-Αγωνιστής και ακούραστος εργάτης της Ορθοδοξίας ο «άγιος του 20ου αιώνα» έκανε μοναδικό πνευματικό έργο με επίκεντρο τον άνθρωπο
-Με τα λίγα λεφτά που έπαιρνε από τη Ριζάρειο ανέστησε τη Μονή στην Αίγινα
Του Βελισσάριου Δραγάτση
Ήταν ένα πρόσωπο που πέρασε στο πάνθεον των αγίων της Ορθόδοξης εκκλησίας χάρη στο βίο και τη σεμνότητά του. Αγωνιστής, μαχητικός και κυρίως υποδειγματικός, ο άγιος Νεκτάριος επιβεβαιώνει ότι έως το τέλος των αιώνων η Ορθοδοξία θα αναδεικνύει μάρτυρες αγάπης και κοινωνίας με τον Κύριο. Με την ευκαιρία της σημερινής εορτής ας μάθουμε μερικά πράγματα που δεν γνωρίζουμε γι’ αυτόν τον ιεράρχη.
Αυτή είναι η διαφορά από οποιοδήποτε άλλο δόγμα του Χριστιανισμού. Η Ορθοδοξία είναι μαρτυρία αγάπης και καλός αγώνας που οδηγεί σε βίο ελεύθερο με το ανεκτίμητο χάρισμα της κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν δημιουργίας, η οποία κορυφώνεται με τη «θέωση» όπως αναφέρουν οι Πατέρες της Εκκλησίας.
Η αγάπη προέρχεται από τη σύλληψη της δημιουργίας του ανθρώπου από τον Θεό. Εν αρχή έθεσε τον Λόγο αλλά Εκείνος έπλασε τον άνθρωπο και δώρισε με την πνοή Του την ψυχή για να τον καθοδηγεί στη ζωή.
Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τον άγιο Νεκτάριο, τον άγιο του 20ου αιώνα, ο οποίος με τον βίο του επιβεβαίωσε το απόσταγμα σοφίας που μας άφησε ως παρακαταθήκη ο αείμνηστος δημοσιογράφος και συγγραφέας Κώστας Σαρδέλης, όταν παρουσίασε στο Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ το βιβλίο του για τον πατέρα της ελληνικής δημοσιογραφίας, τον Βλάσση Γαβριηλίδη. Είπε ότι «ἡ δική μας παράδοση δὲν εἶναι οὔτε καπιταλιστική, οὔτε σοσιαλιστική, οὔτε μαρξιστική. Εἴμαστε πιὸ ἀριστεροὶ καὶ ἀπὸ τὸν πιὸ ἀριστερό. Γιατί ἡ παράδοση ἡ δική μας, ἡ ἑλληνική, εἶναι κοινοβιακὴ-ἀσκητική, ποὺ προϋποθέτει ὀρθόδοξη πνευματικότητα καὶ τὸ ἦθος τῆς καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολῆς. Αὐτὸ εἶναι τὸ δικό μας Πολίτευμα». Ο βίος του αγίου Νεκταρίου επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Αποτελεί τον αδιαμφισβήτητο συνεχιστή του Μεγάλου Βασιλείου με τη διακονία, το έργο και τη διδασκαλία του.
Τα πρώτα βήματα
Γεννήθηκε την 1 Οκτωβρίου 1846 στη Συληβρία της ανατολικής Θράκης, από το ζεύγος του Δημοσθένους και της Μαρίας Κεφαλά. Σαν μικρό παιδί, ο Αναστάσιος (όπως ήταν το βαφτιστικό όνομά του) επέδειξε έφεση στα γράμματα. Λέγεται ότι μόλις πέντε ετών είχε διδαχθεί από τη μητέρα του τον Ψαλμό του Δαυΐδ. «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου» επαναλάμβανε ο μικρός Αναστάσης τον στίχο που του άρεσε ιδιαιτέρως.
Αφού τελείωσε το δημοτικό και το σχολαρχείο, σε ηλικία 14 ετών πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να πιάσει δουλειά. Ένας συγγενής του τον προσέλαβε στο κατάστημα που διατηρούσε και τον αντάμειβε με στέγη και τροφή, αντί χρημάτων. Επέδειξε έφεση στη γνώση και μελετούσε στα κρυφά.
Ένας θείος του ανέλαβε τη διεύθυνση του Αγιοταφικού Μετοχίου της Πόλης και τον προσέλαβε σαν παιδονόμο. Εκεί φάνηκε η μεγάλη αγάπη του προς τις εκκλησιαστικές ακολουθίες και η συμμετοχή του στις λειτουργικές δραστηριότητες.
