Ο Αλέξανδρος Παναγούλης (2 Ιουλίου 1939 – 1 Μαΐου 1976) ήταν Έλληνας πολιτικός και ποιητής. Δραστηριοποιήθηκε στον αγώνα κατά της Δικτατορίας της Χούντας των Συνταγματαρχών (1967-1974).
Γνωστός για την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου 1968, αλλά και για την αντοχή του στα βασανιστήρια που ακολούθησαν. Στην μεταπολίτευση εκλέχθηκε βουλευτής με την Ένωση Κέντρου (Ε.Κ.).
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης γεννήθηκε στην Γλυφάδα. Δευτερότοκος γιος της Αθηνάς Κακαβούλη (1908-1991) και του Βασιλείου Παναγούλη, αξιωματικού του στρατού ξηράς. Αδερφός του Γεωργίου Παναγούλη, θύματος του καθεστώτος των Συνταγματαρχών, και του Ευσταθίου Παναγούλη, μετέπειτα πολιτικού άνδρα. Από την πλευρά του πατέρα του καταγόταν από την Δίβρη (Λαμπεία) Ηλείας και από την πλευρά της μητέρας του από το Σύβρο Λευκάδας. Εξαιτίας της κατοχής από τις δυνάμεις του Άξονα, ο Α. Παναγούλης πέρασε μέρος της παιδικής του ηλικίας στη Λευκάδα. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο στην Σχολή Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης εντάχθηκε από νεαρή ηλικία στις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις του τόπου: στην Ένωση Κέντρου (Ε.Κ.) του Γεωργίου Παπανδρέου. Συγκεκριμένα ο Α. Παναγούλης εντάχθηκε στην οργάνωση της νεολαίας του κόμματος – Οργάνωση Νέων της Ένωσης Κέντρου (Ο.Ν.Ε.Κ.) που μετονομάστηκε στη συνέχεια σε Ελληνική Δημοκρατική Νεολαία (Ε.ΔΗ.Ν.) – για να αναλάβει μετά την μεταπολίτευση την προεδρία της στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974.
Αντιδικτατορική δράση – Η απόπειρα δολοφονίας του Γεωργίου Παπαδόπουλου
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης συμμετείχε ενεργά στον αγώνα για την επαναφορά της δημοκρατίας και εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος του Γ. Παπαδόπουλου (1967-1973). Υπηρετούσε στο 85ο Σύνταγμα Πεζικού, στη Βέροια, όταν λιποτάκτησε από το στράτευμα και ίδρυσε την οργάνωση Εθνική Αντίσταση. Αυτοεξορίστηκε στην Κύπρο για να καταστρώσει σχέδιο δράσης. Εκεί ήρθε σε επαφή με τους πολιτικούς άνδρες του τόπου, όπως τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, με σκοπό να τους ζητήσει να συνδράμουν στην αντίσταση. Επανήλθε στην Ελλάδα και μαζί με στενούς του συνεργάτες σχεδίασε την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου 1968 κοντά στη Βάρκιζα.
