Μικρά διηγήματα – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ, Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Ὁ Ἀναγνώστης ὁ Τσίντζουρας, ἐπικαλούμενος καὶ «τὸ Π᾿λάκι», ἐκατοίκει εἰς τὸ μικρὸν χαμόγειον τῆς γρια-Λιγνίνας· δωμάτιον μὲ ἑστίαν πρὸς τὴν γωνίαν τὴν βορειανατολικήν, μὲ θύραν πρὸς τὸν δρόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐχωρίζετο διὰ μικροῦ προαυλίου, καὶ μὲ παράθυρον δυσμικὸν πρὸς τὸ στενόν, τὸ ὁποῖον ἐσχημάτιζεν ἡ παρακειμένη ἀνώγειος οἰκία τοῦ καπετὰν Μελαχροινοῦ, δι᾿ ἑνὸς τοίχου ἐπιχρισμένου μὲ ἀμμοκονίαν ριχτήν, τοίχου ὅστις ἐφαίνετο τυφλὸς καὶ κωφός, μὴ ἔχων παράθυρον πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο. Τὸ πέραμα ἦτο μόλις ἑνὸς πήχεως τὸ πλάτος καὶ δύο ἄνθρωποι δὲν ἐχωροῦσαν νὰ διέλθουν κατὰ μέτωπον.
Ὁ Ἀναγνώστης ὁ Τσίντζουρας, μὴ καταγόμενος ἀπὸ τὸν τόπον, εἶχεν ἐγκατοικήσει ἀπὸ χρόνων, καὶ ἦτον ἤδη 40ούτης χωρὶς νὰ ἔχῃ σκεφθῆ ποτὲ νὰ νυμφευθῇ. Ἦτον μάστορης κ᾿ ἔπαιρνε σπίτια, κουτουράδα* ἢ μεροκάματο, νὰ τὰ ξανασύρῃ*· κατεσκεύαζε πόρτες, παράθυρα, ἐπερνοῦσε τζάμια, ἐσουβάντιζε καὶ ἐχρωμάτιζε. Ἀλλ᾿ εἶχε συνήθειαν σπανιώτατα, ἂν ὄχι ποτέ, νὰ φέρνῃ μίαν δουλειὰν εἰς πέρας. Ἦτο «ντελμπεντέρης»*, κι ἀγαποῦσε πολὺ τὸ «ραχάτι». Ἦτον Τουρκομερίτης κ᾿ ἐγνώριζε καλῶς τὰς λέξεις ταύτας καὶ τὰ σημαινόμενά των.
Συνήθως ἐδούλευεν ἓν ἡμερομίσθιον, ἐνίοτε δύο· συχνὰ τὴν δευτέραν ἡμέραν, ἢ ἀνελλιπῶς τὴν τρίτην, ἀφοῦ ἐδούλευε δύο ἢ τρεῖς ὥρας τὸ πρωί, ἐπήγαινε νὰ κολατσίσῃ. Ἀλλ᾿ εὕρισκε τόσον ὀρεκτικοὺς μεζέδες εἰς τὸν φοῦρνον τῆς κυρα-Κοντούλας, ἢ δίπλα εἰς τὴν ταβέρναν τοῦ Μπεκιάρη, ὥστε μὲ τὸ δεύτερον ποτήρι ἢ τὸ τρίτον ἐνθυμεῖτο τὴν ἔλλειψίν του, 〈ὅτι〉 ἂν καὶ Ἀναγνώστης, εἶχεν ἀπ᾿ τὰ μικρά του χρόνια νὰ πατήσῃ στὴν ἐκκλησίαν, 〈καὶ〉 ἤρχιζε νὰ ὑποψάλλῃ κανένα ἀναβαθμὸν ἢ καταβασίαν· τότε ᾐσθάνετο εὐάρεστον ρέμβην καὶ γλυκασμόν, εἶτα ἔπινεν ἀκόμη δύο ποτήρια, ἔπειτα ἐνύσταζεν· ὕστερα ἐπήγαινε στὴν κάμεράν του, καὶ τὸ ἔπαιρνε δίπλα* ὣς τὸ βράδυ.
