Βασίλης Δημ. Χασιώτης
«Αν είναι αλήθεια πως ένα έθνος άξιο να ζήσει χαλυβδώνεται, ωριμάζει μέσα στον αγώνα, τότε και η ιταλική επίθεση, η εισβολή στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1940, πρέπει να κριθεί με ειδικά κριτήρια. Ας θεωρηθεί σαν ένα περιστατικό από εκείνα που, ενώ ξεκινάνε από μια πρόθεση ταπεινή και κακόβουλη, μετουσιώνονται χάρη στο πνεύμα της Ιστορίας και γίνονται πηγές φρονήματος, ζωής»
Άγγελου Τερζάκη : Ελληνική Εποποιΐα 1940-1941, 2η έκδοση, έδκ. ΓΕΣ, 1990, σελ. 11
Είπε ο Ζαρατούστρα : «Λέτε πως ο καλός σκοπός αγιάζει και τον πόλεμο ακόμα; Εγώ σας λέγω : Ο καλός πόλεμος είναι αυτό που αγιάζει κάθε σκοπό.»
Φρ. Νίτσε : Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 2η έκδοση, εκδ. Δωδώνη, σελ. 86
Τι είναι η Εθνική «Γιορτή» της 28ης Οκτωβρίου;
Μια μέρα αργίας από την δουλειά, και όταν η γιορτή δεν πέφτει σε εργάσιμη μέρα, απλά, είναι κάτι που δεν έχει και μεγάλη σημασία, όταν δεν μας θυμώνει και από πάνω;
Ή είναι μια ευκαιρία για τους πολιτικούς να μιλήσουν για τη σημασία των «υψηλών ιδανικών της εθνικής κυριαρχίας, της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας», για τις «θυσίες» που απαιτούνται για την κατάκτηση και διατήρηση ατών των ιδανικών -και στις οποίες οι ίδιοι, ενίοτε δεν αποτελούν και τα καλύτερα παραδείγματα προς μίμηση-, να μας μιλήσουν για τα «Μεγάλα Όχι» με βάση τα οποία πήγε μπροστά αυτός ο Λαός και αυτή η Χώρα, τα οποία και αυτά δεν εγγράφονται παρά ως εξαίρεση στα δικά τους έργα και ημέρες;
Ή μήπως, ιδίως όταν μια εθνική γιορτή, πέφτει σε περιόδους δύσκολους για τη Χώρα και το Λαό, λειτουργεί και ως ένα είδος άρτου και θεάματος, ώστε με την «τρώγοντας υπερηφάνεια», να ξεχνάμε την ανέχεια;
Τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν κι έτσι, και αν δεν θέλουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, οι φωνές αμφισβήτησης για τη χρησιμότητα και σκοπιμότητα των «Εθνικών Εορτών», αρχίζουν ολοένα και περισσότερο να εκφράζονται περισσότερο άνετα δημόσια, όχι κατ’ ανάγκην με επιχειρήματα όπως τα παραπάνω.
Όμως, ανεξάρτητα αν μια «Εθνική Εορτή», τείνει να καταστεί ως μια ημέρα αργίας για εκδρομή, ή βόλτα ή απλά ξεκούραση, ανεξάρτητα αν επιχειρείται να υποβαθμιστεί το ουσιαστικό της περιεχόμενο, αν όχι να λοιδορηθεί, σε ό,τι με αφορά, η θέση μου είναι τούτη : Δεν θα αξιολογήσω τη χρησιμότητα της Ιστορικής Μνήμης, διότι περί αυτού συζητάμε, με βάση το πόσο έχει περιθωριοποιηθεί ή τείνει να περιθωριοποιηθεί στη συνείδηση του κόσμου.
Για οποιονδήποτε Λαό, η Ιστορική του Μνήμη, αν ποτέ μετατραπεί σε Λήθη, τότε η πιθανότητα να οδηγηθεί στα δεσμά της Αθλιότητας του Παρελθόντος είναι πολύ μεγαλύτερη από το να τα αποφύγει. Η Ιστορική Λήθη, ήταν πάντα η αγαπημένη πολιτική και στρατηγική της Αθλιότητας, διότι ιδίως αυτή, έχει κάθε λόγο να την επικαλείται. Η γλώσσα της Λήθης, η γλώσσα της Αθλιότητας, είναι το νεκροσέντονο της Αλήθειας που έχει υποταχθεί. Η Λήθη εκφράζει πλέον μιαν «αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα», ενώ η Αλήθεια μετατρέπεται σε ένα είδος παραμυθιού, ένα είδος λογοτεχνικού μυθιστορήματος.
Όμως, μια Εθνική Γιορτή, δεν είναι ούτε λογοτεχνία, ούτε συνιστά πρόσφορο έδαφος για ρητορείες : αναδεικνύει Τραγωδίες. Διότι αυτές πρέπει να αποφεύγουμε, αυτές δεν πρέπει να ξεχνάμε. Και αναδεικνύει, ακόμα περισσότερο, την αριστοτελική «…δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Η Ιστορική Μνήμη ως λόγος ανιχνευτικός της Αλήθειας, μας κρατάει στη μέρα, κρατώντας τη Λήθη στη νύχτα, διαφορετικά, αν η τελευταία επικρατήσει, τότε, να που «Η νύχτα της λήθης καλύπτει τότε το νόημα των πράξεων και των δολοπλοκιών, των εμπειριών και των πειραμάτων…» (Αξελός, Κώστας : Προς την πλανητική σκέψη, 2η έκδοση, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ» Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ ΑΕ, Αθήνα, 1985, σελ. 116). Διότι, «μια φωνή που δεν οδηγεί πουθενά δεν είναι τίποτα και δε λέει τίποτα. μόνη η φωνή που ονομάζει και που σκοτώνει εκφράζει και υποδεικνύει μια οδό –περιοδεύουσα» (Αξελός, Κώστας : ό.π., σελ. 117).
Συνεπώς, ας ξαναθέσουμε το ερώτημα :
Τι γιορτάζουμε τη 28η Οκτωβρίου;
Το «ΟΧΙ» στο ιταμό τελεσίγραφο των Ιταλών;
Όχι! (Τουλάχιστον όχι μόνο).
Γιορτάζουμε κάτι πολύ πιο σημαντικό.
Γιορτάζουμε τη Μέρα της Μνήμης, εκείνης της Μνήμης, που μας θυμίζει πόσο ακριβά έχει πληρώσει η Ανθρωπότητα συνολικά και το κάθε Έθνος, κάθε Λαός και κάθε Χώρα χωριστά, στον Ιστορικό τους Ρου, το Δικαίωμα στην Αξιοπρέπεια και την Ελευθερία που έχουν κατακτήσει.
Γιορτάζουμε τη Μέρα της Μνήμης, εκείνης της Μνήμης, που μας θυμίζει πόσο ακριβά έχει πληρώσει η Ανθρωπότητα συνολικά και το κάθε Έθνος, κάθε Λαός και κάθε Χώρα χωριστά, στον Ιστορικό τους Ρου, την Ιστορική Λήθη που οδηγεί, αφού προηγούμενα λεηλατηθεί και η Αξιοπρέπεια και η Ελευθερία, και οι οικονομικές κατακτήσεις που προέκυψαν απ’ αυτές, στην Μεγάλη Επιστροφή στις πιο Σκοτεινές Εποχές του Παρελθόντος.
Γιορτάζουμε τη Μέρα η οποία δίνει Νόημα και Περιεχόμενο στην Ανθρώπινη Ζωή, τη Ζωή στην οποία ο Άνθρωπος διεκδικεί μια θέση ανώτερη από αυτή του Ζώου και του Πράγματος.
Γιορτάζουμε τη Μέρα η οποία διδάσκει πως για να κερδίσεις τη Ζωή όταν απειλείται από την ΥΛΙΚΩΣ ισχυρότερη ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ, η ΦΥΓΗ και ο ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ, δεν πρόκειται να την εξασφαλίσουν κάτι ανώτερο από τη θέση ενός ΥΠΗΚΟΟΥ, αν όχι ουσιαστικά και όχι κατ’ ανάγκην και τυπικά ΥΠΟΔΟΥΛΟΥ. Η προοπτική της Ανέντιμης Νίκης και της Έντιμης Ήττας, είναι ότι η μεν πρώτη θα μετατραπεί σε ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΥΒΡΗ, η δε δεύτερη, σε ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ.