Το πρωί της 13ης Αυγούστου, μία μικρή φάλαγγα κατευθυνόταν προς την Αθήνα από το Λαγονήσι Αττικής. Ήταν ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος με τη συνοδεία του, που ξεκίνησε όπως συνήθως, από την έπαυλή του στο 38ο χιλιόμετρο της παραλιακής οδού Σουνίου. Προπορεύονταν δύο μοτοσυκλέτες, ακολουθούσε το αυτοκίνητο του δικτάτορα και σε απόσταση 10 μέτρων το αυτοκίνητο της ασφάλειας. Η φάλαγγα κινείτο κανονικά και μεταξύ 31ου και 32ου χιλιομέτρου, πέρασε πάνω από μία υπόγεια σήραγγα αποχέτευσης των νερών της βροχής, μήκους 7 μέτρων. Μόλις πέρασε και το αυτοκίνητο της ασφάλειας, μια ισχυρή εκκωφαντική έκρηξη έγινε μέσα στη σήραγγα και άνοιξε δύο μεγάλες τρύπες στο κατάστρωμα του δρόμου. Ήταν φανερό ότι η έκρηξη προοριζόταν να πλήξει τον δικτάτορα, αλλά καθυστέρησε ένα ή δύο δευτερόλεπτα. Αμέσως η φάλαγγα σταμάτησε, οι άνδρες της ασφάλειας έτρεξαν επί τόπου, ενώ ειδοποιήθηκε από τον ασύρματο η αρμόδια διοίκηση Χωροφυλακής και σε λίγα λεπτά κατέφτασε ισχυρή δύναμη που απομόνωσε την περιοχή. Έπειτα από συστηματική έρευνα, ανακαλύφτηκε ο Αλέξανδρος Παναγούλης, ντυμένος με μαγιό και κρυμμένος κάτω από ένα βράχο. Ο ίδιος παρέμεινε σιωπηλός, χωρίς να δηλώσει την ταυτότητά του. Είπε μόνο ότι δεν είχε συνεργούς. Μόνο έπειτα από δύο μέρες εξακριβώθηκε η ταυτότητά του. Ο Αλ. Παναγούλης οδηγήθηκε στο άντρο των βασανιστηρίων της ΕΣΑ, της στρατιωτικής αστυνομίας. Την ανάκρισή του ανέλαβε ένας από τους πλέον διαβόητους βασανιστές, ο ταγματάρχης Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, ενώ το ίδιο βράδυ κατέφτασε επειγόντως από τη Δράμα, όπου βρισκόταν, ο διοικητής της ΕΣΑ και αργότερα οργανωτής της προδοσίας της Κύπρου, αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Ιωαννίδης.
Ο Α. Παναγούλης, σε συνέντευξή του στην Καθημερινή μετά τη μεταπολίτευση, ανέφερε μεταξύ άλλων για τον Ιωαννίδη:
«Ύστερα από αυτή την πρώτη φορά, τον ξαναείδα στις 28 Αυγούστου, δηλαδή 15 μέρες αργότερα. Ήταν στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου με είχαν πάει πληγιασμένο, σε κωματώδη κατάσταση, επειδή αρνιόμουν να πάρω τροφή. Μετά συνήλθα από το κώμα, με είχαν αλυσοδεμένο στο κρεβάτι. Ο Ιωαννίδης ζύγωσε, μαζί με τον αρχηγό των βασανιστών μου, τον Θεοφιλογιαννάκο, κι αμέσως ο Θεοφιλογιαννάκος ρίχτηκε επάνω μου φωνάζοντας: «Μίλα. μίλα ή θα σε κάνω να μιλήσεις εγώ. Μην πιστέψεις ότι θα γλυτώσεις, επειδή είσαι στο νοσοκομείο». Μην έχοντας τη δύναμη να του απαντήσω, τον έφτυσα στο πρόσωπο. Ο Θεοφιλογιαννάκος απάντησε με μια φοβερή γροθιά. Το αίμα άρχισε να τρέχει από το στόμα κι από τη μύτη μου, μα ο Ιωαννίδης σήκωσε το χέρι, σάμπως αγανακτισμένος ή σα να ήθελε να τον σταματήσει και είπε: «Φαίνεται δεν έμαθες ακόμα πως ένας στους εκατό χιλιάδες δεν μιλάει κι αυτή είναι η περίπτωσή του». Έπειτα στράφηκε σε μένα, και πάντα ψύχραιμος και ήρεμος, πρόσθεσε: «Θα σε τουφεκίσω»…».
