Ησαν φοβεραί αι ημέραι, κατά τας οποίας ο άγγελος του Κυρίου εκάλει τον Άγιον Δημήτριον να εγκαταλείπη την πόλιν του.
Άγριοι και πολυάριθμοι επιδρομείς επήρχοντο εναντίον της Θεσσαλονίκης, οι Σλαύοι, ο μεγαλύτερος κίνδυνος της μεσαιωνικής ημών αυτοκρατορίας. Από τον 2ον-3ον αιώνα μ. Χ. αρχίζουν οι Σλαύοι ως χείμαρρος ακράτητος να κατέρχωνται προς την χερσόνησον του Αίμου. ῾Επί τέσσαρας πέντε αιώνας αι επιδρομαί των διασπείρουν την φρίκην και τον τρόμον εις τας ελληνικάς χώρας.
Ήλθεν εποχή τον 7ον αιώνα, ότε οι Σλαύοι είχον καλύψει όλην την ῾Ελληνικήν χερσόνησον. Και εκινδύνευε τότε το Έθνος ημών τον μέγιστον των κινδύνων. Αλλά προπύργιον αγέρωχον όλης της ῾Ελληνικής φυλής υψώθη τότε επί δύο αιώνας η μεγάλη Θεσσαλονίκη. Και εις τα κολοσσιαία αυτής τείχη εθραύσθησαν τα πελώρια κύματα του σλαυικού χειμάρρου.
Από πολυαρίθμους φυλάς αποτελούμενοι οι Σλαύοι της Μακεδονίας, σύροντες μεθ’ εαυτών και άλλα βαρβαρικά φύλα, ως τους Αβάρους, τους Βουλγάρους, αρχίζουν από τα μέσα του 6ου αιώνος, επί’ αυτοκρατορίας Ιουστινιανού, τους φοβερούς πολέμους προς κατάληψιν της Θεσσαλονίκης. ᾽Επί δύο όλους αιώνας, από τον 6ον έως τον 8ον, κάθε ολίγον επιπίπτουν λυσσαλέοι εναντίον της πόλεως.
Εξ πολέμους επεχείρησαν εναντίον αυτής, εις ένα μάλιστα όχι μίαν, αλλά τρεις φοράς επολιόρκησαν την πόλιν.
Αμέτρητα είναι τα πλήθη των πολιορκητών, έφθασαν και έως εκατόν χιλιάδες. Νομίζεις ότι ήσαν «άλλος στρατός του Ξέρξου». ῾Ως «νιφάδες της χιόνος» πίπτουν επάνω εις την πόλιν και, όπως η άμμος περικλείει την θάλασσαν, ομοίως και οι πολιορκηταί περιζώνουν τα τείχη, ως μία « θανατηφόρος στεφάνη » περισφίγγουν την πόλιν.
Όλα τα όπλα, τα μηχανήματα της πολιορκίας φέρουν μαζί των και, φοβερώτερον από αυτά, την αγριότητα και την μανίαν των, διότι ήσαν «θηριώδη ανήμερα φύλα». Πολλούς σφοδρούς πολέμους υπέστη η πόλις από τους βαρβάρους, λέγουν οι παλαιοί, αλλά δεν υπέστη σφοδροτέρους από τους πολέμους εκείνους των Σλαύων.
Αλλ᾿ η μεγάλη πόλις έχει ισχυρά τα τείχη αυτής και ακόμη ισχυρότερα τείχη έχει την φιλοπατρίαν και την ανδρείαν των κατοίκων της. Οι Θεσσαλονικείς μάχονται «υπέρ πατρίδος και ναών παναγίων και πίστεως».
Και είναι προς τούτοις η πόλις «θεοφρούρητος, αγιοφύλακτος». ῎Εχουν οι κάτοικοι αήττητον στρατηγόν, τον υπερένδοξον αυτών Αθλοφόρον, τον Άγιον Δημήτριον. ῾Η «Ουράνιος Πρόνοια», λέγει το παλαιόν βιβλίον, «εφώτιζε τους πολίτας και έκαμνε με την ανδρείαν ως θώρακα τας ψυχάςτων ». ῾Η αγγελική συμμαχία του Μεγαλομάρτυρος κάμνει ακαταγώνιστον την ανδρείαν των πολιτών. Με το πρόσωπον σκυθρωπόν διά τον κίνδυνον της πόλεώς του, εγείρεται ο Άγιος από την ιεράν λάρνακα ναί εμφανίζεται εν τη δόξή αυτού εις τους υπερασπιστάς της πόλεως.