Είναι η «ΎΒΡΗΣ» και η «ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ» κάτι που «τρώγονται»; Το ερώτημα έχει τεράστια σημασία, για όσους «τρώνε» μονάχα ό,τι έχει σχέση με το ατομικό ή δημόσιο πορτοφόλι. Λοιπόν, ας τους δώσουμε ένα σύντομο μάθημα. Η Πρόοδος, όχι η πνευματική, που δεν τους ενδιαφέρει, όχι η ηθική, που ούτε αυτή τους ενδιαφέρει, όχι η πολιτική και δημοκρατική που δεν τους ενδιαφέρει, ούτε η κοινωνική, που ούτε αυτή τους πολυενδιαφέρει (εξόν από το πώς να απολαμβάνουν τις περισσότερες κοινωνικές παροχές στέλνοντας τον λογαριασμό στην υπόλοιπη Κοινωνία), μα η οικονομική και αγοραία ανάπτυξη, αυτή που μονάχα τους νοιάζει, αν εκτινάχτηκε σε επίπεδα που ήταν αδιανόητα εκατό, διακόσια χρόνια πριν, πόσο μάλλον ακόμα παλιότερα, έχει άμεση σχέση, και μάλιστα σχέση πολύ μεγάλη, με όλες τις προηγούμενες προόδους που αναφέραμε ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ, ό,τι σήμερα βιώνουμε ως «Πρόοδο», θα ήταν εντελώς διαφορετικό, θα ήταν κάτι που θα έμοιαζε με τους αιώνες που πέρασαν και από τους οποίους στην ουσία ποτέ δεν θα είχαμε κατορθώσει να ξεφύγουμε.
«Εδώ και ογδόντα χρόνια, έγιναν αξιομνημόνευτα πράγματα. Εξαίσια ερείπια σκεπάζουν το λιθόστρωτο. Λίγο είναι αυτό που γίνηκε δίπλα σ’ εκείνο που απομένει να γίνει. Να καταστρέψουμε είναι ο μόχθος, να οικοδομήσουμε είναι το έργο. Η πρόοδος γκρεμίζει με το αριστερό χέρι και με το δεξί της χτίζει. Το αριστερό χέρι της προόδου ονομάζεται δύναμη, το δεξί το λένε πνεύμα. Πολλή ως την ώρα σωτήρια καταστροφή έγινε· όλος ο παληός τυραννικός πολιτισμός, χάρη στους πατέρες μας σαρώθηκε. Πάνε, όλα τελειώσανε, σωριάστηκαν, κείτονται κατά γης. Όρθιες, τώρα, όλες, διάνοιες! Στο έργο, στο μόχθο! στο καθήκον! Πρέπει να χτίσουμε! Να τρία ερωτήματα : Τι να χτίσουμε; Πού να χτίσουμε; Πώς να χτίσουμε; Απαντούμε : Να οικοδομήσουμε το λαό. Να τον οικοδομήσουμε μέσα στην πρόοδο. Να τον οικοδομήσουμε με το φως.» (Βίκτωρ Ουγκώ : Φιλολογία και Φιλοσοφία, εκδ. Μαρή, Αθήνα, σελ. 114)
Αξίζει επομένως να γιορτάζουμε μια τέτοια Μέρα;
Η απάντησή μου είναι : ΝΑΙ!
Διότι μια τέτοια «γιορτή», δεν μας κάνει να ζούμε με τις «αναμνήσεις» μας, διότι δεν είναι μια νοσταλγική αναδρομή στα περασμένα. Είναι μέρα άντλησης ΔΙΔΑΓΜΑΤΩΝ, κυριότερο των οποίων είναι πως τίποτα από όσα δικαιούμαστε ή πασχίζουμε να πετύχουμε ως «αυτονόητα Ανθρώπινα Δικαιώματα» δεν είναι χαρισμένο και καμία κατάκτηση δεν μπορεί να θεωρείται δοσμένη χωρίς Διαρκή Αγώνα. Πόλεμος εναντίον της Αξιοπρέπειας και της Ελευθερίας του Ανθρώπου δεν είναι μονάχα ό,τι χρησιμοποιεί στρατιωτικά μέσα, μα ο,τιδήποτε μέσο πλήττει τις Ανθρώπινες Αξίες, αποτελεί «όπλο» στα χέρια της Βαρβαρότητας. Από αυτή την άποψη, μπορούμε να πούμε ότι διαρκώς βιώνουμε ένα είδος Ολοκληρωτικού Πολέμου, κι αυτό που λέγεται ως ένα δίδαγμα από την εποχή του Πρώτου ήδη Παγκοσμίου Πολέμου, μπορεί άνετα να επεκταθεί διαχρονικά ως τις μέρες μας : «Ο πόλεμος δεν ήταν πια η πατροπαράδοτη σύρραξη των ενόπλων δυνάμεων, έγινε πάλη ανάμεσα στους εθνικούς πόρους που συνολικά διέθετε ο καθένας από τους εμπολέμους. Οι πατροπαράδοτες πολεμικές προσπάθειες που απασχολούσαν μόνο ένα τμήμα του ανθρώπινου δυναμικού και των πόρων του κράτους, αντικαταστάθηκαν από την ολοκληρωτική επιστράτευση του ανθρώπινου και βιομηχανικού δυναμικού. Η νέα κατάσταση επέβαλε την νέα αντίληψη του «ολοκληρωτικού πολέμου.» (UNESCO : Η Ιστορία της Ανθρωπότητος, εκδ. Χ. Τεγόπουλος – Ν. Νίκας, Αθήναι, 1970, Τόμος 10, σελ. 4790).
Γιορτάζουμε το ΟΧΙ στην ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ της ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑΣ, που αρκετά νωρίτερα από την 28η Οκτωβρίου, όταν έστρεψε το βλέμμα του στην Πατρίδα μας, είχε αρχίσει να απλώνεται στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, έχοντας αρχίζει να καταπίνει με ακατάσχετη βουλιμία Χώρες όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, και με ξεκάθαρη τη πρόθεση να συνεχίζει. Γιορτάζουμε την απόκρουση της ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑΣ, της οποίας ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελεί την έναρξη της δεύτερης προσπάθειάς της, στον ίδιο 20ο αιώνα, (μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο), να εγκαθιδρύσει την Αυτοκρατορία της.
Μάλιστα, ο 20ος αιώνας, αν τρόμαξε την Ανθρωπότητα για κάτι, είναι για το γεγονός ότι με τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους του, απέδειξε το πόσο τα όρια του «Αδύνατου» σε Εγκλήματα και Αθλιότητες της Βαρβαρότητας, δεν γνωρίζουν σύνορα και μπορούν να επεκτείνονται απεριόριστα όταν δεν βρουν αντίσταση. Ο Hobsbawm το θέτει ορθά το ζήτημα αυτό : «Πριν από το 1914 οι μόνες ουσιαστικά ποσότητες που υπολογίζονταν σε εκατομμύρια, εκτός της αστρονομίας, ήσαν οι πληθυσμοί των χωρών και τα στατιστικά δεδομένα της παραγωγής, του εμπορίου και της χρηματοοικονομίας. Από το 1914 και μετά έχουμε συνηθίσει να μετρούμε με τέτοια μεγέθη τους αριθμούς των θυμάτων : τους νεκρούς και τραυματίες ακόμη και τοπικών πολέμων (Ισπανία, Κορέα, Βιετνάμ) –οι μεγαλύτεροι πόλεμοι μετρούνται σε δεκάδες εκατομμύρια-, τους αριθμούς όσων εξαναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν ή εξορίστηκαν (Έλληνες, Γερμανοί, μουσουλμάνοι στην αχανή Ινδία, κουλάκοι), ακόμη και τους σφαγιασθέντες σε γενοκτονίες (Αρμένιοι, εβραίοι), για να μην αναφέρουμε όσους πέθαναν από λιμούς ή από επιδημίες. Και καθώς τέτοια ανθρώπινα μεγέθη δεν τα χωράει ο ανθρώπινος νους ή ποτέ δεν μπορούν να καταγραφούν με ακρίβεια, εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο παθιασμένης διαμάχης. Αλλά η διαμάχη αφορά τον ακριβή αριθμό των εκατομμυρίων…» (Hobsbawm, J. Eric: Η Εποχή των Αυτοκρατοριών 1875-1914, εκδ. ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, Αθήνα, σελ. 505).
