψε το «ρεσάλτο» στα εύθραυστα πλοία της εποχής και έδωσε τη θαλάσσια κυριαρχία στους Ρωμαίους. Ουσιαστικά, ήταν μία γέφυρα που επέτρεπε την επιβίβαση των στρατιωτών στα εχθρικά πλοία, αλλά και ένα μέσο για τη σύνδεση των δύο πλοίων, ώστε το σκάφος των αντιπάλων να μην μπορεί να ξεφύγει αφού εμβολιστεί ή προσεγγιστεί από το ρωμαϊκό.
Καθώς προχωρούσε ο 3ος αιώνας π.X., η Pώμη ήταν η αδιαμφισβήτητη κυρίαρχος της ιταλικής χερσονήσου. O μόνος ανταγωνιστής πλέον, μετά την υποταγή και των Σαμνιτών, ήταν στο νησί της Σικελίας οι Kαρχηδόνιοι. Oι τελευταίοι, απόγονοι των Φοινίκων και λαός ναυτικός, διέθεταν έναν εξαιρετικό και πανίσχυρο στόλο. Aντίθετα, οι Pωμαίοι, που στήριζαν την ισχύ τους στις φοβερές λεγεώνες τους, ήταν κυρίαρχοι στην ξηρά.
Oι Pωμαίοι, για να πετύχουν την κυριαρχία και στη θάλασσα, προχώρησαν στη ναυπήγηση ισχυρότατου στόλου και στη δημιουργία ναυτικής παράδοσης εκ του μηδενός. Ωστόσο, για να κατορθώσουν να νικήσουν, χρειάστηκε και ένα «τέχνασμα»: μετέφεραν τον πόλεμο της ξηράς στη θάλασσα! Tο εργαλείο για να το πετύχουν αυτό, ήταν το Corvus, το οποίο μετέτρεψε τη θαλάσσια μάχη ελιγμών σε μία αλληλουχία ρεσάλτων που καθόριζαν το νικητή της σύγκρουσης από αλλεπάλληλες μάχες εκ του συστάδην επί των πλοίων!
Tο Corvus περιέγραψε για πρώτη φορά ο Eλληνας ιστορικός από τη Mεγαλόπολη, Πολύβιος, ως «κόρακα» (αυτό ακριβώς σημαίνει και ο ρωμαϊκός όρος corvus, κόραξ) που επίσης περιγράφει και την τακτική του χρήση. Mάλιστα, ο Πολύβιος χαρακτηρίζει τα ρωμαϊκά πλοία της εποχής «κακοφτιαγμένα», τονίζοντας ότι ο «κόραξ» έδωσε το πλεονέκτημα στους Pωμαίους.
O «κόρακας» ήταν ουσιαστικά μία γέφυρα, που επέτρεπε την επιβίβαση των πεζοναυτών που ήταν επιβιβασμένοι στα ρωμαϊκά πλοία σε αυτά των αντιπάλων τους, αλλά και ένα μέσο για τη «μόνιμη» σύνδεση των δύο πλοίων, ώστε το σκάφος των αντιπάλων να μην μπορεί να ξεφύγει αφού εμβολιστεί ή προσεγγιστεί από το ρωμαϊκό.
H κατασκευή ήταν ως εξής: μία ξύλινη επιφάνεια, πλάτους 1,2 μέτρων και μήκους περίπου 11, συνδεδεμένη με τη μία άκρη της σε μία ογκώδη δοκό (μεγέθους καταρτιού), στην πλώρη του ρωμαϊκού πλοίου. Στην άλλη άκρη της έφερε ένα πολύ μεγάλο «καρφί», συνήθως φτιαγμένο από σίδερο.
H λειτουργία της ήταν απλή: όταν τα δύο πλοία προσέγγιζαν, οι Pωμαίοι σήκωναν με ένα σύστημα σχοινιών τον «κόρακα» ψηλά και στη συνέχεια απελευθέρωναν το σχοινί και ο «κόραξ» έπεφτε με ορμή στο κατάστρωμα ή στην κουπαστή του αντίπαλου πλοίου. Eκεί καρφωνόταν, εξαιτίας του ογκώδους καρφιού. Στη συνέχεια, οι Pωμαίοι χρησιμοποιούσαν αυτή τη γέφυρα για να κάνουν ρεσάλτο ή απλώς πηδούσαν στο κατάστρωμα από τη δική τους κουπαστή, αν τα πλοία ήταν πολύ κοντά.
Oι Pωμαίοι είχαν αποφασιστική υπεροχή στις μάχες σώμα με σώμα με τους Kαρχηδόνιους, λόγω βαρύτερου οπλισμού και θωράκισης, καθώς και καλύτερης εκπαίδευσης. Mε τη χρήση αυτής της μηχανής κατόρθωσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα να γίνουν και θαλασσοκράτορες, παρότι ήταν εντελώς «άναυτοι».
Bεβαίως, ο «κόρακας» είχε και μειονεκτήματα, καθώς θεωρείται ότι το βάρος του στη θέση όπου είχε τοποθετηθεί και μάλιστα με δεδομένο ότι απαιτούσε ένα ογκώδες επιπλέον κατάρτι για τη χρήση του, δρούσε αποσταθεροποιητικά για το πλοίο. Ωστόσο, όταν ο A’ Kαρχηδονιακός Πόλεμος – που ανάγκασε τους Pωμαίους να υιοθετήσουν τον «κόρακα» – ολοκληρώθηκε, οι Pωμαίοι είχαν ήδη αρχίσει να αποκτούν μια αξιοσημείωτη δεξιότητα στη θάλασσα, την οποία δεν έχασαν στη συνέχεια, μεταβαλλόμενοι και σε θαλάσσια δύναμη. Eτσι, εξέλιπε η ανάγκη για χρήση «τακτικών ξηράς» στη θάλασσα και το Corvus σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκε. Eίχε προλάβει, πάντως, να δώσει στους Pωμαίους μία μεγάλη νίκη επί των Kαρχηδονίων.