Ἴσως διὰ νὰ μὴν ἐνοχλῆται εἰς τοὺς ὕπνους του αὐτοὺς τοὺς ἀπογευματινούς ―διὰ νὰ μὴ λαμβάνουν τὸν κόπον ὅσοι τὸν ἐχρειάζοντο νὰ τρέχουν νὰ τὸν γυρεύουν μὲ 〈τὴν〉 ἐλπίδα ὅτι θὰ τὸν εὕρουν ποτέ― εἶχεν ἀποκτήσει τὴν ἀλλόκοτον συνήθειαν νὰ ἔχῃ πάντοτε τὴν πόρταν του κλειδωμένην ἀπ᾿ ἔξω καὶ ὅταν ἔλειπε, καὶ ὅταν εὑρίσκετο μέσα εἰς τὸ δωμάτιον· ἔτρεχεν ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ σπιτιοῦ, τὸν ὁποῖον εἶχε ζεματίσει, ἢ τὸν εἶχεν ἀφήσει «στ᾿ ἀνοιχτά» ―τοῦ εἶχεν ἀφήσει δηλ. μισὴν τὴν δουλειά, ἐνῷ ὄχι σπανίως εἶχε λάβει μικρὰς προκαταβολὰς δι᾿ ὑλικὸν καὶ ἡμερομίσθια― ἤρχετο, λέγω, νὰ τὸν ζητήσῃ, μήπως ἦτο εἰς τὸ οἴκημά του· ἔβλεπε κλειδωμένην τὴν πόρταν, τὸ λουκέτο κρεμάμενον ἐκεῖ, καὶ ποῦ νὰ φαντασθῇ καὶ πῶς νὰ πιστεύσῃ ὅτι ὁ μάστρ᾿ Ἀναγνώστης ἦτον μέσα καὶ ἐκοιμᾶτο; Ἀλλ᾿ ὁ Τσίντζουρας ἔμβαινε κ᾿ ἔβγαινεν ἀπὸ τὸ παράθυρον, τὸ πρὸς τὸ στενόν, κατὰ τὸν τοῖχον τοῦ Μελαχροινοῦ, κ᾿ ἔκλειεν ἔσωθεν ἀσφαλῶς, ὅταν ἔμβαινεν (ἀερίζετο ὑψηλὰ ἀπὸ ἕνα διαρκῶς ἀνοικτὸν φεγγίτην), τὸ ἠσφάλιζεν ὅπως αὐτὸς ἤξευρεν, ὅταν ἔβγαινεν, κ᾿ ἔτσι ὁ μάστρ᾿ Ἀναγνώστης ἐφαίνετο νὰ λείπῃ πάντοτε ἀπὸ τὴν κατοικίαν του. Καὶ ποῦ ἦτο; Πουθενά.
*
* *
Μίαν θερινὴν νύκτα, ὁ Τσίντζουρας, εἴς τινα ἐκδρομὴν τὴν ὁποίαν συνέβη νὰ κάμῃ ―ἴσως καὶ ἄλλοτε ἔκαμνε― ὀλίγον ἔξω ἀπὸ τὸ χωρίον, πρὸς τοὺς Κήπους, συνέβη νὰ τοῦ πέσῃ «στὴν πλώρη του» ἕνα κοπάδι παπιά, τρυφερά, ἀλλ᾿ ἤδη ὥριμα, καί, δὲν ἠξεύρω πῶς, τὸ ἐχώνευσεν ἡ συνείδησίς του, κ᾿ ἔκλεψε δύο ἐξ αὐτῶν χωρὶς θόρυβον. Τὰ ἔσφαξε, τὰ ἐμάδησε, καὶ τὰ ἔφερεν εἰς τὸ οἴκημά του ― τὸ ὁποῖον ἐσυνήθιζε νὰ ὀνομάζῃ μεγαλοπρεπῶς «κονάκι του».
Τὴν αὐγήν, ἀφοῦ ἐχόρτασε τὸν ὕπνον, ἐσηκώθη, ἄναψε φωτιὰ εἰς τὴν ἑστίαν, ἔβαλε τὰ παπιὰ εἰς τὴν χύτραν, ἐκανόνισε τὴν φωτιάν, τὴν περιώρισε μὲ συνδαύλιστρά τινα καὶ ἄλλα σιδηρᾶ ἐργαλεῖα, κ᾿ ἐξῆλθε πρὸς ὥραν. Εἰς τὴν γειτονιὰν εὑρίσκοντο πολὺ σιμὰ ἓν βαφεῖον καὶ ἓν σιδηρουργεῖον. Ὁ βαρειὸς τοῦ γύφτου εἶχεν ἀκουσθῆ βαρύγδουπος κ᾿ ἐκεῖνο τὸ πρωί, καὶ ὁ Τσίντζουρας εἶχεν ἰδεῖ τὴν ἀναλαμπὴν καὶ τὸν σπινθηρισμὸν τῆς καμίνου πρὶν φέξῃ, ὅταν εἶχεν ἐξέλθει πρὸς στιγμὴν διὰ ν᾿ ἀντλήσῃ νερὸν ἀπὸ τὸ φρέαρ τῆς μικρᾶς αὐλῆς.
Τὸ βαφεῖον εὑρίσκετο ἐπίσης ἀνοικτόν, ἀλλ᾿ ὁ Ἀρούμης, φίλος τοῦ μάστρ᾿ Ἀναγνώστη, ὅστις εἰργάζετο ὡς βοηθὸς εἰς τὸ ἐργαστήριον, ἐκάθητο τὸ πρωὶ ἐκεῖνο ἀργὸς ἐπάνω εἰς ἕνα κούτσουρον, ἔξωθεν τῆς θύρας.
― Καλημέρα.
― Καλημέρα.
― Δουλειὰ ὄχι;
― Τίποτα, μικρὰ πράγματα.
Ὁ Τσίντζουρας πλησιάσας σιμότερα τοῦ ὡμίλησε χαμηλῇ τῇ φωνῇ. Τὸ πρόσωπον τοῦ Ἀρούμη, σκαιὸν καὶ ὠχρόν, ἐφαιδρύνθη.
―Ἄ, ἔτσι; εἶπε.
― Καί, ποῦ ᾽σαι; ἐπέφερεν ὁ Ἀναγνώστης· ἤθελα νὰ κάμουμ᾿ ἕνα τσιμπούσι σωστὸ κλέφτικο… Ἐσὺ νὰ πᾷς στῆς Κοντούλας, κοντὰ τὸ μεσημέρι… καὶ κοίταξε, ἂν μπορέσῃς νὰ σαλπάρῃς* κανένα καρβέλι.
― Θὰ πασκίσω.
