Ο Γιάννης Παπαϊωάννου στις μέρες μας «ζει» μέσα από τις ρεμπέτικες κομπανίες και τις δεύτερες εκτελέσεις των σταρ της νυχτερινής μουσικής. Τα τραγούδια του αντέχουν στο χρόνο και πολλοί τα σιγοψιθυρίζουν ακόμα.
Η ζωή του ήταν «γεμάτη». Γνώρισε δυσκολίες, αλλά και δόξα. Μόνο το τέλος του ήταν άδοξο. Εκείνο το ξημέρωμα (ώρα 6.10) της 3ης Αυγούστου 1972, το αυτοκίνητο, «Πεζό 2.000» που οδηγούσε έπεσε σε μια κολόνα της ΔΕΗ στοΠέραμα. Ήταν 57 χρόνων. Είχε σχολάσει από το κέντρο που εμφανιζόταν και πήγαινε στο εξοχικό του στη Σαλαμίνα όπου τον περίμενε η οικογένειά του. Κοιμήθηκε στο τιμόνι!
Εκείνο το βράδυ έκανε το χατήρι μιας παρέας εφοπλιστών. Κάθισε μέχρι αργά στο κέντρο «Πανόραμα» κι επειδή η αστυνομία τους έκανε συστάσεις για ηχορύπανση τραγούδησε χωρίς μικρόφωνο. Όπως παλιά. Το τελευταίο του τραγούδι έλεγε «βγήκε ο χάρος να ψαρέψει με τ’ αγκίστρι του ψυχές...»
Σε αντίθεση με τους άλλους μεγάλους του ρεμπέτικου δεν γνώρισε φτώχεια στο ξεκίνημα της ζωής του. Γεννήθηκε στην Κίο της Μικράς Ασίας (18 Ιανουαρίου 1914) στον κόλπο της Προποντίδας κι ο ναυτικός (καμαρότος) πατέρας του εξασφάλιζε μια άνετη ζωή στην οικογένειά του που γινόταν ακόμα πιο άνετη με τις επενδύσεις σε γη της μητέρας του.
Ακόμα κι όταν ο πατέρας πέθανε τα έσοδα της οικογένειας της επέτρεπαν να ζει άνετα μέχρι το 1922. Τότε άρχισε η περιπέτεια. Προσφυγιά, περιπλανήσεις και φτώχεια. Η μαξιλαροθήκη με τα κοσμήματα που είχε διασώσει η κυρα – Χρύσα, η μητέρα του άδειασε.
Στις Τζιτζιφιές που έμενε και τις άλλες προσφυγικές συνοικίες τρία πράγματα υπήρχαν άφθονα: Φτώχεια, νοσταλγία και πίκρα!
Η ενασχόλησή του με τη μουσική, όπως λέει κι ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του ήταν τυχαία. Εργαζόταν οικοδόμος, αργότερα απέκτησε και το δικό του συνεργεία κι ήταν παθιασμένος με το ποδόσφαιρο. Έπαιζε τερματοφύλακας στην Πέρα Κλουμπ κι αργότερα πήρε μεταγραφή για τον Φαληρικό. Εκεί σ’ ένα ματς τραυματίστηκε σε σύγκρουση με τον αντίπαλο επιθετικό. Έκανε μια συμφωνία με τη μητέρα του που δεν ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής. Να του πάρει ένα μαντολίνο.
Ένα βράδυ σε μια ταβέρνα ακούει σε δίσκο γραμμοφωνημένο στην Αμερική τον Γιάννη Χαλκιά ή Τζακ Γρηγορίου να παίζει αυτό το τραγούδι.
Το «μινόρε του τεκέ» τον ενθουσίασε και θέλησε να μάθει μπουζούκι. Άλλες φασαρίες στο σπίτι. Οι μπουζουξήδες εκείνα τα χρόνια ήταν οι… απόκληροι της κοινωνίας. Μάθαινε κρυφά στο σπίτι εντός φίλου του. Δεν ήξερε νότες. Ότι «έπιανε» το αυτί του.
Δεν άργησε να έρθει και η πρώτη επιτυχία
Πολλές φορές έλεγε: «Μπορεί άλλοι καλλιτέχνες, ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης να είναι καλύτεροι οργανοπαίχτες, δεν είναι όμως καλύτεροι ποδοσφαιριστές από μένα και ψαράδες. Εμένα την τέχνη μου την έχει μάθει ο φίλος μου, ο καπετάν Ανδρέας Ζέπος».
Αυτόν τον καπετάν Ανδρέα τον έκανε διάσημο…
Έγραψε περισσότερα από 800 τραγούδια κι είχε πολλές πρωτιές. Ήταν ο πρώτος που ταξίδεψε στην Αμερική για να τραγουδήσει το 1953 ανοίγοντας το δρόμο σε όλους τους άλλους. Ανέδειξε δεκάδες τραγουδιστές. Κάποιοι το αναγνώρισαν, κάποιοι άλλοι τον… ξέχασαν…
Από την εφημερίδα «Απογευματινή»
Δείτε τον σε σπάνια κινηματογραφική εμφάνιση στην ταινία «Μοδιστρούλα» με τους Μάρθα Βούρτση και Χρήστο Νέγκα ταινία του 1964 όπου κράτησε ένα σημαντικό, σε διάρκεια ρόλο, ενώ φυσικά τραγούδησε επιτυχίες του.