Η Μάργκαρετ Θάτσερ υπήρξε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας και η πιο διάσημη βρετανίδα πολιτικός του 20ου αιώνα μετά τον Γουΐνστον Τσόρτσιλ.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ – η «Κόρη του Μπακάλη», όπως την είχαν αποκαλέσει για την ταπεινή της καταγωγή ή «Σιδηρά Κυρία», προσωνύμιο που της είχαν προσάψει επιτυχημένα οι Σοβιετικοί για την ασυμβίβαστη πολιτική της και το ύφος της ηγεσίας της- ήταν η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας και η πιο διάσημη βρετανίδα πολιτικός του 20ου αιώνα μετά τον Γουΐνστον Τσόρτσιλ.
Κατέκτησε περίοπτη θέση στις δέλτους της ιστορίας με την οικονομική και πολιτική ιδεολογία που πήρε το όνομά της. Ο Θατσερισμός εφαρμόστηκε στα 11 χρόνια της παντοδυναμίας της (1979-1990), προς μεγάλη δόξα της ελεύθερης αγοράς, και καταγράφηκε ομόφωνα στα λεξικά ως συνώνυμο του πιο σκληρού φιλελευθερισμού, γνωστού και ως νεοφιλευθερισμού.
Η Μάργκαρετ Χίλντα Ρόμπερτς γεννήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1925, πάνω από το μπακάλικο του πατέρα της στην πόλη Γκράνθαμ της κεντρικής Αγγλίας. «Γεννήθηκα σε ένα σπίτι που ήταν πρακτικό, σοβαρό και έντονα θρησκευόμενο» έγραψε στην αυτοβιογραφία της. Σπούδασε Χημεία με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και εργάστηκε ως χημικός για τέσσερα χρόνια. Αργότερα σπούδασε και νομικά με ειδίκευση στο φορολογικό δίκαιο. Στις 13 Δεκεμβρίου 1951 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Ντένις Θάτσερ (1915-2003) με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τα δίδυμα Μαρκ και Κάρολ.
Ο σύζυγός της υποστήριξε εξαρχής τις πολιτικές της φιλοδοξίες. Στις εκλογές του 1950 και του 1951 ήταν υποψήφια με το Συντηρητικό Κόμμα στην εκλογική περιφέρεια του Ντάρτφορντ -ένα από τα προπύργια του Εργατικού Κόμματος- και παρότι δεν εξελέγη, κατόρθωσε να αυξήσει ψήφους στο κόμμα της και να μειώσει αισθητά την απόσταση που την χώριζε από τον βασικό της αντίπαλο.
Στις εκλογές του 1959, ήταν υποψήφια των Συντηρητικών στη «σίγουρη» εκλογική περιφέρεια του Φίντσλεϊ στο βόρειο Λονδίνο. Κέρδισε με άνεση την πλειοψηφία και στις αρχές του 1960 εκφώνησε τον πρώτο λόγο στη Βουλή των Κοινοτήτων. Μια τοπική εφημερίδα κυκλοφόρησε την επομένη με τον διορατικό τίτλο «Ένα αστέρι γεννιέται».
Το 1973, ως υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Χιθ κατάργησε τη διανομή δωρεάν γάλακτος στα σχολεία προκαλώντας έντονες αντιδράσεις και δίνοντας στους συμπατριώτες της μια πρώτη γεύση από την άτεγκτη αποφασιστικότητα που τη χαρακτήριζε. Το 1975 εξελέγη αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος, το οποίο από τον προηγούμενο χρόνο βρισκόταν στην αντιπολίτευση. Στις επόμενες εκλογές, στις 3 Μαρτίου 1979, εξελέγη πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας με ποσοστό σχεδόν 45% και παρέμεινε στο τιμόνι της χώρας ως το 1990.
Η πρώτη περίοδος της πρωθυπουργίας της σημαδεύτηκε από το Βορειοϊρλανδικό Ζήτημα και τον Πόλεμο των Φόκλαντς. Στις 5 Ιουνίου 1981, ύστερα από δυο και πλέον μήνες απεργία πείνας πέθανε ο Μπόμπι Σαντς, ο αρχηγός του Ιρλανδικού Απελευθερωτικού Στρατού (IRA) στη φυλακή Μέιζ της Βόρειας Ιρλανδίας. Αίτημα των απεργών πείνας ήταν να θεωρηθούν πολιτικοί κρατούμενοι όλα τα φυλακισμένα μέλη του που έφεραν στην στάμπα του τρομοκράτη από τις βρετανικές αρχές. Η Θάτσερ κράτησε σκληρή στάση και αρνήθηκε να διαπραγματευτεί μαζί τους. Τον Απρίλιο του 1982, ξέσπασε ο πόλεμος των Φόκλαντς, νησιών στον Νότιο Ατλαντικό, που διεκδικούσε και είχε καταλάβει προσωρινά η Αργεντινή. Η Βρετανία επικράτησε στα πεδία των μαχών και ανακατέλαβε τα νησιά.
Τον Ιούνιο του 1983, εξελέγη για δεύτερη θητεία στην πρωθυπουργία της Μεγάλης Βρετανίας, εξασφαλίζοντας μεγάλη πλειοψηφία του Συντηρητικού Κόμματος στην Βουλή των Κοινοτήτων. Η δεύτερη σαρωτική νίκη της στις εκλογές της έλυσε τα χέρια προκειμένου να εφαρμόσει ένα αυστηρό οικονομικό πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, αγνοώντας τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις και «λυγίζοντας» ανεπανόρθωτα τα συνδικάτα. Η απεργία που σημάδεψε την πρωθυπουργία της ήταν αυτή των ανθρακωρύχων που διήρκεσε ένα χρόνο (1984- 85). Στο τέλος οι απεργοί ηττήθηκαν και πολλά από τα υπό κρατικό έλεγχο ανθρακωρυχεία έκλεισαν.
Τη νύχτα της 11ης Οκτωβρίου 1984, μια βόμβα εξερράγη σε ξενοδοχείο του Μπράιτον όπου είχαν καταλύσει η Θάτσερ και η κυβέρνησή της για το συνέδριο των Συντηρητικών, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πέντε άτομα. Η βρετανίδα πρωθυπουργός δεν έπαθε το παραμικρό, αλλά ο IRA πήρε την εκδίκησή του, καθώς ανέλαβε την ευθύνη.
Τον Ιούνιο του 1987 οδήγησε το κόμμα της σε μια τρίτη ιστορική νίκη. Τρία χρόνια αργότερα οι Συντηρητικοί την αμφισβήτησαν με αφορμή τις αντιευρωπαϊκές θέσεις της (ήταν αντίθετη με την είσοδο της Βρετανίας στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα και υπέρμαχος από τότε του Brexit) και την δημοσιονομική της πολιτική, που ήταν αρκούντως νεοφιλελεύθερη. Στις 22 Νοεμβρίου 1990, έπεσε θύμα εσωκομματικού πραξικοπήματος και αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Την διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ο Τζον Μέιτζορ.
Τα επόμενα χρόνια εξαργύρωνε την δόξα της δίνοντας διαλέξεις στις ΗΠΑ και σε χώρες της Ασίας όπου είναι πολύ δημοφιλής.Το φθινόπωρο του 2001, έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό ενώ γιόρταζε με τον σύζυγό τη την 50ή επέτειο του γάμου τους στη Μαδέρα. Τα εγκεφαλικά συνεχίστηκαν και, κατόπιν συμβουλής των γιατρών της, αποφάσισε να αποσυρθεί από το προσκήνιο.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ πέθανε στις 8 Απριλίου 2013 στο Λονδίνο, σε ηλικία 87 ετών.
Η «Σιδηρά Κυρία» εξακολουθεί να έχει φανατικούς οπαδούς και ορκισμένους εχθρούς, οι οποίοι δεν μπορούν ακόμη να συμφωνήσουν αν η περίοδος της πρωθυπουργίας της, ήταν καλή ή κακή για τη Βρετανία. Οι πρώτοι υποστηρίζουν ότι η Θάτσερ απελευθέρωσε την οικονομία από τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο και το «καπέλωμα» των συνδικάτων.
Σε άλλους ακόμη και η αναφορά του ονόματος της προκαλεί ανατριχίλα. Γι’ αυτούς θα είναι πάντα η πρωθυπουργός που θυσίασε τρία εκατομμύρια ανέργους στον βωμό της ανεξέλεγκτης αγοράς, που κατάργησε τις κοινωνικές δαπάνες, που κατέστρεψε το εθνικό σύστημα υγείας, που μισούσε τους φτωχούς και που τόλμησε να πει: «Κοινωνία; Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα.Μόνο οικογένεια και άτομα».
Όποια γνώμη και αν έχει κανείς για την ίδια, γεγονός είναι ότι η Μάργκαρετ Θάτσερ άλλαξε για πάντα την όψη της Μεγάλης Βρετανίας. Μαζί με τον ομοϊδεάτη και σύμμαχό της Ρόναλντ Ρίγκαν κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο. Κέρδισε ακόμη τον πόλεμο των Φόκλαντς, τον πόλεμο εναντίον των συνδικάτων και τρεις εκλογικές αναμετρήσεις στη σειρά. Αυτό το κατόρθωμα την έχει κάνει «εικόνισμα» στα μάτια των συντηρητικών ψηφοφόρων.