Η τουρκική εκκένωση της Νάουσας έγινε μέσα σε συνθήκες που μας εξιστορεί ο Σ. Μελάς στο βιβλίο του:
«…..Το πρωί της ημέρας εκείνης ο Τούρκος τηλεγραφητής είχε πάει νωρίτερα στο γραφείο του, κάθισε στο τραπέζι του, άνοιξε τη γραμμή της Βέρροιας, έβαλε το χέρι του στο χειριστήριο, κάλεσε τον συνάδελφό του και τον ρώτησε:
Τι νέα; Τι γίνεται ο εχθρός;
Γιατί μόλις είχανε προλάβει να του δώσουνε την πληροφορία ότι γινότανε μάχη.
Δεν του είχαν προστέσει καμία άλλη λεπτομέρεια για τον αγώνα και την πιθανή έκβασή του, επειδή βιάζονταν ν ανοίξουν τη γραμμή Θεσσαλονίκης, που ο Τούρκος στρατηγός ζητούσε για να κανονίσει την επικείμενη υποχώρηση της φρουράς της Βέροιας και να της ορίσει τα σημεία που θα συγκεντρωνόταν γι αποφασιστική άμυνα. Ο τηλεγραφητής της Νάουσας είχε φύγει λοιπόν από το γραφείο του αργά τη νύχτα, χωρίς να ξέρει που θα κοιμόταν την ακόλουθη νύχτα και ο καθένας φαντάζεται με ποια αγωνία πρόσμενε την απάντηση το πρωινό εκείνο. Χρειάστηκε όμως να κάνει ξανά την ερώτηση και μόλις στις δέκα ο δέκτης άρχισε να δουλεύει. Ο υπάλληλος, αντί να διαβάσει την ταινία, παρακολουθούσε με τα αυτί το γοργό τικ-τικ-τακ της μηχανής, έπιανε ένα ένα τα γράμματα, προσπαθούσε να πει λέξεις και να σχηματίσει φράσεις, όπως έκανε πάντα….
Από την πρώτη στιγμή, όμως παραιτήθηκε. Του απαντούσαν γαλλικά. Κι αναγκάστηκε να προσέξει την ταινία:
Ο εχθρός υποχωρεί κατησχυμένος, αφίνων όπισθέν του άφθονον υλικόν, όπλα, πυρομαχικά και είδη στρατοπεδείας.
Κατάτρωγε ο δυστυχής άνθρωπος, αυτή την απάντηση, που δεν ήτανε καθόλου διαφορετική από τους χρησμούς του Λοξίου Απόλλωνα. Το πρώτο του αίσθημα ήταν απερίγραπτη χαρά, που την έπνιγε όμως αμέσως η απορία: Γιατί μου τηλεγραφούν γαλλικά; Και η ερώτηση αυτή έφερε μιαν άλλη, πιο ανήσυχη: ποίός εχθρός υποχωρεί;
Ο τσαούσης φύλακας της τηλεγραφικής γραμμής, που βρισκόταν όρθιος πίσω του, εκείνη τη στιγμή και ιστόρησε ύστερα, όταν έφυγαν όλοι και τον άφησαν μοναχό στην Νάουσα όλες αυτές τις λεπτομέρειες, είδε τότε τον προϊστάμενο του να μένει σκεφτικός κάμποση ώρα. Δεν τολμούσε να γυρέψειάλλες πληροφορίες, να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, ν αντικρύσει δια μιας την καταστροφή. Άπλωσε τέλος το χέρι πάλι στο χειριστήριο για να κάνει μια πλάγια ερώτηση:
Παρακαλώ ποια κατεύθυνση έλαβε ο εχθρός;
Η ροδίτσα του μελανιού άρχισε να γράφει στην ταινία του δέκτη αργά αργά, σαν απάνθρωπος ιεροεξεταστής την μοιραία απάντηση:
Ο εχθρός συγκεντρώνεται προς Θεσσαλονίκην.
Ο τούρκος τηλεγραφητής έβγαλε το μαντήλι του, σκούπισε τα δάκρυα του και μη ξεχνώντας ούτε στιγμή εκείνη την επαγγελματική αβρότητα, έστειλε από το σύρμα ένα Ευχαριστώ στον Έλληνα συνάδελφό του, πήρε το συνηθισμένο του ύφος και βγήκε να ειδοποιήσει μυστικά τις αρχές ότι η Βέροια έπεσε και να συνεννοηθεί μαζί τους για τα περαιτέρω.
Οι άνθρωποι εκείνοι, ο ειρηνοδίκης, οι αξιωματικοί της φρουράς, υποχρεώθηκαν να παίξουν επί μια μέρα οδυνηρή κωμωδία. Ένιωσαν τον εαυτό τους σ άμεσο κίνδυνο. Και όμως δεν μπορούσαν να φύγουν και να σωθούν. Πώς να φύγει έτσι μέρα μεσημέρι, ο πριν από μια στιγμή απόλυτος αφέντης και κύριος, πώς να φορτώσει λαχανιασμένος, και όπως φτάσει, τα πράγματά του στον πρώτο αραμπά που θα τύχει, πώς να περάσει χλωμός και τρεμουλιάρης σέρνοντας πίσω του γυναίκες και παιδιά να κλαίνε, από τους δρόμους της πολιτείας, και πώς να υποστεί τις γεμάτες συμπάθεια και οίκτο, που μόλις κρύβουν τη χαρά, ματιές των ανθρώπων, που ως χτες τους είχε κάτω από την αφεντιά του;…. Γι αυτές τις δουλειές μαναχά η χύχτα είναι καμωμένη επίτηδες.
Ήταν υποχρεωμένοι να κρατήσουν με κάθε θυσία την περηφάνεια τους, την αξιοπρέπεια και την αισιοδοξία, ν ακρατήσουν καλά κολλημένη στο πρόσωπό τους την προσωπίδα του αφέντη, να σηκώσουν τους ώμους και να χαμογελούν περιφρονητικά, όταν κανείς τους έκανε την πονηρή ερώτηση, αν ήταν αληθινό αυτό που είπε αγωγιάτης φτασμένος από τη Βέροια, πως τάχα είχε μπει στην πολιτεία ελληνικός στρατός….. Αργά τη νύχτα όμως, όταν η Νάουσα κοιμότανε βαθιά, οι λίγοι περίεργοι που είχανε μυριστεί πως κάτι τρέχει και παραμόνευαν ανήσυχοι πίσω από τα παράθυρα, είδανε το μελαγχολικό καραβάνι των Αρχών, των γυναικοπαίδων και των στρατιωτών να γλιστρά μέσα στο σκοτάδι, με μεγάλους μπόγους παραμάσχαλα και να φεύγει λαθραία προς το σιδηροδρομικό σταθμό είδαν αυτούς τους ανθρώπους να περνάνε πατώντας στα νύχια, με το κεφάλι κάτω, αμίλητοι κι όταν κανένα παιδάκι έκανε να ρωτήσει τη μάνα του δυνατά που θα πάνε σουτ!ήταν η μοναχή απάντηση. Και του βούλωναν το στόμα….»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ 1912 – 1913, του Σπύρου Μελά, εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη