Τα Σάταλα ήταν ελληνική πόλη της Χαλδίας στην ποντιακή ενδοχώρα, στις πηγές των ποταμών Λύκου και Άκαμψι, την περιοχή όπου μεγαλούργησε ο Διγενής Ακρίτας. Επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αποτέλεσε το σημαντικότερο στρατιωτικό κέντρο, έδρα ρωμαϊκών λεγεώνων, στα όρια του Πόντου με τη Μικρή και τη Μεγάλη Αρμενία.
Τη σπουδαιότητα της πόλης και του οχυρού αναδεικνύει το σχετικό λήμμα της Εγκυκλοπαίδειας Μείζονος Ελληνισμού, το οποίο και αναδημοσιεύουμε:
Θέση-πληθυσμός
Τα Σάταλα είναι γνωστά ως ένα από τα σημαντικότερα ρωμαϊκά οχυρά λεγεώνων στο ανατολικό σύνορο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και αποτελούσαν τον οδικό κόμβο σημαντικών ρωμαϊκών δρόμων. Πρόκειται για τοπωνύμιο μικρασιατικής προέλευσης, που εμφανίζεται στις ρωμαϊκές και βυζαντινές γραπτές πηγές είτε στον πληθυντικό του ουδετέρου είτε στον ενικό του θηλυκού γένους. Το σύγχρονο τουρκικό όνομα της περιοχής είναι Sadak και θυμίζει το αρχαίο τοπωνύμιο. Στην τοποθεσία αυτή, 100 χλμ. Ν της Τραπεζούντας και 25 χλμ. Β του Ευφράτη, έχουν εντοπιστεί τα ερείπια της αρχαίας πόλης.
Τα Σάταλα ήταν χτισμένα σε υψόμετρο 1.650 μ., πάνω σε ένα απομονωμένο οροπέδιο που περικλειόταν από ψηλούς λόφους στα Β, Δ και Ν. Παρά το ότι η θέση αυτή δεν είναι φυσικά οχυρή, φαίνεται ότι επιλέχτηκε για άλλους –κυρίως στρατηγικής σημασίας– λόγους. Στο σταυροδρόμι φυσικών και ιστορικών δρόμων που οδηγούσαν από την Περσία στο Αιγαίο και από τον Εύξεινο Πόντο στην κοιλάδα του Ευφράτη και στη Συρία, τα Σάταλα έλεγχαν τις βόρειες οδούς πιθανής εισβολής στη Μικρά Ασία από Ανατολή. Η θέση αυτή είχε και άλλα προνόμια: άφθονες προμήθειες σε νερό από γειτονική πηγή και τροφή από τις γύρω εύφορες κοιλάδες, ενώ μόλις 1 χλμ Α ρέει ο Sadak Çay, παραπόταμος του Λύκου.
Το οχυρό στα Σάταλα χτίστηκε στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ. και εγκαταλείφθηκε οριστικά μετά τον 7ο αι. μ.Χ. Στα τέλη του 2ου ή στις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. αναπτύχθηκε γύρω από το οχυρό μια σημαντική ρωμαϊκή πόλη, που άκμασε τουλάχιστον ως την εποχή του Ιουστινιανού (6ος αι. μ.Χ). Εκτός από μια ελληνική επιτύμβια επιγραφή του 2ου αι. μ.Χ., δεν έχουμε κανένα άλλο ελληνικό κείμενο από τους πρώτους αιώνες ύπαρξης της πόλης. Φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν τότε αποκλειστικά η λατινική γλώσσα, τόσο για στρατιωτικούς όσο και για πολιτικούς σκοπούς.
Η ύπαρξη ωστόσο ελληνόφωνου πληθυσμού κατά τους χριστιανικούς χρόνους πιστοποιείται από την πληθώρα των ελληνικών επιτύμβιων επιγραφών που βρέθηκαν στην περιοχή.