Δεν τον έβλεπον εις το όνειρόν των, αλλά τον έβλεπον εις την πραγματικότητα αυτόν τον ίδιον να μάχεται μεταξύ των στρατιωτών, να προηγήται και να οδηγή αυτούς εις την νίκην και την σωτηρίαν.
Και άλλοτε τον έβλεπον επάνω εις τα τείχη όμοιον προς οπλίτην πλήττοντα με το ξίφος του τους βαρβάρους. Άλλοτε τον έβλεπον ενδεδυμένον με χλαίναν επί του πολεμικού του ίππου και κραδαίνοντα την αήττητον λόγχην του να προηγήται εις εξόδους εναντίον των πολιορκητών. Άλλοτε πάλιν φορών λευκήν χλαμύδα διατρέχει το τείχος και έπειτα τρέχει επί της θαλάσσης δρομαίως περιπατών ως επί στερεού εδάφους και διασκορπίζει τον στόλον των βαρβαρικών μονοξύλων.
Και δεν τον έβλεπον τον Αθλοφόρον μόνον οι πολίται της πόλεως αλλά και αυτοί οι εχθροί, οι οποίοι κατελαμβάνοντο υπό τρόμου και διεσκορπίζοντο. Όταν ηρώτων μετά την νίκην τους αιχμαλώτους διατί έφυγον, εκείνοι απεκρίνοντο: «Είδομεν ένα άνδρα ξανθόν και λαμπρόν, ο οποίος εκάθητο επί λευκού ίππου και εφόρει ιμάτιον λευκόν» Και τότε ενόουν όλοι ότι ο πανένδοξος Αθλοφόρος ήτο ο οδηγών τον αγγελικόν αόρατον στρατόν και συγχρόνως τον ορατόν στρατόν των υπερασπιστών της πόλεώς του.
Και αφού έσωζε την πόλιν του, επέστρεφε πάλιν ο Μεγαλομάρτυς εις τον πανάγιον Οίκόν του. Και το πρόσωπόν του, λέγει το παλαιόν βιβλίον, από την χαράν «λαμπηδόνας ως ηλιακών ακτίνων απέπεμπεν». Καθ’ όμοιον τρόπον και κατά τους ιδίους χρόνους και από τους ιδίους εχθρούς, από
τους φοβερούς Σλαύους, σώζει την πόλιν των Πατρών (το 807 μ. Χ) ο «αήττητος και ακαταγώνιστος στρατηγός και τροπαιούχος απόστολος Άγιος Ανδρέας».
Πόσες φορές δεν έσωσε την Κωνσταντινούπολιν από τους πολιορκούντας εχθρούς η μεγαλη Υπέρμαχος Στρατηγός, η Θεοτόκος;
Διά την άγρυπνον αυτήν προστασίαν της πόλεώς του ήτο απέραντος η ευγνωμοσύνη, βαθυτάτη η λατρεία, ακλόνητος η πίστις των κατοίκων αυτής προς τον μέγαν και υπερένδοξον κηδεμόνα και πολιούχον.
Συγκινητικά είναι τα άπειρα δείγματα της λατρείας ταύτης. Με κάθε τρόπον η ευσέβεια των πολιτών εζήτησε να διαιωνίση την μνήμην του μαρτυρίου και των θαυμάτων του Αγίου.
Με άπειρον ευλάβειαν διαβάζονται παλαιά βιβλία, εις τα οποία εγράφησαν με τους πολέμους των Σλαύων το μαρτύριον και τα θαύματα του καλλινίκου μάρτυρος·
Και με την τέχνην ακόμη εξύμνησεν η ευσέβεια των περασμένων αιώνων τον υπερένδοξον Μεγαλομάρτυρα. Με ωραιότατα ψηφιδωτά και τοιχογραφίας εξεικόνισαν εις τους τοίχους των εκκλησιών τον βίον και το μαρτύριον και τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου. Και σήμερον ακόμη εις την Θεσσαλονίκην θαυμάζομεν την μεγαλοπρεπή εκκλησίαν, την μίαν σωζομένην εκ των τριών, τας οποίας ανήγειρεν εις τιμήν του υπερενδόξου προστάτου της πόλεως η θερμή λατρεία των κατοίκων.
«Η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη» Αδαμάντιος Αδαμαντίου
Πηγή: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ Ε’ Δημοτικού 1957