Το 1959 η μυστική υπηρεσία Mossad του Ισραήλ πληροφορείται ότι ο Αξιωματικός των SS Adolf Eichmann είναι ζωντανός και βρίσκεται στην Αργεντινή με το όνομα Κλέμεντ.
Ο Άντολφ Άιχμαν (Otto Adolf Eichmann, 19 Μαρτίου 1906 – 31 Μαΐου 1962), συνταγματάρχης των SS και επικεφαλής του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Γκεστάπο, θεωρείται ο αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος, που στοίχισε τη ζωή σε περίπου έξι εκατομμύρια Εβραίους ολόκληρης της Ευρώπης.
…Με το τέλος του πολέμου, ο Άιχμαν καταφέρνει να διαφύγει από την Ουγγαρία (ρωσική ζώνη) στην Αυστρία, όπου και συλλαμβάνεται από τους Αμερικανούς. Επειδή έχει φροντίσει να πάρει το ψευδώνυμο Ότο Έκμαν (Otto Eckmann), οι Αμερικανοί δεν του αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία. Εγκλείεται σε στρατόπεδο αιχμαλώτων, όχι όμως υψηλής ασφαλείας, και έτσι καταφέρνει να δραπετεύσει και κρύβεται επί τρία ολόκληρα χρόνια στη Γερμανία.
Ο ρόλος του ως ηγετικής φυσιογνωμίας του Ολοκαυτώματος αποκαλύπτεται στη Δίκη της Νυρεμβέργης μέσω των μαρτυριών αλλά και όσων εγγράφων διασώθηκαν. Τα ίχνη του, όμως, έχουν χαθεί. Οι Ισραηλινοί δεν είναι, παρόλ’ αυτά, διατεθειμένοι να αφήσουν ατιμώρητους όσους είναι υπεύθυνοι για το θάνατο έξι εκατομμυρίων ομοφύλων τους. Δημιουργούν το ειδικό «σώμα» των Εκδικητών (εβρ. Nokmim), όπως αποκαλείται. Αυτό έχει ως στόχο τον εντοπισμό εγκληματιών πολέμου που είτε έχουν διαφύγει τη σύλληψη, από αμέλεια των δυνάμεων κατοχής της Γερμανίας ή έλλειψη τεκμηρίων, είτε έχουν αλλάξει ταυτότητα και κρύβονται, όπως ο Άιχμαν. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιζε ο μεγαλύτερος, ίσως, διώκτης των φυγάδων Ναζιστών, Σίμον Βίζενταλ (Simon Wiesenthal), Εβραίος γεννημένος στο Λιντς, ο ρόλος του, όμως, στην υπόθεση Άιχμαν αμφισβητείται.
Ο Άιχμαν καταφέρνει, το 1950, με τη βοήθεια της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, να προμηθευτεί ένα Ιταλικό διαβατήριο στο όνομα Ρικάρντο Κλέμεντ (Riccardo Clement), γεννημένου στο Μπολτσάνο (Bolzano) της Ιταλίας, στο οποίο εμφανίζεται ως άπολις (χωρίς υπηκοότητα). Το ίδιο έτος του χορηγείται βίζα, πάλι με τη μεσολάβηση του Ερυθρού Σταυρού, για να μεταβεί στην Αργεντινή. Αρχικά εγκαταστάθηκε σε ένα προάστιο του Μπουένος Άιρες, όπου άνοιξε ένα καθαριστήριο ρούχων. Το κατάστημα χρεοκόπησε λίγο αργότερα και ο Άιχμαν μετακινήθηκε στην πόλη Τουκουμάν (Tucuman), περίπου 800 km βορειότερα, όπου εργάστηκε για ένα εργοστάσιο επεξεργασίας νερού και αρδεύσεων.
Το 1952 κάλεσε τη σύζυγο και τα παιδιά τους να μεταβούν κοντά του, όπως και έγινε στις 28 Ιουλίου. Το 1953, όμως, η εταιρεία για την οποία εργαζόταν χρεοκόπησε και η οικογένεια μετακινήθηκε ξανά στο Μπουένος Άιρες. Ο Άιχμαν προσελήφθη ως υπάλληλος της τοπικής αντιπροσωπείας της Μερτσέντες – Μπεντς (Mercedes-Benz) και συνέχισε να ζει στην Αργεντινή.
Σύλληψη και μεταφορά στο Ισραήλ
Το 1959 η μυστική υπηρεσία Μοσάντ του Ισραήλ πληροφορείται ότι ο Άιχμαν είναι ζωντανός και βρίσκεται στην Αργεντινή με το όνομα Κλέμεντ. Την πληροφορία φέρεται να έδωσε ο Φριτς Μπάουερ (Fritz Bauer), Εισαγγελέας του κρατιδίου της Έσσης (Hessen). Πράκτορες της Μοσάντ πηγαίνουν στην Αργεντινή και θέτουν τον Άιχμαν υπό παρακολούθηση. Δεν έχουν, όμως, αρκετά στοιχεία για να πεισθούν για την πραγματική ταυτότητα του κ. Ρικάρντο Κλέμεντ.