Οι αρχές κατόρθωσαν να συλλάβουν πολλούς από τους συναγωνιστές του Παναγούλη και γενικά η προανάκριση αποκάλυψε όλο το μηχανισμό και το δίκτυο της απόπειρας. Το προανακριτικό πόρισμα του Θεοφιλογιαννάκου εκδόθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1968 και δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες στις 20 Οκτωβρίου. Στο πόρισμα γινόταν λόγος για τις λεπτομέρειες της απόπειρας που οργάνωσε ο Παναγούλης μαζί με τον Ζαμπέλη και τον Λεκανίδη, αλλά και για το ρόλο του Πολύκαρπου Γεωρκάτζη, σκοτεινής φυσιογνωμίας, υπουργού Εσωτερικών και Άμυνας της Κύπρου, για τον οποίον το πόρισμα ανέγραφε μεταξύ άλλων: «Η ενεργός ανάμιξις τούτου εις τον αποκλειστικόν εφοδιασμόν της οργανώσεως, διά παντοειδούς στρατιωτικού υλικού, το οποίον αποστέλλει δι’ επισήμου οδού εις την Ελλάδα και η εν γένει οικονομική ενίσχυσις ταύτης, τυγχάνει σκανδαλώδης και προκαλεί κατάπληξιν, διότι σπανίως, αν μη ουδέποτε, εμφανίζεται εις πρόσωπα κατέχοντα επισήμους θέσεις. Έχει το ψευδώνυμον «Ακρίτας», είναι ο στρατιωτικός αρχηγός της οργανώσεως «Ελληνική Αντίσταση»… Επίσης καλύπτει απολύτως και τον καταζητούμενον Α. Παναγούλην, κατά την πρώτην μετάβασιν τούτου εν Κύπρω, ότε παρέμεινεν εκεί επί εν περίπου εξάμηνον, τελικώς δε τον εφοδιάζει με γνήσιον κανονικόν διαβατήριον…».
Ο Π. Γεωρκάτζης υπέβαλε παραίτηση, αλλά τον κάλυψε με δηλώσεις του ο ίδιος ο Μακάριος, μη αποδεχόμενος την παραίτησή του. Η χούντα της Αθήνας όμως έστειλε τελεσίγραφο στον Κύπριο πρόεδρο, απειλώντας τον με διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας-Κύπρου. Έτσι, στις 27 Οκτωβρίου ο Π. Γεωρκάτζης έφυγε στο Λονδίνο και την 1η Νοεμβρίου έστειλε από εκεί νέα επιστολή παραίτησης, την οποία ο Μακάριος αυτή τη φορά αποδέχτηκε. Στις 4 Νοεμβρίου άρχισε η δίκη του Αλ. Παναγούλη και των άλλων συλληφθέντων μελών της οργάνωσής του. Ακόμη και στο εδώλιο του κατηγορουμένου ο Αλ. Παναγούλης βρισκόταν διαρκώς εν μέσω δύο ασφαλιτών. Η απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου εκδόθηκε στις 17 Νοεμβρίου. Ο Αλ. Παναγούλης καταδικάστηκε δις εις θάνατον. Ο Λευτέρης Βερυβάκης, πολύ αργότερα υπουργός κυβερνήσεων του [ΠΑΣΟΚ, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά. Έξι άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο μετέπειτα υπουργός Στάθης Γιώτας, καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης 10 ετών. Εκτός του Στάθη Γιώτα ήταν οι Ι. Κλωνιζάκης, Ν. Λεκανίδης, Ν. Ζαμπέλης, Γ. Ελευθεριάδης, Γ. Αβραάμ. Οι Αρ. Κλωνιζάκης, Ι. Βαλασέλης και Α. Πρίντεζης καταδικάστηκαν σε ποινές 1-4 ετών με αναστολή, ενώ οι Μ. Παπούλιας, Α. Σιγάλας και Δ. Τιμογιαννάκης αθωώθηκαν.