Μόλις έκλεισε τα 20 έφυγε για την Πόλη για τη Χίο. Πήγε στο Λιθί ως γραμματοδιδάσκαλος. Το 1873, σε ηλικία 25 ετών, μετέβη στη Νέα Μονή και ύστερα από τριετή δοκιμασία έλαβε το αγγελικό σχήμα με το όνομα Λάζαρος. Λίγους μήνες αργότερα, ανήμερα της βαπτίσεώς του, στις 15 Ιανουαρίου 1877 χειροτονήθηκε διάκονος από τον μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο και πήρε το όνομα Νεκτάριος.
Ήθελε να μάθει γράμματα για να γίνει πιο χρήσιμος στον κόσμο. Πήγε στο Γυμνάσιο να συνεχίσει ό,τι άφησε στη μέση όταν έφυγε άγουρος έφηβος από την ιδιαίτερη πατρίδα του για να δουλέψει στην Πόλη. Ο σεισμός του 1881 τον ανάγκασε να έρθει στην Αθήνα. Στη Βαρβάκειο σχολή έδωσε απολυτήριες εξετάσεις, ως κατ’ οίκον διδαχθείς και πήρε το απολυτήριο.
Ο Νεκτάριος στην Αλεξάνδρεια
Μόλις πήρε το απολυτήριο, ο άγιος Νεκτάριος ανεχώρησε για την Αλεξάνδρεια όπου υπήρχε ακμαία παρουσία Αιγυπτιωτών Ελλήνων και τεράστιο έργο στο Πατριαρχείο. Συνάντησε τον Πατριάρχη Σοφρώνιο ο οποίος τον έπεισε να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο. Με την οικονομική υποστήριξη των αδελφών Χωρέμη και την υποτροφία του κληροδοτήματος Α.Γ. Παπαδάκη ο Νεκτάριος διέπρεψε στο πανεπιστήμιο και τον Οκτώβριο του 1885 πήρε το πτυχίο του, με βαθμό «καλώς».
Έξι μήνες μετά χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Αλεξανδρείας Σωφρόνιο ενώ στις 6 Αυγούστου του 1886 χειροθετήθηκε Μέγας Αρχιμανδρίτης και Πνευματικός στην Πατριαρχική Αντιπροσωπεία Καΐρου.
Εργάσθηκε με ζήλο και αυταπάρνηση γι’ αυτό στις 15 Ιανουαρίου 1889 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Πενταπόλεως, στον Άγιο Νικόλαο Καΐρου. Ως μητροπολίτης συνέχισε να ασκεί τα καθήκοντά του, χωρίς μάλιστα να πληρώνεται, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης του Πατριαρχείου.
Η αγάπη των πιστών προς τον Νεκτάριο και τα έργα του θορύβησαν κάποιους παπάδες που λειτουργούσαν υπογείως. Το κοσμικό ιερατείο που είχε δημιουργηθεί στην καμαρίλα του 90χρονου Πατριάρχη Σοφρωνίου και κάποιοι διέβαλαν τον Άγιο ότι δήθεν ξεσηκώνει το λαό και επιδιώκει να αναλάβει τον Θρόνο της Αλεξανδρείας. Μάλιστα υπαινίχθησαν και ηθικές παρεκτροπές του δικαίου Νεκταρίου.
Ο υπέργηρος Πατριάρχης πείσθηκε για τις αιτιάσεις αυτές, έπαυσε από διευθυντή του πατριαρχικού γραφείου τον Νεκτάριο και του επέτρεπε να σιτίζεται στην κοινή τραπεζαρία των ιερέων και να διαμένει στο οίκημα της Πατριαρχικής Επιτροπείας. Επειδή το εκκλησίασμα αγαπούσε και υποστήριζε τον Νεκτάριο, το παπαδαριό (όπως το αποκαλεί ο Εβλιά Τσελεμπή στο «Χρονικό της Πόλεως 1680») μεθόδευσε την αποπομπή του αγίου από την Αίγυπτο.
Εκδιώχθηκε ως «μη δυνειθείς να εξοικειωθή προς το κλίμα της Αιγύπτου» και δεν επιτράπηκε ούτε τον Πατριάρχη να συναντήσει για να εξηγηθεί. Έφυγε από την Αλεξάνδρεια κι έφθασε στον Πειραιά μόνο με τα ναύλα του,απογοητευμένος, αδικημένος και πάμπτωχος ένα φθινοπωρινό πρωινό του 1889.
