Η εμφάνιση του αεροπλάνου στην Ελλάδα οφείλεται αρχικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Πρωτεργάτης ήταν ο θεατρικός επιχειρηματίας Λεωνίδας Αρνιώτης, ο οποίος έκανε το 1908 δύο δημόσιες ανεπιτυχείς προσπάθειες απογείωσης του αεροπλάνου του, τύπου Bleriot, με κινητήρα των 30 ίππων, με μοναδικό αποτέλεσμα τελικά, την καταστροφή του αεροσκάφους. Ο πρώτος Έλληνας αεροπόρος που πέταξε στη χώρα μας ήταν ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος.
Η πρώτη του πτήση έγινε την 8η Φεβρουαρίου 1912, στην περιοχή του Ρούφ με αεροπλάνο τύπου Nieuport IV.G. Ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος εκτέλεσε μετά την επιτυχία του αυτή, δεύτερη πτήση με επιβάτη τον τότε πρωθυπουργό, Ελευθέριο Βενιζέλο.
Τον ίδιο δρόμο των εντυπωσιακών επιδείξεων επέλεξε και ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Καραμανλάκης με αεροσκάφος Bleriot. Στην προσπάθεια του να εντυπωσιάσει ο Καραμανλάκης, επέλεξε να εκτελέσει ναυτιλιακό ταξίδι από την Αθήνα στο Ρίο της Πάτρας, εγχείρημα ιδιαίτερα τολμηρό για τα δεδομένα της εποχής. Η έλλειψη πείρας και οι ισχυροί άνεμοι τον οδήγησαν σε αναγκαστική προσθαλάσσωση στον Κορινθιακό κόλπο, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον πνιγμό του.
Παράλληλα, με την ιδιωτική πρωτοβουλία και στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας από γαλλική στρατιωτική αποστολή, τον Απρίλιο του 1911, ξεκίνησε η προσπάθεια συγκρότησης Αεροπορικών Υπηρεσιών. Το Δεκέμβριο του 1911 αναχώρησαν για τη Γαλλία, οι Υπολοχαγοί Δημήτριος Καμπέρος και Μιχαήλ Μουτούσης, μαζί με τον Ανθυπίλαρχο Χρήστο Αδαμίδη, προκειμένου να εκπαιδευτούν ως Αεροπόροι στη σχολή των αδελφών Farman, στην Etampes, κοντά στο Παρίσι. Τον Απρίλιο του 1912 ακολούθησαν οι Υπολοχαγοί Λουκάς Παπαλουκάς, Μάρκος Δράκος και ο Ανθυπίλαρχος Πανούτσος Νοταράς. Ταυτόχρονα παραγγέλθηκαν τα πρώτα τέσσερα αεροσκάφη τύπου Henry Farman ΙΙΙ.
Η πρώτη στρατιωτική πτήση πραγματοποιήθηκε από τον Υπολοχαγό Δημήτριο Καμπέρο στις 13 Μαΐου 1912. Στο Φάληρο, εκεί που σήμερα είναι το Μουσείο Ιστορίας της Πολεμικής Αεροπορίας. Πτήσεις πραγματοποιήθηκαν και στα μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια της περιόδου μέχρι τις 19 Μαΐου 1912. Το αεροπλάνο γρήγορα έδειξε την αξία του στις επιχειρήσεις του Στρατού και με δεδομένη τη θαλάσσια γεωγραφική διαμόρφωση της Ελλάδας ξεκίνησαν το 1912 οι προσπάθειες δημιουργίας ναυτικής Αεροπορίας. Να σημειωθεί ότι ο Δημήτριος Καμπέρος μετέτρεψε ένα από τα πρώτα Henry Farman σε υδροπλάνο και το δοκίμασε επιτυχημένα στη διαδρομή Φάληρο – Ύδρα – Φάληρο, στις 24 & 25 Ιουνίου 1912, δείχνοντας τις δυνατότητες χρήσης του αεροπλάνου ως μέσου αεροναυτικής συνεργασίας.
