Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Καρπενήσι, 2 Φεβρουαρίου 1877 – Αθήνα, 1 Φεβρουαρίου 1940) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, ποιητής, πολιτικός, διηγηματογράφος, δημοσιογράφος, κριτικός τέχνης και ακαδημαϊκός, υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας στο γλωσσικό ζήτημα.
Από το 1908 μέχρι το 1910 βρισκόταν στο Παρίσι, από όπου αρθρογραφούσε για την εφημερίδα Εμπρός. Μεταξύ 1912 και 1916 είχε λάβει τις θέσεις νομάρχη Ζακύνθου, Κυκλάδων, Μεσσηνίας και Λακωνίας. Το 1918 ανέλαβε τη θέση του Διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης και στη συνέχεια (και μέχρι τον θάνατό του) πρόεδρος του μονίμου καλλιτεχνικού συμβουλίου της.
Την ίδια αυτή χρονιά εξέδωσε το διήγημα και πεζογραφημά του «Τα Ψηλά Βουνά» . Η πρώτη εμφάνιση του Παπαντωνίου στα γράμματα έγινε με σατιρικούς στίχους τους οποίους είχε γράψει όταν ήταν ακόμη μαθητής και είχαν δημοσιευτεί στο βραχύβιο σατιρικό περιοδικό Αί Μηχανορραφίαι με τον Νικόλαο Κουντουριώτη και Ιωάννη Δεληκατερίνη.
Το 1938 εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (έδρα Λογοτεχνίας, τάξη Γραμμάτων και Τεχνών). Οί γονείς του ήθελαν να σπουδάσει γιατρός εκείνος όμως προτίμησε την Ζωγραφική. Στο Παρίσι πήγε αργότερα ως ανταποκριτής της εφημερίδας Εμπρός στην οποία και δημοσίευσε το πρώτο διήγημα και πεζογράφημα του «Τα Παρισινά Γράμματα» το οποίο και προκάλεσε μεγάλη και παγκόσμια αίσθηση και εντύπωση και τα οποία και κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατό του σε έναν τόμο με τον τίτλο «Φιλολογικά Χρονογραφήματα».
Επιστρέφοντας από το Παρίσι συνέχισε να εργάζεται ως ανταποκριτής, αρθογράφος και ως αρχισυντάκτης στην εφημερίδα Εμπρός για άλλα 3 χρόνια.
Καταγωγή
Ο Λάμπρος Παπαντωνίου, ο πατέρας του Ζαχαρία, ήρθε από τη νότια Ρωσία το 1872 όπου υπηρετούσε ως δάσκαλος, προκειμένου να αποφύγει μια μεγάλη επιδημία που είχε ξεσπάσει στην περιοχή. Φθάνοντας στην Ελλάδα, κατέφυγε στο Καρπενήσι όπου διέμεναν οι συγγενείς της γυναίκας του (Ελένη Ηλιοκαύτου), η οποία ήταν κόρη του συμβολαιογράφου Ζαχαρία Ηλιόκαυτου. Επειδή όμως την εποχή αυτή δεν υπήρχε κενή θέση δασκάλου στο Καρπενήσι, τοποθετήθηκε στη Γρανίτσα, όπου μεταφέρθηκε με τη γυναίκα του και τον πρωτότοκο γιο του Χαρίλαο.
Η γυναίκα του έμεινε σε ενδιαφέρουσα και όταν ήρθε ο καιρός να γεννήσει πήγε στο Καρπενήσι, στους δικούς της, για να βρίσκεται την ώρα του τοκετού κοντά σε γιατρούς. Ο Ζαχαρίας γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1877 στο σπίτι των Γ. και Β. Φαρμακίδη. Μετά τη γέννα η μητέρα με το νεογέννητο επέστρεψαν στη Γρανίτσα. Στο μητρώο αρρένων του Δήμου Απεραντίων ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου φέρεται εγγεγραμμένος με αύξοντα αριθμό 1460.
Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι εκείνη την εποχή ανακηρύχτηκε άγιος ο “Νεομάρτυς Μιχαήλ ο εκ Γρανίτσης”. Ο Λάμπρος Παπαντωνίου, που υπηρετούσε τότε στη Γρανίτσα, έγραψε το γνωστό απολυτίκιο του Αγίου “Των Αγράφων τον γόνον και Ελλάδος αγλάισμα….”, καθώς και το δοξαστικό των Αίνων (1881). Και τα δύο μπήκαν στην ακολουθία του Αγίου.