Το έργο και η διακονία στη Ριζάρειο
Ο Νεκτάριος βρήκε με πολύ κόπο και αγώνα μία θέση ιεροκήρυκος στην Εύβοια ενώ τον Ιούλιο του 1893 μετατέθηκε στην νομό Φθιωτοφωκίδος. Άφησε άριστες εντυπώσεις και σύντομα ανέλαβε τη διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής αφήνοντας τεράστιο έργο. Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στη Ριζάρειο ανεδείχθη σε λατρευτικό κέντρο ακαδημαϊκού χαρακτήρα, όπως θα έκανε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ή ο Πλάτων!Προσκαλούσε επιστήμονες να δίνουν διαλέξεις και έπειθε τους σπουδαστές και το λαό να συμμετέχουν στα λατρευτικά μυστήρια. Επέδειξε ιδιαίτερα σημαντικό έργο.
Γνωρίστηκε με τον παπα-Πλανά κι άρχισε να παίρνει μέρος στις αγρυπνίες στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου όπου έψαλαν οι Παπαδιαμάντης και Μωραϊτίδης ενώ επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Άγιο Όρος. Διέμεινε για ένα μήνα και επισκέφτηκε τα κυριότερα μοναστήρια και σκήτες. Συνδέθηκε ιδιαίτερα με τον Γέροντα Δανιήλ με τον οποίο διατήρησε μία πολύχρονη φιλία και με τον πατέρα Ιερώνυμο Σιμωνοπετρίτη. Ο Ιερώνυμος διαδέχθηκε τον Άγιο Σάββα της Καλύμνου στην πνευματική καθοδήγηση της Μονής στην Αίγινα.
Το Άγιον Όρος και η Αίγινα
Τον Αύγουστο του 1898 ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη και την γενέτειρά του, Σηλυβρία, όπου πήγε στους τάφους των γονιών του. Έξι χρόνια αργότερα προχώρησε στην ανασύσταση της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος στην Αίγινα. Η γυναικεία μοναστική αδελφότητα που ιδρύθηκε αρχικά είχε τέσσερις καλόγριες, τις οποίες κατηύθυνε πνευματικά και τις στήριζε ηθικά και οικονομικά με το μισθό της Ριζαρείου για να συντηρηθεί η ερειπωμένη μονή.
Τις ημέρες των διακοπών του Πάσχα, των Χριστουγέννων και του καλοκαιριού έμενε στην ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος. Οι παλιοί κάτοικοι της Αίγινας αφηγούνται ότι εφάρμοζε τους αυστηρούς ασκητικούς όρους του Μεγάλου Βασιλείου, να οργανώσει φιλόθεα και φιλάνθρωπα την εσωτερική ζωή της αδελφότητας.
Η Δέσποινα Αλυφαντή θυμόταν σαν νεαρό κορίτσι τον άγιο Νεκτάριο να μπαίνει στο ιερό βήμα, να φορά το πετραχήλι του και να ασπάζεται τον Εσταυρωμένο και να κλαίει. Ύστερα από αυτή τη μυσταγωγική και κατανυκτική προετοιμασία προσφερόταν να βοηθήσει στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως όποιον ένοιωθε την ανάγκη να μιλήσει για να απαλλαγεί από την αμαρτία.
Στις 7 Φεβρουαρίου του 1908 παραιτήθηκε από τη διεύθυνση της Ριζαρείου λόγω ασθενείας.
Αφοσιώθηκε στην καθοδήγηση των μοναχών, στην ανοικοδόμηση της μονής, στη συγγραφή και στην πνευματική και οικονομική στήριξη των αδυνάτων κατοίκων του. Οι δοκιμασίες όμως δεν σταμάτησαν. Για ποικίλους λόγους η επίσημη αναγνώριση της μονής δεν ήλθε παρά μόνο όταν ο Άγιος είχε κοιμηθεί.
Το τέλος του
Στις αρχές του 1919 επιδεινώθηκε η πάθηση προστάτη που τον ταλαιπωρούσε. Στις 20 Σεπτεμβρίου μεταφέρθηκε στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών. Την Κυριακή 8 Νοεμβρίου 1920 προς το μεσονύκτιο παρέδωσε πλήρης ουρανίου γαλήνης την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Ήταν 74 ετών.
Λέγεται ότι το λείψανο του Αγίου ευωδίαζε και μύρο έκβλυζε από το πρόσωπό του. Από το Αρεταίειο, το σκήνωμα μεταφέρθηκε στην Αίγινα κι από κεί στη μονή όπου εψάλη η εξόδιος ακολουθία κι έγινε η ταφή.
Ο τάφος του ανοίχτηκε επανειλημμένα κατά τα επόμενα χρόνια και για είκοσι και πλέον έτη το σώμα του ήταν σώο και αδιάφθορο. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1953 έγινε η ανακομιδή των χαριτόβρυτων λειψάνων του αγίου Νεκταρίου, υπό του Μητροπολίτη Ύδρας Προκοπίου, παρισταμένων και άλλων κληρικών, μοναχών και πλήθους λαού. Μια άρρητη ευωδία πλημμύρισε την περιοχή.