Ο 20ος αιώνας, μας «έμαθε» λοιπόν, ο «ανθρώπινος νους» ν’ αρχίσει να χωράει μεγέθη Βαρβαρότητας, που ίσαμε τότε θεωρούνταν «εξωπραγματικά», μας «έμαθε», και τούτο όχι ο 20ος αιώνας μόνο, πως η τα όρια της ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑΣ, είναι ασύλληπτα ακόμα και από την πιο καλπάζουσα ανθρώπινη φαντασία.
Τα διδάγματα που απορρέουν από αυτή τη «γνώση», και από άλλες σαν αυτή, αν δεν εξαχθούν, αν δεν μείνουν αιώνια ζωντανά στη Μνήμη του Ανθρώπου, η ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ θα ξανάρθει, διότι θα αποδειχτεί ότι δεν έφυγε ποτέ, αλλά ενδημούσε χωρίς να ενοχλεί ιδιαίτερα στο σώμα του ξενιστή της, του Ανθρώπου και της Ανθρωπότητας, έως ότου κρίνει ότι η ώρα της έχει ξανασημάνει και εκδηλώσει την επίθεσή της.
Αξίζει να γιορτάζουμε έναν τέτοιο Πόλεμο, ενάντια σε ένα τέτοιο εχθρό;
Η απάντησή μου είναι : ΝΑΙ!
Γιορτάζουμε, μέσω αυτής της γιορτής, που αποτελεί την πιο αποτελεσματική μέθοδο τέτοια μηνύματα να γίνονται κτήμα του Λαού και ιδίως της νεολαίας του, τον Αγώνα του Ανθρώπου να στέκεται όρθιος, όχι στα πόδια του, μα στο Φρόνημά του, να στέκεται όρθια η Ψυχή του, ακόμα κι όταν το σώμα έχει καταρρεύσει και ο Θάνατος έχει διαβεί τα όρια της αντίστασης που προβάλλει η φυσική αντίσταση του Ανθρώπου.
Έχετε δει φωτογραφίες από τη Κατοχή, ή και ντοκιμαντέρ, που δείχνουν ανθρώπους εκεί που περπατάνε στο δρόμο να γέρνουν και να ξεψυχάνε από τη πείνα; Προσέξτε! Αυτό δεν ήταν οπωσδήποτε αναπόφευκτο, ούτε επιχείρησαν να το αποφύγουν με «ρεαλιστικές» στρατηγικές και πολιτικές επιβίωσης του σαρκίου τους, αρκεί, όπως ο Φάουστ, να δέχονταν να πουλήσουν την ψυχή τους στο Διάβολο. Ο νέος Διάβολος που είχε εγκατασταθεί στη Χώρα ως Κατοχική Δύναμη, ήταν πάντα ανοικτός σε προτάσεις συνεργασίας μαζί του, ακόμα και με κουκούλα, για όσους το επιθυμούσαν, για να προστατευθεί η ταυτότητα του δωσίλογου, παρότι τέτοια «ευαισθησία» δεν την είχαν όλοι. Ένα «ναι» μόνο, και θα γλύτωνε τη ζωή του κι ακόμα τη ζωή της οικογένειάς του, αν όχι από τον θάνατο, τουλάχιστον από το υποσιτισμό και την ανέχεια. Κι ενώ εκείνοι που προτίμησαν τον θάνατο από την συνεργασία με τον εχθρό, το σώμα τους έπεφτε αλλά η Ψυχή τους παρέμενε όρθια, οι άλλοι, κόρεσαν την πείνα τους στον ίδιο βαθμό που καταδίκασαν την Ψυχή τους σε θάνατο.
Γιορτάζουμε ακόμα την πραγματική έννοια των λέξεων! Αυτό είναι πολύ σημαντικό, για όλους μα κυρίως για τη νεολαία, να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το νόημα των ίδιων λέξεων που χρησιμοποιούνται τόσο στη Πολιτεία της Αθλιότητας, όσο και στη Πολιτεία του Ανθρώπου. Αυτό, δεν είναι καθόλου εύκολο στη πράξη. Π.χ., το τι σημαίνει «ΗΤΤΑ» και τι σημαίνει «ΝΙΚΗ». Διότι αυτό το εννοιολογικό ξεκαθάρισμα, δεν έχει να κάνει μονάχα με το πώς θα «μετρήσουμε» το αποτέλεσμα μιας μάχης στον πόλεμο με στρατιωτικά μέσα, μα έχει να κάνει πως «μετράμε» τα αποτελέσματα των καθημερινών μαχών μας στον Διαρκή Αγώνα της Ζωής μας, πώς «μετράμε» τις καθημερινές, τις σημαντικές και τις λιγότερες σημαντικές «ήττες» και «νίκες» μας. Έχω γράψει στο παρελθόν επ’ αυτού σε άλλα άρθρα μου, όμως εδώ, ας αρκεστώ σε κάτι που είχε γράψει ο George Orwell (Το λιοντάρι και ο μονόκερος, εκδ. Εξάντας – Νήματα, Αθήνα, 2003, σελ. 120) : «Η διαφορά ανάμεσα στο να πέσεις πολεμώντας και να παραδοθείς χωρίς να πολεμήσεις δεν είναι θέμα «τιμής» και μεγαλοστομιών σχολικής γιορτής. Κάθε άλλο. Ο Χίτλερ είπε κάποτε ότι η αποδοχή της ήττας σκοτώνει την ψυχή ενός έθνους. Τούτο ακούγεται σαπουνόφουσκα, αλλά είναι απόλυτα αληθές. Η ήττα του 1870 δεν ελάττωσε την παγκόσμια επιρροή της Γαλλίας. Η Τρίτη Δημοκρατία ασκούσε, πνευματικά, μεγαλύτερη επιρροή από τη Γαλλία του Ναπολέοντα Γ΄. Αλλά το είδος της ειρήνης που αποδέχτηκαν ο Πετέν, ο Λαβάλ και οι όμοιοί τους μπορεί να αποκτηθεί μόνο με τη διαγραφή του εθνικού πολιτισμού. Η κυβέρνηση του Βισί δεν μπορεί να απολαύσει την κάλιπική της ανεξαρτησία μόνο με τον όρο ότι θα εξαλείψει τα διακριτικά χαρακτηριστικά της γαλλικής κουλτούρας : το δημοκρατισμό, τον κοσμικισμό, το σεβασμό για το σκεπτόμενο άνθρωπο, την απουσία ρατσιστικών προκαταλήψεων. Αν κάνουμε εγκαίρως την επανάστασή μας, δεν θα ηττηθούμε ποτέ ολοκληρωτικά. Μπορεί να δούμε τα γερμανικά στρατεύματα να παρελαύνουν μπροστά στο Γουάιτχολ, αλλά θα έχει ήδη αρχίσει μια άλλη διαδικασία που στο τέλος θα αποδειχτεί μοιραία για το γερμανικό όνειρο εξουσίας…». Αυτά που λέει για τη Γαλλία και τον Πετέν, ισχύουν απόλυτα και για τους Έλληνες δωσίλογους, κυρίως δε του δωσίλογους «Κυβερνήτες» της Κατοχής.
Το ουσιαστικό μήνυμα του ΟΧΙ, είναι τούτο, όταν τίθεται ως μια εναλλακτική Στάση Ζωής έναντι του ενδεχόμενου ΝΑΙ που θα ήταν δυνατό να υπάρξει : Ποια είναι τα Αξιακά Διακυβεύματα στην μια και στην άλλη περίπτωση; Αυτό επομένως που η κάθε επέτειός του μας καλεί να αναστοχαστούμε είναι πόσο πολύ και πόσο αποτελεσματικά εξακολουθούμε να κατέχουμε και να κατεχόμαστε απ’ τις Αξίες εκείνες για την υπεράσπιση των οποίων οι προγονοί μας και οι γονείς μας θυσίασαν άλλοι μεν τη ζωή τους, άλλοι έμειναν ανάπηροι και άλλοι με βαθιές ψυχικές πληγές, ή αντίθετα, πόσο αυτές οι Αξίες αλλοτριώθηκαν και στη πορεία του χρόνου, σιγά-σιγά αλλά σταθερά για λόγους που ο καθένας μπορεί να ερμηνεύσει και δικαιολογήσει απ’ τη δική του σκοπιά, εξυμνούμε τόσο πιο πολύ και τόσο πιο ηχηρά το ΟΧΙ, όσο μεγαλύτερη είναι η ενοχή και άρα η ανάγκη να δικαιολογούμε την δυσάρεστη πραγματικότητα πως τα ΟΧΙ στην Αθλιότητα έγιναν σπάνια και τα ΝΑΙ τείνουν να καταστούν ο κανόνας.