Η οικογένεια του Λάμπρου Παπαντωνίου είχε 4 παιδιά, τ Χαρίλαο, το Θανάση, τη Σοφία και το Ζαχαρία. Από τη Γρανίτσα έφυγε το 1890 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όταν ο Ζαχαρίας ήταν 13 ετών.
Βιογραφία
Τελείωσε το Γυμνάσιο και γράφτηκε στην ιατρική την οποία δεν τελείωσε ποτέ γιατί τον είχε απορροφήσει η δημοσιογραφία. Από το 1893 συνεργάζεται με την Ακρόπολη του Βασίλη Γαβριηλίδη και παίζει ως ερασιτέχνης ηθοποιός στο θέατρο Αθήναιον.
Δημοσιεύει το πρώτο του διήγημα “O ΨΩΜΑΣ” και δημοσιογραφεί σε διάφορες εφημερίδες. Παράλληλα Σπουδάζει ζωγραφική. Το 1897 συγκλονίζεται από την Ελληνική ήττα και γράφει τα ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ. Τρία χρόνια αργότερα γίνεται αρχισυντάκτης στο “ΣΚΡΙΠ”μέχρι το 1905. Παράλληλα ο αδελφός του ο Θανάσης παρουσιάζει έντονα ψυχολογικά προβλήματα.
Το 1906 δημοσιογραφεί στο ΧΡΟΝΟ και στο “ΜΠΡΟΣ. To 1908 γίνεται ανταποκριτής της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ στο Παρίσι. Πολύ σύντομα όμως ο Διευθυντής του σταμάτησε να τον πληρώνει, λόγω οικονομικών προβλημάτων. Εκείνος απαγοητεύεται και αρρωσταίνει αλλά ευτυχώς τον συντηρούσε ο Σωτήρης Σκύπης. Την εποχή αυτή έστελνε τα “Παρισινά Γράμματα” που αξιολογήθηκαν πολύ σπουδαία.
Γυρίζοντας από το Παρίσι το 1911, συνδέεται μετά ένα χρόνο με τον Ελευθέριο Βενιζέλο μέσω του Στέφανου Γρανίτσα και διορίζεται νομάρχης. Το 1914 ως νομάρχης Μεσσηνίας βραβεύεται σε κρατικό διαγωνισμό ποίησης. Όταν ήταν νομάρχης Λακωνίας το 1916, απαγόρευσε το ανάθεμα των ιερωμένων κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου και παραπέμπεται σε δίκη. Την επομένη χρονιά (1917) πεθαίνει ο πατέρας του, αν και πολλοί είπαν ότι αυτοκτόνησε.
Το 1918 κυκλοφορούν τα ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ και ο ίδιος διορίζεται διευθυντής στην Εθνική Πινακοθήκη. Την επόμενη χρονιά αυτοκτονεί ο αδελφός του ο Θανάσης και ο ίδιος συμμετέχει στη συγγραφή του βιβλίου ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ ΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ. Ακολουθεί η έκδοση της ποιητικής του συλλογής ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ αφιερωμένη στη μνήμη του αδελφού του.
Στις εκλογές της ίδιας χρονιάς επικράτησαν οι αντιβενιζελικοί και στην Πλατεία Συντάγματος καίγονται τα “ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ” ως αντεθνικά και αντιθρησκευτικά. Το 1923 κυκλοφόρησαν οι “ΠΕΖΟΙ ΡΥΘΜΟΙ” και του απονέμεται το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Ακολουθεί η κυκλοφορία των ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ και το ανέβασμα στη σκηνή του Κοτοπούλη, του θεατρικού του έργου Ο ΟΡΚΟΣ ΤΟΥ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥ το οποίο σημείωσε παταγώδη αποτυχία.
Επανέρχεται ο Βενιζέλος και ξαναγυρνούν τα ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ. Το 1934 πεθαίνει ο αδελφός του ο Χαρίλαος και μέχρι το 1938 που εκλέγεται ακαδημαϊκός εκδίδει τα έργα ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, ΘΕΙΑ ΔΩΡΑ, Ο ΟΘΩΝ ΚΑΙ Η ΡΩΜΑΙΚΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ, ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΟΡΘΡΟΣ, Η ΘΥΣΙΑ. Κατά εκλογή του ως Ακαδημαϊκού εκφωνεί τον εναρκτήριο λόγο του για το Θεοτοκόπουλο στη δημοτική. Για πρώτη φορά ακούγεται στην αίθουσα του Ιδρύματος η δημοτική γλώσσα.