Ιστορία
Τα Σάταλα αποτέλεσαν αρχικά προσωρινό στρατόπεδο κατά τις επιχειρήσεις του Ρωμαίου στρατηγού Κορβούλωνα στην Αρμενία (52-63 μ.Χ.), ενώ τα πλεονεκτήματα της θέσης τους ήταν μάλλον γνωστά ήδη από τις επιχειρήσεις του Κλαύδιου (41-54 μ.Χ.) στην περιοχή. Το πρώτο οχυρό θεωρείται ότι χτίστηκε αμέσως μετά την αναδιοργάνωση των ανατολικών επαρχιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 71/72 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Βεσπασιανό και αποτέλεσε αρχικά έδρα της 16ης λεγεώνας Flavia Firma, η οποία έφτασε στα Σάταλα λίγο μετά το 75 μ.Χ. Κατά τη διάρκεια της παρθικής εκστρατείας του Τραϊανού (114-117 μ.Χ.) η λεγεώνα αυτή μεταφέρθηκε στα Σαμόσατα και αντικαταστάθηκε από τη 15η λεγεώνα Apollinaris, η οποία ήρθε από τον Δούναβη μετά το 117 μ.Χ., παρέμεινε στα Σάταλα τουλάχιστον ως τις αρχές του 5ου αι. μ.Χ. και αποτέλεσε (το 134 μ.Χ.) τον πυρήνα των επιχειρήσεων του Αρριανού ενάντια στις επιδρομές των Αλανών. Επίσης, το 114 μ.Χ. ο Τραϊανός συγκέντρωσε στα Σάταλα στρατιωτικές δυνάμεις από διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας για την εκστρατεία κατά της Αρμενίας και δέχτηκε τιμές και υποσχέσεις ειρήνης από τους περισσότερους αρχηγούς φυλών της περιοχής του Καυκάσου, του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 131 μ.Χ., ο Αδριανός, κατά την επιθεώρηση του ανατολικού συνόρου, δέχτηκε και αυτός στα Σάταλα υποτελείς αρχηγούς φυλών πέραν του Ευφράτη. Το 134/5 μ.Χ. αποκρούστηκαν εκεί από τον τότε διοικητή της Καππαδοκίας Αρριανό οι Αλανοί που είχαν εισβάλει στην Αρμενία και στην Καππαδοκία. Το 256 μ.Χ. τα Σάταλα καταλήφθηκαν από το Σαπώρ Α΄ κατά τη δεύτερη εκστρατεία του, αλλά το 262 μ.Χ. βρέθηκαν εκ νέου υπό ρωμαϊκό έλεγχο.
Μια αναθηματική επιγραφή του Γαλλιηνού, του 262 μ.Χ., και μια δεύτερη του Αυρηλιανού, του 272/5 μ.Χ., πιστοποιούν οικοδομικές και αναστηλωτικές εργασίες στο οχυρό μετά τη λεηλασία του από το Σαπώρ Α΄ και ενόψει του κινδύνου των Γότθων και των Σασσανιδών. Το 385 μ.Χ. τα Σάταλα περιλήφθηκαν στην Αρμενία Πρώτη και αργότερα διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο κατά τους περσικούς πολέμους του 421/422 και 441 μ.Χ. Το 528 μ.Χ. ενσωματώθηκαν στην καινούργια επαρχία Αρμενία Ενδοτάτη ή Πρώτη. Το 530 μ.Χ. οι Πέρσες ηττήθηκαν μπροστά στα τείχη των Σατάλων από το στρατηγό του Ιουστινιανού, Σίττα.
Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες μάχες στον πόλεμο του Ιουστινιανού κατά των Περσών (502-532 μ.Χ.).