«Πρόκειται για μια αληθινή πολιτική δολοφονία που προορίζεται να συγκαλύψει την αδυναμίας ενός καθεστώτος, το οποίο τίθεται πλήρως υπό αμφισβήτηση από τις επαναστατικές αντιδράσεις του ελληνικού λαού» δήλωσε για την απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου ο Γάλλος Ντενί Λανγκλουά, εκπρόσωπος της Διεθνούς Ομοσπονδίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο οποίος παρακολούθησε τη δίκη ως παρατηρητής. Η εκτέλεση έπρεπε να πραγματοποιηθεί μέσα σε τρία 24ωρα το αργότερα, αν δεν απονεμηθεί χάρη. Ο Αλ. Παναγούλης αρνήθηκε όμως κατηγορηματικά να υποβάλει αίτηση χάριτος. Ξεσηκώθηκε παγκόσμια κατακραυγή και ασκήθηκαν σοβαρότατες διεθνείς πιέσεις να αποτραπεί η εκτέλεση. Η χούντα υπέκυψε και έτσι σιωπηρά η ποινή παρέμεινε ανεκτέλεστη. Ο Παναγούλης μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας και κατόπιν στις φυλακές Μπογιατίου, χωρίς να θεωρείται πια μελλοθάνατος.
Όπως σημειώνει η Οριάνα Φαλάτσι στην συνέντευξή της με τον Αλέξανδρο Παναγούλη μετά την απελευθέρωσή του, η πράξη του ήταν μια πολιτική πράξη εναντίον της δικτατορίας. Η Φαλάτσι αναφέρει τον Α. Παναγούλη ως εξής: Δεν επιδίωξα να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν είμαι ικανός να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Επιδίωξα να σκοτώσω έναν τύραννο.
Ο Παναγούλης δραπέτευσε από τη φυλακή στις 5 Ιουνίου 1969, συνελήφθη όμως εκ νέου και οδηγήθηκε προσωρινά στο στρατόπεδο στου Γουδή για να μεταφερθεί μετά από ένα μήνα και πάλι στις φυλακές Μπογιατίου. Εκεί τον περίμενε η απομόνωση σε κελί που το έφτιαξαν ειδικά για τον Παναγούλη και ήταν σαν αντίγραφο τάφου. Επιχείρησε να δραπετεύσει αρκετές φορές ανεπιτυχώς. Ως διέξοδο έγραφε ποιήματα. Συνέχισε να γράφει ακόμα και όταν του κατέσχεσαν κάθε γραφική ύλη, χρησιμοποιώντας για μελάνι το αίμα του και για χαρτί τους τοίχους του κελιού-τάφου του.
Τον Αύγουστο του 1973 –μετά από τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια φυλάκισης– απελευθερώθηκε βάση της γενικής αμνηστίας που απένειμε το καθεστώς των συνταγματαρχών στους πολιτικούς κρατούμενους, κατόπιν της αποτυχημένης προσπάθειας του Γ. Παπαδόπουλου να φιλελευθεροποιήσει το καθεστώς του. Αυτοεξορίστηκε εκ νέου, αυτή τη φορά στην Φλωρεντία της Ιταλίας, για να επαναδραστηριοποιηθεί στην αντίσταση, ουσιαστικά όμως συνέχισε την αντίσταση στην Ελλάδα ερχόμενος κρυφά όπου και οργάνωνε ομάδες αντίστασης.
Μεταπολίτευση, θάνατος
Στην μεταπολίτευση ο Αλέξανδρος Παναγούλης εκλέγεται βουλευτής της Β΄ Αθηνών με την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις (Ε.Κ.-Ν.Δ., σήμερα Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου) στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974.
Επιδιώκει την απομόνωση των πολιτικών που συνεργάστηκαν με το δικτατορικό καθεστώς της Χούντας και εξαπολύει σωρεία καταγγελιών. Λίγο μετά την εκλογή του έρχεται σε ρήξη με την ηγεσία του κόμματος του γιατί είχε συγκεντρώσει στοιχεία για τη συνεργασία του Δημήτρη Τσάτσου με το χουντικό καθεστώς, με συνέπεια να αρνηθεί να συνυπάρξει με τον «προδότη» στο ίδιο κόμμα και παραιτείται. Παρέμεινε όμως στη Βουλή των Ελλήνων ως ανεξάρτητος βουλευτής. Επιμένει στις καταγγελίες του και έρχεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης, Ευάγγελο Αβέρωφ και τον Δημήτρη Τσάτσο. Δέχθηκε πολιτικές πιέσεις αλλά και απειλές για τη ζωή του για να αποσύρει τις καταγγελίες του, όπως διαρρήξεις στο πολιτικό του γραφείο, μηνύματα που του άφηναν άγνωστοι κλπ.