Αξίζει επομένως μια τέτοια γιορτή;
Για μένα ΝΑΙ!
Γιορτάζουμε τη Συνεχή Πορεία προς όλα τα Μέτωπα που προβάλλουν στη Μεγάλη Πορεία της Ζωής μας και κυρίως, πώς δεν απέλειπε η Δύναμη και η Θέληση να ξεπερνάμε τα εμπόδια μα και τις επιθέσεις που δεχόμαστε από την Αθλιότητα που παραφυλάει σε κάθε μας βήμα.
Περιγράφει ο Ποιητής, πώς τότε, στα 1940, πραγματοποιούνταν η Πορεία προς το Μέτωπο : «Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ’χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως». (Οδυσσέας Ελύτης : Το Άξιον Εστί).
Αλλά, δεν είναι «ασταμάτητος» ο Αγώνας της Ζωής; Όχι της όποιας Ζωής, μα της Ζωής που η Αθλιότητα επιχειρεί να αρνηθεί στον Άνθρωπο. Δεν υπάρχουν φορές που περισσότερο κι απ’ το να «αισθανόμαστε», πράγματι «καταβουλιάζουμε ίσαμε το γόνατο», στον διαρκή Αγώνα μας κατά της Αθλιότητας; Σ’ αυτή τη Διαρκή Πορεία μας προς το Μέτωπο, που τα σύνορά του συνεχώς μεταβάλλονται, διότι συνεχώς μεταβάλλονται και οι παγίδες της Αθλιότητας, πόσες φορές στη ψυχή μας και στη σάρκα μας δεν σβερκώθηκε η Αθλιότητα ίδια σαν τη ψείρα στο φαντάρο στο Μέτωπο του ’40, και πόσες φορές δεν ματώσαμε για να «ξεσβερκωθούμε» απ’ αυτή τη ψείρα, όπως κι αν την ονομάσουμε; Και πόσες φορές, σε τούτη τη Πορεία, δεν μας έσωσαν με τα «ζα» και πόσες φορές δεν επιχειρήσαμε να ξεζωθούμε απ’ αυτό το ζωνάρι που φορές είναι τόσο σφιχτό στη μέση που πάει να σου κόψει την ανάσα;
Πόσο λίγο αξίζει για μια έστω στιγμή, να στοχαστούμε πάνω σ’ αυτό;
Να στοχαστούμε για το πώς θα θωρακίσουμε την Ανθρώπινη Ζωή εναντίον της ζωής που σχεδιάζει για τον Άνθρωπο η Αθλιότητα. Αυτό υποχρεώνει σε μια διαρκή Επιστράτευση του Ανθρώπου για τον Πόλεμο ενάντια στην Αναξιοπρέπεια της Ύπαρξής του.
Ο Άνθρωπος δεν συγχωριέται να προσκυνάει τίποτα άλλο εξόν από τον Αγώνα για την Αξιοπρέπειά του.
Η Φωνή της Αξιοπρέπειας του Ανθρώπου στέλνει το δικό της προσκλητήριο :
«…Κοίταξε· οι λαοί ανεβαίνουν σα χλόη από τα χώματα και πέφτουν πάλι στα χώματα, λίπασμα γονερό για τις μελλούμενες σπορές… Γύμναζε την καρδιά σου να κυβερνάει όσο μπορεί πιο απλόχωρη παλαίστρα… Ακροπόδιζε στον αχόρταγο γκερμό και πολέμα να συντάξεις τ’ όραμα… Ποιο είναι το χρέος μας; Ν’ ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας, και ν’ αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι. Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φρένα μας, μελούδι από το μελούδι μας, την Ιθάκη…» (Ν. Καζαντζάκη : Ασκητική, εκδόσεις, Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα, 1985, σελ. 43-46 (από εδώ κι από εκεί))
Η Αθλιότητα κοιτά τους Ανθρώπους που αντιστέκονται στη μεγαλοσύνη της Δύναμής της και λέει :
«Πρέπει να ξεμπερδεύουμε μ’ αυτές τις ψείρες.» (Dominique Eudes : Οι Καπετάνιοι – Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος 1943-1949, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2009, σελ. 69 [Η φράση ανήκει στον Χίτλερ,, όταν πληροφορήθηκε την αντίδραση του ελληνικού λαού στην εντολή της πολιτικής του επιστράτευσης, στις αρχές του 1943])
Εκείνες όμως οι ψείρες, πολέμησαν και νίκησαν. Στα Βουνά της Πίνδου, έχασαν μια Μάχη μονάχα όταν η μια Αυτοκρατορία, η Ιταλία υποχρεώθηκε να ενωθεί με μιαν άλλη, ακόμα πιο ισχυρότερη, την Γερμανία, για να νικήσουν, εκατό εκατομμύρια αυτοί άρτια εξοπλισμένοι, ένα λαό οκτώ εκατομμυρίων με οπλισμό ασύγκριτα κατώτερο των εχθρών του, κι έτσι, ονόμασαν «νίκη» ό,τι δεν ήταν παρά ήττα τους. Όμως, με τέτοιες κάλπικες «νίκες», μπορεί να κερδίζεις μάχες, όμως τον Πόλεμο είσαι καταδικασμένος να τον χάσεις.
Τούτες οι «ψείρες», δεν δικαιούνται υπερηφάνειας και μιας γιορτής για ό,τι τους προσέδωσε τούτη την περηφάνεια;
Αξίζει επομένως μια τέτοια γιορτή;
Για μένα ΝΑΙ!
Όμως, η απάντηση δεν είναι δεδομένη για όλους. Διότι εξαρτάται από πολλά πράγματα, ένα, και ίσως το πιο σημαντικό από όλα, είναι η κοσμοθεωρία του για τις Θεμελιώδεις Αξίες της Ζωής. Νομίζετε πώς μιλάμε για ένα θέμα που έχει «αυτονόητες απαντήσεις»; Αν αφαιρέσουμε τα παχιά λόγια, τα λόγια του αέρα, επί της ουσίας, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά γύρω μας, εδώ σε τούτη τη Χώρα που ζούμε μα και στον κόσμο γενικότερα, από την Ευρώπη ίσαμε τις τέσσερεις άκρες του ορίζοντα, και να αναρωτηθούμε : γιατί η «κοινή άποψη» όλων, τουλάχιστον στα τμήματα εκείνα του κόσμου που θεωρούνται ότι έχουν κατακτήσει «ανώτερα επίπεδα» δικαιοσύνης, δημοκρατίας, που πρωτοπορούν στα γράμματα, στις επιστήμες και την τεχνολογία, ενώ στα λόγια συγκλίνουν, εν τούτοις, ΑΥΤΟ που ζούμε ΩΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, απέχει τόσο από τις μεγαλόστομες διακηρύξεις; Διότι πολύ απλά, δεν είναι μονάχα ότι δεν πιστεύουν όσα λένε, αυτό είναι ένα συνειδητό ψέμα, μα διότι, πίσω από αυτές τις «λεκτικές συγκλίσεις», υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στο περιεχόμενο των ίδιων αυτών λέξεων, που με τη σειρά, τους, μπορεί να κρύβουν, και κρύβουν συχνά, βαθιές διαφορές κοσμοθεωρίας.
Η «ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ», και αναφέρομαι στην «πραγματικότητα» του γήινου Ανθρώπου και όχι του Μεταφυσικού, (προσέξτε : δεν αφορίζω τον δεύτερο, λέω απλώς, πως αυτό είναι άλλης τάξεως και βαρύτητας θέμα που εδώ δεν μας απασχολεί), διαφορίζεται ανάλογα με την κοσμοθεωρητική μας στάση, από την φιλοσοφία μας για τον κόσμο και έναντι του κόσμου. Οι «λέξεις», εδώ, που συγκροτούν τον πυρήνα των Αξιών μας και άλλες που περιγράφουν τις απειλές εκ μέρους των Απαξιών, είναι κυρίαρχες. Χρησιμοποιώ δε αυτό τον όρο σύμφωνα με την προσέγγισή του από τον Edgar Morin (θα παραβλέψω την κουβέντα για την τύχη των «κυρίαρχων» λέξεων, που και ο Morin κάνει, για την κακοποίησή τους, την «παρέκκλισή» τους κ.λπ.) : «…Οι κυρίαρχες λέξεις είναι ταυτόχρονα : – λέξεις γίγαντες, που επεκτείνουν την κυριαρχία τους σε όλο το πολιτικό πεδίο…, υπερπεριεκτικές λέξεις, που συγκεντρώνουν το μέγιστο της σημασίας και της αλήθειας, γεγονός που καθιστά τις άλλες λέξεις κενές και ψεύτικες, – λέξεις – πυρήνες, που είναι τα κέντρα γύρω από τα οποία συγκεντρώνονται οι πεποιθήσεις και οι ιδέες μας…, – στρατηγικές λέξεις, οχυρά των πολιτικών μας πεποιθήσεων, ή, αντίθετα, λέξεις – τανκς που εκφοβίζουν και τρομοκρατούν τον εχθρό. Οι κυρίαρχες λέξεις λοιπόν είναι κάτι παραπάνω από ιδέες – κλειδιά, που αντιπροσωπεύουν τις θεμελιώδεις διακρίσεις. διακρίσεις / αντιθέσεις που δίνουν σχήμα και νόημα στο σύμπαν μας. Κατέχουν την πραγματικότητα. Γίνονται υπερ – πραγματικές. Έτσι βλέπουμε τον καπιταλισμό, τον κομμουνισμό ή το φασισμό όχι μόνο ως την ουσία της πραγματικότητας, αλλά ως όντα προικισμένα με ύπαρξη και νοημοσύνη…» (Edgar Morin : Αφήνοντας τον Εικοστό Αιώνα, εκδ. Ροές, σελ. 64-65).
Τα Μεγάλα Όχι, τα Πατριωτικά Όχι στην επιβουλή της Ελευθερίας, της Ανεξαρτησίας και της Αξιοπρέπειας, συνήθως ήταν λακωνικά.
Όμως, πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου την πραγματική δύναμη των μηνυμάτων και των εννοιών. «Πατριωτισμός» δεν σημαίνει την ανέξοδη «αγάπη» προς την «Πατρίδα». «Πατριωτισμός» σημαίνει, για να επαναλάβω μια γνωστή φράση του Ντε Γκωλ, να βάζεις τη Χώρα σου πάνω απ’ όλα. Όμως κι εδώ, μπαίνει το ερώτημα : Είναι αυτό τόσο αυτονόητο και τόσο αποδεκτό; Η απάντηση είναι κι εδώ : ΟΧΙ, για τους ίδιους λόγους που αναφέραμε παραπάνω. Η έννοια π.χ. της «Πατρίδας», σε κάποιες ιδεολογίες, δεν είναι αποδεκτή, όχι όμως με την έννοια του «αντιπατριωτισμού», (ας πούμε : του δωσίλογου αντιπατριωτισμού), μα στη βάση μιας εντελώς διαφορετικής άποψης για το πώς πρέπει να είναι συγκροτημένος και οργανωμένος ο κόσμος, και πολύ πιο έντιμης από την πατριδοκαπηλία (των όποιων) κάποιων δήθεν υπερπατριωτών, όσο κι αν διαφωνώ μ’ αυτή την άποψη. (Βλέπε επί του θέματος το ενδιαφέρον βιβλίο του Νίκου Κοτζιά : Πατριωτισμός και Αριστερά, εκδ. Πατάκη).
Όμως, τις διαφωνίες των άλλων, ή απλά τις διαφορετικές τους απόψεις, πρέπει κανείς να τις εγκολπώνει στους δικούς του προβληματισμούς με νηφαλιότητα. Αποτελούν ένα διαρκές κάλεσμα να αξιολογούμε και επαναξιολογούμε όχι μόνο τις απόψεις των άλλων μα και τις δικές μας. Τούτη η εγκόλπωση, είτε θα επιβεβαιώνει την καθ’ ημάς ορθότητα των απόψεών μας, (η οποία όταν αθροίζεται με άλλες συγκροτεί την έννοια της «ευρύτερης άποψης» που μπορεί να εξελιχθεί και σε «απολύτως» ή «σχετικά» πλειοψηφική), είτε θα την διαφοροποιεί αφαιρώντας ή προσθέτοντας στοιχεία, ή και θα οδηγεί στην εγκατάλειψή της. Είναι όμως άλλο πράγμα να μην πείθεσαι όταν είσαι ανοικτός στις απόψεις των άλλων, τις οποίες τις ακούς και τις συζητάς ανταλλάσσοντας επιχειρήματα, και άλλο πράγμα να μην πείθεσαι διότι έχεις αποκλείσει κάθε άλλη άποψη ως άξια να την επεξεργαστείς ως προς το μήνυμά της, ακόμα κι όταν τυπικά τη συζητάς δημόσια και ανταλλάσσεις επιχειρήματα, όμως, με στόχο να σε ακούν και όχι να ακούς.
Τούτα τα Μεγάλα Όχι είναι, για να χρησιμοποιήσω τις λέξεις και το πνεύμα του Camus, η απάντηση του Ανθρώπου στην αμφισβήτηση ότι μπορεί τάχα να υπερβεί το αδιανόητο. Είναι η Απάντηση του Επαναστατημένου Ανθρώπου, της Επαναστατημένης Ανθρωπότητας, εναντίον στο Αδιανόητο : «Τι είναι ο επαναστατημένος άνθρωπος; Ένας άνθρωπος που λέει όχι. Αρνιέται αλλά δεν παραιτείται… Ένας σκλάβος που σ’ όλη του τη ζωή δεχόταν διαταγές ξαφνικά κρίνει μια νέα εντολή απαράδεχτη… Ο δούλος που ξεσηκώνεται ενάντια στον αφέντη του δεν αρνιέται τον αφέντη σαν ύπαρξη. Τον αρνιέται σαν αφέντη. Αρνιέται ότι έχει το δικαίωμα να τον αγνοήσει αυτόν, το δούλο, σαν ανάγκη…» (Albert Camus : Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1971, σελ. 27 και 39).
Τούτο το «Όχι», δεν μπορεί να ειπωθεί με περιττά λόγια. Οι Απαντήσεις του Ανθρώπου στην Αθλιότητα, είναι πάντα λακωνικές. Δεν είχαν και δεν έχουν ανάγκη φλυαρίας, διότι τίποτα που υπερασπίζει Αξίες Πανανθρώπινες και Εθνικές, δεν έχει ανάγκη να στηριχθεί από την φλυαρία.
«Μολών λαβέ»…
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν»…
«Alors, c’est la guerre!»…
Ένας Λαός που «αρνιέται αλλά δεν παραιτείται», ένας Λαός που δεν αρνιέται τον επίδοξο Κατακτητή ως ύπαρξη, διότι αυτός υπάρχει και τον απειλεί ήδη. Τον αρνιέται ως «Κατακτητή», και θα συνεχίσει να τον αρνιέται ΚΑΙ ΜΕΤΑ την κατάκτησή του, διότι δεν αναγνώρισε την «νίκη» του ως «νίκη» του Πολέμου, αλλά απλώς ως μια πρόσκαιρη «νίκη» μιας μάχης ενός Πολέμου που όμως θα τελειώσει με την ήττα του, και πως ο Πόλεμος ποτέ δεν θα τελειώσει, αν η Αθλιότητα δεν παραδοθεί «άνευ όρων». Αυτό όμως δεν αποτελεί ένα απλό «μήνυμα» του ΟΧΙ, είναι το περιεχόμενο ενός Οράματος ότι η Ελευθερία και τα απαράγραπτα Ιστορικά Δικαιώματα του Ανθρώπου δεν τίθενται ποτέ υπό διαπραγμάτευση. Την ερμηνεία αυτή, δεν την δίνει κανένας μεμονωμένος άνθρωπος : την δίνει η Ανθρωπότητα και η Ιστορία του Ανθρώπου.
Κάθε προσπάθεια να «εμπλουτίσουμε» τις παραπάνω φράσεις με λόγο πολιτικό στη θέση του Πατριωτικού Λόγου, θα έχει σαν αποτέλεσμα να φτηνύνει και να αφαιρέσει τη ζωντάνια και τον παλμό που περιέχονται μέσα σ’ αυτές τις λιτές και πλήρως μεστές απαντήσεις.