Ὁ Τσίντζουρας ἔκαμε ν᾿ ἀπομακρυνθῇ, εἶτα πάλιν ἐστράφη καὶ τοῦ λέγει:
― Τὸ σιγουρότερο εἶναι νὰ πάρουμε τὴν δουλειὰ συντροφικά… ἐγὼ θὰ μιλῶ τοῦ Στέργιου τῆς Κοντούλας, καὶ σύ… δούλευέ* τα, σβέλτα!
― Καλά.
Ἐστράφη, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ γυφταριό.
― Καλημέρα, μαστρο-Νικόλα. Ἔχεις, βλέπω, δουλειά.
―Ὤ, καντίποτε! Θὰ σκολάσω σὲ δυὸ ὧρες. Ἕνα μερεμέτι μοῦ δώκανε, κάτι παλιοτζαβέτες*, τζάνουμ*. Καθισιὸ ὣς τὸ βράδυ.
― Θ᾿ ἀδειάσῃς κοντὰ τὸ μεσημέρι;
― Κ᾿ ἐνωρίτερα.
Ἔκυψε καὶ τοῦ ἐψιθύρισεν εἰς τὸ οὖς, ἴσως διὰ νὰ μὴν ἀκούσῃ ἡ μαστόρισσα, ἥτις ἐδούλευε τοὺς φυσητῆρας.
Ὁ μαστρο-Νικόλας ἐμειδίασε.
― Πῶς τὰ κατάφερες; εἶπε.
― Καί, γιὰ νὰ σ᾿ πῶ, μαστρο-Νικόλα… Πρέπει νὰ γίνῃ σωστὸ κλέφτικο…
― Λένε πὼς ἔχει μεγάλη γλύκα, εἶπε μὲ παίζοντας τοὺς ὀφθαλμοὺς ὁ Νικόλας.
―Ἐσὺ θὰ ξέρῃς!… Μποροῦσες νὰ γεμίσῃς ἕνα μπουκάλι ἀπ᾿ τὸ βαρελι τοῦ Μπεκιάρη, χαρὶς νὰ σὲ καταλάβῃ;
― Θα δοκιμάσω, εἶπεν ὁ Γύφτος.
― Μπορεῖ καὶ μαζί… ἐγὼ νὰ τὸν κουβεντιάζω, καὶ σὺ νὰ μαντζαρευτῇς*…
―Ἀκόμα καλύτερα.
― Καλά. Σὲ περιμένω.
Κ᾿ ἐξῆλθε.
*
* *
Ὁ Στέργιος τῆς Κοντούλας, ὁ σύζυγος τῆς φουρνάρισσας, ὄρθιος πρὸ τοῦ ὑψηλοῦ σοφᾶ* ἐφ᾿ οὗ ἐξέθετε τὰ ζεστὰ ψωμιά, ἀνάμεσα εἰς τὸ φλέγον στόμα τοῦ φούρνου καὶ τὸ πελώριον παράθυρον πρὸς τὴν προκυμαίαν τῆς ἀγορᾶς, φορῶν τὰ γυαλιά του ἐμέτρα κ᾿ ἐσημείωνε στὶς τσέτουλες* τὰ καρβέλια ὅσα ἔδινε βερεσὲ εἰς ξένους μαστόρους, εἰς ὑπαλλήλους, καὶ ἄλλους παροίκους μὴ ἔχοντες οἰκογένειαν. Ἐκόντευε μεσημέρι, ἡ ὥρα ποὺ ἐπερίμενε νὰ κάμῃ τὴν κυριωτέραν κατανάλωσιν. Εἰσῆλθεν ὁ μαστρο-Ἀρούμης, κ᾿ ἐχαιρέτησε τὸν φούρναρην.
― Δὲν ἦρθε ἀποδῶ ὁ μαστρ᾿ Ἀναγνώστης τὸ Π᾿λάκι, κὺρ Στέργιο;
― Ὁ μαστρ᾿ Ἀναγνώστης; Ὅπου εἶναι ἔφτασε, ἀπήντησεν ὁ Στέργιος. Ποῦ ἀλλοῦ θὰ πάῃ; Ἢ ἐδῶ θὰ τὸ στρώσῃ, ἢ ἀποκεῖ στοῦ Μπεκιάρη. Δὲν ξέρω ἂν θ᾿ ἀφήσῃ πάλι καμμιὰ δουλειὰ μισή, γιὰ νά ᾽χουμε πάλι ν᾿ ἀκοῦμε λόγια, ἐγὼ κι ὁ Μπεκιάρης, πὼς ἐμεῖς τάχα τὸν ἐμεθύσαμε, καὶ δὲν πῆγε νὰ τελειώσῃ τὴ δουλειά.
Ὁ Ἀρούμης εἶπε μέσα του, ἐνῷ ἐκοίταζε μετὰ προσοχῆς τὸν Στέργιον: «Τάχα δὲν μπορῶ καὶ μοναχός μου, τώρα ποὺ εἶναι ὁ νοῦς του στὶς τσέτουλες, ν᾿ ἁρπάξω ἕνα ψωμί;»
Καθὼς ἔτεινε τὴν χεῖρα, ὁ φούρναρης ἀποτόμως ἐστράφη πρὸς αὐτόν. Ἐντούτοις ἐκεῖνος ἔδραξεν ἀφελῶς ἕνα ἄρτον, καὶ τὸν ἐζύγισε εἰς τὴν χεῖρα ― παρ᾿ ὀλίγον δὲ θὰ τὸν ἔθετεν ὑπὸ τὴν μασχάλην του, κ᾿ ἐφαντάζετο ἤδη πῶς θὰ ἐπεριπάτει στὸν δρόμον, ὡς ἄνθρωπος, ὅστις ἐψώνισε τοῖς μετρητοῖς διὰ τὸ μεσημβρινὸν γεῦμά του. Ἀλλὰ τὸ βλέμμα τοῦ ἀρτοπώλου τὸν ἐπρόλαβε.