Σκοτώνεται την πρωτομαγιά του 1976 σε ηλικία 36 ετών κατόπιν τροχαίου ατυχήματος στην λεωφόρο Βουλιαγμένης (το αυτοκίνητό του πήγε και έπεσε σε υπόγειο κατάστημα επί της λεωφόρου κάθετα στην πορεία), λίγες μέρες πριν την αποκάλυψη των φακέλων σχετικά με τα όργανα ασφαλείας της Χούντας (Φάκελος ΕΣΑ). Η αποκάλυψη των φακέλων, που δεν έλαβε χώρα ποτέ, λέγεται ότι περιείχε αδιαμφισβήτητες αποδείξεις εις βάρος ορισμένων πολιτικών που συνεργάστηκαν με την χούντα. Κατά πολλούς, το τροχαίο ατύχημα είχε στηθεί για να θέσει τον Αλέξανδρο Παναγούλη εκτός μάχης και να εξαφανίσει τις αποδείξεις που είχε υπό την κατοχή του. Δεν έχει παρουσιαστεί ωστόσο μέχρι σήμερα κανένα τεκμήριο για όλες αυτές τις εικασίες.
Ποιητικό έργο
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης βασανίζεται καθημερινά, με τα πιο ευφάνταστα, σκληρά και αποκρουστικής σύλληψης βασανιστήρια καθ΄ όλη την διάρκεια της κράτησης του. Η αυτοκυριαρχία του, η αυτοπειθαρχία του, το πείσμα στο να υπερασπιστεί αυτό που πιστεύει και το χιούμορ που διέθετε λειτουργούν σαν ασπίδες χάρη στις οποίες κατορθώνει να επιβιώσει τον σωματικό και ψυχικό βιασμό. Κατά πολλούς, στις φυλακές του Μπογιατίου γράφει τα καλύτερα του ποιήματα στον τοίχο του κελιού του ή σε μικροσκοπικά παλιόχαρτα, με μελάνι συχνά το ίδιο του το αίμα. Πολλά από τα ποιήματα του δεν διασώθηκαν. Αρκετά όμως από αυτά είτε κατάφερε να τα βγάλει από την φυλακή με διάφορους τρόπους είτε να τα ξαναγράψει αργότερα χάρη στο ισχυρό μνημονικό του.
Το 1972, ενώ ήταν ακόμη στη φυλακή, εκδίδεται στο Παλέρμο η πρώτη ποιητική του συλλογή στα Ιταλικά Altri seguiranno: poesie e documenti dal carcere di Boyati (Άλλοι θα ακολουθήσουν: ποίηση και ντοκουμέντα από τις Φυλακές του Μπογιατίου) με εισαγωγικό σημείωμα από τον Ιταλό πολιτικό Φερούτσιο Πάρη και τον Ιταλό σκηνοθέτη και καλλιτέχνη Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Για το έργο του αυτό ο Α. Παναγούλης βραβεύτηκε με το Διεθνές Βραβείο Λογοτεχνίας Βιαρέτζιο (Premio Viareggio Internazionnale) τη χρονιά που ακολούθησε.
Μετά την απελευθέρωση του ο Α. Παναγούλης εξέδωσε στο Μιλάνο την δεύτερή του ποιητική συλλογή στα Ιταλικά Vi scrivo da un carcere in Grecia (Μέσα από Φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα) με εισαγωγικό σημείωμα από τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Είχε προηγηθεί η έκδοση στα ελληνικά τετραδίων όπως η συλλογή με τίτλο Η Μπογιά.