Τι μπορείς να προσθέσεις στο «Μολών λαβέ», χωρίς να καταστρέψεις το μεγαλείο της Ψυχής που ενσωματώνει μέσα του; Ή στο «Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν», ή στο «Alors, c’est la guerre!»;
Όμως και η Αθλιότητα όταν δεν αντικρούει τα εναντίον της επιχειρήματα, οπόταν και είναι υποχρεωμένη να φλυαρίσει τόσο όσο θα χρειαστεί να αποπροσανατολίσει όσο το δυνατόν περισσότερους ακόμα κι απ’ το ίδιο τους το ερώτημα, όταν θέτει τα δικά της Αξιώματα κι αυτή τα θέτει κατά τρόπο λακωνικό και περιεκτικό διότι εδώ δεν ενδιαφέρεται να αποπροσανατολίσει όσους την ακούν, αλλά αντίθετα, να βάλλουν καλά στο μυαλό τους αυτό που τους λέει. Π.χ, όταν λέει «πας μη μεθ’ ημών καθ’ ημών», αυτό είναι εντελώς ξεκάθαρο, μια προτασούλα που περικλείει μίαν ολόκληρη φιλοσοφία και δεν χρειάζεται καμία πρόσθετη διευκρίνηση.
Όμως, η σημασία αυτού του «ΟΧΙ», μπορεί να υπογραμμιστεί ακόμα πιο έντονα, προσπαθώντας να απαντήσουμε στο ερώτημα : Τι θα συνέβαινε αν λέγαμε, «ΝΑΙ»; Δεν θα ήταν αυτό συμφερότερο για το Λαό και τη Χώρα;
Ας επιχειρήσουμε λοιπόν, να μαντέψουμε, πώς το επιχείρημα της Αποδοχής της Υποταγής στον Ισχυρότερο, εκείνη την ιστορική νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1940, θα μπορούσε να επιχειρηματολογηθεί θετικά από τη πλευρά όσων θα το πρόκριναν.
Στο κάτω-κάτω τι μας ζήτησαν τότε;
Η φασιστική Ιταλία, ζητούσε από την Ελλάδα «ως εγγύησιν δια την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν δια την ασφάλειαν της Ιταλίας το ΔΙΚΑΙΩΜΑ να καταλάβει δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων… ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η ιταλική κυβέρνησις ζητεί από την ελληνικήν κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθεί εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη παρεμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσουν». Αυτό έλεγε το τελεσίγραφο των Ιταλών. Βέβαια η Αυτοκρατορική Ιταλία δεν ζητά καν την άδεια της Ελλάδας, όμως, πόσο σημαντικό είναι αυτό ώστε να μπούμε σε έναν πόλεμο, με βέβαιη την καταστροφή που θα ακολουθούσε από την εξίσου βέβαιη ήττα μας; Άξιζε σε ανθρώπινες και οικονομικές θυσίες μια τέτοια προοπτική, ενώ θα μπορούσαμε μια χαρά εν ονόματι της αποφυγής των μεγαλύτερων ζημιών να δεχτούμε κάτι που θα μας προφύλαγε από τις καταστροφές έναντι ενός μηδαμινού και όλως «συναισθηματικού» κόστους. Ήταν λοιπόν τόσο σημαντικό αυτό που μας ζήτησαν, ώστε η χώρα μας να θυσιάσει σ’ ένα πόλεμο –που θα μπορούσε ν’ αποφύγει αν έλεγε «ναι»- χιλιάδες νέων ανθρώπων και ακόμα περισσότερους ανθρώπους από την επακολουθήσασα Κατοχή; Κι έπειτα, όλοι εκείνοι οι γείτονες μας, που τότε είτε τάχτηκαν ανοιχτά στο πλευρό του Άξονα είτε κράτησαν μια «φιλική» προς τον Άξονα ουδετερότητα, και που εκ των υστέρων βλέπουμε ότι δεν έχασαν τίποτα, τουλάχιστον τώρα, δεν μας κάνει να αναθεωρήσουμε λίγο τις τότε επιλογές μας; Κι ακόμα : «Είναι τόσο σπουδαίο βρε αδερφέ ν’ αφήνατε τότε να καταλάβουν οι Ιταλοί τα στρατηγικά σημεία που θα επέλεγαν; Άλλωστε δεν σας ζήτησαν να υποστείλετε καμιά σημαία! Το πολύ-πολύ στα σημεία που θα πήγαιναν παράλληλα με τη δική σας, να ύψωναν και τη δική τους –που μπορεί δηλαδή και να μην την ύψωναν!»
Και δεν ήταν άραγε εντελώς «ανεύθυνοι» εκείνοι οι οποίοι έμπλεξαν την Ελλάδα σε έναν πόλεμο, που θα μπορούσε να αποφύγει αν δεν επικρατούσε ένας «μικρομεγαλοϊδεατισμός»; Δεν θα ήταν όλα πιο ευνοϊκά για μας;
Ασφαλώς δεν λείπουν κι εκείνοι που στον «ορθολογισμό»τους εντάσσουν και το αίτημα της βεβαιότητας. Αν η νίκη δεν είναι βέβαιη τότε η αδράνεια η και η υποταγή είναι προτιμότερες διότι προσφέρουν τουλάχιστον κάποια βεβαιότητα ως προς τις συνέπειές τους. Όμως, δυστυχώς για την υπόθεσή τους, ή και την ανασφάλεια ή ενδοτισμό τους, η Ιστορία δεν προχωρεί με βεβαιότητες αλλά με αβεβαιότητες που μέσα από πλήθος εναλλακτικών, θα αποφύγουν τις παγίδες των Μονοδρόμων, οι οποίοι είναι δρόμοι που καταλήγουν σε αδιέξοδα, και οι Λαοί και οι Ηγεσίες τους, θα θωρακίσουν την επιβίωση αλλά και τους όρους επιβίωσής τους, ανάλογα με το πόσο θαρραλέα και αποτελεσματικά αντιμετώπισαν ακριβώς αυτές τις αβεβαιότητες και όχι ανάλογα με το πόσο επιτυχής ήταν η επιλογή ενός «Προστάτη» ο οποίος ως φιλόστοργος γονιός, έπραξε τα πάντα για να μας εξασφαλίσει τόσο το ζην όσο και το ευ ζην! Ακόμα κι όταν βρεθεί η σωστή εναλλακτική, θα πρέπει με μεγάλη προσοχή να αποφευχθεί η «μονοδρόμησή» της, διότι, καμία βεβαιότητα δεν θα έχει κατακτηθεί, και πάντα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε την επόμενη αβεβαιότητα, που αποτελεί τη μόνη βεβαιότητα στο ιστορικό ανθρώπινο γίγνεσθαι.
Προσέξτε! Τα παραπάνω εκτεθέντα επιχειρήματα υπέρ του «ΝΑΙ», θα ήταν όντως δυνατόν να αποτελούν επιχειρήματα με κάποια βάση, έστω και τη βάση της Υποταγής σε μια πανίσχυρη Νέα Τάξη Πραγμάτων στην Ευρώπη που έκανε εκείνους που τα επικαλούνταν να αισθάνονται ότι υπερέβαιναν τις δικές τους αντοχές και δυνάμεις να της αντιταχθούν. Όμως, τα ίδια αυτά «επιχειρήματα» σήμερα, εκεί όπου ακούγονται και από όποιους συμπολίτες μας ακούγονται, που ζούμε δεκαετίες μετά από εκείνη την εποχή, αναδεικνύουν, πέρα όλων των άλλων, (βλέπε και παρακάτω), και μια ιστορική τύφλωση, που ενώ δικαιολογείται ως άγνοια το 1940, διότι τα μετέπειτα γεγονότα δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, όμως, πώς μπορούν να δικαιολογούνται δεκαετίες μετά; Αυτή η άποψη της «ανέλπιδης» και «παράλογης» αντίστασης, δεν μας εξηγεί πώς η Ελλάδα από τη στιγμή που θα επέτρεπε τη στάθμευση στρατευμάτων του Άξονα στο έδαφός της θα απέφευγε τις πολεμικές επιχειρήσεις (κυρίως αεροπορικές επιθέσεις) εναντίον όχι μονάχα των ξένων στρατιωτικών βάσεων που θα στάθμευαν στη χώρα μα και των ελληνικών (που θα θεωρούνταν κι αυτές εχθρικές), όπως επίσης και στόχων οικονομικής και στρατηγικής φύσεως όπως π.χ. λιμάνια, οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο, εργοστάσια, κ.λπ., ούτε, επίσης, αυτή η άποψη εξηγεί, ποιο θα ήταν το κόστος αυτών των ανορθώσεων με αποκλειστικά ίδιους πόρους, ούτε για ποιο λόγο οι νικητές Σύμμαχοι θα συναινούσαν να επανέλθουν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα και να μην παραμείνουν στην Ιταλία, ούτε πώς σε περίπτωση πίεσης εκ μέρους του Άξονα να «βοηθήσουμε» κάπως με αποστολή κάποιων ελληνικών Δυνάμεων στο Ανατολικό Μέτωπο θα το αποφεύγαμε αυτό και αν μετά τον Πόλεμο δε θα βρισκόμασταν και στη θέση να πληρώνουμε και αποζημιώσεις σε τρίτους, κ.λπ., κ.λπ.
