Ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ (25 Αυγούστου 1880 – 9 Νοεμβρίου 1918) ήταν Γάλλος ποιητής, συγγραφέας και κριτικός τέχνης.
Ο Γκιγιώμ Απολλιναίρ γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1880 στη Ρώμη της Ιταλίας. Ήταν νόθο τέκνο Πολωνίδας μητέρας και Ιταλού πατέρα. Η μητέρα του Αντζέλικα ντε Κοστροβίτσκι ήταν μια ανυπότακτη γυναίκα ελευθερίων ηθών που είχε πάθος να παίζει στο καζίνο. Γεννημένη στο Νοβογκρόντεκ ( τώρα στη Λευκορωσία) είχε αριστοκρατική καταγωγή από την Σλάχτα. Ο πατέρας του εξακολουθεί να παραμένει άγνωστος, κατά μία εκδοχή ήταν ιερωμένος υψηλότατης βαθμίδας στο Βατικανό. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ήταν επίσκοπος, ενώ κυκλοφορούσαν και φήμες ότι επρόκειτο και για τον ίδιο τον Πάπα.
Πιθανότερη εκδοχή είναι πατέρας του να είναι ο Francesco Flugi d’Aspermont, Ιταλο-Ελβετός αριστοκράτης. Σε κάθε περίπτωση ο πατέρας του εξαφανίστηκε πολύ νωρίς από τη ζωή του. Ο Απολλιναίρ κρατούσε κρυφή την καταγωγή του και νεότερος υποκρινόταν ότι ήταν Ρώσος πρίγκιπας.
Μεγάλωσε στο Μονακό και στη Γαλλική Ριβιέρα, όπου η μητέρα του έπαιζε σε καζίνο και χαρτοπαικτικές λέσχες και του έμαθε Γαλλικά και άλλες γλώσσες. Ήταν καλοφαγάς, με δυνατή φωνή και είχε έντονη προσωπικότητα και ευρεία μόρφωση. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι σε ηλικία είκοσι ετών και ξεκίνησε την ενασχόληση με τη λογοτεχνία δημοσιεύοντας ποιήματα σε διάφορα περιοδικά. Το 1903 ίδρυσε το πρώτο δικό του περιοδικό, La revue immoraliste. Αρθρογράφησε σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά ως κριτικός τέχνης.
Στο Παρίσι συνδέθηκε με την κοινότητα των μποέμ καλλιτεχνών της Μονμάρτρης και αργότερα του Μονπαρνάς. Υπήρξε πολύ δημοφιλής στους καλλιτεχνικούς κύκλους και σχετίστηκε με σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Ζωρζ Μπρακ, ο Μαξ Ζακόμπ, ο Αντρέ Σαλμόν, ο Αντρέ Μπρετόν, ο Ρενέ Νταλίζ, ο Ζαν Κοκτώ, ο «Τελώνης» Ρουσσώ, ο Αντρέ Ντεραίν, ο Πιερ Ρεβερντί, ο Αλφρέ Ζαρύ, ο Μπλεζ Σαντράρ, ο Ερίκ Σατί, ο Οσίπ Ζαντκίν, ο Μαρκ Σαγκάλ, ο Μαρσέλ Ντυσάν και η Μαρί Λωρενσέν, που υπήρξε και ερωμένη του.
Δημιούργησε παράλληλα και έχθρες, όπως με τον ελληνικής καταγωγής Ζαν Μωρεάς, του οποίου την ποίηση θεωρούσε ξεπερασμένη. Ήταν εκείνος που οργάνωσε το Κυβιστικό δωμάτιο 41 στο Salon des Independants το 1911. Την ίδια χρονιά έγινε μέλος της Ομάδας Πιτώ, ενός κλάδου του κυβιστικού κινήματος.
Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1911 είχε εμπλοκή μαζί με τον Πικάσο στην υπόθεση κλοπής της Μόνα Λίζα. Και οι δύο κατηγορήθηκαν (αδίκως) για κλοπή και συνελήφθησαν από την αστυνομία. Ο Πικάσο αφέθηκε ελεύθερος την ίδια μέρα, ενώ ο Απολλιναίρ ελευθερώθηκε μετά από πέντε ημέρες. Ο τρομοκρατημένος Απολλιναίρ έγραψε ποιήματα απελπισίας από τη φυλακή και περιέπεσε σε μελαγχολία. Η σύντομη κράτηση του ήταν ένα ισχυρό σοκ που τον στιγμάτισε τραυματικά. Αμαυρώθηκε σοβαρά η φήμη του και η αξιοπιστία του. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1911, η εφημερίδα «Paris Soir» ανέφερε ότι ο Απολλιναίρ είναι ο «αρχηγός διεθνούς σπείρας που έχει έρθει στη Γαλλία με σκοπό να ξαφρίσει τα μουσεία μας».
Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές L’ enchanteur pourrissant (1909) (η πρώτη του ποιητική συλλογή), Le bestiaire (Το συναξάρι των ζώων) (1911) και το Alcools (1913), το οποίο και τον καθιέρωσε ως ποιητή. Το 1907, ο Απολλιναίρ έγραψε την γνωστή ερωτική νουβέλα «Έντεκα Χιλιάδες Βέργες (Les Onze Mille Verges). Επίσημα απαγορευμένη στην Γαλλία μέχρι το 1970, κυκλοφορούσε ευρέως σε διάφορες παράνομες εκτυπώσεις για πολλά χρόνια. Ο Απολλιναίρ ποτέ δεν παραδέχτηκε δημοσίως ότι είναι δική του. Μια άλλη ερωτική νουβέλα που του αποδίδεται είναι «Οι περιπέτειες ενός νεαρού Δον Ζουάν» (Les exploits d’un jeune Don Juan), στις οποίες ο 15χρονος ήρωας γίνεται πατέρας τριών παιδιών από διάφορα μέλη του περιβάλλοντος του, συμπεριλαμβανομένης και της θείας του. Το βιβλίο διασκευάστηκε το 1987 σε ταινία, καθώς επίσης και σε κόμικ.
Το 1914 είχε έναν σύντομο δεσμό με τη Λουίζ ντε Κολινύ και κατόπιν με τη δασκάλα Μαντλέν Παζ, την οποία αρραβωνιάστηκε. Κατατάχθηκε ως εθελοντής στον γαλλικό στρατό και πολέμησε στο μέτωπο της Καμπανίας ώς το 1916, οπότε και τραυματίστηκε στο κεφάλι από θραύσμα σε έκρηξη όλμου, ενώ διάβαζε σε ένα χαράκωμα. Επέστρεψε με άδεια αναρρώσεως στο Παρίσι, όπου κυκλοφορούσε με μπανταρισμένο το κεφάλι και φορώντας την στρατιωτική του στολή με τα παράσημα. Η διάθεση του «βάρυνε» και άρχισε να αναπτύσσει έναν πατριωτισμό για τη Γαλλία, της οποίας οραματίζεται την νίκη στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Αυτές οι τάσεις του, καθώς και η αμφίεσή του, αποτελούσαν συχνά στόχο πειραγμάτων.
Σε αυτές τις συνθήκες, το 1917 έγραψε το θεατρικό έργο Οι μαστοί του Τειρεσία, με το οποίο παρακινούσε τους Γάλλους να κάνουν παιδιά για την πατρίδα τους. Στην εισαγωγή του θεατρικού εισήγαγε τον όρο σουρεαλισμός, τον οποίο χρησιμοποίησε επίσης για το πρόγραμμα της παράστασης μπαλέτου Parade του Ζαν Κοκτώ και του Ερίκ Σατί, που έκανε την πρεμιέρα του στις 18 Μαΐου του 1917. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε και ένα καλλιτεχνικό μανιφέστο: L’Esprit nouveau et les poètes.
Πέθανε από ισπανική γρίπη την 9η Νοεμβρίου του 1918, στο διαμέρισμα του στην Σεν-Ζερμέν, έξι ημέρες πριν τελειώσει ο πόλεμος με τον οποίο είχε τόσο παθιαστεί.
