Με τα χρήματα του ελληνικού λαού συνεχίζεται το «πάρτι» εκατομμυρίων με απευθείας αναθέσεις στο δημόσιο και ειδικά στον χώρο της Υγείας, όπως αποκαλύπτει η έκθεση-«κόλαφος» που δημοσιεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Όπως προκύπτει από την έρευνα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, μόνο για τα έτη 2021 – 2022, διαπιστώνονται 314.006 συμβάσεις με απευθείας ανάθεση ή με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη προκήρυξη, με το ποσό να «αγγίζει» τα 4,5 δισ. ευρώ!
Μάλιστα, τα νοσοκομεία και οι ΥΠΕ αποδεικνύονται «πρωταθλητές» στις απευθείας αναθέσεις, καθώς όπως υπολογίζεται με δείγμα 5.073 συμβάσεις και «αν συνυπολογισθούν και οι συμβάσεις ήσσονος αξίας το ποσοστό των απευθείας αναθέσεων επί του συνόλου των αναθέσεων κυμάνθηκε από 41,91% έως 96,85% με τον μέσο όρο να ανέρχεται σε 87,88%».
Σύμφωνα με την Έκθεση, συνολικά ελέγχθηκαν 31 ΟΤΑ α΄ βαθμού, 4 ΟΤΑ β΄ βαθμού και 2 νομικά πρόσωπα, 9 νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, 7 νοσοκομεία και 2 ΥΠΕ, 3 Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και 6 υπουργεία.
Από τα αποτελέσματα προέκυψε ότι το ποσοστό των απευθείας αναθέσεων επί του συνόλου των συμβάσεων ανά ΟΤΑ α΄ βαθμού (το μεγαλύτερο μέρος του δείγματος) κυμάνθηκε από 9,19% έως 98,73%, ενώ σε 5 εξ αυτών υπερβαίνει το 80%, ανά νοσοκομείο από 31,91% έως 80,50%, ανά ΑΕΙ από 6,45% έως 13,69%, ανά ΟΤΑ β΄ βαθμού από 3,65% έως 19,19%, ανά νπδδ από 9,53% έως 100,00% (σε ένα διαδημοτικό λιμενικό ταμείο) και ανά Υπουργείο από 7,93% έως 86,05%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την έκθεση, οι δημόσιοι φορείς δεν προγραμματίζουν έγκαιρα την κάλυψη των αναγκών τους και φαίνεται ότι… μπερδεύουν το «απρόβλεπτο» με το «επείγον», την ώρα μάλιστα που διαπιστώνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν καθορίζεται «το αντικείμενο της σύμβασης», «ο τρόπος υπολογισμού της δαπάνης» και δεν παρέχονται εχέγγυα διαφάνειας για την επιλογή του εκάστοτε αναδόχου.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Ελεγκτικού Συνεδρίου:
Οι δημόσιοι φορείς δεν προγραμματίζουν εγκαίρως και ορθολογικά την κάλυψη των αναγκών τους. Προσαρμόζουν τις ανάγκες τους στο όριο των απευθείας αναθέσεων καλύπτοντας αυτές αποσπασματικά και προβαίνοντας σε κατατμήσεις.
Δεν αιτιολογείται επαρκώς ο απρόβλεπτος και επείγων χαρακτήρας των αναγκών που καλύπτονται με προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση. Οι αναθέτοντες φορείς ταυτίζουν το «απρόβλεπτο» με το «επείγον».
Σημαντικά περιθώρια ενίσχυσης υφίστανται στην ουσιαστική συμμετοχή των διοικητικών υπηρεσιών του φορέα κατά τη διαδικασία που προηγείται της τελικής απόφασης ώστε να μην δημιουργούνται υπόνοιες αυθαιρεσίας και αδιαφάνειας.
Σε πολλές περιπτώσεις δεν καθορίζεται με σαφήνεια το αντικείμενο της σύμβασης ούτε προκύπτει ο τρόπος υπολογισμού της εκτιμώμενης δαπάνης. Δεν αποδεικνύεται προηγούμενη έρευνα αγοράς.
Δεν παρέχονται εχέγγυα διαφάνειας ως προς την επιλογή του αναδόχου και τον καθορισμό του τιμήματος ιδίως όταν διενεργούνται επανειλημμένες αναθέσεις στον ίδιο ανάδοχο. Δεν υφίστανται προκαθορισμένα και επομένως επαληθεύσιμα κριτήρια επιλογής όσων καλούνται να υποβάλουν προσφορά. Δεν γίνεται διαπραγμάτευση του τιμήματος.