Με πρωτοβουλία του τότε προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατικής Νεολαίας (Ε.ΔΗ.Ν.) και σήμερα προέδρου της Ένωσης Δημοκρατικού Κέντρου (Ε.ΔΗ.Κ.) επανεκδόθηκαν από τις εκδόσεις Παπαζήση τα ποιήματα του Αλέκου Παναγούλη. Το εξώφυλλο της έκδοσης κοσμεί έργο νέου σπουδαστή νικητή διαγωνισμού γραφιστικής με θέμα το πρόσωπο του Αλέκου.
Ποιήματα
Υπόσχεση
Τα δάκρυα που στα μάτια μας
θα δείτε ν’ αναβρύζουν
ποτέ μην τα πιστέψετε
απελπισιάς σημάδια.
Υπόσχεση είναι μοναχά
γι’ Αγώνα υπόσχεση
(Στρατιωτικές Φυλακές Μπογιατίου, Φεβρουάριος 1972)
Vi scrivo da un carcere in Grecia, 1974
Διεύθυνσή μου
Ένα σπιρτόξυλο για πέννα
αίμα στο πάτωμα χυμένο για μελάνι
το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για χαρτί
Μα τι να γράψω;
Τη Διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω
Παράξενο και πήζει το μελάνι
Μέσ’ από φυλακή σας γράφω
στην Ελλάδα
(Στρατιωτικές Φυλακές Μπογιατίου, 5 Ιουνίου 1971 – Μετά ξυλοδαρμό)
Vi scrivo da un carcere in Grecia, 1974.
Σύμβολο
Η ζωή και το έργο του Αλέξανδρου Παναγούλη τροφοδότησε τους καλλιτεχνικούς κύκλους. Συγκεκριμένα, ο διάσημος μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, κατατρεγμένος επίσης για τα πολιτικά του πιστεύω από την Χούντα των Συνταγματαρχών, μελοποίησε ποιήματα του. Ακόμη, η ποίηση και η ζωή του Α. Παναγούλη έγινε αντικείμενο μελέτης για πολλούς ερευνητές. Σε αυτή την ομάδα εντάσσεται και το έργο Un Uomo (Ένας Άντρας) που εκπονήθηκε από την Ιταλίδα δημοσιογράφο και σύντροφό του Οριάνα Φαλάτσι.
Κατά πολλούς, ο Αλέξανδρος Παναγούλης, ο παραλίγο «τυραννοκτόνος», με την θαρραλέα του πράξη (την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα) έχει καθιερωθεί σαν σύμβολο της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών και χάρη στο πολιτικό του ήθος εμπνέει τις νέες γενιές στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς.
Η ελληνική πολιτεία, κατόπιν παρότρυνσης συναγωνιστών, φίλων και θαυμαστών του, για την αναγνώριση της προσφοράς του Αλέξανδρου Παναγούλη εξέδωσε σαν ελάχιστο φόρο τιμής γραμματόσημο (σειρά «Πρόσωπα» – 1996), τηλεκάρτα (1996) και έδωσε το όνομα του σε δημόσιους χώρους όπως σε δρόμους και πλατείες, μεταξύ των οποίων και ο «Σταθμός Άγιος Δημήτριος – Αλέξανδρος Παναγούλης» του μετρό της Αθήνας (2004). Ο ανδριάντας του ανεγέρθηκε το 2012 στην πλατεία Δικαιοσύνης της Αθήνας, ενώ προτομή βρίσκεται στην πλατεία Αλέξανδρου Παναγούλη, κοντά στην ομώνυμη στάση του Μετρό στον Άγιο Δημήτριο, στο σημείο όπου εκτυλίχθηκαν τα δραματικά συμβάντα της Πρωτομαγιάς του 1976. Επίσης, προτομή του κοσμεί τον Σύβρο Λευκάδας, πατρίδα της μητέρας του.
φωτογραφία: ΕΡΤ
wikipedia