Του Μανώλη Κοττακη
Στην Κεντροδεξιά τα πράγματα είναι απλά. Οταν εκλέγεται νέος αρχηγός, όλοι σέβονται καταρχάς το αποτέλεσμα και τον αφήνουν απερίσπαστο να ξεδιπλώσει την πολιτική του έως ότου αυτή κριθεί εγκύρως στις εθνικές εκλογές. Στην Κεντροδεξιά η αμφισβήτηση θεμελιωδών αποφάσεων του αρχηγού από κορυφαία πολιτικά στελέχη οδηγεί είτε στην άμεση αποχώρησή τους είτε στην άμεση διαγραφή τους. Μέση οδός δεν υπάρχει.
Στην Αριστερά, όπως διαπιστώνουμε αυτές τις μέρες, τίποτε δεν είναι οριστικό. Τα πάντα αντιμετωπίζονται με δημόσια διαβούλευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα διαρκές συνέδριο. Εξέλεξαν αρχηγό από τη βάση, με τη συμμετοχή 150.000 πολιτών, και την επομένη της εκλογής του τα κορυφαία στελέχη του κόμματος άρχισαν να αμφισβητούν τις επιλογές των πολιτών, μα και τον αρχηγό. Yπέβαλα χθες το πρωί στο Open στον πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτη Φάμελλο το προβοκατόρικο ερώτημα αν αγαπά η Αριστερά τη δημοκρατία. Δεν μου απάντησε, μάλλον ενοχλήθηκε.
Και στο τέλος με παρέπεμψε σε όσα συνέβησαν στις εσωκομματικές εκλογές για την ανάδειξη αρχηγού στη Ν.Δ. Αλλά εγώ δεν ρώτησα αν αγαπά η εκσυγχρονιστική Ν.Δ. τη δημοκρατία, ρώτησα αν η Αριστερά αγαπά τη δημοκρατία. Διότι, ό,τι και να λέμε, αν πτύεις την απόφαση 150.000 πολιτών στην κρίση των οποίων έθεσες την υποψηφιότητά σου, μην έρχεσαι σήμερα να μου καμωθείς τον δημοκράτη, τον αστό με αυτοπεποίθηση και τον υπερήφανο, κλαίγοντας ότι σου λείπει η υπερηφάνεια από το κόμμα σου. Οι αστοί έχουν αρχές και πιστεύουν στη δημοκρατία. Δεν την αποχαιρετούν όταν δεν τους αρέσουν τα αποτελέσματά της. Τα αυτά ισχύουν για τις διαγραφές. Απαξ και πάτησε κάποιος κόκκινη γραμμή και επετέθη στο κόμμα του λες και είναι ξένος και όχι «σύντροφος», αυτές είναι μονόδρομος. Δεν τίθενται σε διαβούλευση.
Ούτε, βεβαίως, τίθενται στην ακρόαση της Κεντρικής Επιτροπής που καλείται να μαδήσει τη μαργαρίτα. Αρχηγός που προαναγγέλλει διαγραφές και τις ανακαλεί δεν στέκεται. Από τη στιγμή που θα υποπέσει στο θανάσιμο αμάρτημα να δεχθεί πολιτικό εκβιασμό και να συναινέσει σε αναβολή ή, ακόμα χειρότερα, σε ανάκληση πολιτικής του απόφασης έχει καταθέσει την εξουσία του. Εχει τελειώσει και δεν το έχει καταλάβει.
Και κάτι τελευταίο εις ό,τι αφορά την Αριστερά. Είναι πολύ της μόδας αυτόν τον καιρό η λέξη «μεταπολιτική» και η λέξη «μεταδημοκρατία». Ο,τι δεν μπορεί να εξηγήσει πως της συμβαίνει η πολιτική μας τάξη το κάνει θεωρία. Ωστόσο, δεν πρόκειται για θεωρία. Η υιοθέτηση αυτού του λεξιλογίου αποδεικνύει την ανικανότητα της πολιτικής μας τάξης να εξηγήσει γιατί οι άσημοι και οι ανώνυμοι νικούν τους δοκιμασμένους και τους επώνυμους. Το να μετατρέπεις την αμηχανία για την ήττα σου σε ιδεολογία κρύβει μεγάλη απελπισία και δεν βγάζει πουθενά. Η ανικανότης αργά ή γρήγορα θα προβάλει πάλι στην άκρη του ορίζοντα. Αυτά τα ολίγα ως γενικές αρχές προσέγγισης της εν εξελίξει τραγωδίας του ΣΥΡΙΖΑ.
ΥΓ.: Το θέαμα του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη στο Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού ήταν αποκαρδιωτικό. Αν ο κύριος Σημίτης φέρει κάποια πολιτική κληρονομιά -οι δημοσκοπήσεις το αμφισβητούν πάντως-, τότε πραγματικά όσοι τον ανέβασαν με το ζόρι στο βήμα του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού (στην Μπεν Χουρ εκδήλωση που διοργάνωσαν γι’ αυτόν) θυμίζουν τους επίδοξους κληρονόμους της Μαίρης Χρονοπούλου. Οι οποίοι την έκαναν παρέα μέχρι το τέλος για να της αρπάξουν την κληρονομιά. Αλλά εκείνη τους τιμώρησε. Εγκατέλειψε την περιουσία της στην οικιακή της βοηθό. Το πρόβλημα με τον Σημίτη είναι ότι αυτός δεν έχει ούτε οικιακή πολιτική βοηθό ούτε κηπουρούς για να της «γράψει» το ΠΑΣΟΚ. Ετσι, τα νεοσημιτικά όρνεα της Κεντροαριστεράς έχουν πέσει πάνω του για να μετασχηματίσουν την πολιτική κληρονομιά Σημίτη σε καύσιμο για τη μετεγγραφή τους στη Νέα Δημοκρατία. Οσο εκείνος είναι εν ζωή. Πρωτότυπο.