Την απόδειξη τους παρέχει ο ίδιος ο Άιχμαν, όταν στις 11 Μαΐου 1960 πηγαίνει να εορτάσει την αργυρή επέτειο του γάμου του με τη σύζυγό του, την οποία υποτίθεται ότι είχε νυμφευθεί στην Αργεντινή μόλις πριν μερικά χρόνια.
Οι Ισραηλινοί, έχοντας την επιβεβαίωση που ζητούσαν, δεν διστάζουν: Οργανώνουν την απαγωγή του καταζητούμενου, σε συνεργασία με τους «Εκδικητές» και τον κρατούν αιχμάλωτο σε ασφαλές κρησφύγετο, μέχρι να βρουν την κατάλληλη ευκαιρία να τον φυγαδεύσουν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τις αρχές της Αργεντινής. Η οικογένειά του τον αναζητά, τηλεφωνώντας σε νοσοκομεία και κλινικές, αποφεύγει, όμως, να ειδοποιήσει την Αστυνομία.
Διεθνές επεισόδιο από την απαγωγή του
Στις 21 Μαΐου 1960 οι Ισραηλινοί φορτώνουν τον Άιχμαν, ναρκωμένο, σε ένα εμπορικό αεροσκάφος της Ελ Αλ και τον οδηγούν στην Ιερουσαλήμ. Στις 23 Μαΐου ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νταβίντ Μπεν Γκουριόν ανακοινώνει στην Κνεσέτ (Ισραηλινό Κοινοβούλιο) τη σύλληψη ενός από τους πρωτεργάτες του Ολοκαυτώματος με αυτή τη σύντομη δήλωση:
«Οφείλω να ενημερώσω την Κνεσέτ ότι προ ολίγου καιρού ένας από τους μεγαλύτερους ναζί εγκληματίες πολέμου, ο Άντολφ Άιχμαν, ο οποίος ήταν υπεύθυνος από κοινού με τη ναζιστική ηγεσία για την «Τελική Λύση», εντοπίσθηκε από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες και κρατείται στο Ισραήλ, όπου και θα δικαστεί».
Η Αργεντινή διαμαρτύρεται για την απαγωγή του Άιχμαν και, ύστερα από άκαρπες διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ, ζητεί σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ διότι, όπως υποστηρίζει, «παραβιάσθηκαν τα κυριαρχικά δικαιώματα του κράτους της Αργεντινής» και το Ισραήλ παραβίασε τον Χάρτη του ΟΗΕ. Στη διαμάχη που ακολουθεί, η εκπρόσωπος του Ισραήλ Γκόλντα Μέιρ (μετέπειτα πρωθυπουργός) υποστηρίζει ότι πράγματι έγινε παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων του Κράτους, όπως ισχυρίζεται η Αργεντινή, αυτή, όμως, δεν διαπράχθηκε από το κράτος του Ισραήλ, αλλά από Ισραηλινούς απλούς πολίτες (εννοώντας τους «Εκδικητές»), και όχι από κρατικούς υπαλλήλους.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας εκδίδει συμβιβαστικό ψήφισμα, με το οποίο ζητείται «επανόρθωση από το Ισραηλινό κράτος» και «δίκη για τον Άντολφ Άιχμαν, για να κριθούν δημόσια τα εγκλήματα που φέρεται ότι έχει διαπράξει». Ωστόσο, το δίλημμα νομιμότητας, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, που δημιούργησε η απαγωγή του Άιχμαν (απαγωγή πολίτη από επικράτεια ουδέτερης χώρας χωρίς ενημέρωση των αρχών της ή με συνεργασία των εμπλεκομένων στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου), δεν διευθετήθηκε ποτέ. Το Ισραήλ ζήτησε συγγνώμη από την Αργεντινή, αρνήθηκε, όμως, να επιστρέψει τον κρατούμενο, τον οποίο, όπως δήλωσε, θα παρέπεμπε σε δίκη, σύμφωνα με το ψήφισμα του ΟΗΕ.
Η δίκη και η καταδίκη
Το Ισραήλ συγκροτεί, σύμφωνα με τον Ισραηλινό ποινικό νόμο, τριμελές Δικαστήριο, το οποίο απαρτίζεται από τους Μοσέ Λάνταου (Moshe Landau) ως προεδρεύοντα, Βενιαμίν Χαλεβί (Benjamin Halevi) και Γιτζάκ Ραβέχ (Yitzhak Raveh) ως μέλη. Ως Δημόσιος Κατήγορος ορίζεται ο Γκίντεον Χάουσνερ (Gideon Hausner), ιδρυτής του «Yad Vashem», της Αρχής «για τη διάσωση της μνήμης των ηρώων και των μαρτύρων του Ολοκαυτώματος».