Η έναρξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου συνέπεσε με τη συγκρότηση του «Λόχου Αεροπορίας» στη Λάρισα, το Σεπτέμβριο του 1912, ο οποίος υπαγόταν κατ’ ευθείαν στον Αρχιστράτηγο μέσω του Γενικού Επιτελείου. Την 5η Οκτωβρίου 1912 πραγματοποιήθηκε η πρώτη πολεμική αποστολή στα αεροπορικά χρονικά της Ελλάδας, όταν ο Υπολοχαγός Δημήτριος Καμπέρος εκτέλεσε αναγνώριση των Οθωμανικών στρατευμάτων στην περιοχή της Ελασσόνας. Τις επόμενες ημέρες οι αποστολές επαναλήφθηκαν, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες, ενώ τα αεροσκάφη βομβάρδιζαν τις Οθωμανικές δυνάμεις με αυτοσχέδιες βόμβες, που είχαν μικρή αποτελεσματικότητα αλλά σημαντική ψυχολογική επίδραση.
Η είσοδος της Ελλάδας στον Α΄ ΠΠ τον Ιούνιο του 1917 σηματοδότησε και τη δραστική δραστηριοποίηση της ΑΥΣ με τη βοήθεια των Γάλλων υπό τον Γάλλο Ταγματάρχη Denain, με τη βοήθεια του Ανθυπίλαρχου Αλέξανδρου Ζάννα, αεροπόρου και μετέπειτα Υπουργού Αεροπορίας. Στoν Ασπρόπυργο, κοντά στο σημερινό αεροδρόμιο της Ελευσίνας, οργανώθηκε Σχολή Αεροπορίας, Οκτώβριο του 1914. Λόγω ακαταλληλότητας της περιοχής, το ΝΑΣ μεταφέρθηκε στο Παλαιό Φάληρο. Τον Ιούνιο του 1918, το ΝΑΣ εκτέλεσε επιχειρήσεις σε στόχους στη Μ. Ασία, εξαφανίζοντας την εχθρική αεροπορία από το Αν. Αιγαίο. Μετά τη συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ελληνικό Σμήνος με επικεφαλής τον Πλωτάρχη Αριστείδη Μωραϊτίνη πέταξε στο αεροδρόμιο του Αγ. Στεφάνου, στην Κωνσταντινούπολη. Η εμφάνιση των Ελλήνων αεροπόρων στην Πόλη έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, από τον εκεί ελληνικό πληθυσμό.
Μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (ΠΠ) ανατέθηκε στην Ελλάδα από τους Συμμάχους η κατάληψη της Σμύρνης, δίνοντας ελπίδες για την απελευθέρωση περίπου 3 εκατομμυρίων Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Το ελληνικό αεροπορικό υλικό της περιόδου περιλάμβανε 120 αεροσκάφη, απομεινάρια του Α΄ ΠΠ. Τα 70 ανήκαν στη Στρατιωτική Αεροπορία (ΣΑ) και τα υπόλοιπα στη Ναυτική Αεροπορία (ΝΑ).
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, το Νοέμβριο του 1919 διέθετε 11 αεροσκάφη ρωσικής κατασκευής και 19 γερμανικά. Ο Ελληνικός Στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, την 2α Μαΐου 1919. Στη μικρασιατική εκστρατεία έγινε εντατική χρήση του αεροπορικού όπλου. Τα πληρώματα της Αεροπορίας, αποτέλεσαν τα μάτια του Γενικού Στρατηγείου, εξασφαλίζοντας την εικόνα του πεδίου της μάχης. Παράλληλα κατάφεραν την καταστροφή σημαντικών στόχων ενώ κατά την υποχώρηση της Στρατιάς διέσωσαν με τις αναφορές τους, χιλιάδες στρατιώτες από βέβαιο θάνατο.