Πέθανε την 1η Φεβρουαρίου 1940, (μια μέρα πριν τα γενέθλιά του) μέσα στο τραμ, ενώ πήγαινε στην Ακαδημία, σε ηλικία 63 ετών.
Η αγάπη του για τη φύση, τη Ρούμελη και τα παιδιά
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου ήταν ένας ευαίσθητος, άμεσος και αληθινός άνθρωπος. Με ηθικές αξίες πραγματικά ρεαλιστικές και απόλυτα αποδεκτές από την κοινωνία, γι’ αυτό και όλα τα γραπτά του είναι διαχρονικά και αγγίζουν τις ευαισθησίες όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Η αγάπη του προς τα φυτά, τα ζώα, τη φύση και προ παντός στα παιδιά είναι πολύ μεγάλη.
Μεγάλο ευτύχημα για τα παιδιά ήταν το αναγνωστικό του τα “Ψηλά Βουνά”. Ηταν το καλύτερο και περιεκτικότερο στην ιστορία των νεοελληνικών αναγνωστικών και εξακολουθεί να είναι. Πολλές από τις εικόνες και τις σκηνές που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό είναι βιώματά από τη ζωή του στη Γρανίτσα. Σε πολλά από τα ποιήματά του και τα έργα του αναφέρεται στη Ρούμελη και το Καρπενήσι, υμνώντας τα ψηλά βουνά και τις φυσικές τους ομορφιές για τα οποία έτρεφε κρυφή λαχτάρα.
Έργα
Τα έργα του είναι όπως παρακάτω:
Ποίηση
«Πολεμικά τραγούδια» (1898 – εμπνευσμένα από τον πόλεμο του 1897)
«Χελιδόνια» (1920 – παιδικά ποιήματα τα οποία μελοποίησε ό Γεώργιος Λαμπελέτ)
«Πεζοί ρυθμοί» (1923 – πεζοτράγουδα)
«Θεία Δώρα» (1933)
Μελοποιημένα
Από τον Κερκυραίο συνθέτη Γεώργιο (Τζώρτζη) Λαμπελέτ
«Χελιδόνια» (παιδικά ποιήματα)
το ποίημα «Τσιριτρό»παρτιτούρα από το βιβλίο «Τα ψηλά βουνά»
Πεζογραφία
«Παρισινά Γράμματα» (1908-1910 – ανταποκρίσεις από το Παρίσι, δημοσιευμένες στην εφημερίδα Εμπρός. Μεταθανάτια συγκεντρωτική-επιλεκτική έκδοση).
«Τα ψηλά βουνά» (1918 – Κρατικό Αναγνωστικό της Γ΄τάξης του Δημοτικού.Μοναδικό έργο έως και σήμερα στην ελληνική σχολική λογοτεχνία).
«Διηγήματα» (1927)
«Νεοελληνικά Αναγνώσματα» (1931 – για την Α΄ τάξη των Γυμνασίων)
«Βυζαντινός όρθρος» (1936)
«Η Θυσία» (1937)
«Σχεδιάσματα» (αισθητικά μελετήματα, κριτικά άρθρα, σύντομες μελέτες και χρονογραφήματα -μεταθανάτια συγκεντρωτική -επιλεκτική έκδοση) (1947).
«Ταξίδια (ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ισπανία)» (μεταθανάτια συγκεντρωτική-επιλεκτική έκδοση)(1946).
«Κριτικά» (μεταθανάτια συγκεντρωτική-επιλεκτική έκδοση 1966 – κριτικά κείμενα λογοτεχνίας και, κυρίως, εικαστικών τεχνών)
«Όθων και η ρωμαντική δυναστεία» (1933)
«Άγιον Όρος» (1934)
«Παρισινά διηγήματα» μετά θάνατον έκδοση (1945)
Θεατρικά έργα
«Ο Όρκος του πεθαμένου» θεατρικό (1929 – δραματοποίηση του δημοτικού τραγουδιού Του νεκρού αδελφού)