Την υπεράσπιση του Άιχμαν αναλαμβάνει ο Γερμανός δικηγόρος δρ. Ρόμπερτ Σερβάτιους (Robert Servatius). Παράλληλα η Κνεσέτ ψηφίζει ειδικό νόμο, στον οποίο προβλέπεται η ποινή του θανάτου σε όποιον κρίνεται ένοχος για εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας.
Η δίκη, η οποία απασχόλησε ολόκληρη τη διεθνή κοινή γνώμη, άρχισε στις 11 Απριλίου 1961. Ο κατηγορούμενος βρισκόταν έγκλειστος σε ειδικά κατασκευασμένο γυάλινο αλεξίσφαιρο κλωβό. Εκπληκτικά ήταν, για την εποχή εκείνη, και τα μέτρα ασφάλειας, επειδή αφενός πολλοί εξαγριωμένοι Ισραηλινοί ήθελαν να σκοτώσουν τον κατηγορούμενο, αφετέρου άλλοι πρώην Ναζί, με πρωτοστάτη τον Ότο Σκορτσένυ, ήθελαν επίσης να σκοτώσουν τον Άιχμαν, για να μην προβεί σε αποκαλύψεις. Η κατηγορία αφορούσε δεκαπέντε εν όλω αδικήματα, ανάμεσα στα οποία εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας, εγκλήματα κατά των Εβραίων και συμμετοχή σε εκτός νόμου οργάνωση (την SS).
Η υπεράσπιση του Άιχμαν επικέντρωσε την προσοχή της στο γεγονός ότι, ως υφιστάμενος, εκτελούσε απλώς διαταγές ανωτέρων του. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί καταρρίφθηκαν από πρώην συνεργάτες του στην SS, οι οποίοι κατέθεσαν όσα σχετικά είχαν δει. Ο Κατήγορος προσεκόμισε, επίσης, μεγάλο όγκο εγγράφων, με τα οποία απεδείκνυε την εμπλοκή του κατηγορουμένου στις πράξεις για τις οποίες κατηγορείτο.
Η διαδικασία ολοκληρώνεται στις 14 Αυγούστου 1961 – λόγω των συνεχών ενστάσεων του Σερβάτιους – και αναμένεται η έκδοση της απόφασης, η οποία ανακοινώνεται στις 11 Δεκεμβρίου 1961: Το δικαστήριο βρίσκει τον Άιχμαν ένοχο για όλες τις κατηγορίες και στις 15 Δεκεμβρίου ανακοινώνεται η ποινή. Ο Άιχμαν καταδικάζεται σε θάνατο με απαγχονισμό.
Ο καταδικασμένος απευθύνει δύο αιτήσεις χάριτος, μία στο Ανώτατο Δικαστήριο και μία στον τότε Ισραηλινό ηγέτη Γιτζάκ Μπεν-Ζβι, οι οποίες απορρίφθηκαν. Στις 31 Μαΐου 1962, ο Άιχμαν εκτελείται στις φυλακές της πόλης Ράμλα με απαγχονισμό. Η σορός του αποτεφρώνεται και οι στάχτες της διασκορπίζονται στα διεθνή ύδατα της Μεσογείου «για να αποτραπεί η κατασκευή οποιουδήποτε μνημείου θα μπορούσε να θυμίζει τον αρχιτέκτονα του Ολοκαυτώματος».
Η Γερμανίδα φιλόσοφος Μπετίνα Στάνγκνετ στο βιβλίο της Eichmann Before Jerusalem (α΄ εκδ. στα γερμανικά: 2011) αμφισβήτησε τη συλλογιστική της Χάνα Άρεντ. Μελετώντας, μεταξύ άλλων, ανέκδοτο ηχητικό υλικό 30 ωρών από συνεντεύξεις του Άιχμαν όταν βρισκόταν στην Αργεντινή (τα λεγόμενα Sassen interviews, ή Sassen tapes), συμπέρανε ότι ο πραγματικός Άιχμαν ήταν ένας «ανελέητος, ευφυής και συνειδητοποιημένος εγκληματίας». Ο ασήμαντος γραφειοκράτης, με τη φτωχή σκέψη και την αδυναμία έκφρασης, για τον οποίο μιλούσε η Άρεντ, ήταν απλά ένα προσωπείο, που χρησιμοποίησε στη διάρκεια της δίκης του ένας πολύπλοκος χαρακτήρας με στόχο να αποφύγει τις συνέπειες των αποτρόπαιων πράξεών του.