Μετά τη λήξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας ακολούθησε μακρά ειρηνική περίοδος, κατά την οποία η Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) ανασυγκροτήθηκε και εκσυγχρονίστηκε. Από το 1925 ξεκίνησε η παραλαβή νέων αεροσκαφών αναβαθμίζοντας σημαντικά τις δυνατότητες της. Αποτέλεσμα της προσπάθειας εκσυγχρονισμού του όπλου ήταν το Δεκέμβριο του 1929, η ίδρυση του Υπουργείου Αεροπορίας, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Το 1930 ιδρύθηκε το Υπουργείο Αεροπορίας και η ενοποιημένη πλέον ΠΑ καθιερώθηκε ως αυτοτελής Κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισε η Ελλάδα, ήταν η εξεύρεση ικανών αεροσκαφών σε αριθμό και επιδόσεις, προκειμένου να ανταποκριθεί στην επερχόμενη λαίλαπα του Β΄ ΠΠ. Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Βρετανία, Πολωνία, Γερμανία), οι οποίες κατασκεύαζαν και υποστήριζαν τα αεροσκάφη είχαν δώσει προτεραιότητα στον επανεξοπλισμό των δικών τους Αεροποριών. Σημαντική ήταν, επίσης, η προσπάθεια οργάνωσης του δικτύου αεροδρομίων.
Οι μεγαλύτερες Αεροπορικές Βάσεις βρίσκονταν στο Σέδες, τη Λάρισα, το Τατόι, το Φάληρο, τη Νέα Αγχίαλο και την Ελευσίνα.
Με την έναρξη του Ελληνοιταλικού Πολέμου και την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την 28η Οκτωβρίου 1940, η διάταξη μάχης της Αεροπορίας περιλάμβανε κατανομή του αεροπορικού δυναμικού, μεταξύ των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα ο Στρατός, το Ναυτικό και η Αεροπορία να κρατήσουν στον επιχειρησιακό τους έλεγχο τα αεροσκάφη που εξυπηρετούσαν το δόγμα επιχειρήσεών τους.
Συνοπτικά, κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, υπήρχαν 158 πολεμικά αεροσκάφη, όλων των τύπων, ενταγμένα στις παραπάνω Μονάδες, από τα οποία φέρονται να ήταν εν ενεργεία τα 128. Από αυτά μόλις τα 79 (εν ενεργεία τα 59) ήταν καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά. Επίσης, υπήρχαν ακόμα 63 εκπαιδευτικά και βοηθητικά αεροσκάφη. Κατά τις επιχειρήσεις που ακολούθησαν, η Αεροπορία κλήθηκε να αντιμετωπίσει αρχικά την Ιταλική Αεροπορία, η οποία παρέτασσε 463 αεροσκάφη πρώτης γραμμής και γενικά καλύτερων επιδόσεων. Ωστόσο, η Αεροπορία, από την αρχή αντιμετώπισε αποφασιστικά τους Ιταλούς σε όλο το φάσμα των αποστολών και σε όλο το μήκος του μετώπου, αλλά και των μετόπισθεν.
Κατά τη διάρκεια του εξάμηνου πολέμου σημειώθηκαν αναρίθμητα περιστατικά, που έδειξαν τόσο την αποφασιστικότητα, όσο και την αποτελεσματικότητα του προσωπικού, παρά τη συντριπτική υπεροχή των Ιταλών. Κατά τις επιχειρήσεις εναντίον της Ιταλικής Αεροπορίας, οι Έλληνες Αεροπόροι πέτυχαν 64 επιβεβαιωμένες καταρρίψεις και διεκδίκησαν ακόμα 20 πιθανές, έναντι 24 επιτυχιών των Ιταλών. Οι Μοίρες Δίωξης έχασαν συνολικά 14 αεροπλάνα σε αερομαχίες ή λόγω αναγκαστικών προσγειώσεων. Επιπλέον, 28 Ιταλικά αεροσκάφη καταστράφηκαν από τα ελληνικά βομβαρδιστικά και άλλα 23 από τα αντιαεροπορικά όπλα, όταν οι απώλειες τις Αεροπορίας από ανάλογη δράση των Ιταλών ανήλθαν σε 8 και 5 αεροσκάφη, αντίστοιχα. Συνολικά, η Αεροπορία είχε 49 νεκρούς και 22 τραυματίες στον αγώνα εναντίον των Ιταλών.