Είναι αλήθεια ότι ο αγοραίος νεοφιλελεύθερος μηδενισμός της εποχής μας, ένας μηδενισμός που θέτει σε δεύτερη, τρίτη και τέταρτη μοίρα κάθε τι το μη αγοραίο, σίγουρα θα διεκήρυσσε την «χωρίς νόημα» θυσία της εποχής εκείνης. Όχι όμως ειδικά εκείνης της εποχής. Η Αντίσταση εναντίον του Ισχυρότερου, αποτελεί για την Ιδεολογία της Υποταγής, μια Παρά-Φύση Κατάσταση, στα πλαίσια μας θεμελιώδους παρανόησης (όταν δεν είναι σκόπιμη) που γίνεται ανάμεσα στη «Φυσική» και στη Κοινωνική «Ανισότητα». Η πρώτη, ΕΙΔΙΚΩΣ για το ανθρώπινο είδος, το μόνο είδος που διαθέτει πνευματικότητα, ΔΕΝ συνεπάγεται άνευ ετέρου και κατά τρόπο μηχανικό τη δεύτερη, η οποία ΔΕΝ αντιμετωπίζεται εκ μέρους των ανθρώπων με βάση τους Φυσικούς Νόμους που ισχύουν σε οποιοδήποτε άλλο έμβιο είδος, διότι μεταξύ του Ανθρώπου και των λοιπών Έμβιων Ειδών, υπάρχει τεράστια διαφορά από οποιαδήποτε πλευρά κι αν προσεγγίσεις το ζήτημα αυτό. Η μεγαλύτερη δε διαφορά, είναι πως ο Άνθρωπος λειτουργεί με βάση την πνευματικότητά του και όχι με βάση τα ένστικτά του, (ή ίσως ορθότερα : έχοντας κατορθώσει σε βαθμό που εδώ δεν είναι της ώρας να συζητήσουμε, να χειραγωγεί τα ένστικτά του) τουλάχιστον στο ζήτημα των συμβιωτικών σχέσεων με τους άλλους συνανθρώπους του. Εκεί όπου η «Φυσική» και η «Κοινωνική» Ανισότητα συγκλίνουν, πόσο μάλλον τείνουν να ταυτιστούν, εκεί αναδύεται και μια Παρά-Ανθρώπινη-Φύση κατάσταση πραγμάτων στο κοινωνικό γίγνεσθαι, μια εκτροπή που πρέπει άμεσα να «διορθωθεί» πάση θυσία. Μία τέτοια εκτροπή είναι στις μέρες μας ο Νεοφιλελευθερισμός, όπως και κάθε μορφή Ολοκληρωτισμού που τείνει να μεταβάλλει τις Κοινωνίες σε αγελαίες πραγματικότητες.
Ο οικονομίστικος, ο αγοραίος μηδενισμός της εποχής μας, είναι η τρέχουσα Αυτοκρατορία. Τούτη η τρέχουσα Αυτοκρατορία, αναμφίβολα δεν μπορεί παρά να μην αντιλαμβάνεται το νόημα μιας θυσίας που δεν γίνεται για το οικονομικό κέρδος –αντίθετα, γίνεται για με οικονομική ζημία!
Όμως τα Μεγάλα Όχι πάντα απευθύνονται σε υπέρτερες Δυνάμεις, που απειλούν τις αδιαπραγμάτευτες Αξίες, και με σχεδόν βέβαιη την έκβαση της Μάχης, που θα είναι η «ήττα».
Κι εδώ ακριβώς έρχονται να διαφοροποιηθούν εκείνοι που παρήγαγαν τον Ανθρώπινο Πολιτισμό, που δεν εξελίχθηκε χάρη στα Μεγάλα Ὀχι και στην απόρριψη των παντοίων Δουλειών που ο Άνθρωπος συνάντησε στην Ιστορική του Πορεία, από εκείνους που για κάποιον λόγο, δεν ευθύνονται οι ίδιοι, δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν αυτή την εξέλιξη, και αναζητούν να διασφαλίσουν τις ανασφάλειές τους μέσα στην Προστασία του Ισχυρότερου, αναζητούν η Ανθρωπότητα να επιστρέψει στο Καθεστώς της Υποταγής των Ασθενέστερων στους Ισχυρότερους, ως ένα είδος Φυσικού Νόμου, που είναι γελοίο να προσπαθείς αν τον παραβιάσεις. Κι όμως έχει παραβιαστεί κατ’ επανάληψη και χάρη σ’ αυτές τις παραβιάσεις δεν βρισκόμαστε από άποψη Πολιτισμού στον Μεσαίωνα ή στην πιο σκοτεινή Αρχαιότητα μα στο Σήμερα. Αυτό που διαφοροποιεί εκείνους που αποδέχονται την προοπτική της «ήττας» μιας μάχης, σε σχέση με τους «ορθολογιστές» που λοιδορούν αυτόν τον «παραλογισμό», δεν βρίσκεται ούτε στην επικράτηση του «συναισθήματος» στους πρώτους, ούτε η επικράτηση της «λογικής» στους δεύτερους. Είναι διαφορά μιας ολόκληρης Κοσμοθεωρίας. Διότι εννοιολογούν διαφορετικά τις έννοιες «νίκη» και «ήττα». Διότι οι πρώτοι, αρνούνται την «νίκη» που στηρίζεται στη σχέση Κυρίου – Υποτελούς με την αποδοχή (υπό οιαδήποτε δικαιολογία) της σχέσης αυτής εκ μέρους του δεύτερου, και δεν συγχέουν την έκβαση μιας «μάχης» με την έκβαση του «πολέμου», ενώ γνωρίζουν να διακρίνουν τα τεράστια πλεονεκτήματα που αποφέρει μακροπρόθεσμα μια «ήττα» που προήλθε ύστερα από έναν έντιμο Αγώνα, και τις αντίστοιχες ολέθριες συνέπειες μιας «νίκης» που προέρχεται από το βραχυπρόθεσμο όφελος (κι αυτό εκεί που μπορεί να εντοπιστεί, αν υπάρχει) της αποδοχής της Υποτέλειας, πέραν του γεγονότος ότι η υπεράσπιση της Ελευθερίας και των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν τίθενται στο ζύγι κανενός αγοραίου και οικονομικού υπολογισμού.
Έρχονται στιγμές, που πρέπει να υποστείς και τις οικονομικές συνέπειες προκειμένου να υπερασπίζεις αυτές τις Αξίες, διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση, θα χάσεις εξόν απ’ αυτές και τα όποια οικονομικά οφέλη που ανέμενες να διασώσεις υποτασσόμενος στις αξιώσεις του «ισχυρότερου». Διότι ο τελευταίος, δεν πρόκειται να αναλώσει τις δυνάμεις και την ενέργειά του για το «καλό» του Υποτακτικού του, και Ιστορικά, πάντα ο Υποτακτικός θεωρούνταν για τον όποιον Κύριο ως κάτι το αναλώσιμο, ως ένα «πράγμα» που χρησιμοποιούσε στις «δουλείες» του. Την ίδια στιγμή οι δεύτεροι, ανωτέρω, βρίσκονταν και Ιστορικά βρίσκονται στον αντίποδα του τρόπου σκέψης των πρώτων. Θαρρώ, πως η παρακάτω περιγραφή, δίνει το στίγμα της Κατάπτωσης του συνειδητά Υποταγμένου Ανθρώπου στον (οποιοδήποτε) Κύριο : Κάποτε, ο Αλή πασάς, αντάμα με τον Γάλλο πρόξενο Πουκεβίλ, περιόδευε το πασαλίκι του. «…Μια μέρα που κάθισαν στις σκιερές όχτες του Αχέροντα ν’ αναπαυτούν, πιάσαν ψιλή κουβέντα. «Βλέπεις, λέει στον Φραντσέζο, τούτους τους τζοανταραίους που με περιτριγυρίζουν; (ήταν καμιά τριανταριά). Ε, δεν είναι μήτε ένας απ’ αυτούς οπού να μην του σκότωσα είτε πατέρα είτε αδελφό είτε κάποιον συγγενή του». «Κι αυτοί, του λέει ο Πουκεβίλ, σε υπηρετάνε κι περνάνε νύχτες σιμά στο γιατάκι σου. Δε φοβάσαι μην τυχόν και θελήσει κανείς να εκδικηθεί το συγγενή του!» «Πω! να εκδικηθεί το συγγενή του! Μα δεν έχουνε τώρα παρά εμένα μοναχά στον κόσμο. Τους κόλλησα σ’ όλους τέτοια ρετσινιά, που δε βρίσκουνε πια πού να σταθούν δίχως εμένα. Όσο πιο βαθιά κυλάνε στο βούρκο, τόσο πιότερο μου είναι αφωσιωμένοι. Τους θαμπώνω! Με προσκυνάνε οι Σκυπιτάροι [σημείωση : Αλβανοί] μου σα να’ μουνα θεός. Τη δύναμή του τη στηρίζω στο χρυσάφι, στο σίδερο και στο ματσούκι. μ’ αυτά κοιμάμαι ήσυχος». «Μα η συνείδησή σου»; κάνει ο Πουκεβίλ. Γέλασε ο Αλή πασάς και του αποκρίθηκε με συγκατάβαση : «Είσαι ένας απλοϊκός άνθρωπος»…» (Φωτιάδη, Δημήτρη : Καραϊσκάκης, 14η έκδοση, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1995, σελ. 65). Το αν ο κόσμος γέμισε ή αρχίζει να γεμίζει σύγχρονους τζοανταραίους, ή αν αντίθετα, με ικανοποίηση διαπιστώνουμε πως δεν αποτελούν παρά περιθωριακές ομάδες, αυτό εναπόκειται στον καθένα να το διαπιστώσει.
Σημειώσαμε τον Μηδενισμό των Αξιών. Αυτή είναι η χειρότερη μορφή μηδενισμού. Ο Δεύτερος και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, υπήρξαν τον προηγούμενο αιώνα, δυο εκρηκτικές περίοδοι. Ήταν οι περίοδοι όπου η σωρευμένη απαξία προσέδωσε το πραγματικό περιεχόμενο σε μια παγκόσμια Αυτοκρατορία : την Αυτοκρατορία της Παρακμής και της Καθολικής Αξιακής Έκπτωσης. Οι άλλες αυτοκρατορίες, η ναζιστική Γερμανία, η φασιστική Ιταλία, η μιλιταριστική Ιαπωνία, η σταλινική Ρωσία, αλλά και μια παραπαίουσα αξιακά Δύση, δεν ήταν παρά τα επί μέρους βασίλεια, υποτελή σ’ αυτή την Αυτοκρατορία της Παρακμής. Έχοντας κυριαρχήσει απ’ άκρου σε άκρο αυτή η Παρακμή, αλλού μεν επέβαλε καθεστώτα που χωρίς κανένα πρόσχημα έδειχναν το πιο άθλιο προσωπείο τους, ενώ αλλού επέβαλε την αδυναμία αντίδρασης προς αυτή την κατάσταση, όταν δεν την υπέθαλπε κατ’ ουσίαν όχι με την ανοχή της μα και με τη συνεργασία μαζί της, και σε κάθε περίπτωση, απ’ τη ζυγαριά έλλειπε το ένα της ζύγι. Η πλάστιγγα έκλεινε προς το ένα άκρο, αναγκαστικά, διότι δεν υπήρχε άλλο. Μπρος σ’ αυτή την παντοδύναμη Παρακμή, όλα σχεδόν τα επιμέρους βασίλεια, έσπευδαν να λάβουν προνομιακές θέσεις μέσα όμως στη Παρακμή. Ακόμα κι οι ουδέτεροι, όπως η «φίλη» μας Τουρκία, τόπαμε ήδη, ήταν σαφώς «φιλικά» ουδέτερη προς τον Άξονα.
Μέσα σ’ ένα λοιπόν σ’ ένα κόσμο σαν τον παραπάνω, το «ΟΧΙ» της Ελλάδας, ήταν ένα βροντερό «ΝΑΙ» προς την ελευθερία και την αξιοπρέπεια. Ήταν ένα «ΟΧΙ» προς ένα όφελος που αναμφίβολα θα απολάμβανε αν έλεγε «ΝΑΙ», και ίσως, κρίνοντάς το εκ των υστέρων, και μάλιστα με τα σημερινά δεδομένα, ίσως, ως σύμμαχοι και φίλοι των σημερινών γειτόνων μας, κι εμείς μαζί τους με τον Άξονα, πιθανά σήμερα να είχαμε και λιγότερα ανοιχτά θέματα μαζί τους. Άλλωστε, θα μπορούσαμε σα βλέπαμε ότι οι Σύμμαχοι μπαίνανε στο Βερολίνο, να κηρύξουμε κι εμείς τότε τον πόλεμο προς ένα πτώμα! Η αποθέωση του αμοραλισμού! Ευτυχώς όμως, ο αμοραλισμός, ποτέ δεν υπήρξε η ιστορική μας επιλογή. Αυτός είναι και ο λόγος που εκείνη η επιλογή μας, εκείνο το «ΟΧΙ», πραγματικά προσέλκυσε τον παγκόσμιο θαυμασμό. Ακόμα και της Παρακμής! Διότι ένα γνήσιο ΟΧΙ, θαρραλέο και ηρωικό, μπορεί ακόμα να προκαλέσει και το θαυμασμό του εχθρού του! Βέβαια, οι σύμμαχοί μας, αποδείχτηκαν ευκαιριακοί –πότε δεν ήταν έτσι;. Άλλωστε, πολύ λίγο απείχαν την εποχή εκείνη από το να αποδεχτούν τη ναζιστική και φασιστική πραγματικότητα της εποχής, αν η Γερμανία δεν έκανε το ολέθριο (γι’ αυτήν, ευτυχώς για μας) λάθος να επιλέξει την οδό της πολυμέτωπης πολεμικής σύγκρουσης και κύρια την ΕΣΣΔ –κι αργότερα την ολοκλήρωση του λάθους από τη πλευρά της Ιαπωνίας να βγάλει απ’ την ουδετερότητα τις ΗΠΑ.
Μπορώ να φανταστώ πάνω κάτω πώς θα ήταν ο σημερινός κόσμος, αν δεν γίνονταν δύο ή τρία τέτοια στρατηγικά λάθη από τον Άξονα. Μπορεί η γερμανική, η ιταλική και η ιαπωνική σημαία να μη κυμάτιζαν στις πρωτεύουσες και τις πόλεις διαφόρων κατακτημένων χωρών παρά μονάχα στα κτίρια των Πρεσβειών και των Προξενείων τους, (πράγμα κι αυτό αμφίβολο), αλλά στην ουσία το συμφέρον τους δεν θα εξυπηρετούνταν λιγότερο αν επιβάλλονταν ως πραγματικές υπερδυνάμεις χωρίς όμως χρήση της στρατιωτικής τους Δύναμης : ο φόβος για τη χρήση της δύναμης αυτής, θα ήταν εξίσου αποτελεσματική στρατηγική, ή έστω με κάποιες πολεμικές «περιπέτειες» χωρίς όμως να φτάσουν και σε πλανητική κλίμακα.
Και τελειώνοντας, ας πω και τούτο. Το παρόν άρθρο, δεν γράφτηκε τυχαία. Η κρατούσα (διεθνώς και όλο και περισσότερο στη Χώρα μας) Αγοραία Τάξη Πραγμάτων του Νεοφιλελευθερισμού, επιχειρεί για εύλογους λόγους να αναθεωρήσει τις ερμηνείες κρίσιμων ιστορικών γεγονότων του όχι και τόσο απώτερου ιστορικού παρελθόντος. Αυτός ο αναθεωρητισμός, είναι περισσότερο από εμφανής και στη Χώρα μας. Μια, αλλά μονάχα μία πτυχή του, είναι και κάποιες φωνές, που επί του παρόντος, ακούγονται ως περιθωριακές, όμως ακούγονται. Και έχουν να κάνουν και με το αν το 1940, «σωστά» (δηλαδή, «λογικά») ορθώσαμε το «Όχι» ή μη. Βεβαίως, η Ιδεολογία της Υποταγής, δεν αφορά τους πάντες, και είμαι βέβαιος πως δεν αφορά την μεγάλη πλειοψηφία του Λαού. Αλλά, το πρόβλημα συχνά δεν προκύπτει από μια «σιωπούσα» πλειοψηφία, ούτε από θορυβούσε απλά μειοψηφίες, αλλά, από μειοψηφίες που εν τούτοις ελέγχουν την πραγματική πολιτική και οικονομική εξουσία ενός τόπου.