Ἐψάχθη, κ᾿ ἐπροσποιήθη πὼς ξέχασε νὰ πάρῃ λεπτὰ μαζί του· εἶπεν ὅτι θὰ ξαναέλθῃ, κ᾿ ἔφυγε.
Μόλις ἀπεμακρύνθη οὗτος, κ᾿ ἐνεφανίσθη ὁ Ἀναγνώστης ὁ Τσίντζουρας. Ἤρχετο τώρα ἀπὸ τὸ «κονάκι», ὅπου εἶχεν ἀνάψει τὴν φωτιὰν ἐκ νέου, καὶ εἶχε βάλει τὴν χύτραν ἐπὶ τοῦ πυρός, διὰ ν᾿ ἀποβράσουν τὰ παπιά ― ἐπειδὴ ὀλίγας ὥρας πρωτύτερα, μετὰ τὰς δύο πρωινὰς συνεντεύξεις, εἶχεν ὑπάγει νὰ κατεβάσῃ τὴν χύτραν πρὸς ὥραν, διὰ νὰ μὴ παραβράσῃ τὸ φαγί, καὶ διὰ νὰ εἶναι ζεστὸν κατὰ τὴν ὥραν τοῦ γεύματος.
― Γειά σου, μαστρο-Στέργιο. Τί κάνεις, τ᾿ ἀδέρφι; Πῶς πᾶν τὰ καρβέλια; Βγαίνουν σωστὲς οἱ τσέτουλες;
― Τώρα δὰ πέρασε ἀποδῶ ὁ μπογιατζής, κ᾿ ἐρωτοῦσε γιὰ σένα.
― Ποιὸς μπογιατζής;
― Κεῖνος ὁπού ᾽ναι πάντα… τὰ χέρια του βαμμένα μαῦρα.
― Μὰ ὁλωνῶνε τῶν μπογιατζήδων ἔτσ᾿ εἶναι.
― Νά, ὁ Γιαρούμπης, πῶς τόνε λένε.
―Ὁ Ἀρούμης; Καὶ τί μὲ ἤθελε;
― Κεῖνος ξέρει.
Ὁ Ἀναγνώστης τὸ Π᾿λάκι ἤρχισε νὰ λέγῃ μέσα του: «Θὰ μπορέσω τάχα… ἂν μοῦ ἔρθῃ βολικά… νὰ σαλπάρω ἕνα καρβέλι, γιατὶ κεῖνος ὁ Ἀρούμης, βέβαια, δὲν θὰ κατάφερε τίποτε…» Καὶ ἦτο ἕτοιμος νὰ ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα.
Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἐφάνη εἰς τὴν θύραν ὁ Μπεκιάρης, ὁ κάπηλος.
―Ἄ, ἐδῶ εἶσαι, μάστρ᾿ Ἀναγνώστη; εἶπεν· ἔλα δῶ, σὲ θέλω… Εἶναι κι ὁ φίλος σου, ὁ γυφτο-Νικόλας, ἀποκεῖ στὸ μαγαζί.
Ὁ Ἀναγνώστης ἐκινήθη πρὸς τὴν θύραν μειδιῶν, αἰσθανόμενος ἀπορίαν, καὶ μὴ θέλων νὰ τὴν δείξῃ.
Ὁ Μπεκιάρης τὸν ὤθησε πρὸς τὴν γείτονα θύραν. Τὰ δύο μαγαζιά, ὁ φοῦρνος κ᾿ ἡ ταβέρνα, ἦσαν κολλητά, δι᾿ ἑνὸς μεσοτοίχου χωριζόμενα.
*
* *
Μόλις ἔγινεν ἄφαντος ὁ Τσίντζουρας, καὶ ὁ Μπεκιάρης, κύψας ἐν σπουδῇ πρὸς τὸν Στέργιον, τοῦ ὡμίλησεν ὡς ἑξῆς:
―Ἔλα δῶ, Στέργιο… ἐσένα γύρευα. Τὸν Τσίντζουρα δὲν τὸν ἤθελα οὔτε ζωγραφιστὸν στὸν τοῖχον κολλημένον, ὅπως οὔτε τὸν γύφτο τὸν Νικόλα. Εἶναι ἀποκεῖ… Τὸν εἶδα ποὺ ἔχει ἕνα μπουκάλι κρυμμένο μὲς στὸν κόρφο του. Ἔχει σκοπὸ νὰ μοῦ κλέψῃ κρασί. Κι ἄλλες φορὲς μοῦ τὸ κατάφερε… Εἶναι τὸ παιδί, τὸ ἀνίψι μου, μονάχο του ἀποκεῖ, τί νὰ σὲ κάμῃ ὅμως; Κοιμισμένο ἀνήλικο, καὶ δὲν νοιώθει… Φώναξε τὴν Κοντούλα. Ἄφησέ την νὰ φυλάῃ τὸ μαγαζί. Ἔλ᾿ ἀποκεῖ ἐσὺ νὰ φυλάξῃς τὸ δικό μου.