Στην κηδεία του παρευρέθηκαν ο Πικάσο και άλλοι εκπρόσωποι της μποέμ καλλιτεχνικής ζωής του Παρισιού. Το 1918 εκδόθηκαν μετά θάνατον οι πειραματικές εντυπώσεις του από τον πόλεμο, με τον τίτλο Καλλίγραμμα (Calligrammes). Ο όρος calligrammes αργότερα καθιερώθηκε για να περιγράψει αυτό το είδος της απεικόνισης ενός ποιήματος, που υιοθετήθηκε και από άλλους ποιητές, κυρίως του υπερρεαλισμού.
Επιρροή
Αν και δεν βραβεύθηκε ποτέ όσο ζούσε, ο Απολλιναίρ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους ποιητές του 20ου αιώνα. Έλαβε μέρος σε όλα τα κινήματα της γαλλικής αβάν-γκαρντ των αρχών του 20ού αιώνα και ήταν εμβληματική φιγούρα της μποέμ ζωής του Παρισιού. Το έργο του παρουσιάζει έντονη πολυμορφία. Τα ποιητικά του έργα επηρεασμένα εν μέρει από τον Συμβολισμό, αντιπαραβάλλουν το παλιό και το καινούργιο, συνδυάζοντας παραδοσιακές φόρμες με μοντέρνες τεχνικές.
Το έργο του θεωρείται ακόμα πρόδρομο του σουρεαλισμού. Τα ποιήματά του παρουσιάζουν ιδιόμορφη χρήση των σημείων στίξης, ενώ με τα «Καλλίγραμμα» εισάγει ένα νέο είδος ποίησης στο οποίο συμβάλλει και η τυπογραφία και το γραφιστικό στήσιμο της σελίδας.
Εκτός από τη ενασχόλησή του με την ποίηση, δημοσίευσε τολμηρά ερωτικά βιβλία, υπήρξε πρωτοπόρος του θεάτρου του παραλόγου και εισήγαγε το 1913 τον όρο «κυβισμός» με τη μελέτη του «Κυβιστές ζωγράφοι», την πρώτη θεωρητική μελέτη για τον κυβισμό. Ήταν ακόμα αυτός που δημιούργησε τον όρο «σουρεαλισμός», καθώς επίσης και τον όρο «ορφισμός» για να περιγράψει την τάση για απόλυτη αφαίρεση στα έργα του Ρομπέρ Ντελωναί, της Σόνιας Ντελωναί και άλλων.
Το κριτικό του έργο, αν και κατακρίθηκε για τον έντονο συναισθηματισμό του και την έλλειψη κριτικής όσον αφορά τις ζωγραφικές τεχνικές, ήταν από τα λίγα που υποστήριξαν τα σύγχρονα κινήματα ζωγραφικής και τις εκθέσεις των ανεξάρτητων, πράγμα για το οποίο χλευάστηκε έντονα στην εποχή του.
Άλλες πληροφορίες
Ο Πικάσο, που ζωγράφισε πολλές φορές τον Απολλιναίρ, σε μία προσωπογραφία του τον απεικονίζει ως αρχιεπίσκοπο με ιερατικά άμφια, ποιμαντορική ράβδο, μίτρα και αρχιεπισκοπικό δαχτυλίδι. Ο λόγος γι’ αυτό είναι οι φήμες για την ταυτότητα του πατέρα του.
Στο μικρό καμπαρέ Λαπέν Αζίλ (Lapin Agile) της Μονμάρτρης συντελέστηκε μία φάρσα εις βάρος του Γκιγιώμ Απολλιναίρ. Ο ζωγράφος Ντορζελέ και άλλοι πολέμιοι της κριτικής του, έδεσαν στην ουρά ενός γαϊδάρου με το όνομα Λολό μία βούρτσα την οποία βουτούσαν σε μπογιά, και άφησαν έτσι τον γάιδαρο να «ζωγραφίσει» έναν πίνακα. Ο πίνακας στη συνέχεια εκτέθηκε στο Salon des Independants ως «ιμπρεσιονιστικός» με τον τίτλο «Και ο Ήλιος βασιλεύει πάνω από την Αδριατική» και ήταν υπογεγραμμένος με το ψευδώνυμο «Joachim-Raphael Boronali». Ο Απολλιναίρ εκθείασε τον πίνακα, μαζί με άλλους κριτικούς και έγινε έτσι στόχος έντονων κοροϊδιών.