H φράση είναι μέρος του στίχου 402 της τραγωδίας Πέρσαι του Αισχύλου, η οποία εξιστορεί τη ναυμαχία της Σαλαμίνας στις 28 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ.
Είχε ήδη ανατείλει ο ήλιος της μεγάλης εκείνης ημέρας κατά την οποία ο ελληνικός στόλος νίκησε τον Περσικό.
Οι δυο στόλοι, όντας αντιπαραταγμένοι, έμειναν για κάποιο διάστημα ακίνητοι, γιατί ο καθένας είχε συμφέρον ν’ αρχίσει ο άλλος τον αγώνα: οι Έλληνες για να εισέλθουν οι Πέρσες εντός του στενότερου λιμανιού της Σαλαμίνας, οι Πέρσες για να προελάσουν οι Έλληνες στον κάπως ευρύτερο χώρο μεταξύ των δύο στομίων του πορθμού . Ξαφνικά όμως αντήχησε πρώτος ο παιάνας των Ελλήνων, και η σάλπιγγα του Ευρυβιάδη σήμανε την έφοδο.
Eπανέλαβαν το σινιάλο οι σάλπιγγες των στρατηγών και αναβόησαν τα πληρώματα: «Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε, ἐλευθεροῦτε πατρίδ᾿ ἐλευθεροῦτε δέ παῖδας, γυναἰκας, θεῶν τε πατρώων ἔδη, θῆκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.» Μετάφραση: τέκνα των Ελλήνων προχωρείτε. Ελευθερώστε την Πατρίδα, τα παιδιά, τις γυναίκες, τους ναούς των πατρώων θεών, τους τάφους των προγόνων. Τώρα υπεράνω όλων ο αγώνας.