Η μεγάλη στρατηγική σημασία της θέσης οδήγησε στην εκ νέου οχύρωσή της από τον Ιουστινιανό στο α΄ μισό του 6ου αι. μ.Χ. Συγκεκριμένα ο Ιουστινιανός αντικατέστησε τα παλιά τείχη με καινούργια και ισχυρότερα. Ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε την κατάληψη της πόλης το 607-608 μ.Χ. από τους Πέρσες. Το οχυρό στα Σάταλα χρησιμοποιήθηκε για τελευταία φορά από τον Ηράκλειο ως βάση για τις επιχειρήσεις εναντίον των Περσών στη δεκαετία του 620 μ.Χ. Λίγο μετά τα Σάταλα άρχισαν να εγκαταλείπονται σταδιακά. Δεν αναφέρονται από τους Άραβες ιστορικούς και γεωγράφους του Μεσαίωνα ούτε υπάρχουν στοιχεία για την καταστροφή τους από τους Μουσουλμάνους. Η ύπαρξή τους πάνω στα απομακρυσμένα βουνά της Μικρής Αρμενίας εξαρτιόταν μόνο από τις στρατιωτικές ανάγκες του συνόρου του Ευφράτη. Όταν το σύνορο εγκαταλείφθηκε και η ανάγκη για επικοινωνία προς Β και Ν εξέλιπε, το οχυρό στα Σάταλα δεν είχε πια σκοπό ύπαρξης και εγκαταλείφθηκε.
Σχετικά με την πόλη που αναπτύχθηκε γύρω από το οχυρό, έχουμε λίγα στοιχεία που να μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή της. Θεωρείται ότι ήταν σημαντική ήδη από το 2ο ή 3ο αι. μ.Χ. Ωστόσο, η πρώτη ασφαλής ένδειξη που έχουμε για την ύπαρξη οργανωμένης και εκτεταμένης πόλης στα Σάταλα προέρχεται από τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., όταν το 372 μ.Χ. επισκέφτηκε την πόλη ο Μ. Βασίλειος και υποσχέθηκε στους πολίτες των Σατάλων τον διορισμό ενός επισκόπου άξιου της πόλης τους. Επίσης, από αναφορά στις Νεαρές του Θεοδοσίου συνάγεται ότι η επικράτειά της τον 5ο αι μ.Χ. ήταν πολύ εκτεταμένη: έφτανε μέχρι τον Ευφράτη και το σύνορο με τη Μεγάλη Αρμενία. Μετά τον 7ο αι. μ.Χ. μαζί με το οχυρό εγκαταλείφθηκε σταδιακά και η πόλη.
Θρησκεία
Ένα κεφάλι αγάλματος Αφροδίτης πιστοποιεί ίσως τη λατρεία της θεάς κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Εκτός από αυτό δεν έχουμε άλλα στοιχεία για τις λατρείες στα Σάταλα πριν από την έλευση του χριστιανισμού.
Από νωρίς, πάντως, αποτέλεσαν ακμαία χριστιανική κοινότητα και σημαντική επισκοπική έδρα. Ο αριθμός των χριστιανών ήταν σημαντικός ήδη από την εποχή του Διοκλητιανού (285-305), και ο επίσκοπος Σατάλων Ευένθιος συμμετείχε στη Σύνοδο της Νίκαιας το 325. Αναφέρονται επίσης οι επίσκοποι Ελφρίδιος (360), Ποέμιος (περ. 378), Ανατόλιος (451), Επιφάνιος (458), Γρηγόριος (692), Φίλιππος (879) και Κοσμάς (1256). Ωστόσο, το γεγονός ότι η επισκοπική έδρα αναφέρεται μέχρι και τον 13ο αιώνα δεν αποδεικνύει την ύπαρξη οργανωμένης πόλης στα Σάταλα μέχρι αυτή την εποχή, αλλά πρόκειται για παραδοσιακές ονομασίες αρχιερέων που δε διατηρούσαν πια την έδρα τους.