― Τί λές;
― Αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω… Πρέπει νὰ εἴμαστε πιὸ κλέφτες ἡμεῖς γιὰ νὰ μὴ μᾶς κλέφτουνε. Θὰ πάω νὰ καταπατήσω κάτι. Ἔχω ἐκστρατεία.
― Γιὰ ποῦ;
―Ὕστερα σοῦ λέω. Αὐτοὶ ἔχουν τσιμπούσια ἀπὸ κλεψιμιά. Εἶναι κλεφτοπαρέα. Ἔλα ἀποκεῖ, τρέχα. Μὴν τοὺς ἀφήνῃς νὰ κάμουν βῆμα. Κράτησέ τους, μὲ κάθε τρόπο, ὅσο θὰ λείπω ἐγώ. Φώναξε τὴν Κοντούλα νὰ φυλάῃ τὰ καρβέλια. Ἔλα, κουνήσου, γλήγορα.
Β´
Ἓν λεπτὸν πτερόν, ἓν πτίλον, εἶναι ἴχνος εἰς τὸν ἄνεμον· χεὶρ ἀοράτως γράφουσα εἰς τὸν ἀέρα. Ὅσον ἐντελῶς καὶ νὰ ἦσαν μαδημένα, ἔξω εἰς τοὺς Κήπους, τὰ παπιά, ἓν λεπτὸν πτερὸν εἶχε μείνει διὰ νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ μυστηριῶδες κλεισμένον παράθυρον, καὶ ἀφοῦ εἶχε ταξιδεύσει εἰς τὸν ἄνεμον, ἐπῆγε τὸ πρωὶ κ᾿ ἔπεσεν εἰς τὸν ὦμον τοῦ Γιάννη τοῦ Μπεκιάρη.
Οὗτος μὴ ἔχων ἐργασίαν, ἀλλὰ πολὺν ἥλιον ἀπὸ τὴν πρόσοψιν τοῦ καπηλείου, τὴν πρὸς τὴν παραθαλασσίαν* ἀγοράν, ἐπῆρεν ἓν σκαμνίον κ᾿ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὴν βορείαν θύραν τὴν πρὸς τὸν δρομίσκον τῆς συνοικίας τὸν σκιερὸν καὶ δροσερόν, κ᾿ ἐκεῖ ἐκάθισε ἐπὶ ὥραν καπνίζων τὴν πίπαν του. Ὁ δρομίσκος αὐτὸς ἀντίκρυζε τὴν μικρὰν αὐλὴν τοῦ οἰκίσκου τῆς γρια-Λιγνίνας.
Τὴν πρωίαν ἐκείνην, ὁ Μπεκιάρης εἶχεν ἀκούσει μεταξὺ τῶν πρώτων εἰς τὸ χωρίον ὅτι εἶχε γίνει μία κλοπὴ τὴν νύκτα εἰς τοὺς Κήπους, κοντὰ εἰς τοὺς Λάκκους τοῦ Λιβαδιοῦ, ἀπὸ ἕνα κοπάδι πάπιες. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι ἐκλάπη μόνον μισὴ δουζίνα παπιά, καὶ ἄλλοι ἔλεγαν ἓν ὁλόκληρον κοπάδι. Ὅπως καὶ ἂν εἶχεν, ἦτο βέβαιον ὅτι εἶχεν γίνει κλοπή.
Ἐκείνας τὰς ὥρας, εἶχεν ἰδεῖ ὁ Μπεκιάρης τὸν Τσίντζουραν νὰ πηγαίνῃ πρὸς τὸ βαφεῖον, νὰ κύπτῃ καὶ νὰ συνεννοῆται μὲ τὸν Ἀρούμην, εἶτα νὰ μεταβαίνῃ εἰς τὸ σιδηρουργεῖον, νὰ εἰσέρχεται, καὶ μετ᾿ ὀλίγον νὰ ἐξέρχεται πάλιν μὲ ὕφος μυστηριῶδες. Ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερον, τὸν εἶδε 3 ἢ 4 φορὰς ἀπὸ τὸ πρωὶ νὰ μπαινοβγαίνῃ ἀπὸ τὸ στενόν, ὅπου ἦτο τὸ μυστηριῶδες παράθυρον. Καὶ ἄλλοτε εἶχεν ἰδεῖ πολλάκις ὁ Μπεκιάρης τὸν Ἀναγνώστην νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ στενὸν ἐκεῖνο. Ἀλλὰ δὲν εἶχε δώσει προσοχήν. Σήμερον ὅμως, ἡ προκατάληψις τὸν ἔκαμνε ν᾿ ἀποδίδῃ σημασίαν εἰς ὅλα ὅσα ἔβλεπε.
Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ μέρος συνέβη νὰ φέρῃ ὁ ἄνεμος τὸ ταξιδιάρικον πτερὸν τοῦ ἀέρος, τὸ ὁποῖον ἦλθε κ᾿ ἔπεσεν ἐπάνω του, περὶ τὸν λαιμὸν καὶ τὸ οὖς του, ὡς νὰ ἤθελε κάτι νὰ εἴπῃ. Ὁ Μπεκιάρης ἔτεινε τὴν χεῖρα, τὸ ἔλαβε, τὸ περιειργάσθη, τὸ ἐμυρίσθη, καὶ ἦτο ὑγρόν, νωπόν, ὡσὰν ἀπὸ σφαγὴν ἢ κυνήγιον.
Τί συνέβαινεν ὄπισθεν τοῦ στενοῦ ἐκείνου, καὶ διατί ὁ μάστρ᾿ Ἀναγνώστης ἐκεῖθεν ἐξήρχετο πάντοτε; Ἂν προήρχετο ἀπὸ ἄλλο μέρος καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ δωμάτιόν του, διατί δὲν ἤρχετο διὰ τοῦ παρακειμένου δρόμου, ἀλλ᾿ ἐξήρχετο ἐπανειλημμένως ἀπὸ τὸ στενόν;
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ Τσίντζουρας πολλάκις ἔμβαινε κ᾿ ἔβγαινεν ἀπὸ τὸ οἴκημα διὰ τῆς θύρας, εἰς τὸ φανερόν, καὶ ὁ Μπεκιάρης συχνὰ τὸν εἶχεν ἰδεῖ. Διὰ τοῦτο οὔτε ἰδέαν δὲν εἶχε περὶ τοῦ ἄλλου μηχανισμοῦ καὶ τῆς χρήσεως τοῦ παραθύρου. Ἐξήρχετο, μάλιστα, ὁ μάστρ᾿ Ἀναγνώστης φανερὰ ἀπὸ τὴν πόρταν, καὶ μετ᾿ ὀλίγην ὥραν ἔμβαινε κρυφὰ ἀπὸ τὸ παράθυρον, ὅταν ἤθελεν ὥστε τὰ ἴχνη του νὰ εἶναι πρὸς ὥραν χαμένα.
*
* *
Οἱ διαλογισμοὶ κ᾿ αἱ ἀπορίαι, τὰς ὁποίας ἀνωτέρω εἴπομεν, δὲν ἐξῆλθον καθ᾿ ὅλην τὴν πρωίαν ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ καπήλου. Περὶ τὰς ἕνδεκα καὶ μισὴν ἦλθεν ὁ μαστρο-Νικόλας, ὁ Γύφτος. Ὁ Μπεκιάρης ἤξευρε καὶ προτοῦ ὅτι εἶχαν φιλίαν οἱ δύο μὲ τὸν Τσίντζουραν. Ἐνθυμήθη τὴν πρωινὴν ἐπίσκεψιν τούτου εἰς τὸ σιδηρουργεῖον τοῦ Νικόλα. Πλήρης ὑπονοιῶν, τὸν περιειργάσθη, τὸν ἐκοίταξε καλὰ καὶ εἶδε φουσκωμένον τὸν κόρφον του. Εἶτα τὸ βλέμμα του εἰσέδυσεν ἔσω τοῦ ἐνδύματος καὶ εἶδε φιάλην νὰ μαυρίζῃ ὑπὸ τὸ μισοκουμβωμένον σταυρωτὸν γελέκι, μεταξὺ τῆς χρωματιστῆς φανέλας καὶ τοῦ ὑποκαμίσου τοῦ Γύφτου.
Ἐπῆγε νὰ φωνάξῃ τὸν ἀρχαϊκὸν γείτονά του, τὸν Στέργιον, διὰ νὰ τοῦ εἰπῇ τὰς ὑποψίας του καὶ νὰ γελάσουν μαζί. Ἀλλ᾿ ἡ παρουσία τοῦ Ἀναγνώστη εἰς τὸ ἀρτοποιεῖον, τὸν ἔκαμε ν᾿ ἀποφασίσῃ ἀμέσως, καὶ μᾶλλον τοῦ ἦλθεν ὡς ἔμπνευσις, ὅτι ἔπρεπε νὰ κατορθώσῃ, ὥστε νὰ κρατηθῶσιν ἐντὸς τῆς ταβέρνας ὁ Τσίντζουρας καὶ ὁ Γύφτος, καὶ αὐτὸς τότε νὰ ὑπάγῃ νὰ καταπατήσῃ, καθὼς εἶπε, διὰ νὰ ἰδῇ τί ἐκρύπτετο εἰς τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο στενόν.
Γ´
Ὁ Γιάννης ὁ Μπεκιάρης ἐπῆγεν ἀπὸ τὸν ἐπάνω δρόμον, διὰ μιᾶς καμπῆς, ἔφθασεν εἰς τὸ στενὸν τοῦ Μελαχροινοῦ καὶ εἰσῆλθεν ἀπὸ τὸ ἀντίθετον στόμιον. Ἠσθάνθη κνῖσαν, λεπτὴν ὀσμήν, ὡς βραζομένων πουλερικῶν. Ἐμυρίσθη καλά. Τοῦ ἐφάνη ὅτι ἡ ὀσμὴ ἦτο ἰσχυροτέρα πρὸς τὸ μέρος τοῦ κλεισμένου παραθύρου.
Ἐπλησίασε τὸ πρόσωπον, τὴν ρῖνα, πρὸς τὰ ἐκεῖ, ᾐσθάνθη ἔτι ἰσχυροτέραν τὴν ὀσμήν. Ἐκοίταξε καλὰ τὸ παράθυρον καὶ εἶδεν ὅτι, ἂν κ᾿ ἐφαίνετο κανονικῶς κλεισμένον, δὲν προσηρμόζετο ἐντελῶς. Ὤθησε τὸ μονοκόμματον παραθυρόφυλλον. Τοῦτο ἀντέστη, ἀλλ᾿ ἐσείσθη ὅλον. Δὲν ὑπῆρχε σύρτης ἔσωθεν. Μόνον ἓν σιδηροῦν ἐργαλεῖον λεπτουργοῦ τὸ ὑπεστήριζεν εἰς τὴν βάσιν. Τὸ ὤθησεν ἐκ δευτέρου σφοδρῶς. Ἠνοίχθη.
Ὁ Μπεκιάρης ὕψωσε τὸν ἕνα πόδα, εἶτα τὸν ἄλλον, διεσκέλισε τὸ παράθυρον καὶ εἰσῆλθεν. Ἡ χύτρα ἐκόχλαζεν ἐπὶ τοῦ πυρὸς εἰς τὴν ἑστίαν. Ἐκεῖθεν ἤρχετο ἡ κνῖσα.
Ὁ κάπηλος ἐξεσκέπασε τὴν χύτραν, ἐκοίταξε μέσα καὶ εἶδε τὰ δύο παπιὰ πλέοντα ἢ μᾶλλον μισοσκεπασμένα ἀπὸ τὸν ζωμόν. Δὲν ἐδίστασεν. Ἐκατέβασε τὴν χύτραν, ἔβγαλε μὲ τὴν κουτάλαν τὴν εὑρισκομένην ἐκεῖ τὰ δύο παπιά, τὰ ἐτύλιξεν εἰς τὴν ποδιάν του, ἐχαμογέλασε, κ᾿ ἐξῆλθε διὰ τοῦ παραθύρου.
Τὴν στιγμὴν ποὺ ἐπάτει τὸν πόδα ἔξω εἰς τὸ στενόν, νέα κωμικὴ ἰδέα τοῦ ἦλθε, καὶ τὸν ἔκαμε νὰ γελάσῃ θορυβωδῶς.
Ἐξῆλθε διὰ τοῦ ἄνω ἀνοίγματος τοῦ στενοῦ, ἐστράφη πρὸς τὴν δυτικὴν καμπὴν τοῦ αἰγιαλοῦ, ὅπου ἦσαν τὰ κρεοπωλεῖα. Ἠγόρασε δύο μικρὰς κοιλίας σφαγίων, ἀκαθαρίστους, κρεμαμένας ἐκεῖ ἀπὸ μίαν ἁρπάγην. Τὰς ἐπῆρεν, ἔδεσε τὰ στόμιά των προχείρως μὲ σπάγγον, κ᾿ ἐπανῆλθεν εἰς τὸ στενόν. Διὰ τοῦ παραθύρου εἰσῆλθε καὶ πάλιν, ἔρριψε τὰς δύο κοιλίας μέσα εἰς τὸν ζωμόν, ἀνέβασε τὴν χύτραν εἰς τὴν πυρεστιάν, (ὅλ᾿ αὐτὰ ἐξακολουθῶν νὰ κρατῇ σφιχτά, περὶ τὴν μέσην του, τυλιγμένες εἰς τὴν ποδιὰν τὶς δύο πάπιες), ἐξῆλθεν, ὤθησε τὸ παραθυρόφυλλον, ἐφρόντισε νὰ βάλῃ πάλιν εἰς τὴν θέσιν του ὡς ἀντηρίδα τὸ σιδηροῦν ἐργαλεῖον, κ᾿ ἐπανῆλθε διὰ τοῦ αὐτοῦ πάλιν στομίου τοῦ στενοῦ, κυκλοτερῶς πρὸς τὸν κάτω δρόμον.
Εἰσῆλθεν εἰς τὸ ἀρτοποιεῖον πρῶτον, ἀπὸ τὴν ἐπάνω πόρταν.
― Γρια-Κοντούλα, τί κάνεις; Ἀποκεῖ εἶν᾿ ὁ Στέργιος;
― Ἀποκεῖ… Καὶ τί μ᾿ ἄφησε, νὰ σὲ χαρῶ; Ἐσὺ τοῦ ἐφώναξες; Πές του νά ᾽ρθῃ, ἔτσι νά ᾽χῃς καλὴ ψυχή. Καὶ τί ξέρω ἐγώ, νὰ σὲ χαρῶ, ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς τσέτουλες; Καὶ ποῦ νὰ δώσω βερεσέ, καὶ σὲ ποιὸν τζερεμὲ* νὰ δώσω, καὶ σὲ ποιὸν νὰ μὴ δώσω;… Μπορῶ ἐγώ, μιὰ γυναίκα, νὰ βαστάξω λογαριασμό; Ηὗρε τὴν ὥρα νὰ φύγῃ… Πές του νά ᾽ρθῃ, νὰ ζήσῃς!… Ἔτσι νά ᾽χῃς καλὴ ψυχή!
― Πάρε αὐτὰ τὰ παπιά, εἶπεν ὁ Μπεκιάρης, καὶ μὴ μοῦ παραπονιέσαι, γρια-Κοντούλα. Ἔχουμε καλὸν μεζὲ σήμερα… Μοῦ τά ᾽βρασε ἡ ἀδερφή μου στὸ σπίτι… καὶ τῆς εἶπα νὰ μοῦ τὰ στείλῃ ἔτσι σκέτα, γιὰ νὰ λείπουν τὰ ζουμιά. Βάλ᾿ τα σὲ μιὰ ἄκρη.
― Θέλεις νὰ τὰ βάλω στὸ φοῦρνο νὰ στεγνώσουν… καὶ νὰ μοσκοβολήσουν λιγάκι;
Ὁ Μπεκιάρης ἐσυλλογίσθη ὅτι, ἀφοῦ εἶχεν ἀκουσθῆ ἡ κλοπὴ τῶν παπιῶν τὸ πρωί, δὲν ἔπρεπε τὸ κελεπούρι νὰ φανῇ εἰς ξένα μάτια· τ᾿ ὀλιγώτερον, θὰ ἐχρειάζετο, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, νὰ δώσουν μεζὲ εἰς τοὺς χωροφύλακας, οἵτινες ἐστρέφοντο πάντοτε γύρω εἰς τοὺς φούρνους καὶ τὰ καπηλεῖα τῆς ἀγορᾶς ― καὶ πάλιν δὲν θὰ ἦσαν βέβαιοι ὅτι θὰ ἐτηρεῖτο τὸ μυστικόν.
―Ὄχι, εἶπε· βάλ᾿ τα ἀπὸ μέσα, στὴν κάμερά σας καλύτερα!
*
* *
Εἰς τὸ καπηλεῖον εὑρίσκοντο ἀκόμη ὁ Στέργιος, ὁ Νικόλας, ὁ Γύφτος, κι ὁ Τσίντζουρας.
― Καλῶς τὰ κάνετε*, εἶπεν εἰσερχόμενος μὲ γέλωτα ὁ Μπεκιάρης. Τί καλὲς κουβέντες ἔχετε, βρὲ παιδιά;
― Κάτι λέμε δῶ.
― Σήμερ᾿ ἀπὸ τὸ πρωὶ σᾶς βλέπω κι ὅλο τὰ λέτε, οἱ δυό σας, ἐσεῖς. Μὴν ἔχετε κανένα ζέφκι*;
― Μακάρι νὰ εἴχαμε! εἶπεν ἐν ἀπελπισίᾳ ὁ Γύφτος, σφίγγων κενὴν τὴν φιάλην εἰς τὸν κόρφον του. Ποῦ νὰ βρεθῇ γιὰ μᾶς, τοὺς χασομέρηδες;
―Ὅλο νὰ μᾶς πειράζῃς θέλεις, Μπεκιάρη, εἶπε πικρῶς γελῶν ὁ Τσίντζουρας.
― Μωρὲ παιδιά, σήμερ᾿ ἀπὸ τὸ πρωί, πιστεύετε, μοῦ μυρίζει ἕνας καλὸς μεζές. Μὴν ἔχῃς κανένα παπὶ στὸν φοῦρνο, Στέργιο;
―Ἐγώ; Ὄχι.
― Τότες, τί μοῦ μυρίζει; Κάτι σὰν μπεκρομεζὲς χασάπικος. Μὴν εἶναι τίποτε «χαμόκοττες»*;
Κ᾿ ἐγέλασεν. Ὁμοίως καὶ οἱ ἄλλοι.
― Σὲ θέλ᾿ ἡ Κοντούλα, Στέργιο, εἶπεν εἶτα. Κείνη ἡ χριστιανή, δὲν μπορεῖ ποτὲ ν᾿ ἀφήσῃ τὴν γκρίνια της.
― Τώρα πηγαίνω, εἶπεν ὁ Στέργιος.
― Λοιπὸν φεύγετε; Καλή σας ὄρεξη, παιδιά, εἶπεν ὁ κάπηλος πρὸς τοὺς ἄλλους δύο, οἵτινες βραδέως ἐξεκόλλησαν.
―Ὁμοίως σας.
*
* *
Μετὰ μισὴν ὥραν, εἰς τὸ κρυφὸν δωμάτιον τὸ ὄπισθεν τοῦ κυρίως φούρνου, ὁ Μπεκιάρης κι ὁ Στέργιος τῆς Κοντούλας ἐξεφάντωναν τὰ δύο παπιά.
Οἱ τρεῖς φίλοι, ἀναγκασθέντες ἐκ τῶν ἐνόντων ν᾿ ἀγοράσουν ψωμὶ καὶ κρασί, διηυθύνθησαν εἰς τὸ γυφταριὸ τοῦ Νικόλα.
Ἐκεῖ ἐπρόκειτο νὰ παρατεθῇ τὸ γεῦμα, διότι ὁ Ἀναγνώστης τὸ Π᾿λάκι δὲν ἠρέσκετο νὰ εἰσάγῃ καὶ ἄλλους διὰ τοῦ παραθύρου εἰς τὸ ἄσυλόν του. Οἱ δύο ἐπερίμεναν τὸν Τσίντζουραν, οὗτος ἐξῆλθε κρατῶν μυστηριωδῶς τὴν χύτραν, τυλιγμένην εἰς χονδρὰ παλιόπανα. Ἐπὶ μίαν στιγμὴν τὴν εἶχε ξεσκεπάσει, καθὼς τὴν ἐκατέβασεν ἀπὸ τὴν σιδεροστιάν, καὶ ἡ ὀσμὴ τοῦ ἐφάνη ἄλλη καὶ κάπως μεικτή. Ἀλλ᾿ εἰς τὸ σκιόφως τῆς οἰκίας δὲν εἶδε καλά, δὲν ἐννόησε τίποτε, ἀλλ᾿ ἀπέδωκε τὴν ἀτελῆ ἀντίληψιν εἰς τὴν δυσθυμίαν του.
― Καὶ δὲν φαίνεται νὰ μυρίζῃ καλά, βρὲ παιδιά, τοὺς εἶπεν ἅμα εἰσῆλθεν εἰς τὸ σιδηρουργεῖον. Σὰν νὰ ἔχῃ τσικνίσει.
Τὴν ἐξεσκέπασεν, ἐνώπιόν των. Τότε μὲ ἀπορίαν καὶ φρίκην ἀνεκάλυψαν τὶς δύο «χαμόκοττες».
(1925)