Προσφέρονται χαμηλά έως μηδενικά ποσοστά έκπτωσης. Συστήματα ηλεκτρονικής αγοράς δεν εφαρμόζονται ευρέως.
Το υψηλότερο ποσοστό απευθείας αναθέσεων παρατηρήθηκε στα νοσοκομεία. Μικρό ποσοστό των συμβάσεών τους ανατίθεται μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών λόγω χρόνιων συστημικών αδυναμιών σε συνδυασμό με τις επιτακτικές ανάγκες προμήθειας φαρμάκων και λοιπών αναλωσίμων. Προσφυγή σε νομιμοποιητικές διατάξεις.
Οι δημόσιοι φορείς δεν διαθέτουν σύστημα αξιολόγησης των καταγγελιών και αξιοποίησης αυτών για τη βελτίωση της ακεραιότητας της διαδικασίας των απευθείας αναθέσεων.
Σημειώνεται ότι το ελεγκτικό Συνέδριο προχωρά σε επτά συστάσεις:
Οι δημόσιοι φορείς οφείλουν να παρακολουθούν συστηματικά τα αποθέματά τους και την εκτέλεση των τρεχουσών συμβάσεων ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζουν τις πραγματικές ανάγκες τους και να προγραμματίζουν εγκαίρως την κάλυψή τους με την κατάλληλη διαδικασία. Οφείλουν να εγκαταστήσουν σύστημα καταγραφής των αναγκών τους αξιοποιώντας και τις δυνατότητες που πλέον παρέχονται από τα πληροφοριακά συστήματα. Για πάγιες, περιοδικές και επαναλαμβανόμενες συμβάσεις, θα μπορούσε να εξετασθεί η λύση του διαγωνισμού με ορίζοντα υλοποίησης πέραν του ενός οικονομικού έτους. Θα μπορούσαν επίσης να αξιοποιηθούν τα συστήματα ηλεκτρονικών αγορών και η δυνατότητα σύναψης συμφωνιών – πλαίσιο.
Η προκήρυξη των διαγωνισμών πρέπει να γίνεται προ ευλόγου χρονικού διαστήματος ανάλογα με τον μέσο όρο διάρκειας αντίστοιχων διαγωνισμών στο παρελθόν, ώστε να καταλείπεται ο αναγκαίος χρόνος για την ολοκλήρωσή τους. Οι καθυστερήσεις που οφείλονταν σε δικαστικές προσφυγές πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν
Να ακολουθούνται αυστηρά οι εσωτερικές διαδικασίες για την ολοκλήρωση της σύμβασης και να τηρείται ο διακριτός ρόλος κάθε οργάνου. Να ανατίθενται στο υπηρετούν προσωπικό διακριτά και συγκεκριμένα καθήκοντα κατά τρόπο ώστε να μην εμπλέκεται με όλα τα αντικείμενα εργασίας το ίδιο πρόσωπο. Γενικώς επιβάλλεται να ενσωματώνονται στο σύστημα θεσμικά αντίβαρα που να αποκλείουν την κυριαρχία επί της όλης διαδικασίας από ένα και μόνο πρόσωπο.
Να λαμβάνεται μέριμνα για τη διαρκή ενημέρωση και εκπαίδευση του αρμόδιου προσωπικού σε θέματα που άπτονται των δημοσίων συμβάσεων με συστηματική παρακολούθηση της νομολογίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και έμφαση στις έννοιες του «απροβλέπτου και του επείγοντος».
Να καθορίζονται εκ των προτέρων σαφή και αντικειμενικά κριτήρια για την επιλογή του αναδόχου ανάλογα με τη φύση της σύμβασης και να αποδεικνύεται ότι η επιλογή έγινε βάσει των κριτηρίων αυτών.
Να αιτιολογείται ειδικώς η εκτιμώμενη δαπάνη της σύμβασης και να τεκμηριώνεται η προηγούμενη διενέργεια έρευνας αγοράς. Να υφίσταται διακριτή φάση διαπραγμάτευσης ως προς το τίμημα και να φυλάσσονται τα σχετικά στοιχεία.
Να αναπτυχθεί σύστημα ενδογενούς ελέγχου εντός του οποίου θα αξιοποιούνται και τυχόν καταγγελίες και να υιοθετηθούν οι ασφαλιστικές δικλίδες για την ακεραιότητα της διαδικασίας των απευθείας αναθέσεων, ώστε και να αξιοποιηθεί η δυνατότητα που παρέχεται από το άρθρο 4 της ΦΓ8/55081 Κανονιστικής Απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Β΄ 4938/2020), για τη συνδρομή του αρμόδιου Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε περίπτωση εμπλοκής.