Πολιτισμός
Από τα Σάταλα προέρχονται σημαντικά έργα τέχνης, μάρτυρες του βαθμού ανάπτυξης της εξαφανισμένης πόλης. Ανάμεσα στα τμήματα χάλκινων αγαλμάτων Ύστερων Ελληνιστικών και Πρώιμων Ρωμαϊκών χρόνων ξεχωρίζει το διάσημο κεφάλι Αφροδίτης που εκτίθεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Το κεφάλι αυτό χρονολογείται στο α΄ τέταρτο του 1ου αι. π.Χ. και ανήκε σε κολοσσικό χάλκινο άγαλμα το οποίο μάλλον μεταφέρθηκε στα Σάταλα τον 2ο ή 3ο αι. μ.Χ. από κάποιον ναό της Μ. Ασίας. Βρέθηκαν επίσης τμήματα λίθινων γλυπτών ρωμαϊκών χρόνων, βάσεις αγαλμάτων, τμήματα ψηφιδωτών, ύστερα ρωμαϊκά και βυζαντινά επιτύμβια μνημεία, ρωμαϊκές σαρκοφάγοι και πάμπολλα αρχιτεκτονικά μέλη. Από τα Σάταλα προέρχεται επίσης σημαντικός αριθμός ρωμαϊκών και βυζαντινών νομισμάτων καθώς και επιγραφών, λατινικών και ελληνικών χριστιανικών. Η κεραμική είναι κατά βάση ύστερη ρωμαϊκή και καλής ποιότητας. Βρέθηκαν ακόμα αρκετά ακέραια πήλινα ρωμαϊκά λυχνάρια και τμήματα ρωμαϊκών γυάλινων αγγείων.
Τοπογραφία και οικοδομήματα
Τα Σάταλα ανασκάφηκαν τον Σεπτέμβρη του 1874 από τον Βρετανό ανθύπατο στην Τραπεζούντα Alfred Biliotti, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα τα επισκέφτηκαν οι Βέλγοι αρχαιοδίφες αδελφοί Franz και Eugène Cumont. Στα νεότερα χρόνια η περιοχή ερευνάται από το Βρετανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Άγκυρας. Η θέση μπορεί να διαιρεθεί στους εξής τομείς: α) το οχυρό, β) τον βόρειο οικισμό, γ) την πρωτοχριστιανική βασιλική στα ΝΑ του οχυρού, η οποία παλαιότερα αναφερόταν ως τα ερείπια ρωμαϊκού υδραγωγείου, δ) κατασκευές που περιέβαλλαν την πηγή στα Δ του σύγχρονου χωριού και ε) κάποιες άλλες απομακρυσμένες κατασκευές ή οχυρώσεις.
Το οχυρό
Το αρχαίο οχυρό καταλάμβανε έναν σχετικά επίπεδο χώρο μεταξύ δύο ρυακιών καθώς και κάποια υψηλότερα εδάφη στα Ν. Είχε σχεδόν ορθογώνιο σχήμα με στρογγυλεμένες άκρες και καταλάμβανε έκταση 15,7 εκταρίων. Από το οχυρό των Φλαβίων δεν σώζεται ούτε αναφέρεται κανένα ίχνος. Αντίθετα, είναι ορατά σήμερα τα ερείπια του τείχους της εποχής του Ιουστινιανού (6ος αιώνας). Το τείχος αυτό είχε πάχος 4 μ. περίπου, και ήταν χτισμένο με τετραγωνισμένους δόμους στις δύο εξωτερικές πλευρές και εσωτερικό γέμισμα ακανόνιστων μικρών λίθων με συνδετικό υλικό. Σώζεται καλύτερα στην Α, Β και σε τμήματα της Δ πλευράς του. Διακρίνονται πύλες στις Β και Α πλευρές, ενώ θα πρέπει να υπήρχαν τέτοιες πύλες και στις άλλες δυο πλευρές. Κατά διαστήματα ενισχυόταν από τετράγωνους πύργους με πλευρά από 7 ως 9 μ. Στη ΒΑ γωνία του οχυρού σώζεται τμήμα πύργου που έφτανε τα 6 μ. ύψος. Αναφέρεται και ένας εξαγωνικός πύργος με διάμετρο 8 μ. στη ΝΑ γωνία του οχυρού, ενώ δεν έχει εντοπιστεί κανένα ίχνος του προτειχίσματος που αναφέρει ο ιστορικός Προκόπιος, το οποίο σε καιρό πολέμου θα χρησίμευε ως καταφύγιο στους χωρικούς. Στο εσωτερικό του οχυρού δεν σώζεται πια σχεδόν τίποτα.
Η πόλη
Από επιφανειακά ευρήματα, παρά το ότι δεν έχει εντοπιστεί ακόμα κάποιο κτήριο στην περιοχή, συνάγεται ότι τμήμα της αρχαίας πόλης των Σατάλων εκτεινόταν βόρεια του οχυρού, από το ύψος της ΒΔ γωνίας του οχυρού και κατά μήκος της Ν πλαγιάς του βόρειου λόφου, μέχρι το σημείο όπου αυτή καταλήγει στην κοιλάδα του Sadak Çay στα ανατολικά. Τα ερειπωμένα τόξα (καμάρες) 500 μ. περίπου ΝΑ του σύγχρονου χωριού, κοντά στον Sadak Çay, ανήκουν σε πρωτοχριστιανική τρίκλιτη βασιλική, ίσως μαρτύριο του πολιούχου άγιου των Σατάλων Αγίου Ευγενίου. Από εδώ προέρχονται και αρκετές πρωτοχριστιανικές επιτύμβιες επιγραφές και εδώ βρισκόταν μάλλον το βυζαντινό νεκροταφείο των Σατάλων.
Σε πλαγιά λόφου Δ του οχυρού και σε υψόμετρο 500 μ. βρέθηκε δεξαμενή διαστάσεων 15×11 μ. που χρονολογείται στον 2ο αι. μ.Χ.
Στη δεξαμενή αυτήν περισυλλεγόταν νερό πηγής, το οποίο στη συνέχεια μεταφερόταν στο οχυρό μέσω πήλινων αγωγών. Γύρω από την πηγή εντοπίστηκε ένας μεγάλος περίβολος ορθογώνιου σχήματος που είχε οχυρωματικό κυρίως, αλλά και ιερό χαρακτήρα. Κάτω από την πηγή εντοπίστηκαν επίσης τα ερείπια ενός κτηρίου που ίσως αποτελούσε τμήμα ρωμαϊκού λουτρού. Στην πλαγιά χαμηλού λόφου 500 μ. Β του σύγχρονου χωριού εντοπίστηκε τμήμα του νεκροταφείου των λεγεωνάριων του 2ου αι μ.Χ.
Τα Σάταλα περιβάλλονταν από κάποια άλλα απομακρυσμένα μικρά ρωμαϊκά οχυρά και πύργους-παρατηρητήρια. Ένας τέτοιος πύργος υπήρχε πάνω σε λοφίσκο σε μικρή απόσταση Β του οικισμού για να ελέγχει την κοιλάδα του Sadak Çay. Μια άλλη οχυρωματική θέση εντοπίστηκε επίσης σε χαμηλό ύψωμα 5 χλμ. Α του Sadak. Ένα ρωμαϊκό φυλάκιο ή μικρό οχυρό με δυο σειρές δωμάτια γύρω από κεντρική αυλή και μια δεύτερη εξωτερική αυλή εντοπίστηκε στη Ν πλαγιά του λόφου σε μικρή απόσταση Β από τα Σάταλα. Μπορεί να πρόκειται για ένα μικρό φρούριο του 6ου αι. μ.Χ. που αναφέρει ο Προκόπιος ότι έκτισε ο Ιουστινιανός κοντά στα Σάταλα. Κοντά στην κορυφή ενός λόφου στα Ν των Σατάλων υπάρχουν τα ερείπια μικρής εκκλησίας. Τέλος, Ν του σύγχρονου χωριού υπήρχε ανεξάρτητος οικισμός της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (3η χιλιετία π.Χ.).
pontos-news.gr