Η εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα την 6η Απριλίου 1941 με δύναμη άνω των 1.000 αεροσκαφών βρήκε την Αεροπορία αρκετά αποδυναμωμένη. Παρά την χαοτική διαφορά δυναμικότητας, τα ελληνικά καταδιωκτικά κατέρριψαν 4 γερμανικά αεροσκάφη. Τα περισσότερα ελληνικά αεροσκάφη, που είχαν απομείνει από τον εξάμηνο πόλεμο, καταστράφηκαν από τις μαζικές επιθέσεις της Luftwaffe στα ελληνικά αεροδρόμια. Ακόμα 6 χάθηκαν σε αερομαχίες. Μόλις 14 από τη συνολική δύναμη κατάφεραν να διαφύγουν στη Μ. Ανατολή.
Μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, ένα σημαντικό κομμάτι του προσωπικού μαζί με το υλικό που δεν καταστράφηκε, διέφυγαν στη Μ. Ανατολή. Την ανώτατη διοίκηση της Αεροπορίας στη Μέση Ανατολή ασκούσε το Υπουργείο Αεροπορίας, με έδρα το Κάιρο. Στη Γάζα της Παλαιστίνης δημιουργήθηκαν μονάδες επισκευής και τεχνικής εκπαιδεύσεως. Στα κέντρα Νοτίου Ροδεσίας και Αφρικής παρέχονταν εκπαίδευση σε δόκιμους χειριστές και άλλες τεχνικές ειδικότητες, οι οποίοι ενώθηκαν με τον πυρήνα, που είχε σταλεί από τον Ιανουάριο του 1941, στο Ιράκ (Χαμπανίγια) για εκπαίδευση από τους Βρετανούς.
Στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης της Αεροπορίας οργανώθηκαν τρεις Μοίρες, που υπήχθησαν επιχειρησιακά στη RAF. Σημαντική ήταν η συμβολή όλων των ελληνικών Μοιρών, κατά τις συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές στην Κρήτη, από τον Ιούλιο έως τον Νοέμβριο του 1943. Αξίζει να ενημερωθούμε για την κατάρριψη τριών γερμανικών αεροσκαφών, από τα ελληνικά καταδιωκτικά, καθώς και τη συμμετοχή τους στις μεγάλες επιδρομές που έχουν σχεδιάσει οι σύμμαχοι για την προσβολή γερμανικών στρατιωτικών στόχων στην Κρήτη, στρατηγικό ορμητήριο των Γερμανών προς τη Μ. Ανατολή, το θέρος του 1943.
Ο επαναπατρισμός των Ελληνικών Μοιρών την 14η Νοεμβρίου 1944, μετά την εμπλοκή τους στις επιχειρήσεις της Μ. Ανατολής και της Ιταλίας, σηματοδότησε την ανασύσταση της Αεροπορίας, ουσιαστικά με βρετανικό υλικό και υπό βρετανική διοίκηση, αρχικά με τις τρεις Μοίρες (13η, 335η και 336η) που πολέμησαν στη Μ. Ανατολή. Οι Ελληνικές Μοίρες, σε συνδυασμό με ορισμένες βρετανικές, συνέχισαν τις επιχειρήσεις στο Αιγαίο, στο οποίο οι Γερμανοί κράτησαν αρκετά νησιά μέχρι και τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (ΠΠ). Το αεροπορικό υλικό πέρασε οριστικά σε ελληνικά χέρια την 25η Απριλίου 1946.
Η αποχώρηση των Γερμανών βρήκε τους Έλληνες διχασμένους πολιτικά. Η εμφύλια διαμάχη που ακολούθησε (1946-49) είχε ως επίκεντρο των επιχειρήσεων, τη Β. Ελλάδα. Στην προσπάθεια αυτή, μετακινήθηκαν στο αεροδρόμιο του Σέδες η 335 Μοίρα Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας (ΜΕΒΑ) και η 336 ΜΕΒΑ. Οι δύο Μοίρες, με βάση το αεροδρόμιο του Σέδες και χρησιμοποιώντας αρκετά βοηθητικά αεροδρόμια στη Θεσσαλία και τη Β. Ελλάδα, ενίσχυσαν τον Ελληνικό Στρατό στις επιχειρήσεις εναντίον των δυνάμεων του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας σε ολόκληρη τη χώρα και κυρίως στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα.